γράφουν οι Davor Džalto, Έφη Φωκά, Brandon Gallaher, Perry Hamalis, Αριστοτέλης Παπανικολάου και Gregory Tucker⃰
Δημοσιεύτηκε στο ΑΜΕΝ
Το κείμενο «η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω» προσφέρει μια ξεκάθαρη επιβεβαίωση της «αξίας και του μεγαλείου του ανθρώπου» (1.1) σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία. Εξάλλου, η ιδιαίτερη αυτή εξύψωση του ανθρώπου θεμελιώνεται εδώ στην προοπτική της θέωσης. Ενώ ο άνθρωπος φτάνει στην κατά Θεόν τελειότητα επέκεινα της παρούσας ζωής, ο αγιασμός αρχίζει από του «νυν» σε αυτόν τον κόσμο και σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους.
Για το σκοπό αυτό, η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι οφείλει να εκφράζεται με την «προφητική και ποιμαντική φωνή της» και να ενεργεί στο σύγχρονο κόσμο με σκοπό την «ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την αδελφοσύνη και την αγάπη», στοιχεία που χαρακτηρίζουν την Βασιλεία του Θεού.
Προκειμένου να είμαστε δίκαιοι απέναντι στην βαθιά μαρτυρία του Ευαγγελίου που προσφέρεται στο εν λόγω κείμενο, χρειάζεται να εγκύψουμε και να προβληματιστούμε περαιτέρω γύρω από ορισμένες από τις βασικές ιδέες του. Γιατί, ενώ το κείμενο αυτό περιέχει ορισμένες στιγμές βαθιάς αντίληψης της κατάστασης του σύγχρονου κόσμου, την ίδια στιγμή καθιστά εμφανή και τα αποτελέσματα μιας μακράς περιόδου κατά την οποία η Εκκλησία δεν εξασκούσε την συνοδικότητα της, έχοντας απολέσει προ πολλού την ικανότητά της να αντιμετωπίζει τα πιο σημαντικά από τα καθημερινά ζητήματα με λογικό και ξεκάθαρο τρόπο. Στη συνάφεια αυτή η προσοχή μας θα πρέπει να εστιαστεί στον τρόπο που κατανοούνται ορισμένες βασικές έννοιες μέσα στο κείμενο, και ιδιαίτερα αυτές της εκκοσμίκευσης (secularization) και του κοσμικού κόσμου.
Κατά πρώτον, το κείμενο επικρίνει διάφορες πτυχές της ζωής του σύγχρονου κόσμου που τις θεωρεί επιζήμιες για την εν Χριστώ ευημερία του ανθρώπου, ωστόσο συχνά χωρίς περαιτέρω επεξήγηση ή επαρκή ανάλυση των υπό συζήτηση θεμάτων. Η αδυναμία αυτή είναι περισσότερο εμφανής στον κατάλογο των σύγχρονων «ατελειών και ελλείψεων» οι οποίες περιγράφονται στην αρχή του κειμένου (2.2), αν και εξακολουθεί και σε ολάκερο το κείμενο, όπου διάφορες ιδέες όπως «η ιδεολογία της φιλελευθέρας παγκοσμιοποίησεως» και η επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης (6.8) που ερμηνεύονται με αρνητικό πρόσημο, και άλλες όπως οι κατά κοινή ομολογία «βασικές χριστιανικές και ανθρωπιστικές αρχές» (6.11) που ερμηνεύονται με θετικό, παρουσιάζονται χωρίς λεπτομερή και ακριβή ανάλυση.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η αποσπασματική χρήση της γλώσσας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το κείμενο βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, προκειμένου να εγγυηθεί υπέρ του δημοσίου λόγου της Εκκλησίας και της ελευθερίας της θρησκείας για όλους τους ανθρώπους, περιορίζοντας ωστόσο την οπτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον βαθμό που αποκλίνουν από την ηθική διδασκαλία της Εκκλησίας (5.3). Η Εκκλησία, ωστόσο θα πρέπει να επιδοκιμάζει την ιδέα των αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, χωρίς κανενός είδους περαιτέρω εξειδίκευση ή διάκριση, ως βασική αρχή που απορρέει από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου σχετικά με την αξιοπρέπεια και τον ιερό χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής, η οποία προσφέρεται θεόθεν και διατηρείται ακόμα και όταν οι άνθρωποι παραβιάζουν τα ηθικά όρια που διδάσκονται από την Εκκλησία.
