Μέ πολλή ἔκπληξη εἴδαμε σήμερα Τετάρτη, 2 Μαρτίου, ἀναρτημένη στό Πρακτορεῖο Ἐκκλησιαστικῶν Εἰδήσεων ΡOMΦΑΙA τήν ἀπάντησή μας σέ σχετικό ἐρώτημα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιά τά θέματα πού ἀφοροῦν στή σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ὑπευθύνως δηλώνουμε ὅτι τό ἐν λόγῳ κείμενο ἀπεστάλη στήν Ἱερά Σύνοδο καί κοινοποιήθηκε ἠλεκτρονικά πρός ὅλους τούς Σεβασμ. Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας μας. Σέ κανέναν ἄλλο καί σέ κανένα μέσο ἐνημέρωσης γιά λόγους ἐκκλησιαστικῆς δεοντολογίας.
Ἡ δημοσιοποίησή του ὅμως —ἀπό ποιόν δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε—, μᾶς ἀναγκάζει νά τό ἀναρτήσουμε ἐπισήμως στήν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς μας.
* * *
Μακαριώτατε Πρόεδρε,
Εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ᾽ ἀριθμ. πρωτ. 755/351/16-2-2016 Ὑμετέρου ἐγγράφου καί τῶν προαποσταλέντων κειμένων τῶν ἀφορώντων εἰς τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, εὐσεβάστως προάγομαι νά ἐκθέσω ὡρισμένας σκέψεις μου ἀναφερομένας α) εἰς αὐτήν ταύτην τήν συγκληθησομένην Σύνοδον, β) εἰς τήν θεματολογίαν αὐτῆς, γ) εἰς τά κείμενα τά ὁποῖα τελικῶς περιελήφθησαν εἰς τήν Ἡμερησίαν Διάταξιν καί δ) εἰς τόν τρόπον συγκροτήσεως τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας.
Α΄
1. Μία Σύνοδος ὑπό τόν βαρύν τίτλον Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διά τήν ὁποίαν ἐκαλλιεργήθη ἡ ἄποψις ὅτι ἀποτελεῖ τήν συνέχειαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῆς ὁποίας ἡ προετοιμασία διήρκεσεν ὑπέρ τήν πεντηκονταετίαν, δέν δύναται νά συγκροτῆται ἐκ τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, συνοδευομένων ὑπό ἀντιπροσωπειῶν ἐξ Ἱεραρχῶν —ἔστω καί πολυμελῶν— καί μόνον. Σύνοδος οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τήν ταπεινήν ἄποψίν μου, προϋποθέτει συμμετοχήν ἁπάντων τῶν ἐπισκόπων τῶν διαποιμαινόντων συγκεκριμένας τοπικάς Ἐκκλησίας-ἐπισκοπάς. Ἄλλως, τό σχῆμα δέν δύναται νά θεωρηθῇ γενική σύνοδος τῆς ὑπ᾽ οὐρανόν Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Συνιστᾷ μίαν διηυρυμένην ἀντιπροσωπευτικήν Σύναξιν Προκαθημένων καί Ἱεραρχῶν.
Τό ἔγγραφόν Σας (σελ. 3) ἐπιχειρεῖ νά θεμελιώσῃ ἱστορικῶς τόν ἐπιλεγέντα τρόπον συγκροτήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἐπιτρέψατέ μου νά ἀμφιβάλλω ὡς πρός τήν ἀκρίβειαν τῶν παρατιθεμένων στοιχείων. Πέραν αὐτοῦ ἐπί τοῦ συγκεκριμένου τούτου σημείου ἄς προσθέσω καί τά ἀκόλουθα :
α) Ὁμοιάζουν ἄραγε αἱ ἐποχαί καί αἱ συνθῆκαι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πρός τήν ἰδικήν μας ἐποχήν καί τάς σήμερον ὑφισταμένας συνθήκας; Ἀναφέρομαι εἰς τήν εὐκολίαν καί τήν ἀσφάλειαν τῶν μετακινήσεων, τήν ταχυτάτην καί πολυειδῆ ἐπικοινωνίαν κ.ἄ.
