Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνήλθε στο Σαμπεζύ από 15 εως 23 Φεβρουαρίου 1986.
Την 15 η Φεβρουαρίου τρ. ε. συνήλθε στο Σαμπεζύ της Γενεύης, στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι εργασίες της Επιτροπής έληξαν την 23η Φεβρουαρίου, μετά τό πέρας δε τούτων εξεδόθη Ανακοινωθέν, το οποίο δημοσιεύομε εν συνεχεία :
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
ΣυνήλΘεν εν τω εν Σαμπεζύ, Γενεύης, Ορθοδόξω Κέντρω του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από 15ης εως 23ης Φεβρουαρίου 1986, η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αι εργασία αυτής διεξήχθησαν τη συμμετοχή Αντιπροσωπειών εξ όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Πρόεδρος της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής ήτο ο Σεβ. Μητροπολίτης Μύρων κ. Χρυσόστομος, εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Γραμματεύς δ' αυτής ο Σεβ. Μητροπολίτης Ελβετίας κ. Δαμασκηνός, Γραμματεύς επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή είχεν ως έργον αυτής την διατύπωσιν της ενιαίας ορθοδόξου απόψεως επί των ακολούθων θεμάτων, άτινα, κατόπιν αποφάσεως της Β' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, αποτελούν την Η μερησίαν Διάταξιν της προσεχούς Γ ' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως :
1. Αναπροσαρμογή των περί νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων.
2. Σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον.
3. Ορθοδοξία και Οικουμενική Κίνησις.
4. Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, και άρσιν των φυλετικών διακρίσεων.
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή εμελέτησεν επισταμένως τας επί των ως ανω θεμάτων συμβολάς των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, έ λαβεν υπόψιν την εισήγησιν του Σεβ. Προέδρου, αξιολόγησε τας υπ ότου Σεβ. Γραμματέως επί ενός εκάστου των θεμάτων γενομένας εισηγητικάς παρουσιάσεις ως και τους υπό της Γραμματείας επί της Προπαρασκευής εις την διάθεσιν αυτής τεθέντος και πλούσιον βοηθητικόν υλικόν περιέχοντας φακέλους, διεξήγαγε δε το έργον αυτής τόσον εν συνεδρίαις της Ολομελείας, όσον και εις κατά θέματα Επιτροπάς Εργασίας.
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή :
1. κατήρτισε τέσααρα σύντομα αλλά περιεκτικά θεολογικά κείμενα, διατυπούντα την επί των εν τη Ημερησία Διατάξει αυτής θεμάτων ενιαίαν ο ρθόδοξον ά ποψιν,
2. απεφάσισεν, όπως τα εισηγητικά ταύτα κείμενα αυτής υποβληθούν υπό της Γραμματείας επί της Προπαρασκευής της Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου εις την προσεχή Γ΄ Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν,
3. εξέφρασε την έπιθυμίαν, όπως η Γραμματεία επί τής Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προβή, μετά την 1 ην Απριλίου έ. ε., εις την δημοσίευσιν των εισηγητικών τούτων κειμένων καί την έν μεταφράσει κυκλοφορίαν αύτων,
4. προέτεινεν όπως, κατά την καθιερωμένην διαδικασίαν, η Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου αποστείλη το ταχύτερον δυνατόν εις τας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας τα Πρακτικά της παρούσης Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής, και
5. εξέφρασεν ομοφώνως την ευχήν, όπως η ή δη προγραμματισθείσα σύγκλησις της Γ ' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως πραγματοποιηθή το πρώτον δεκαήμερον του προσεχούς μηνός Νοεμβρίου.
Εν Σαμπεζύ, Γενεύης, τη 23 η Φεβρουαρίου 1986."