Οι ηθικές επιπτώσεις του Ευαγγελίου δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλέον αυτονόητες στον σύγχρονο κόσμο -ακόμη και στις ορθόδοξες χώρες όπου η Εκκλησία εξακολουθεί να διαθέτει λόγο στη δημόσια σφαίρα, όπως επίσης και άμεση πολιτική επιρροή. Η ασάφεια που υπάρχει στο κείμενο δίνει τη δυνατότητα αυτό να ερμηνεύεται ως προσφυγή σε έναν ξύλινο ηθικιστικό λόγο, αντί να διατυπώνει με ξεκάθαρο και βέβαιο τρόπο επιχειρήματα τα οποία θεμελιώνονται στο Ευαγγέλιο και στην μακρά παράδοση ενασχόλησης της Εκκλησίας με κοινωνικά και ηθικά ζητήματα που απειλούν την ανθρώπινη κατά Θεόν πορεία.
Δεύτερον, η αρνητική παρουσίαση της εκκοσμίκευσης (secularization) και της κοσμικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Η «εκκοσμίκευσις» ηγείται του καταλόγου των σύγχρονων ατελειών και ελλείψεων, που «υφαίνουν το απέραντον άγχος της αγωνιώδους συγχρόνου ανθρωπότητος», έχοντας ευθυγραμμιστεί με αληθινά κακά, όπως η «βία ... η λαίλαπα των ναρκωτικών και άλλες εξαρτήσεις ... [και] ο περιορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων…» ( 2.2). Το κείμενο συνεπάγεται ότι η εκκοσμίκευση, όταν ερμηνευτεί ως αποκήρυξη και αποσιώπηση των θρησκευτικών και ηθικών φωνών στη δημόσια ζωή, βρίσκεται στη ρίζα όλων των σύγχρονων ηθικών κρίσεων. Με λίγα λόγια, η εκκοσμίκευση αντιμετωπίζεται ως η σύγχρονη προπατορική αμαρτία.
Η παρουσίαση αυτή είναι ανησυχητική από πολλές απόψεις. Καταδεικνύει μια πολύ στενή κατανόηση των κοσμικών κοινωνιών, η οποία έχει πλέον ευρέως εγκαταλειφτεί από κοινωνιολόγους και θεολόγους που ασχολούνται με την ανάλυση του σύγχρονου κόσμου. Επιπλέον, η κριτική σε μια εντελώς δυτική κατανόηση της εκκοσμίκευσης αποκαλύπτει την αντι-δυτική ιδεολογία που βρίσκεται πίσω από το κείμενο, το οποίο αποτυγχάνει να λάβει υπόψη του την παγκόσμια κατάσταση, στην οποία έχει κάνει την εμφάνισή της η εκκοσμίκευση έξω από το πλαίσιο της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Στην πραγματικότητα, ο κοσμικός πολιτικός χώρος δεν προσδιορίζεται πλέον από ένα υψηλό τείχος ανάμεσα στη θρησκεία και την πολιτική, αλλά από μια διαφοροποίηση μεταξύ της δημόσιας και της έννομης τάξης που μεγιστοποιεί τον πλουραλισμό. Στις κοσμικές κοινωνίες η διαφοροποίηση των επιμέρους σφαιρών (της πολιτικής, νομικής, οικονομικής, θρησκευτικής κ.ά.) έχει καταστεί ένα σημαντικό εργαλείο για τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας και την προστασία της ανθρώπινης ελευθερίας. Έτσι, ενώ είναι σωστό να απορρίπτεται η εκκοσμίκευση (secularism) ως αντι-θρησκευτική ιδεολογία, η Εκκλησία θα πρέπει με διάκριση να εγκρίνει την εκκοσμίκευση (secularization), προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η ζωή της δεν θα περιορίζεται σε ορισμένους επισφαλείς πολιτικούς χώρους, αλλά θα είναι διαθέσιμη σε όλους τους ανθρώπους. Η εκκοσμίκευση (secularization) απελευθερώνει την Εκκλησία από την πολιτική του περιορισμού, επιτρέποντας στο Ευαγγέλιο να επιλέγεται ελεύθερα ως τρόπος ζωής.