β) Συμπορεύεται ἡ ἀντιπροσωπευτική παρουσία ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον μέ τήν θεαματικήν ἀνάπτυξιν τῆς Ἐκκλησιολογίας ἀπό τά μέσα τοῦ παρελθόντος αἰῶνος μέχρι σήμερον καί τήν ἀνάδειξιν τῆς κεφαλαιώδους θέσεως τοῦ ἐπισκόπου ὄχι μόνον εἰς τήν ἐπισκοπήν αὐτοῦ ἀλλά καί εἰς τήν ζωήν ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας;
γ) Τό παράδειγμα τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου, συγκληθείσης πρό μιᾶς πεντηκονταετίας, μέ τήν εὐρυτάτην συμμετοχήν ἐπισκόπων δέν θά ἔπρεπε νά προβληματίσῃ καί ἡμᾶς τούς ὀρθοδόξους ὡς πρός τήν συγκρότησιν τῆς ἰδικῆς μας γενικῆς συνόδου;
Κατανοῶ, ὅσον δύναμαι νά γνωρίζω, τάς πολλάς δυσκολίας, τά ἐμπόδια καί τάς ποικίλας ἄλλας καταστάσεις, αἱ ὁποῖαι ἔπρεπε νά ὑπερπηδηθοῦν διά νά φθάσωμεν εἰς τήν πραγματοποίησιν τῆς Συνόδου. Ὁ ἀνωτέρω προβληματισμός μου συνδέεται μέ τήν ἐπιθυμίαν ὅλων μας ἡ συγκληθησομένη σύνοδος ὄχι μόνον νά στεφθῇ ὑπό ἐπιτυχίας ἀλλά καί νά ἀποτελέσῃ κορυφαῖον γεγονός εἰς τήν σύγχρονον ζωήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἡ περιωρισμένη καί ἀντιπροσωπευτική συμμετοχή εἰς αὐτήν φρονῶ ταπεινῶς ὅτι μειώνει ἐκ τῶν πραγμάτων τήν βαρύτητα αὐτῆς ταύτης τῆς Συνόδου καί τῶν ἀποφάσεων εἰς τάς ὁποίας θά καταλήξῃ.
2. Συναφής πρός τά ἀνωτέρω εἶναι καί ὁ προβληματισμός μου ὡς πρός τόν τρόπον τῆς ψηφοφορίας καί ἐγκρίσεως τῶν κειμένωνπερί τῆς ὁποίας διαλαμβάνει τό ἄρθρον 12 τοῦ Κανονισμοῦ Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Συνόδου.
α. Ἡ «κατά Ἐκκλησίας καί ὄχι κατά τά μέλη αὐτῶν», δηλαδή τά μέλη τῶν ἀντιπροσωπειῶν, ψηφοφορία φρονῶ ὅτι ἀφαιρεῖ ἀπό τούς Ἱεράρχας, μέλη τῆς Συνόδου, τό δικαίωμα ψήφου, τό ὁποῖον συνδέεται οὐσιωδῶς πρός τήν ἄσκησιν ἐν συνόδῳ τοῦ ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος. Ἐπίσκοπος, μέλος Ἱερᾶς Συνόδου, ἐστερημένος τῆς δυνατότητος νά ἔχῃ γνώμην καί ψῆφον κατά τήν ταπεινήν ἄποψίν μου εἶναι κάτι τό ὁποῖον προσκρούει εὐθέως πρός θεμελιώδη ἀρχήν τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας. Καί τό ἐρώτημα : Ἐάν οἱ συμμετέχοντες ἐπίσκοποι δέν δύνανται νά ψηφίζουν ἐν συνόδῳ, ἀλλά μόνοι οἱ Προκαθήμενοι ἐξ ὀνόματος τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῶν Ἐκκλησιῶν των, διατί αἱ ἀποφάσεις νά ὑπογράφωνται ὑπό πάντων τῶν συμμετεχόντων συνοδικῶν συνέδρων καί οὐχί ὑπό μόνων τῶν Προκαθημένων;
Ἐπιπλέον, ἐκτιμῶ ὅτι ὁ ἐπιλεγείς τρόπος ψηφοφορίας πλήττει καιρίως τήν εἰκόνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἐνώπιον καί τῶν ἐντός καί τῶν ἐκτός αὐτῆς. Εἴμεθα μία Ἐκκλησία καί ἕν σῶμα ἤ ἕν συνομοσπονδιακόν σύνολον Ἐκκλησιῶν, τῶν ὁποίων ἡ συνοδική συμμετοχή καί ἔκφρασις ἐπηρεάζεται ὑπό διαφόρων σκοπιμοτήτων εὐκόλως ἐννοουμένων; Κατανοῶ ὅτι καί ἡ ψήφισις κατά τά μέλη, δηλαδή ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν συνοδικῶν ἐπισκόπων, δέν εἶναι ἄμοιρος δυσκολιῶν. Ὅμως φρονῶ ὅτι ἡ ἐνεργός συμμετοχή ἁπάντων τῶν μελῶν τῆς συνόδου, συμμετοχή ἡ ὁποία κατ᾽ ἐξοχήν ἐκφράζεται κατά τήν ψηφοφορίαν ἐπί τῶν ἀποφάσεων, ἕλκει τόν φωτισμόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀναδεικνύει τήν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων-μελῶν καί ἀποκαλύπτει ἐνώπιον πάντων τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μας.