Οι Αντιπροσωπείες των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες έ λαβαν μέρος στην πανορθόδοζη αυτή σύναξη, είχαν την ακόλουθη σύνθεση :
Σεβ. Μητροπολίτης Μύρων κ. Χρυσόστομος, Σεβ. Μητροπολίτης Φιλαδελφείας κ. Βαρθολομαίος, Σύμβουλος, Αιδεσιμολ. Μ. Πρωτοπρ. κ. Γεώργιος Ταέτσης, ειδικός θεολόγος, Ελλογιμ. Καθηγ. κ. Θεόδωρος Ζήσης, ειδικός θεολόγος, Πανοσιολ. Υ πογραμματεύς κ. Μελίτων, γραμματεύς της Αντιπροσωπείας ( Οικουμενικόν Πατριαρχείον ), Σεβ. Μητροπολίτης Νουβίας κ. Συνέσιος, Σεβ. Μητροπολίτης Καρθαγένης κ. Παρθένιος, Σύμβουλος, Σεβ. Μητροπολίτης Αξώμης κ. Πέτρος, ειδικός θεολόγος, Ελλογιμ. Καθηγ. κ. Βλάσιος Φειδας, ειδικός θεολόγος ( Πατριαρχείον Αλεξανδρείας) , Σεβ. Μητροπολίτης Ό ρους Λιβάνου κ. Γεώργιος ( Πατριαρχείον Αντιοχείας ), Σεβ. Μητροπολίτης Πέτρας κ. Γερμανός, Ελλογιμ. Καθηγ. κ. Γεώργιος Γαλίτης, Σύμβουλος ( Πατριαρχείον Ιεροσολύμων) , Σεβ. Μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας κ. Φιλάρετος, Ελλογιμ. κ. Γρηγόριος Σκομπέι, Σύμβουλος, Ελλογιμ. κ. Μπορίς Νελιούμπωφ, ειδικός θεολόγος ( Πατριαρχείον Μόσχας) , Σεβ. Επίσκοπος Σουμαδίας κ. Σάββας, Ελλογιμ. Καθηγ. κ. Στόγιαν Γκόσεβιτς, Σύμβουλος ( Πατριαρχείον Σερβίας ), Αιδεσιμολ. Πρωτοπρ. Καθηγ. κ. Ί ων Μπρία, Αιδεσιμολ. Καθηγ. κ. Ντουμίτρου Ποπέσκου, Σύμβουλος ( Πατριαρχείον Ρουμανίας ), Σεβ. Μητροπολίτης Στάρας Ζαγοράς κ. Παγκράτιος, Ελλογιμ. κ. Ι βάν Τοελέφ Ντιμιτρώφ, Σύμβουλος ( Πατριαρχείον Βουλγαρίας ),Σεβ. Μητροπολίτης Πάφου κ. Χρυσόστομος, Ελλογιμ. Δρ Ανδρέας Μιτσίδης, Σύμβουλος ( Εκκλησία Κύπρου ), Σεβ. Μητροπολίτης Κορίνθου κ. Παντελεήμων, Σεβ. Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Σύμβουλος ( Εκκλησία Ελλάδος ), θεοφιλ. Επίσκοπος κ. Ιερεμίας ( Εκκλησία Πολωνίας ), Σεβ. Μητροπολίτης Σουχούμης και Αμπιχαζίας κ. Δαυίδ, Ελλογιμ. κ. Μπόρις Γκαγκούα, Σύμβουλος ( Εκκλησία Γεωργίας ), Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Πράγας και πάσης Τσεχοσλοβακίας κ. Δωρόθεος, Αιδεσιμολ. Πρωθιερ. Καθηγ. κ. Γιαροσλάβ Σουβάρσκυ, Σύμβουλος ( Εκκλησία Τσεχοσλοβακίας ), Σεβ. Μητροπολίτης Έλσιγκίου κ. Ιωάννης, Αΐδεσιμολ. κ. Βέικο Πούρμονεν, Σύμβουλος ( Εκκλησία Φιλλανδίας ).
Δημοσιεύομε κατωτέρω τα κύρια σημεία της εναρκτήριας ο μιλίας του Σεβ. Μητροπολίτου Μύρων κ. Χρυσοστόμου, Προέδρου της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής :
"Πατέρες σεβάσμιοι καί Αδελφοί αγαπητοί,
εν ο νόματι της Αγίας και Υ περουσίου Τριάδος και εκ προσώπου της Αυτής Θ ειοτάτης Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Δημητρίου, κηρύττω την έναρξιν της παρούσης Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής εν τω έργω της Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου (...)
Η παρούσα σύναξις η μών αποτελεί ένα επί πλέον κρίκον εις την όλην σειράν των προγενεστέρων αναλόγων διασκέψεων, είτε ως Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής, είτε ως Προσυνοδικων Πανορθοδόξων Διασκέψεων, όσον και εις τας μέλλουσας να συνέλθουν αντιστοίχους διασκέψεις, όσαι καπό πως προβλέπονται από την πανορθοδόξως καθορισθείσαν διαδικασίαν (...} ·
Η εν Γενεύη Α' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις του 1976 επέλεξε από τον Κατάλογον της εν Ρόδω Α' Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1961) τα δέκα θέματα της παρούσης φάσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και διεχάραξεν ούτω τα όρια της νέας θεματολογίας αυτής, όσον και των αγουσών προς αυτήν ενδιαμέσων Διασκέψεων. Η δε εν Γενεύη Β ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (1982) ώ ρισε τα γνωστά τέσσαρα θέματα, τα οποία αποτελούν το αντικείμενον μελέτης της Διορθοδόξου ταύτης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής ημών καί της εν συνεχεία προς ταύτην συγκληθησομένης Γ ' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως.
Πάντα ταύτα σημαίνουν, ότι έχομεν τάαθετικά υπέρ ημώ ν στοιχεία, ότι και προειλημμένην εμπειρίαν διά το έ ργον ημών έχομεν, και δεδομένη τύγχανε η έφηρμοσμένη ή δη μέθοδος εργασίας, αλλά και σαφώς διαγραφομένην Η μερησίαν Διάταξιν έχομεν ενώπιον ημών, εις τρόπον ώστε να είναι σαφή τα πλαίσια της θεολογικής και εκκλησιαστικής ερεύνης και εργασίας ημών κατά τας ημέρας αυτάς.
Εν τω σημείω τούτω επιθυμώ να αναφερθώ και εις εν έτερον θετικόν στοιχείον, οικοδομούν και διασφαλίζον το πνεύμα συνεργασίας και συμπορεύσεως ημών εν τη παρούση συναντήσει. Πρόκειται περί της πρωτοβουλίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αναληφθείσης περιοδείας, κατά το παρελθόν έτος, του αδελφού Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμασκηνού, Γραμματέως επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Η κοπιώδης αύτη αποστολή του αδελφού, ευρούσα ευμενή απήχησιν και ανταπόκρισιν εις όλας τας αδελφάς Εκκλησίας, παρέσχε την ευεργετικήν ευκαιρίαν όπως αποσαφηνισθούν οι στόχοι και αι κατευθύνσεις των δύο τούτων Διορθοδόξων Διασκέψεων ημώ ν, ήτοι της παρούσης Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής και της εν συνεχεία Γ ' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, και αποδειχθούν συγκλίνουσαι απόψεις και θέσεις όλων των αδελφών Εκκλησιών, τόσον επί της ακολουθητέας διαδικασίας, όσον και επί της ουσίας των υπό εξέτασιν και κρίσιν τεσσάρων θεμάτων της Ημερησίας Διατάξεως ημώ ν.
Είμεθα ευγνώμονες προς τας Εκκλησίας ημών, αι οποίαι η γαθύνθησαν να προλειάνουν το έδαφος και διευκολύνουν το έργον η μών. Και εκφράζομεν τας ευχαριστίας η μών προς τον Σεβ. Γραμματέα επί της Προπαρασκευής δια το σπουδαίον συντονιστικόν έργον αυτού.
Ευχαριστούμεν επίσης τω Σεβ. Γραμματεί και δια την φιλότιμον και κοπιώδη προεργασίαν αυτού εις προετοιμασίαν της παρούσης συναντήσεως ημών, ως και δια τον πλήρη ενημερωμένον και ενημερωτικόν φάκελλον καί διά τό χρήσιμον ύλικόν, δπερ έθεσεν είς την διάθεσιν ήμων.
Με τας θετικάς ταύτας καθ' ύλην προϋποθέσεις και επί τη βάσει των προϋπαρχουσών σπουδαίων μελετών και εισηγήσεων, τας οποίας υπευθύνως προηταίμασαν και απέστειλαν τη Γραμματεία αι αδελφαί Εκκλησίαι, όσαι είχον επωμισθή την ευθύνην ταύτην της συντάξεως των κειμένων τούτων, δια τα οποία και είμεθα ευγνώμονες, καλούμεθα να μελετήσωμεν τα τέσσαρα θέματα της Ημερησίας Διατάξεως ημών και να δι ατυπώσωμεν τα πορίσματα της μελέτης ημών ταύτης εις συγκεκριμένα κείμενα, βραχέα κατά το δυνατόν, ως αρμόζει εις την προσυνοδικήν και συνοδικήν προπαραοκευήν και διεργαοίαν. Τα κείμενα ταύτα, κατά την γνωστήν διαδικασίαν, θα παραπεμφθούν εις την προσεχή Γ ' Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, όπως και υπό ταύτης μελετηθούν, κριθούν και τελικώς λάβουν, ούτως ή άλλως, την ά γουσαν προς την τελικήν φάσιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Τούτων ούτως εχόντων, τίθεται ενώπιον ημών το βασικόν ερώτημα : Υ πό ποίαν προοπτικήν και με ποία κριτήρια, εκκλησιολογικά, αλλά ταυτοχρόνως και ποιμαντικά, θα ερευνηθούν τα θέματα ταύτα υφ' ημών εις την παρούσαν Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν ;
Τό ερώτημα είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η έδρα αύτη ουδέ πόρρωθεν επιθυμεί να επηρεάση, και πολύ ο λιγώτερον να προδικάση την τοιαύτην η τοιαύτην διεργασίαν της Επιτροπής. Οι παράγοντες, οι οποίοι θα κατευθύνουν τα πνεύματα και θα οδηγήσουν τους καλάμους των συνέδρων εις διατύπωσιν των κειμένων, είναι αυτός ούτος ο Παράκλητος, τον Οποίον επικαλούμεθα, είναι αι ανάγκαι του πιστού λαού του Θεού και είναι ακόμη η ορθόδοξος αυτοσυνειδησία των αδελφών συνέδρων. Και πάντα ταύτα είναι εκκλησιολογικώς και εκκλησιαστικώς δεδομένα.
Αλλά παραμένει, παρά ταύτα, η ευθύνη της έδρας να προδιαγράψω εν πάση ταπεινότητι και αγαθή διαθέσει και εν πνεύματι πίστης διακονίας εις τους σκοπούς της Εκκλησίας, να προδιαγράψω - λέγω - τα απλά πλαίσια της διεργασίας αυτής. Και θα είναι ευτυχής η έδρα εάν αι σκέψεις, αι οποίαι ακολουθούν, δυνηθούν να διευκολύνουν το τεχνικόν μέρος της εργασίας ημώ ν, όπως αναμένουν τούτο εξ ημών αι Εκκλησίαι ημών.
Ας μοι επιτραπή, όθεν, να επιληφθώ, με πολλήν συντομίαν, ενός εκάστου εκ των τεσάρρων θεμάτων ημών.
Α) Το θέμα της Νηστείας.
Τούτο έχει την προϊστορίαν του, την μακράν και κοπιώδη, αλλά και την πολύ γνωστήν εις όλους ημάς, είτε από την ενδορθόδοξαν επεξεργασίαν αυτού, δια την οποίαν υπάρχει προγενεστέρα εμπειρία δια τους περισσοτέρους εξ η μών, είτε και από τας δημοσιεύσεις των σχετικών κειμένων, τα οποία, από του έτους 1971 και εξής, η Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου έ θεσεν εις τη διάθεσιν των Εκκλησιών ημώ ν και παρέδωσεν εις το φως της δημοσιότητος.
Οι ποιμένες της Εκκλησίας, εις τας ενταύθα προηγούμενας Διασκέψεις, όσον και παρά τοις ποιμνίοις αυτών εκασταχού, και οι έχοντες λόγον εν τω θέματι, έδειξαν την απαιτούμενην ευαισθησίαν εν προκειμένω, και επικαλούμενοι, ως ή το επόμενον, την πίστιν και το ή θος του ευσεβούς ορθοδόξου λαού, ελαβον θέσιν εν τω ζητήματι, κινούμενοι κυρίως επί της ακλόνητου βάσεως, ότι η νηστεία, ως Κυριακός ά μα και Πατεροπνευματικός θεσμός, δεν πρέπει να υποβαθμισθή, και ακόμη ο λιγώτερον να αλλοτριωθή από την ζωήν της Εκκλησίας, πρέπει να μείνη σεβαστός, όσον πρέπει και εις όσα πρέπει, αλλ' εκ παραλλήλου να διακονηθή και ο λαός του Θεού, εκεί όπου τούτο αποτελεί ανάγκην, δια της χρήσεως της οικονομίας, κατά τον λόγον της ποιμαντορικής συνέσεως των ποιμένων της Εκκλησίας.
Κατά ταύτα, η Επιτροπή ημών θα δύναται, κατά την ταπεινήν άντίληψιν ημών, να έχη υπ όψιν αυτής καίρια τίνα σημεία, ως επί παραδείγματι ότι η νηστεία είναι αμετακίνητος ψυχοσωστικός θεσμός της Εκκλησίας, ότι ως τοιούτον παρέλαβεν αυτόν η Εκκλησία από του Κυρίου, των Αποστόλων και των Πατέρων και εβίωσεν ως παραδοσιακήν πνευματικήν παρακαταθήκην, ότι η νηστεία είναι υποχρεωτική δια πάντα χριστιανόν εφιέμενον της κατά πνεύμα καιί κατά σάρκα τελειώσεως, μάλιστα δε δια την ιεράν τάξιν των μοναχών, ότι αι μεμαρτυρημένως αρχέγονοι νηστείαι δέον νά παραμείνουν ως έχουν, δτι εις ώρισμένας νηστείας του ένιαυτοΰ, εφ' ων δεν υπάρχει ομοφωνία της Παραδόσεως, δύναται ευκολότερον να εφαρμοσθή η φιλάνθρωπος οικονομία της Εκκλησίας, και, τέλος, ότι η Εκκλησία, αποβλέπουσα εις το ευρύτερον καλόν του ποιμνίου και εις εξυπηρέτησιν των συνειδήσεων των πιστών τέκνων αυτής, δύναται να κάμη ευρυτέραν χρήσιν της οικονομίας κατ' άτομα και κατά περιπτώσεις, κατά την κρίσιν και σύνεσιν, ως ελέχθη, των εκάστοτε και εκασταχού πνευματικώς υπευθύνων, επί σωτηρία του λαού του Θεού.
Ιδού απόψεις τινές της έδρας έν τω θέματι τούτω της νηστείας. Ουδεμίαν ευρυτέραν φιλοδοξίαν έχουν -ω ς άλλωστε και όλα όσα λέγονται ενταύθα - ειμή μόνον να θεωρηθούν ως απλαί σκέψεις - πλαίσιον δια το έργον η μών, όπερ εν πάση ελευθερία συνειδήσεως, σκέψεως και διατυπώσεως καλούμεθα να επιτελέσωμεν.
Β ) Το θέμα των σχέσεων των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον
Ενταύθα ο λόγος είναι περί των διμερών διαλόγων, των εν αληθεία καί αγάπη διεξαγόμενων μεταξύ της Εκκλησίας ημώ ν και των λοιπών Χριστιανικών ολοτήτων, ήτοι των Ρωμαιοκαθολικών, των Παλαιοκαθολικων, των Αγγλικανών, των Λουθηρανών, των μεθ'ων πρότριτα ή ρξατο ο διάλογος Αρχαίων Ανατολικών, και των Μετερρυθμισμένων, μεθ'ων προσεχώς μέλλει να αρχίση ούτος.
Εις το θέμα τούτο το έργον της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής και εν συνεχεία και της Γ' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως είναι όντως δύσκολον, όχι τόσον δια την φύσιν του θέματος, όσον διότι η ευρεία δέσμη των διαλόγων τούτων καλύπτει έ να χώρον ευρισκόμενον εν εξελίξει, η δε επί τούτων πανορθόδοξος απόφανσις αποβαίνει, εάν μη τι άλλο, τουλάχιστον προβληματική και δυσπρόσιτος.
Επί πλέον, δέον να σημειωθή και τούτο το άλλως γνωστόν στοιχείον, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία εξέφρασε πανορθοδόξως και πλειστάκις την κατάφασιν αυτής εις το θέμα τούτο των σχέσεων της προς τας αλλάς Εκκλησίας και του μετ'αυτών διαλόγου. Σήμερον καλείται να εκφράση και αύθις τας σκέψεις αυτής επί του θέματος και να αποτύπωση ταύτας εις κείμενα καθοριστικά, τόσον δια τα μέχρι τούδε γενόμενα, όσον και δια τα εφεξής μέλλοντα να ακολουθήσουν.
Κατά ταύτα, νομίζομεν ταπεινώς, ότι γενικώς περί των θεολογικών διαλόγων ειπείν, αλλά και επί ενός εκάστου εξ αυτών ειδικώτερον, η ημετέρα Επιτροπή θα δεήσει να επαναλάβη την θετικήν περί της συνεχίσεως αυτών διάθεσιν και απόφασιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά ταυτοχρόνως και να επισημάνη ω ρισμένα σημεία εκ των γενομένων και γενησομένων, και δη, ει δυνατόν, να καθορίση την νυν επικρατούσαν κατάστασιν εν εκάστω διαλόγω, να επισημάνη τα κείμενα, εφ' ων ελήφθησαν κοιναί αποφάσεις, να προβή εις σύντομον και ουσιαστικήν αξιολόγησιν όσων επετεύχθησαν εν εκάστω διαλόγω, να περιγράψη τα ανακύπτοντα εν εκάστω διαλόγω προβλήματα ή προσκόμματα και τους τρόπους περιορισμού ή εξουδετερώσεως τούτων, να συντονίση και διασυνδέση από ορθοδόξου πλευράς τους διάλογους, ως προς την ακολουθουμένην μεθοδολογίαν και θεματολογίαν αυτών, και, τέλος, να προέλθη εις τας δέουσας προτάσεις και συστάσεις προς αρτιωτέραν διεξαγωγήν του έργου των διαλόγων.
Και δια μεν τους πλείονας των διαλόγων ή κατά τα ανωτέρω γενική αύτη αξιολόγησις έ σται μάλλον θετική και σύντομος και παρά το γεγονός ότι θα υπάρξουν τυχόν ω ρισμένα αρνητικά στοιχεία και δεδομένα, εφ' όσον μάλιστα οι διάλογοι ούτοι ευρίσκονται, ως ελέχθη, εν εξελίξει, και δυσκολίαι, κατά φάσεις και κατά περιπτώσεις, είναι φυσικόν να εμφανίζωνται. Τα τυχόν προσκόμματα ταύτα θα πρέπει να επισημανθούν και επ' αυτών θα πρέπει να διατυπωθή η αυστηρά ορθόδοξος θέσις.
Αλλ' ο μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας διάλογος, όλως ι διαιτέρως, να παρουσιάση πλείονας, νομίζομεν, δυσκολίας, διότι και έχουν προβληθή, ως γνωστόν, σημαντικαί εις τον χώρον τούτον αντιρρήσεις εκ μέρους αδελφών Εκκλησιών. Τας αντιρρήσεις ταύτας, θεωρούντες ουχί ως ανασταλτικός ή και καταλυούσας τον διάλογον, αλλ' ως αποβλέπουσας εις την επί ο ρθολογιστικωτέρων βάσεων οικοδομήν και προώθησιν τούτου, δεν νομίζομεν ότι η μπορεί να παραθεωρήση η παρούσα Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή.
Είναι γνωσταί σημειωθείσαι ανακοπαί εις την ακολουθουμένην διαδικασίαν και πορείαν του διαλόγου τούτου, ανακοπαί, αι οποία ι - πρέπει να ο μολογηθή - ελήφθησαν και λαμβάνονται υπ' όψιν, τόσον εν δορθοδόξως, όσον και από ρωμαιοκαθολικής πλευράς. Αλλά και πάλιν θα αναγνωρισθή ότι υπάρχει πιεστική και εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη η ανάγκη, όπως αναθεωρηθούν τίνα εκ των εφαρμοζομένων, είτε εις την μεθοδολογίαν, είτε και εις την θεματολογίαν του διαλόγου τούτου. Και η αναθεώρησις αύτη πρέπει να επιχειρηθή. Αυτονόητον όμως ότι μία τοιαύτη αναθεώρησις έχει διπλήν προοπτικήν πρέπει δηλαδή και ενδορθοδόξως να καθορισθή και να γίνη αποδεκτή, αλλά και από ρωμαιοκαθύλικής πλευράς πρέπει να εξασφαλισθή η εις ταύτην σύμπτωσις και συμφωνία.
Κατά ταύτα, η Επιτροπή η μών, εάν το νομίση λυσιτελές και αναγκαίον, θα πρέπει να αποκρυστάλλωση εις συγκεκριμένας προτάσεις τας περί του διαλόγου τούτου απόψεις αυ τής δια να τας διαπραγματευθή εν συνεχεία μετά της προς ην διαλέγεται Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Εάν ού τως έχουν τα πράγματα - και η έδρα νομίζει ότι ούτως έχουν - θα πρέπει να καθορισθούν τα σημεία, εφ' ων απαιτείται αποσαφήνισις και καθορισμός των θέσεων από ορθο δόξου πλευράς. Νομίζομεν ότι πέντε είναι τα εν προκειμένω κύρια σημεία :
α) η ανάγκη υπάρξεως κεχωρισμένων κειμένων, ενός Ορθοδόξου και ενός Ρωμαιοκαθολικού, εις την αρχήν και την βάσιν της όλης διεργασίας της υπό των Υποεπιτροπών συντάξεως της πρώτης μορφής των κοινών ή του κοινού κειμένου,
β ) η εξεύρεσις δυνατότητος μιας καθαρώς ενδορθοδόξου κριτικής, εντός της Διορθοδόξου Επιτροπής επί του Διαλόγου κεχωρισμένως, του υπό της Συντονιστικής Επιτροπής συντασσομένου κοινού κειμένου,
γ ) ο καθορισμός του τρόπου αποδοχής ή και ψηφίσεως των κοινών κειμένων εν εκάστω Μικτή Συνελεύσει των Επιτρόπων, ουχί κατ' άτομα, αλλ' ως υπό δύο Εκκλησιών, επί ί σοις όροις συμβαλλομένων μερών εις τον διάλογον,
δ) η επιλογή των εφεξής θεμάτων δια τον διάλογον, ουχί απλώς και μόνον εκ των "ε νούντων "τας δύο "Εκκλησίας τοιούτων, αλλά και εκ των "διαχωριζόντων "αυτάς, καί τούτο ίνα ο διάλογος η πραγματικός διάλογος μεταξύ ούτως ή άλλως αφισταμένων απ' αλλήλων Εκκλησιών, και ουχί περιγραφή των εφ' ων συμπίπτουν αι δύο Εκκλησίαι σημείων, και
ε ) η αναγνώρισις των δυσμενών επιπτώσεων, τας οποίας έχουν εις τον διάλογον και την επιτυχή εξέλιξιν αυτού ω ρισμένα ακανθώδη θέματα, και μάλιστα η Ουνία, ως μία από αιώνων βιουμένη αρνητική πραγματικότης εν τω μέσω της ζωής των δύο Εκκλησιών, ήτις και πρέπει εκ των πρώτων να μελετηθή και κριθή θεολογικώς και εκκλησιολογικώς εν αμέσως προσεχεί τινί φάσει του διαλόγου, αλλά και να αποτελέση αντικείμενον ερεύνης δια την εξεύρεσιν πρακτικών λύσεων των εκ ταύτης δημιουργουμένων εξόδων.
Ταύτα και ει τινα ά λλα επί μέρους σημεία νομίζει η έδρα ότι πρέπει να επισημανθούν ως προς τον διάλογον τούτον εις την Επιτροπήν η μών ταύτην, και τούτο εάν θέλωμεν να είμεθα τίμιοι προς ημάς αυτούς, τίμιοι προς την μεθ' ης διαλεγόμεθα αδελφήν Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν, τίμιοι καί προς τον Θ εόν. Βεβαίως δεν σημαίνει ότι ό,τι θα αποτυπωθή ενταύθα υπό τύπον προτάσεως να γίνη και αποδεκτόν. Αλλά τα εφεξής ανήκουν εις ά λλην περαιτέρω διαδικασίαν, η οποία εξέρχεται των πλαισίων της ευθύνης της ημετέρας Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής.
Γ ) Θ έμα σχέσεων Ορθοδοξίας και Οικουμενικής Κινήσεως
Ό, τι ελέχθη ανωτέρω δια τους διμερείς διάλογους, τούτο ισχύει και δια τον πολυμερή διάλογον, τον οποίο ν διεξάγει η Ορθόδοξος Εκκλησία εντός του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και εις τον ευρύτερον χώρον της Οικουμενικής Κινήσεως.
Και δια το θέμα τούτο των σχέσεων Ορθοδοξίας και Οικουμενικής Κινήσεως έχουν λεχθή τα εικότα πλειστάκις και εις έπίπεδον πανορθόδοξον.
Θα ενθυμηθώμεν τα εν τη Δ ' Πανορθοδόξω Διασκέψει (1968) λεχθέντα, μάλιστα δε τα εν τη Α' Προσυνοδική Πανορθοδόξω Διασκέψει (1976), υπό τύπον καταφατικής παρουσίας και δραστηριοποιήσεως της Ορθοδοξίας εν τη Οικουμενική Κινήσει, αποφασισθέντα. Θα ενθυμηθώμεν ακόμη τα υπό των Ορθοδόξων Αντιπροσωπειών εις Γενικάς και εις μερικωτέρας Συνελεύσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, καταφατικώς και αύθις, λεγόμενα και ενεργούμενα. Θα ενθυμηθώμεν επίσης όσα κατά καιρούς αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, εις παρουσιαζόμενας ευκαιρίας, εξέφρασαν αιτήματα και εφετά αυτών ( DESIDERATA ) προς το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών.
Εν τω σημείω τούτω θέλω να υπενθυμίσω, όλως ι διαιτέρως, το επί τη συμπληρώσει εικοσιπενταετίας από της ιδρύσεως του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (1973) προς την Κεντρικήν Επιτροπήν αυτού απευθυνθέν μήνυμα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, δια του οποίου ετονίζετο το εύσημον της συνεργασίας της Ορθοδοξίας μετά της Οικουμενικής Κινήσεως, και οι θετικοί καρποί των δραστηριοτήτων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, απηριθμείτο δε ταυτοχρόνως και σειρά όλη αιτημάτων της Ορθοδοξίας από τον μεγαλύτερον τούτον διεκκλησιαστικόν Οργανισμόν της σήμερον.
Και, τέλος, θα ενθυμηθώμεν την Διορθόδοξον Σύσκεψιν της Σόφιας (1981), καθ' ην εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών απετύπωσαν εις ευρύ και εμπεριστατωμένον κείμενον την Ορθόδοξον θετικήν εκτίμησιν του έργου του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, ως και σειράν συγκεκριμένων αιτημάτων ( DESIDERATA ) της Ορθοδοξίας από το Συμβούλιον τούτο.
Τούτων ούτως εχόντων, η Επιτροπή ημών καλείται και πάλιν να προβή εις αποτίμησιν των σχέσεων της Ορθοδοξίας προς την Οικουμενικήν Κίνησιν και να εύρη την ευκαιρίαν να εξάρη τον οικοδομητικόν ρόλον της Ορθοδοξίας εντός της Οικουμενικής Κινήσεως, να τονίση την συμβολήν της Κινήσεως εις την αποκατάστασιν των αισθημάτων προσεγγίσεως, αλληλεγγύης, αδελφοσύνης και ενότητας, άτινα διακατέχουν τας Εκκλησίας προς αλλήλας, και να υπογραμμίση όλας τας θετικάς όψεις, αλλά και τας τυχόν ελλείψεις εν τη από κοινού αναζητήσει των τρόπων ενώσεως και της από κοινού εκφράσεως της Αποστολικής Πίστεως σήμερον, και της αποδοχής ω ρισμένων βασικών και κεφαλαιωδών διδασκαλιών της αρχεγόνου Εκκλησίας από μέρους των Εκκλησιών και Ομολογιών, αι οποίαι συγκροτούν το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών και μεθ' ων η Ορθοδοξία, ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ευρίσκεται εις πολυμερή διάλογον.
Δ ) Το θέμα των χριστιανικών ιδεωδών ειρήνης κ. λπ.
Υπήρξε σοφή και εγένετο κατ' έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος ασφαλώς η ένταξις του θέματος τούτου μεταξύ των δέκα θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Και αποτελεί τιμήν δια την Επιτροπήν ημών, το ότι εις αυτήν έ λαχεν η ευθύνη να αποτύπωση εις εν πρώτον κείμενον τας θεμελιώδεις αντιλήψεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί των καιρίων τούτων προβλημάτων, ά τινα απασχολούν την παγκόσμιον κοινήν γνώμην και κατακαίουν τας ψυχάς των πιστών μελών της Εκκλησίας, τα οποία, υπέρ ποτέ άλλοτε σήμερον, μέσα εις τον αναμοχλευόμενον εκ ποικίλων καταστάσεων, ταλαιπωριών και προβλημάτων κόσμον, αισθάνονται επι τακτικωτέραν την ανάγκην να ακούσουν την αυθεντικήν φωνήν της Εκκλησίας των επ' αυτών, και να δουν ταύτην λαμβάνουσαν θέσιν, σαφή και συγκεκριμένην, πεφωτισμένην και φωτιζούσαν, εμπεδωμένην και εμπεδούσαν, επί των ιδεωδών τούτων της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και της άρσεως των φυλετικών καί των λοιπών ποικίλων διακρίσεων.
Είναι, λοιπόν, μεγάλη τιμή, ότι εκλήθημεν να αποφανθώμεν περί των ιδεωδών τούτων. Αλλ' είναι ταυτοχρόνως και μέγας ο κίνδυνος της ολισθήσεως της προσπαθείας ημών εις τους παρακεκινδυνευμένους χώρους της παλιτικοποιήσεως των θεμάτων, ότε και η φωνή ημών· θα απέβαινε φωνή ουχί έκ του Θεού και εκ της Εκκλησίας Του, αλλ' εκ του κόσμου τούτου.
Το αιτούμενον υφ' ημών σήμερον είναι να παράσχωμεν την σαφή και ακραιφνώς ορθόδοξον μαρτυρίαν ημών επί των καθημερινώς διαφευγόντων από τας χείρας και τας ψυχάς των ανθρώπων ιδεωδών τούτων, και να γνωρίζουν οι μακράν ιστάμενοι ποίαι αι θέσεις της Ορθοδοξίας εις τα φλέγοντα ταύτα θέματα από της απουσίας της ειρήνης και της Παρασκευής εις πόλεμον, μέχρι και των κοινωνικών κακουχιών και των εκ πείνης θανάτων εκατομμυρίων ανθρώπων.
Είη ο Κύριος βοηθός και εμπνευστής εις τούτο, ως και εις πάντα τα λοιπά σημεία της ευθύνης ημών.
Σεβάσμιοι Πατέρες και αγαπητοί Αδελφοί,
Κατακλείων την εισηγητικήν ταύτην ομιλίαν μου, επιθυμώ να επαναλάβω εκείνο όπερ είπον εν τη αρχή, ότι δηλαδή εθεώρησα, ότι είναι καθήκον της έδρας ταύτης να περιγράψη, κατά τίνα τρόπον, τα πλαίσια της ευθύνης της συνάξεως ημών ταύτης. Ασφαλως η εικών, την οποίαν έδωσα, δεν είναι πλήρης. Αλλ' είμαι βέβαιος, ότι η αγάπη και η σοφία όλων ημών θα αναπλήρωση τα κενά και ότι η εργασία ημών θα εξελιχθή προς την κατεύθυνσιν, την οποίαν και οφείλει να λάβη από την όλην μελέτην και εμβάθυνσιν των θεμάτων, την οποίαν θα επιδείξωμεν ως μέλη της Δι ορθοδόξου ταύτης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής.
Χαιρετίζω και αύθις πάντας υμάς εν αγάπη και τιμή και εύχομαι πλουσίας τας δωρεάς του Αγίου Πνεύματος επί πάντας ημάς και επί το έργον ημών. Γένοιτο".
Δημοσιεύομε στη συνέχεια τα κύρια πορίσματα των Εισηγήσεων του Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμασκηνού, Γραμματέως επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, επί των τεσσάρων θεμάτων της Ημερησίας Διατάξεως. Τα πορίσματα αυτά προέκυψαν κυρίως από την συγκριτική ανάλυση των Μελετών, οι οποίες απεστάλησαν στη Γραμματεία από τις Εκκλησίες που είχαν αναλάβει την σύνταξή τους, για να υποβληθούν σε όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Ελήφθησαν επίσης υπ' όψιν και οι ανταλλαγές απόψεων του Γραμματέως με τους Προκαθημένους και τα αρμόδια όργανα των Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά τήν πρόσφατη επίσκεψή του στις έδρες τους. Ειδικώτερα, κατά τήν σύνταξη των εισηγητικών παρουσιάσεων αξιολογήθηκαν τα κάτωθι στοιχεία, τα οποία παραλλήλως ετέθησαν στη διάθεση της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής:
( α) Ως προς τό θέμα : "Αναπροσαρμογή των περί νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων "
(1) Το εισηγητικόν κείμενον της Α' Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής και τας αποφάσεις της Β ' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως. Αμφότερα εμπεριέχονται εις τα Πρακτικά της Β ' Προσυνοδικης Πανορθοδόξου Διασκέψεως.
(2) Τας εισηγήσεις και μελετάς των Εκκλησιών Αντιοχείας, Σερβίας, Κύπρου και Πολωνίας.
(3) Τας υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος προς εμπλουτισμόν του οικείου φακέλλου αποσταλείσας τη Γραμματεία ενημερωτικάς μελετάς των Σεβ. Μητροπολιτών Κορίνθου κ. Παντελεήμονος και Νικοπόλεως κ. Μελετίου ως και του Ελλογιμ. Καθηγ. κ. Βλασίου Φειδά.
Συν τούτοις, εις την διάθεσιν των μελών της Επιτροπής εργασίας, η οποία ησχολήθη περί τό θ έμα, ετέθη και πρωτότυπος μελέτη, την οποίαν κατήρτισεν, επί τη βάσει της πνευματικής καθοδηγήσεως του Σεβ. Μητροπολίτου Ό ρους Λιβάνου κ. Γεωργίου καί των δεδομένων της συγχρόνου ψυχαναλυτικής επιστήμης, ο κ. Costi Bendali. Ωσαύτως εις την διάθεσιν της αρμοδίας Επιτροπής ετέθη και άρθρον του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου, ως και θεολογική τις θεμελίωσις της νηστείας, μη ο λοκληρωθείσα εισέτι, του Πανοσιολ. Πρωτοσυγκέλλου πατρός Αθανασίου Γιέφτιτς.
( β ) Ω ς προς το θέμα : "Σχέσεις των ' