Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΤΕΣ


Ιδιωτική Οδός
Γιώργου Βλαντή
Ο φόβος μπροστά στο Πνεύμα 

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος και οι φονταμενταλιστές 

Ένα θαυμάσιο κείμενο του θεολόγου Γιώργου Βλαντή, ο οποίος είναι Διευθυντής (Geschäftsführer) του Συμβουλίου των Χριστιανικών Εκκλησιών της Βαυαρίας (ACK Bayern) και επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου. 
1. Η αντισυνοδική πολεμική των φονταμενταλιστών. Οι ανά την Οικουμένη «Ορθόδοξοι» φονταμενταλιστές έχουν διόλου τυχαία συσπειρωθεί εναντίον της επερχόμενης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Καθημερινά βλέπουν το φως της έντυπης και ηλεκτρονικής δημοσιότητας εκτενή και εν ταυτώ πληκτικά κείμενα εναντίον του προετοιμαζόμενου μεγάλου αυτού γεγονότος, ενδεικτικά μιας φτηνής θεολογικής αισθητικής, η οποία συγχέει το φανφαρολογείν με το ομολογείν την πίστη, την Ορθοδοξία της Εκκλησίας με τις λυσσαλέες (ενίοτε και δελαπατρίδειες) ιαχές της μισαλλοδοξίας. Διοργανώνονται εκδηλώσεις με προφανή φατριακά χαρακτηριστικά και μάλιστα με την ενεργό σύμπραξη επισκόπων που συνειδητά προσβάλλουν το συνοδικό ήθος, εκμεταλλευόμενοι την καχεκτική λειτουργία θεσμικών εκκλησιαστικών οργάνων και την ηγετική ανεπάρκεια πρωθιεραρχών. Κληρικοί προσεύχονται δημοσίως εναντίον της διεξαγωγής της Συνόδου. Παραβαίνοντας την ιερή δέσμευση της υπακοής, ακόμη και όταν έχουν την ιδιαίτερη ευλογία της άμεσης αναφοράς στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, μοναστικοί κύκλοι υπονομεύουν συστηματικά, φανερά όσο και λανθανόντως, το μακρόχρονο και απαιτητικό συνοδικό εγχείρημα, επικαλούμενοι θεολογικές προϋποθέσεις που οι ίδιοι με τις θέσεις, τις πράξεις και το ήθος τους προδίδουν. Ακόμη και συνοδικά όργανα Εκκλησιών προκρίνουν το δρόμο της εργαλειοποίησης διμερών διαφορών και του εκβιασμού, επικεντρούμενα στο προσδοκώμενο όφελος του επί μέρους, έναντι του οποίου θυσιάζουν το πανορθόδοξο συμφέρον. Προτιμούν τον εξευμενισμό και την κολακεία τον φονταμενταλιστών, την εξυπηρέτηση εθνικιστικών ιδεωδών ή τη διακονία των γεωπολιτικών προτεραιοτήτων των κρατών όπου δραστηριοποιούνται. Η ιστορία της Ορθοδοξίας, ιδίως τους τελευταίους δύο αιώνες, μαρτυρεί πως ουκ ολίγοι εκ των ποιμένων της υποκύπτουν, και μάλιστα ευχαρίστως, στον εθνικιστικό πειρασμό του Ιούδα. Μολονότι η εκκλησιαστική συνείδηση εκφράστηκε αυθεντικά στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, περιφρονείται συστηματικά από τους εκκλησιολογικώς ασυνειδήτους. Ειδικά τις τελευταίες ημέρες ο εθνοφυλετισμός έδειξε επανειλημμένα το πραγματικό του πρόσωπο: το σατανικό.