Ο σύγχρονος κοσμικός χώρος, μακριά από το να είναι άθρησκος και ανήθικος, στην πραγματικότητα έχει ως στόχο να εγγυηθεί την ποικιλία των ηθικών και θρησκευτικών φωνών, σε συνδυασμό με τον σεβασμό του ανθρώπου και της έμφυτης ελευθερίας του, την οποία το υπό συζήτηση κείμενο θεωρεί ως θεμελιώδη για την χριστιανική διδασκαλία. Ενώ η εκκοσμίκευση (secularization) μπορεί να οδηγήσει σε μια σύγκρουση των ιδεολογιών και σε διαφωνίες σχετικά με τα αποδεκτά όρια της διαφορετικότητας, οι πραγματικά δημοκρατικές κοσμικές κοινωνίες προσδίδουν ιδιαίτερη αξία στην ανθρώπινη ελευθερία, επιδιώκοντας να καλλιεργήσουν την ειρηνική και δίκαιη συνύπαρξη, που θα περιλαμβάνει κάθε διαφορετικότητα, όχι εις βάρος της ιδιαιτερότητας των παραδόσεων και των πολιτισμών, αλλά με στόχο την διασφάλιση της άνθησης τους. Μέσα σε αυτό το ευρύτερο όραμα της κοσμικής κοινωνίας, η Εκκλησία έχει την ευκαιρία να επεκτείνει τη θεία αποστολή της με σκοπό τον ευαγγελισμό λαών και πολιτισμών.
Ενώ ο Θεός αυτο-αποκαλύπτεται διαρκώς στην αγάπη του για την ανθρωπότητα, ενδιαφερόμενος για την τελειότητα της δημιουργίας του, την ίδια στιγμή σέβεται την θεμελιώδη ελευθερία του ανθρώπου την οποία εξ αρχής του έχει εμφυτεύσει. Μονάχα στην κατάσταση της ελευθερίας μπορεί ο άνθρωπος να φανερώνει την αμετάκλητη εικόνα του Θεού, ζώντας ως ένα πλάσμα που διαμορφώνεται από τον Θεό, επιλέγοντας έτσι ελεύθερα να ενεργήσει σύμφωνα με τη θέλησή Του. Η Εκκλησία, ως εκ τούτου καλείται παντού και πάντοτε, από την μια μεριά να μαρτυρήσει για το όραμα του ανθρώπου που έχει μεταμορφωθεί από την ακλόνητη πίστη στο θέλημα του Πατρός, όπως φανερώνεται κατεξοχήν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού αλλά και στις ζωές των αγίων, και από την άλλη να υπερασπιστεί την ελευθερία του κάθε ανθρώπινου προσώπου στην αυτοδιάθεση του στη ζωή ή τον θάνατο υπό το φως της γνώσης αυτής. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τα λόγια του ίδιου του Κυρίου μας: «θαρσείτε!» Είναι καιρός πλέον να ξεκινήσουμε έναν διαρκή και σοβαρό διάλογο με τον σύγχρονο κόσμο με σκοπό να αγκαλιάσουμε τον πλουραλισμό και την ελευθερία της κοσμικής κοινωνίας ως μια ευκαιρία για ιεραποστολή, έχοντας πάντα κατά νου ότι, «ου γαρ απέστειλεν ο θεός τον υιόν εις τον κόσμον ινα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ινα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιω. 3:17).