Β΄
Τά θέματα τῆς Ἡμερησίας Διατάξεως. Μία γενική σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας θά ἔδει πρωτίστως νά ἐξετάσῃ καί νά ἀποφασίσῃ ἐπί ζητημάτων μείζονος καί γενικωτέρας σημασίας, ζητημάτων δηλαδή τά ὁποῖα ὑπερβαίνουν τά ὅρια μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας καί ἀναφέρονται εἰς ὁλόκληρον τήν Ἐκκλησίαν. Εἶναι λυπηρόν ὅτι τά θέματα ὅπως Τό Αὐτοκέφαλον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, Tά Δίπτυχα καί Tό Ἡμερολογιακόν Ζήτημα, θέματα τά ὁποῖα ὄντως ἀπασχολοῦν τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς τήν ἑνότητά της (τουλάχιστον ὡς πρός τήν εἰκόνα της ἐνώπιον ὄχι μόνον τῶν ἑτεροδόξων ἀλλά καί τῶν ἰδικῶν της τέκνων) —παρά τήν πολυετῆ μάλιστα προετοιμασίαν τῆς συγκληθησομένης Συνόδου—, δέν περιελήφθησαν εἰς τήν Ἡμερησίαν Διάταξιν αὐτῆς, ἀλλ᾽ ἀφέθησαν εἴτε νά ἐξετασθοῦν εἰς τό μέλλον εἴτε ἑκάστη τοπική Ἐκκλησία νά ἐνεργῇ ἐπ᾽ αὐτῶν κατά τήν ἰδικήν της κρίσιν. Προφανῶς διότι κατά τό προπαρασκευαστικόν στάδιον δέν ἐπῆλθεν ὁμοφωνία. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι, διά ποίους λόγους καί ἄν οἱ λόγοι αὐτοί εὐσταθοῦν μέ βάσιν πρωτίστως καί κυρίως τό Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας καί τό ζωοποιοῦν πνεῦμα τῆς γνησίας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεώς μας καί ὄχι τάς ἀνθρωπίνους φιλοδοξίας καί τάς πάσης φύσεως σκοπιμότητας.
Γ΄
Ἐρχόμενος εἰς τά θέματα τά ὁποῖα τελικῶς μετ᾽ ἀπόφασιν τῶν Προκαθημένων (Σαμπεζύ 21-28 Ἰανουαρίου 2016) περιελήφθησαν εἰς τήν Ἡμερησίαν Διάταξιν, ἐπιτρέψατέ μοι τάς ἀκολούθους παρατηρήσεις.