2. Το περιθώριο ως κέντρο; Η ριζοσπαστικοποίηση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σε ορθόδοξα περιβάλλοντα έχει ως αποτέλεσμα να αξιώνουν θέση στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής απόψεις που θεολογικά, ηθικά και αισθητικά ανήκουν εξ ορισμού στο περιθώριο. Ανίκανοι να ζήσουν την Εκκλησία ως δρόμο, οι απανταχού της γης «Ορθόδοξοι» φονταμενταλιστές είναι καταδικασμένοι να τη βιώνουν ως πεζοδρόμιο. Δυστυχώς, όμως, το πεζοδρόμιο αυτό διεκδικεί φωνή, λαμβάνει ρόλους και υπουργήματα, εκμεταλλευόμενο τα ταπεινά ένστικτα του όχλου, την ιδιοτέλεια φιλόδοξων κληρικών, την αδυναμία ενίων πηδαλιούχων και τον ελιτισμό προοδευτικώς θεολογούντων, οι οποίοι πορεύονται κατά το ρητό “De minimis non curat praetor”, σκυμμένοι στις φίνες υποσημειώσεις τους, την ώρα που επελαύνει το σκότος. Άλλοι πάλι θεολόγοι και τα συνδικαλιστικά τους όργανα λειτουργούν ως επίμονοι διάκονοι του ζόφου.
Τα πλέον κραυγαλέα σχετικά παραληρήματα χρήζουν όχι θεολογικής αντίκρουσης, αλλά ψυχιατρικής αντιμετώπισης· είναι πλέον προφανές. Τι να αντιτάξει κανείς στον οχετό των ύβρεων, στους σωματικούς προπηλακισμούς, στη διαδικτυακή τρομοκρατία; Αλλά και πώς να υπερβεί κάποιος την αμηχανία και έκπληξή του απέναντι στην περί την ιστορία ασχετοσύνη και σε έναν εκκλησιολογικό αναλφαβητισμό αδιανόητο σε άλλες εποχές; Ως προς τον τελευταίο: Κάποτε θα πρέπει να τεθεί ο δάκτυλος επί τον τύπον των ήλων όσον αφορά τα δράματα της θεολογικής παιδείας και ιδιαιτέρως της συστηματικής θεολογίας σε πλείστες ορθόδοξες συνάφειες και να ειπωθούν σκληρές αλήθειες, όμως αυτό είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο πέρα από τις προθέσεις του κειμένου τούτου.

3. Η άρνηση του δημιουργού Πνεύματος. Σε κάθε περίπτωση, περισσότερο ενδιαφέρον από τις εξάρσεις του θυμικού των παραφρόνων και των αναλφαβήτων παρουσιάζει μια υποκρυπτόμενη αίρεση, χαρακτηριστική του φονταμενταλισμού: ο φόβος μπροστά στο Πνεύμα, η άρνηση της διάστασής του ως creator Spiritus, η παγανιστική εμμονή σε έναν κύκλο αυτάρεσκης, ναρκισσιστικής επανάληψης, ο τρόμος πως κάτι θα αλλάξει τη μωρία της βολής μας. Προβλέψιμοι όμως αυτοματισμοί διακρίνουν τα ρομπότ· το Σώμα του Χριστού είτε αυξάνεται, αναπτύσσεται, είτε δεν είναι Σώμα. Αυτή την αύξηση, αυτό το Novum του Πνεύματος τρέμουν οι ανά την οικουμένη κήρυκες του μίσους και του σκότους. Στη συνάφεια αυτή πολεμούν και τη Σύνοδο, μήπως και κάτι κλονίσει τα είδωλα των βεβαιοτήτων τους, μήπως και φυσήξει η λυτρωτική βιαία πνοή.