⃰ Ο Davor Džalto είναι Αναπληρωτής Καθηγητής και Διευθυντής Προγράμματος Σπουδών στην Ιστορία της Τέχνης και τις Θρησκευτικές Σπουδές στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Ρώμης (Ιταλία) και Πρόεδρος του Ινστιτούτου για την μελέτη του Πολιτισμού και του Χριστιανισμού (Βελιγράδι, Σερβία). Η Έφη Φωκά είναι Ερευνήτρια στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (Ελλάδα) και ερευνητική συνεργάτης του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics (Λονδίνο, Αγγλία). O Brandon Gallaher είναι Λέκτωρ Συστηματικής και Συγκριτικής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Exeter (Αγγλία). Ο Perry Hamalis είναι Καθηγητής της Θρησκείας στην Έδρα Cecelia Schneller του North Central College στο Naperville, του Ιλινόις (Η.Π.Α.). Ο Αριστοτέλης Παπανικολάου είναι Καθηγητής Ορθόδοξης θεολογίας και Πολιτισμού στην Έδρα «Αρχιεπίσκοπος Δημήτριος» του Πανεπιστημίου του Fordham και Συν-Διευθυντής του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του ίδιου Πανεπιστημίου. Ο Gregory Tucker είναι υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Fordham.Για το σκοπό αυτό, η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι οφείλει να εκφράζεται με την «προφητική και ποιμαντική φωνή της» και να ενεργεί στο σύγχρονο κόσμο με σκοπό την «ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την αδελφοσύνη και την αγάπη», στοιχεία που χαρακτηρίζουν την Βασιλεία του Θεού.
Προκειμένου να είμαστε δίκαιοι απέναντι στην βαθιά μαρτυρία του Ευαγγελίου που προσφέρεται στο εν λόγω κείμενο, χρειάζεται να εγκύψουμε και να προβληματιστούμε περαιτέρω γύρω από ορισμένες από τις βασικές ιδέες του. Γιατί, ενώ το κείμενο αυτό περιέχει ορισμένες στιγμές βαθιάς αντίληψης της κατάστασης του σύγχρονου κόσμου, την ίδια στιγμή καθιστά εμφανή και τα αποτελέσματα μιας μακράς περιόδου κατά την οποία η Εκκλησία δεν εξασκούσε την συνοδικότητα της, έχοντας απολέσει προ πολλού την ικανότητά της να αντιμετωπίζει τα πιο σημαντικά από τα καθημερινά ζητήματα με λογικό και ξεκάθαρο τρόπο. Στη συνάφεια αυτή η προσοχή μας θα πρέπει να εστιαστεί στον τρόπο που κατανοούνται ορισμένες βασικές έννοιες μέσα στο κείμενο, και ιδιαίτερα αυτές της εκκοσμίκευσης (secularization) και του κοσμικού κόσμου.
Κατά πρώτον, το κείμενο επικρίνει διάφορες πτυχές της ζωής του σύγχρονου κόσμου που τις θεωρεί επιζήμιες για την εν Χριστώ ευημερία του ανθρώπου, ωστόσο συχνά χωρίς περαιτέρω επεξήγηση ή επαρκή ανάλυση των υπό συζήτηση θεμάτων. Η αδυναμία αυτή είναι περισσότερο εμφανής στον κατάλογο των σύγχρονων «ατελειών και ελλείψεων» οι οποίες περιγράφονται στην αρχή του κειμένου (2.2), αν και εξακολουθεί και σε ολάκερο το κείμενο, όπου διάφορες ιδέες όπως «η ιδεολογία της φιλελευθέρας παγκοσμιοποίησεως» και η επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης (6.8) που ερμηνεύονται με αρνητικό πρόσημο, και άλλες όπως οι κατά κοινή ομολογία «βασικές χριστιανικές και ανθρωπιστικές αρχές» (6.11) που ερμηνεύονται με θετικό, παρουσιάζονται χωρίς λεπτομερή και ακριβή ανάλυση.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η αποσπασματική χρήση της γλώσσας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το κείμενο βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, προκειμένου να εγγυηθεί υπέρ του δημοσίου λόγου της Εκκλησίας και της ελευθερίας της θρησκείας για όλους τους ανθρώπους, περιορίζοντας ωστόσο την οπτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον βαθμό που αποκλίνουν από την ηθική διδασκαλία της Εκκλησίας (5.3). Η Εκκλησία, ωστόσο θα πρέπει να επιδοκιμάζει την ιδέα των αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, χωρίς κανενός είδους περαιτέρω εξειδίκευση ή διάκριση, ως βασική αρχή που απορρέει από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου σχετικά με την αξιοπρέπεια και τον ιερό χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής, η οποία προσφέρεται θεόθεν και διατηρείται ακόμα και όταν οι άνθρωποι παραβιάζουν τα ηθικά όρια που διδάσκονται από την Εκκλησία.