1. Ὅλα τά κείμενα διακρίνονται διά τόν διακηρυκτικόν-δηλωτικόν χαρακτῆρα των ὡς πρός τήν φύσιν καί τήν ἀποστολήν-μαρτυρίαν τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ κόσμῳ σήμερον. Διερωτῶμαι ὅμως : Μήπως ἡ φύσις τῆς Ἐκκλησίας δέν παραμένει ἡ ἰδία ἀπό τῆς ἱδρύσεώς της μέχρι σήμερον, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ἀποστολή της; Ὁ καθορισμός καί ἡ διατύπωσις τοῦ φρονήματός της ἐπιβάλλεται μόνον ὅταν ἡ Ἐκκλησία καλῆται νά ἀντιμετωπίσῃ ζητήματα τά ὁποῖα δέν εἶχον ἐμφανισθῆ μέχρι σήμερον εἰς τόν ἱστορικόν βίον της. Αὐτά τά ζητήματα τό πρῶτον ἐμφανιζόμενα ἐξετάζει καί μελετᾷ καί ἐπ᾽ αὐτῶν διατυπώνει τήν διδασκαλίαν της καί καθοδηγεῖ διά τῶν ἀποφάσεών της τούς πιστούς, τά μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ὁ ἀνωτέρω ἰσχυρισμός μου ἀφετηριακοῦ χαρακτῆρος εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν ἀποβλέπει εἰς τό νά μειώσῃ τήν καλήν προετοιμασίαν τῶν συγκεκριμένων θεμάτων ἤ νά ἀδικήσῃ ὅσους κατα καιρούς φιλοτίμως εἰργάσθησαν διά τήν σύνταξιν καί τήν ἐπεξεργασίαν των.
2. Εὐλαβῶς προτείνω εἰς τό θέμα Τό μυστήριον τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ ἡ παράγραφος ΙΙ,10 νά διατυπωθῆ ἐπί τό ἐμφαντικώτερον, ἤτοι :
«Ἡ Ἐκκλησία ἀκολουθοῦσα πιστῶς τήν διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν ὁμόφωνον κανονικήν καί πατερικήν παράδοσίν της δέν ἀποδέχεται διά τά μέλη αὐτῆς σύμφωνα συμβιώσεως τοῦ αὐτοῦ φύλου ἤ ἄλλας μορφάς συμβιώσεως, πλήν τοῦ χριστιανικοῦ γάμου, τῆς ἑνώσεως τοὐτέστιν ἀνδρός καί γυναικός, τήν ὁποίαν ἐν μυστηρίῳ ἐπευλογεῖ. Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ἱερῶν ποιμένων της καλεῖται νά προσπαθήσῃ μετά πολλῆς συνέσεως καί ἀγάπης, ὥστε τά παρεκκλίνοντα μέλη αὐτῆς εἰς τοιαύτας μορφάς συμβιώσεως, συναισθανόμενα ὅτι αἱ ἐπιλογαί αὐτῶν προσκρούουν εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀποξενώνουν ἀπό τήν ἐν Χριστῷ ζωήν, νά ἐπιδιώξουν ἐν μετανοίᾳ τήν ἐπάνοδον αὐτῶν εἰς τήν ἐν χάριτι ηὐλογημένην ζωήν τῆς Ἐκκλησίας».
3. Εἰς τό θέμα Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερονἡ διατύπωσις εἰς τήν § 7 «τοῦ καθεστῶτος τῆς νηστείας» ξενίζει. Καταλληλοτέρα ἴσως «τοῦ θεσμοῦ» ἤ «τῆς τάξεως» τῆς νηστείας ἤ ἄλλη διατύπωσις πλέον ἐπιτυχής.
4. Τό κείμενον τό ὁποῖον ἀφ᾽ ἧς ἐδόθη εἰς τήν δημοσιότητα συγκεντρώνει τήν προσοχήν πολλῶν εἶναι τό Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον. Πέραν ἀρνητικῶν δημοσιευμάτων καί σχολίων, ἐξ ὅσων γνωρίζομεν, ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος καί ὁ καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης ἐγγράφως διετύπωσαν κριτικάς παρατηρήσεις ἀπευθυνθέντες πρός τήν Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον καί τά μέλη τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐνταῦθα ἄς μοῦ ἐπιτραπῇ νά διατυπώσω ὡρισμένας γενικάς παρατηρήσεις.
α. Τό ἐν λόγῳ κείμενον εἶναι τό δυσκολώτερον ἐξ ὅλων τῶν ἄλλων διά δύο λόγους : πρῶτον διότι περιλαμβάνει δογματικῆς καί κανονικῆς φύσεως ζητήματα καί δεύτερον διότι ἐπ᾽ αὐτῶν εἶναι ἰδιαιτέρως εὐαίσθητος ἡ ἐκκλησιαστική συνείδησις πολλῶν ὀρθοδόξων· πλέον συγκεκριμένως, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν μελῶν τῆς ἡμετέρας ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Διά τούς δύο αὐτούς λόγους ἐπιβάλλεται μεγίστη προσοχή εἰς τήν ὁρολογίαν καί τάς διατυπώσεις τάς ὁποίας περιλαμβάνει.
β. Λόγῳ τῶν ζητημάτων τά ὁποῖα ἐξετάζει καί ἐπί τῶν ὁποίων ἐπιδιώκει νά ἐκφράσῃ τάς «θέσεις» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἀνάγκη αἱ διατυπώσεις του νά εἶναι σχολαστικῶς ἀκριβεῖς, ὥστε κατά τό δυνατόν νά μή ἐπιτρέπουν παρερμηνείας καί ἀντιπαραθέσεις. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ ὁπόση προσοχή ἀπαιτεῖται εἰς τοιαῦτα θέματα καί πόσον ἐδοκιμάσθη ἡ εἰρήνη καί ἡ ἑνότης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅταν ὡρισμένα ζητήματα ἀντιμετωπίσθησαν ἄνευ τῆς ἀναγκαίας βασάνου.
γ. Παρά ταῦτα κατανοῶ πλήρως ὅτι ἡ «γλῶσσα» κειμένου ἀναφερομένου εἰς ζητήματα ὡς εἶναι ἡ Οἰκουμενική Κίνησις, ἡ συμμετοχή εἰς τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν ἤ ἄλλους διεκκλησιαστικούς ὀργανισμούς, οἱ Θεολογικοί Διάλογοι, δέν δύναται νά εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ παρελθόντος, ἡ ὁποία διεμορφώθη ὑπό συνθήκας παντελῶς διαφορετικάς πρός τάς συγχρόνους καί τό ὅλον κλῖμα τῆς ἐποχῆς μας.
δ. Ἐπιφυλάσσομαι, ἐπίσης, ἔναντι τῆς ἀπολύτου διατυπώσεως-χαρακτηρισμοῦ «καί ἔσχατον» τήν ὁποίαν ἀποδίδει τό κείμενον (§ 22) εἰς «τό συνοδικόν σύστημα». Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ ὅτι ὑπῆρξαν σύνοδοι, αἱ ὁποῖαι ὄχι μόνον δέν διησφάλισαν τήν γνησίαν ὀρθόδοξον πίστιν, ἀλλ᾽ ἐκήρυξαν καί κακοδοξίας, καί ἐν τέλει τήν ἀλήθειαν τῆς πίστεως περιεφρούρησε καί ἀνέδειξεν ἡ ἐπαγρυπνοῦσα συνείδησις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Διά τόν λόγον αὐτόν καί διά νά διασκεδασθοῦν ὑποψίαι καί φόβοι, καλόν θά ἦτο ὁ χαρακτηρισμός «καί ἔσχατον» νά ἀπαλειφθῇ.
Δ΄
Ἡ Ἔκθεσις πεπραγμένων τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου Ἠλείας κ. Γερμανοῦ, ὁ ὁποῖος ὁμοῦ μετά τῶν Σεβασμ. Μητροπολιτῶν Περιστερίου κ. Χρυσοστόμου καί Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου ἐξεπροσώπησαν τήν Ἐκκλησίαν μας εἰς τήν Σύναξιν Προκαθημένων (Σαμπεζύ 22-28 Ἰανουαρίου 2016) καταλήγει μέ ὡρισμένας προτάσεις πρός τήν Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον (§ 20. Προτάσεις).
Ἐπί τῆς προτάσεώς του (§ 20, δ) ἀναφερομένης εἰς τήν συγκρότησιν τῆς ἐξ 24 μελῶν ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄς ἐπιτραπῇ εἰς τήν ταπεινότητά μου νά διατυπώσῃ τάς ἀκολούθους σκέψεις, αἱ ὁποῖαι διαφέρουν ἀπό αὐτάς, τάς ὁποίας ἡ πρότασις τοῦ ἁγίου Ἠλείας περιλαμβάνει. Προκαταβολικῶς δηλώνω ὅτι α) διά λόγους προσωπικούς δέν ἐπιθυμῶ καί δέν ἐπιδιώκω νά περιληφθῶ εἰς τά μέλη τῆς Ἀντιπροσωπείας καί β) ἐκτιμῶ καί σέβομαι βαθύτατα τό ἦθος, τό ἐκκλησιαστικόν φρόνημα καί τήν σκέψιν τοῦ πολιοῦ ἀδελφοῦ Σεβασμ. κ. Γερμανοῦ.