Επικαλούνται στις αιτιάσεις τους την Παράδοση, όμως προωθούν την ακραία «παραδοσιαρχία» (traditionalismus) η οποία, ως τέτοια, αποτελεί «καινοτομία», «νεοτερισμό» (για να χρησιμοποιήσω ορολογία που αγαπούν οι φονταμενταλιστές· εγώ όχι) αντίθετο προς την εμπειρία της εν Πνεύματι δημιουργίας που σηματοδότησε τις χρυσές σελίδες της εκκλησιαστικής ιστορίας. Οι φονταμενταλιστές επικαλούνται τους Πατέρες, περιφρονώντας την πράξη τους: Πώς θα αξιολογούσαν άραγε οι πολέμιοι των «νεοτερισμών» την πνευματολογία ενός Βασιλείου Καισαρείας ή ενός Γρηγορίου του Θεολόγου, οι οποίοι θεολογούν εν συνειδήσει πως κομίζουν κάτι το «καινόν»; Πώς θα αντιδρούσαν μπροστά στα ρηξικέλευθα βήματα των πρώτων χριστιανικών αιώνων, τα οποία σηματοδότησαν όχι μόνο συνέχεια, αλλά και ρήξη με το παρελθόν; Θα ακολουθούσαν το για τα πρωτοχριστιανικά δεδομένα ασύλληπτο τόλμημα της αποδοχής της ακροβυστίας ή θα προτιμούσαν το σεκταρισμό της περιτομής; Νομίζω πως οι απαντήσεις είναι πρόδηλες. Σε κάθε περίπτωση, ο φόβος μπροστά στο «καινόν» οδηγεί αναπόφευκτα στο κενό και στο μάταιο και αποτελεί ασέβεια απέναντι στο Πνεύμα που «καινοποιεί» την κτίση και ενεργεί την αύξηση της Εκκλησίας, απέναντι στον Παράκλητο που παραμυθεί όχι με τον εφησυχασμό, αλλά με την τόλμη και την έκπληξη.
4. Οι πνευματολογικές εκκρεμότητες της εξκλουσιβιστικής εκκλησιολογίας. Το πνευματολογικό έλλειμμα είναι πρόδηλο στην αντιπαραδοσιακή και ανιστόρητη εξκλουσιβιστική εκκλησιολογία (extra Ecclesiam nostram nulla salus) των φονταμενταλιστών. Σε κείμενα που έχουν εκδώσει τα τελευταία χρόνια φαίνεται πόσο ασφυκτιούν μες στην αδυναμία τους να αντιληφθούν την πολυσημία του όρου Εκκλησία (η Μία Αγία, οι τοπικές Εκκλησίες, κ.λπ.) και τις λογικές συνεπαγωγές της, πώς αστοχούν στη διάκριση ως προς την εκκλησιολογική βαρύτητα των όρων «αίρεση» και «σχίσμα» και πόσο ανοικονόμητα εφαρμόζουν την αρχή της αναλογίας σε ουσιωδώς ανόμοιες καταστάσεις (βλ. την εκ μέρους τους επίκληση των περί αιρέσεων κανόνων). 

Το σκανδαλωδέστερο όμως είναι πως η σκέψη τους βλέπει την Εκκλησία ως κάτι δεδομένο, τετελεσμένο, στατικό, κλειστό, εξαντλητικά ορίσιμο· είναι πως ισχυρίζεται ότι γνωρίζει πού (θέλει να) πνει το Πνεύμα, πως γιγνώσκει την ανεξιχνίαστη βούληση του Θεού. Αρνείται να δει την Εκκλησία ως πραγματικότητα εν πορεία, η οποία όχι μόνο ανοίγεται στο μέλλον, αλλά αντλεί την ταυτότητά της από αυτό στην εσχατολογική του διάνοιξη. Αρνείται να δει την Εκκλησία να προσφέρεται στην πνοή του Παρακλήτου, οπόθεν και η αλλεργική αντίδραση των φονταμενταλιστών απέναντι σε μια Σύνοδο που ίσως καταφέρει να κάνει ένα βήμα πέρα από το οικείο, ειδωλοποιημένο πλαίσιό τους.