Οι ηθικές επιπτώσεις του Ευαγγελίου δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλέον αυτονόητες στον σύγχρονο κόσμο -ακόμη και στις ορθόδοξες χώρες όπου η Εκκλησία εξακολουθεί να διαθέτει λόγο στη δημόσια σφαίρα, όπως επίσης και άμεση πολιτική επιρροή. Η ασάφεια που υπάρχει στο κείμενο δίνει τη δυνατότητα αυτό να ερμηνεύεται ως προσφυγή σε έναν ξύλινο ηθικιστικό λόγο, αντί να διατυπώνει με ξεκάθαρο και βέβαιο τρόπο επιχειρήματα τα οποία θεμελιώνονται στο Ευαγγέλιο και στην μακρά παράδοση ενασχόλησης της Εκκλησίας με κοινωνικά και ηθικά ζητήματα που απειλούν την ανθρώπινη κατά Θεόν πορεία.
Δεύτερον, η αρνητική παρουσίαση της εκκοσμίκευσης (secularization) και της κοσμικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Η «εκκοσμίκευσις» ηγείται του καταλόγου των σύγχρονων ατελειών και ελλείψεων, που «υφαίνουν το απέραντον άγχος της αγωνιώδους συγχρόνου ανθρωπότητος», έχοντας ευθυγραμμιστεί με αληθινά κακά, όπως η «βία ... η λαίλαπα των ναρκωτικών και άλλες εξαρτήσεις ... [και] ο περιορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων…» ( 2.2). Το κείμενο συνεπάγεται ότι η εκκοσμίκευση, όταν ερμηνευτεί ως αποκήρυξη και αποσιώπηση των θρησκευτικών και ηθικών φωνών στη δημόσια ζωή, βρίσκεται στη ρίζα όλων των σύγχρονων ηθικών κρίσεων. Με λίγα λόγια, η εκκοσμίκευση αντιμετωπίζεται ως η σύγχρονη προπατορική αμαρτία.
Η παρουσίαση αυτή είναι ανησυχητική από πολλές απόψεις. Καταδεικνύει μια πολύ στενή κατανόηση των κοσμικών κοινωνιών, η οποία έχει πλέον ευρέως εγκαταλειφτεί από κοινωνιολόγους και θεολόγους που ασχολούνται με την ανάλυση του σύγχρονου κόσμου. Επιπλέον, η κριτική σε μια εντελώς δυτική κατανόηση της εκκοσμίκευσης αποκαλύπτει την αντι-δυτική ιδεολογία που βρίσκεται πίσω από το κείμενο, το οποίο αποτυγχάνει να λάβει υπόψη του την παγκόσμια κατάσταση, στην οποία έχει κάνει την εμφάνισή της η εκκοσμίκευση έξω από το πλαίσιο της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Στην πραγματικότητα, ο κοσμικός πολιτικός χώρος δεν προσδιορίζεται πλέον από ένα υψηλό τείχος ανάμεσα στη θρησκεία και την πολιτική, αλλά από μια διαφοροποίηση μεταξύ της δημόσιας και της έννομης τάξης που μεγιστοποιεί τον πλουραλισμό. Στις κοσμικές κοινωνίες η διαφοροποίηση των επιμέρους σφαιρών (της πολιτικής, νομικής, οικονομικής, θρησκευτικής κ.ά.) έχει καταστεί ένα σημαντικό εργαλείο για τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας και την προστασία της ανθρώπινης ελευθερίας. Έτσι, ενώ είναι σωστό να απορρίπτεται η εκκοσμίκευση (secularism) ως αντι-θρησκευτική ιδεολογία, η Εκκλησία θα πρέπει με διάκριση να εγκρίνει την εκκοσμίκευση (secularization), προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η ζωή της δεν θα περιορίζεται σε ορισμένους επισφαλείς πολιτικούς χώρους, αλλά θα είναι διαθέσιμη σε όλους τους ανθρώπους. Η εκκοσμίκευση (secularization) απελευθερώνει την Εκκλησία από την πολιτική του περιορισμού, επιτρέποντας στο Ευαγγέλιο να επιλέγεται ελεύθερα ως τρόπος ζωής.
Ο σύγχρονος κοσμικός χώρος, μακριά από το να είναι άθρησκος και ανήθικος, στην πραγματικότητα έχει ως στόχο να εγγυηθεί την ποικιλία των ηθικών και θρησκευτικών φωνών, σε συνδυασμό με τον σεβασμό του ανθρώπου και της έμφυτης ελευθερίας του, την οποία το υπό συζήτηση κείμενο θεωρεί ως θεμελιώδη για την χριστιανική διδασκαλία. Ενώ η εκκοσμίκευση (secularization) μπορεί να οδηγήσει σε μια σύγκρουση των ιδεολογιών και σε διαφωνίες σχετικά με τα αποδεκτά όρια της διαφορετικότητας, οι πραγματικά δημοκρατικές κοσμικές κοινωνίες προσδίδουν ιδιαίτερη αξία στην ανθρώπινη ελευθερία, επιδιώκοντας να καλλιεργήσουν την ειρηνική και δίκαιη συνύπαρξη, που θα περιλαμβάνει κάθε διαφορετικότητα, όχι εις βάρος της ιδιαιτερότητας των παραδόσεων και των πολιτισμών, αλλά με στόχο την διασφάλιση της άνθησης τους. Μέσα σε αυτό το ευρύτερο όραμα της κοσμικής κοινωνίας, η Εκκλησία έχει την ευκαιρία να επεκτείνει τη θεία αποστολή της με σκοπό τον ευαγγελισμό λαών και πολιτισμών.
Ενώ ο Θεός αυτο-αποκαλύπτεται διαρκώς στην αγάπη του για την ανθρωπότητα, ενδιαφερόμενος για την τελειότητα της δημιουργίας του, την ίδια στιγμή σέβεται την θεμελιώδη ελευθερία του ανθρώπου την οποία εξ αρχής του έχει εμφυτεύσει. Μονάχα στην κατάσταση της ελευθερίας μπορεί ο άνθρωπος να φανερώνει την αμετάκλητη εικόνα του Θεού, ζώντας ως ένα πλάσμα που διαμορφώνεται από τον Θεό, επιλέγοντας έτσι ελεύθερα να ενεργήσει σύμφωνα με τη θέλησή Του. Η Εκκλησία, ως εκ τούτου καλείται παντού και πάντοτε, από την μια μεριά να μαρτυρήσει για το όραμα του ανθρώπου που έχει μεταμορφωθεί από την ακλόνητη πίστη στο θέλημα του Πατρός, όπως φανερώνεται κατεξοχήν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού αλλά και στις ζωές των αγίων, και από την άλλη να υπερασπιστεί την ελευθερία του κάθε ανθρώπινου προσώπου στην αυτοδιάθεση του στη ζωή ή τον θάνατο υπό το φως της γνώσης αυτής. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τα λόγια του ίδιου του Κυρίου μας: «θαρσείτε!» Είναι καιρός πλέον να ξεκινήσουμε έναν διαρκή και σοβαρό διάλογο με τον σύγχρονο κόσμο με σκοπό να αγκαλιάσουμε τον πλουραλισμό και την ελευθερία της κοσμικής κοινωνίας ως μια ευκαιρία για ιεραποστολή, έχοντας πάντα κατά νου ότι, «ου γαρ απέστειλεν ο θεός τον υιόν εις τον κόσμον ινα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ινα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιω. 3:17).
Η μελέτη αυτή υποστηρίχθηκε από ένα ειδικό πρόγραμμα της Orthodox Theological Society στην Αμερική για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο και δημοσιεύτηκε με την φροντίδα του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Fordham (Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.).
Η μετάφραση στην ελληνική γλώσσα από το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο έγινε από τον Δρ. Νικόλαο Ασπρούλη, επιστημονικό συνεργάτη της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και του περιοδικού Θεολογία.Το αγγλικό κείμενο έχει δημοσιευτεί στην ακόλουθη διαδικτυακή τοποθεσία: https://publicorthodoxy.org/2016/04/05/orthodoxy-human-rights-secularization/