1. Θεμελιώδης ἐκτίμησίς μου εἶναι ὅτι ἡ πραγματοποίησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου συνιστᾷ γεγονός μεγίστης σημασίας διά τήν ζωήν καί τήν πορείαν τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μας. Συμμετεχούσης καί τῆς ἰδικῆς μας Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀντιπροσωπευτικῶς μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον καί Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, οἱ ἀδελφοί Ἱεράρχαι οἱ ὁποῖοι θά ἀποτελέσουν τήν Ἀντιπροσωπείαν μας θά ἔδει νά ἀπολαύουν τῆς ἐμπιστοσύνης ἁπάντων τῶν μελῶν τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας καί νά ἐκφράσουν ἐν ταῖς συνεδρίαις τῆς Συνόδου ὁλόκληρον τό ἱεραρχικόν σῶμα καί τήν συνείδησιν εὐρύτερον τοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας.
2. Οὖσα ἡ συμμετοχή μας εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον ἀπόφασις κεφαλαιώδους σημασίας, αὕτη θά ἔδει νά ληφθῇ ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καί ὄχι ὑπό τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου. Τοῦτο πιστεύω ὅτι ἀπορρέει ὡς ὑποχρέωσις καί ἀπό τό ἄρθρον 4 § α τοῦ Καταστατικοῦ μας Χάρτου. Ἄν τά μέλη τῶν Μονίμων Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν ἐπιλέγονται ὑπό τῆς Ι.Σ.Ι., ἀσυγκρίτως περισσότερον ὑπό τῆς Ι.Σ.Ι θά ἔδει νά ἐκλεγοῦν τά μέλη τῆς Ἀντιπροσωπείας μας, τά ὁποῖα θά μετάσχουν εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον.
3. Καί τά 24 μέλη κατά τήν γνώμην μου θά ἔδει νά εἶναι ἐπαρχιοῦχοι Μητροπολῖται. Ὁ Ἀρχιγραμματεύς Θεοφιλ. Ἐπίσκοπος Μεθώνης κ. Κλήμης θά μετάσχῃ ὁπωσδήποτε ἀλλ᾽ ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ πρώτου τῇ τάξει Συμβούλου.
4. Ὑπό τό πνεῦμα τῶν ἀνωτέρω σκέψεων τά 24 Ἱεραρχικά μέλη τῆς Ἀντιπροσωπείας μας θά ἔδει νά ἐκλεγοῦν διά μυστικῆς ψηφοφορίαςἀπό τήν Ι.Σ.Ι. Οὕτω ἕκαστος Ἱεράρχης ἀναλαμβάνει ἐλευθέρως καί πλήρως τήν εὐθύνην τῶν ἐπιλογῶν του καί οἱ ἀδελφοί οἱ ὁποῖοι θά ἐκλεγοῦν θά ἀπολαύουν τῆς ἐμπιστοσύνης ὁλοκλήρου τοῦ ἱεροῦ Σώματος. Εὐνόητον ὅτι τῆς Ἀντιπροσωπείας θά μετάσχουν οἱ πρῶτοι 24, οἱ ὁποῖοι θά ἔχουν συγκεντρώσει τάς περισσοτέρας ψήφους.
5. Ἡ πρότασις τοῦ Ἁγίου Ἠλείας, κινουμένη εἰς θεσμικόν ἐπίπεδον, φρονῶ ὅτι δέν ἐξασφαλίζει τό βασικόν στοιχεῖον τῆς ἀντιπροσωπευτικότητος. Ἐπιπλέον, τά θέματα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου δέν ἀφοροῦν εἰς μόνην τήν Ἑλλαδικήν Ἐκκλησίαν. Αὕτη προετοιμάζεται ὑπέρ τήν πεντηκονταετίαν, καί αἱ ἀποφάσεις της ἀναφερόμεναι εἰς τό ἀπροσδιόριστον χρονικῶς «αὔριον» τῆς Ἐκκλησίας δέν πρόκειται νά «ὑλοποιηθοῦν» ἀναγκαίως οὔτε ὑπό τῆς παρούσης οὔτε ὑπό τῆς ἑπομένης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου.
6. Ὁ Σεβ. Ἠλείας εἰς τήν πρότασίν του θέτει καί τό ἐρώτημα ἀρχαιότητος τῶν μελῶν τῆς Ἀντιπροσωπείας. Κατά τό ἰδικόν μου σκεπτικόν ζήτημα ἀρχαιότητος δέν εἶναι δυνατόν νά τεθῇ. Ἀντιθέτως, θά ἔλεγον, ὅτι ὁ σωματικός κόπος καί ὄχι μόνον τόν ὁποῖον συνεπάγεται ἡ συμμετοχή εἰς πολυώρους συνεδρίας καί ὑποεπιτροπάς, ἴσως ἀπαιτεῖ τήν συμμετοχήν νεωτέρων κατά τήν ἡλικίαν ἀδελφῶν. Ἀλλ᾽ αὐτό ἄς ἀφεθῇ εἰς τήν κρίσιν τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας.
7. Ἡ Ἐκκλησία μας κατά τήν διάρκειαν τῶν τελευταίων ἐτῶν ἐξεπροσωπήθη ὑπό συγκεκριμένων ἀδελφῶν Ἱεραρχῶν εἰς τήν Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Ἐπιτροπήν, εἰς τάς Προσυνοδικάς Πανορθοδόξους Διασκέψεις καί εἰς τήν Εἰδικήν Ὀρθόδοξον Ἐπιτροπήν (2014-2015). Οὗτοι ἀσφαλῶς γνωρίζουν τά θέματα καλύτερον ἀπό ὅλους ἡμᾶς τούς ὑπολοίπους ἐπισκόπους. Ὡς ἐκ τούτου, θεωρῶ ἀναγκαίαν τήν συμμετοχήν των εἰς τήν Ἀντιπροσωπείαν μας καί πιστεύω ἀκραδάντως ὅτι τό αἴσθημα εὐθύνης, τό ὁποῖον διακρίνει ὅλους τούς ἀδελφούς συνεπισκόπους, θά τούς ὁδηγήσῃ νά ψηφίσουν κατά προτεραιότητα τούς ἐν λόγῳ ἐμπείρους Ἱεράρχας.
Εἰς τήν Ἀντιπροσωπείαν μας θά ἔδει ἀσφαλῶς νά συμμετάσχουν καί ἀδελφοί Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι διακρίνονται διά τήν θεολογικήν καί νομοκανονικήν συγκρότησίν των. Πιστεύω ὅτι θά εἶναι πολύτιμος ἡ συμμετοχή των, ἡ ὁποία θά καταδεικνύει ἀφ᾽ ἑνός μέν τό ὑψηλόν ἐπίπεδον ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς τοῦ Ἱεραρχικοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ θά ἐκφράζῃ ὅλας τάς θεμιτάς θεολογικάς τάσεις, αἱ ὁποῖαι παρατηροῦνται ὄχι μόνον εἰς τό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας ἀλλά καί εἰς ὁλόκληρον τήν Ἐκκλησίαν μας.
8. Τῇ προτάσει τῶν Μ.Σ.Ε. Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων καί Ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων καί μετ᾽ ἔγκρισιν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ σεπτή Ἱεραρχία ἄς ἐπιλέξῃ τόσον τούς Συμβούλους ὅσον καί τούς Παρατηρητάς Κληρικούς, Μοναχούς ἤ Λαϊκούς. Κριτήριον καί ἐνταῦθα ἡ καλυτέρα κατά τό δυνατόν παρουσία καί συμβολή τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας εἰς τήν ἐπιτυχῆ διεξαγωγήν τῶν ἐργασιῶν καί τήν λῆψιν τῶν ἐνδεδειγμένων ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Τελευτῶν, εὐσεβάστως ἀναφέρω ὅτι, λόγῳ τῆς γενικωτέρας σημασίας τοῦ θέματος τοῦ παρόντος γράμματος καί τῶν σκέψεων τάς ὁποίας διετύπωσα, τοῦτο θά κοινοποιηθῇ καί εἰς ἅπαντας τούς ἀδελφούς Ἱεράρχας τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἐκκλησίας.
Ιερά Μητρόπολη Νέας Σμύρνης