5. Η ελίτ των «θεουμένων». Στη συνάφεια αυτή πρέπει να μνημονευθεί γνωστό και θλιβερό θεολογικό ρεύμα που προπαγανδίζει τη λογική μιας γνωστικίζουσας ελίτ «θεουμένων», δια της οποίας εισάγονται στην Εκκλησία διακρίσεις πιστών πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Πίσω από τον πολεμικό αντιδυτικισμό του, το ρεύμα αυτό κρύβει επικίνδυνα γνωστικά και πλατωνικά στοιχεία και ουσιαστικά καταργεί τον εν τη Εκκλησία διάλογο. Αναγνωρίσιμοι και υπερτιμημένοι εκφραστές του υπονομεύουν συστηματικά το συνοδικό εγχείρημα, αντιλαμβανόμενοι πως αυτό εξ ορισμού θέτει υπό ερώτηση τα ίδια τα θεμέλια της θεολογίας τους.
Δικαίωμα να μιλούν έχουν κατ᾽ αυτούς μόνο οι «θεούμενοι», οι οποίοι ως τέτοιοι είναι υπεράνω κριτικής. Έναντι αυτών απαιτείται τυφλή υποταγή, η δε διαφορετική άποψη εξοντώνεται ως αντιπαραδοσιακή, αντορθόδοξη και «φράγκικη». Οι σύνοδοι, οι ενορίες, ο λαός του Θεού ουσιαστικά καταργούνται μπροστά στα υποτιθέμενα εξ ουρανών θέσφατα. Φυσικά, οι εκφραστές αυτής της σκέψης διατηρούν δι᾽ εαυτούς το προνόμιο να αποφασίζουν ποιος είναι θεόπτης και ποιος ερμηνεύει ορθά τη διδασκαλία των αγίων (αλήθεια, ποιος τους νομιμοποιεί να το κάνουν αυτό;). Ενώ ορισμένοι δηλώνουν ιστορικοί, διαβάζοντάς τους διαγιγνώσκει κανείς μια σκέψη βαθιά ανιστορική, η οποία προβαίνει σε βιαστικές αφαιρέσεις, εναρμονιστικές-ωραιοποιητικές παρουσιάσεις και άτσαλους απολογητισμούς, προκειμένου ακριβώς να ξορκίσει την πολυπτυχία των ιστορικών δεδομένων, τα οποία δεν υποτάσσονται στα καλούπια πλατωνισμών τρίτης κατηγορίας.
Παρότι θεολογικώς και λογικώς παιδαριώδης, η σκέψη αυτή ελκύει τους φονταμενταλιστές, ακριβώς εξ αιτίας του βαθιά μαγικού της χαρακτήρα και των αυτοματισμών που εισάγει. Η ευθύνη θέλει δύναμη για να την αντέξεις. Και οι φονταμενταλιστές τα όποια τους σχετικά αποθέματα τα αναλώνουν καλλιεργώντας για τους εαυτούς τους το ναρκισσισμό των αυτόκλητων σωτήρων.
6. Ο τρόμος της ιστορίας. Στο έργο του «Κόσμος και ιστορία» (1949) ο Ρουμάνος θρησκειολόγος Mircea Eliade αφιερώνει ένα κεφάλαιο ακριβώς στον «τρόμο» που προκαλεί η διάσπαση της καθησυχαστικής επαναληπτικότητας, δηλαδή η πρόκληση της ιστορίας, του μη προβλέψιμου, της έκπληξης. Είναι ο τρόμος ακριβώς που αισθάνονται οι φονταμενταλιστές σε ό, τι κινδυνεύει να ταράξει τους κύκλους του εφησυχασμού τους. Δεν θέλουν να περιμένουν τίποτε από την ιστορία, προτιμώντας να βιώνουν με ψυχαναγκαστικό τρόπο και ναρκισσιστικώς αυτοεπιβεβαιούμενοι μια απολυτοποιημένη κατασκευή του παρελθόντος, ένα Βυζάντιο ή έναν σλαβικό κόσμο που στην εκδοχή που υιοθετούν ουδέποτε υπήρξε, επαρκεί όμως για να λειτουργεί ως «ορθοδοξόμετρο» που απορρίπτει ό, τι «καινόν» θέλει το Πνεύμα να πει στις Εκκλησίες.
Για το φονταμενταλισμό το Πνεύμα έχει ήδη μιλήσει· δεν μιλάει και δεν θα μιλήσει πλέον. Όλα έχουν ειπωθεί. Οι συνταγές δόθηκαν. Τα έσχατα εν πολλοίς δεν χρειάζονται παρά ως νομική επιβράβευση του μηρυκασμού των δεδομένων. Η Εκκλησία δεν είναι Σώμα, αλλά αν- και αντι-ιστορικό καλούπι, μια όαση μακαριότητας εκτός της πραγματικότητας. Δεν επευλογείται η εν Χριστώ έκθεση στην ιστορία, η κατάφαση και ανακεφαλαίωσή της, αλλά η φυγή από αυτή. Ο φονταμενταλισμός φοβάται την ιστορία, όσο και την εσχατολογία, διότι στην ορίζοντά τους αποκαλύπτεται η απολυτοποίηση του σχετικού που επιτελεί, η ειδωλολατρία στην οποία καλεί τους οπαδούς του.
7. Μαξιμαλισμός και ανιστορικότητα. Στην περίπτωση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ο φονταμενταλισμός κρύβει περίτεχνα την ανιστορικότητά του μέσα από τις μαξιμαλιστικές του προσδοκίες, τις οποίες και προβάλει ως προϋποθέσεις για να αποδεχτεί τις αποφάσεις της. Οι ανεδαφικές, ουτοπικές επιθυμίες που διατυπώνει μαρτυρούν απλώς την αποπέτρωσή του απέναντι στην πραγματικότητα, την αδυναμία των ακραία συντηρητικών κύκλων να αντιληφθούν τα «σημεία των καιρών» και να δεξιωθούν την ιστορία. Επιθυμούν μια μαγικώς νοούμενη Σύνοδο, η οποία ως deus ex machina θα επιλύσει αυθωρεί και παραχρήμα όλα τα προβλήματα της Ορθοδοξίας, αλλιώς την απορρίπτουν. Η εν επιγνώσει των εντάσεων και προβλημάτων του ορθόδοξου χώρου ληφθείσα και επανειλημμένα επιβεβαιωθείσα ομόφωνη απόφαση των Προκαθημένων για τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δείχνει πως οι Πρωθιεράρχες επέλεξαν να ακολουθήσουν το δρόμο μιας συνοδικότητως των μικρών, ρεαλιστικών, ασφαλών βημάτων. Δυστυχώς, οι τελευταίες ημέρες έδειξαν πως ορισμένες Εκκλησίες προτίμησαν να επικαλεστούν και πάλι το άλλοθι του ανιστορικού μαξιμαλισμού για να αποποιηθούν των ευθυνών τους έναντι της πραγματικότητας. Η ιστορία όμως εκδικείται τους αρνητές της. Η ψύχραιμη ανάλυση αποδεικνύει τα συνειδητά ή ασυνείδητα ιστορικώς προσδιοριζόμενα κίνητρά τους, τα ενδεχόμενα αθέμιτα παίγνια εξουσίας και τις ανομολόγητες αξιώσεις κυριαρχίας τους.
Η προετοιμασία της Συνόδου ήταν προβληματική· τα κείμενα προς συζήτηση έχουν προφανείς αδυναμίες και ελάχιστα θα ελκύσουν τους ανθρώπους του σήμερα· έλλειψαν το θάρρος και η τόλμη και προκρίθηκαν η γραφειοκρατία και οι εκκλησιοπολιτικές ισορροπίες. Και όμως η Σύνοδος είναι ένα πρώτο βήμα· ίσως όχι αρκετά ρηξικέλευθο, σίγουρα πάντως ένα ουσιαστικό βήμα, χώρια που στις συνοδικές διαδικασίες ουδέποτε αποκλείεται η έκπληξη του Πνεύματος, η φωνή της λεπτής αύρας που δροσίζει δημιουργικά και οδηγεί σε εμπνευσμένες συλλήψεις και αποφάσεις. Γιατί να επικαλούμαστε τα εκατό που θα θέλαμε να κάνουμε ως άλλοθι για να μην πράξουμε τα πέντε που μπορούμε; Και μόνο με τη σύγκληση και πραγμάτωσή της η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αποτελεί επίτευγμα ουσιαστικό στην κατεύθυνση για την ενδυνάμωση των συνοδικών δομών της Εκκλησίας και την ενίσχυση του διορθόδοξου διαλόγου. Δεν είναι συμπτωματικό πως οι αρχιτέκτονες του σχεδίου τορπιλισμού της Συνόδου προκρίνουν τη θεωρία του αυτοκεφαλισμού, των παράλληλων δηλαδή μονολόγων των Εκκλησιών. Υπονομεύουν τη Σύνοδο φοβούμενοι πως η Εκκλησία θα βιώσει βαθύτερα την ενότητά της υπό ένα συντονιστικό κέντρο που δεν ελέγχουν. Υποσκάπτουν το ρόλο του Πρώτου και τις ενέργειές του για την εμβάθυνση της διορθόδοξης ενότητας επειδή δεν επιτελούν τη λειτουργία αυτή οι ίδιοι. Και οι απανταχούν φονταμενταλιστές χειροκροτούν (ή επιστολογραφούν).
8. Εσχατολογία, αποκαλυπτισμός, γεροντισμός και το Πνεύμα. Στη χριστιανική θεολογία η εσχατολογία συνδέεται με την έννοια της ανοιχτότητας στο μέλλον, η οποία ακριβώς καταδεικνύει τη σχετικότητα των βεβαιοτήτων μας, τις εκκρεμότητες των απολυτοποιήσεών μας, τα όρια του λόγου μας. Αποτελεί την ομολογία πως ο Θεός, ως όχι μόνον ο ων και ο ην, αλλά κατ᾽ εξοχήν ως ο ερχόμενος, είναι ο Κύριος της ιστορίας. Επίσης, συναρτάται προς την πεποίθηση πως το Πνεύμα είναι ταυτοχρόνως Παράκλητος για τα δεινά του Εδώ και του Τώρα, αλλά και δημιουργός, εκείνος που ανοίγει δρόμους νέους για την καταπολέμηση των ενδοϊστορικών προκλήσεων και δεινών, εκείνος που συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας, τον αναζωογονεί και καινοποιεί την κτίση που πορεύεται προς την πληρότητα της συνάντησης προς τον Κύριο της δόξης.
Μια τέτοια εσχατολογία ο «ορθόδοξος» φονταμενταλισμός την αρνείται. Όπου τυχόν αυτός εκφράζει μια ουσιαστική προσδοκία για τα ερχόμενα, το στοιχείο της ανοικτότητας ελλείπει· το μέλλον είναι κατά κάποιον τρόπο προκαθορισμένο και η προς τα πρόσω πορεία αυτοματική. Επιχειρεί να αναπληρώσει το εσχατολογικό του έλλειμμα με το μίζερο, όσο και πολλαχώς προσοδοφόρο αποκαλυπτισμό του γεροντισμού που αποτελεί απλώς μηρυκασμό των δεδομένων, όσων έχουν ειπωθεί. Ο τελευταίος απλώς επιβεβαιώνει τις βεβαιότητές μας, καθησυχάζει τις ανασφάλειές μας, λέει αυτά που ενδεχομένως θέλουμε να ακούσουμε (βλ. π.χ. την ανεξέλεγκτη αγυρτεία αμέτρητων ψευδοπροφητών για την «κατάληψη της Πόλης»), δεν παρουσιάζει όμως ίχνος υπαρξιακής διάνοιξης· ενισχύει μέχρι τσιμεντοποίησης το κλείσιμό μας.
Βεβαίως, οι φονταμενταλιστές ισχυρίζονται πως το Πνεύμα όχι μόνο δεν σταμάτησε, παρά τους μιλάει. Υπόρρητα, βεβαίως, εννοούν πως μιλάει αποκλειστικά σε αυτούς. Και το ερώτημα είναι τι (ισχυρίζονται πως) τους λέει το Πνεύμα: αυτά που διακηρύσσουν δεν είναι παρά χονδροειδής επανάληψη των ήδη ειπωμένων, επιβεβαίωση της μονολιθικής παραδοσιαρχίας, συνειδητή άρνηση του καινούριου. Πρόκειται για μια καρικατούρα ενός Πνεύματος που το θέλουν αυτοματικά και μίζερα να επαναλαμβάνει το παλαιό, ακριβώς ώστε κανείς να μη χρειάζεται να λαμβάνει την ευθύνη της συμπόρευσης με τον Παράκλητο μπροστά στην εκάστοτε νέα πρόκληση, την ευθύνη που καθρεφτίζει η δογματική παρακαταθήκη της συνεργείας, την οποία de facto αρνούνται οι κήρυκες του μίσους.
9. Η επικείμενη Σύνοδος και ο φονταμενταλιστικός χριστιανισμός της αέναης επανάληψης. Οι «Ορθόδοξοι» φονταμενταλιστές εκφράζουν έναν χριστιανισμό της αέναης επανάληψης. Όχι τυχαία αναπαύονται με υποκατάστατα ενός κακού πλατωνισμού. Αντιπροσωπεύουν μια θεολογία όπου όλα έχουν λεχθεί, όλα έχουν βιωθεί, όλα έχουν συντελεστεί, εκπροσωπούν έναν χριστιανισμό της ανοίας. Κατασκευάζουν εχθρούς για να αντέξουν τον ψυχαναγκασμό της παγανιστικής τους επαναληπτικότητας, για να είναι στοιχειωδώς σε κάποια κίνηση, έστω κι αν αυτή λειτουργεί ως συνηγορία της ακινησίας. Κοντολογίς: οι φονταμενταλιστές ξερνάνε χολή για να μην πεθάνουν από την πλήξη.
Είναι καιρός η Ορθοδοξία να υπερβεί την τρομοκρατία φωνών σκοτεινών και/ή δελαπατρίδειων και να ανοιχτεί περαιτέρω στην πνοή του Πνεύματος. Η Σύνοδος δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα. Η περιπετειώδης πορεία προς αυτήν δύναται να οδηγήσει σε μια απελευθερωτική απομύθευση του συνοδικού γεγονότος εν γένει, δηλαδή στην υπέρβαση ιδεαλιστικών θεωρήσεων και μαξιμαλιστικών προσδοκιών. Αυτοί είμαστε και αυτά μπορούμε· ίσως όχι περισσότερα, αυτό όμως δεν είναι δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτα. Οφείλουμε ως Ορθόδοξοι να προχωρήσουμε, να κάνουμε αυτό το πρώτο, καίριο βήμα. Η υποστήριξη της Συνόδου είναι μαρτυρία υπέρ μιας υγιούς πνευματολογίας, έκφραση εμπιστοσύνης στον Παράκλητο και προθυμία υποδοχής των καρπών του. Ο χρόνος της Συνόδου είναι εγγύς. Είθε να αρθούν άπαντες «εἰς τὸ ὕψος τῶν περιστάσεων», ώστε σε πείσμα των φονταμενταλιστών ο χρόνος αυτός να γίνει και «καιρός».

* Ο ορθόδοξος θεολόγος Γιώργος Βλαντής είναι Διευθυντής (Geschäftsführer) του Συμβουλίου των Χριστιανικών Εκκλησιών της Βαυαρίας (ACK Bayern) και επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

clik here: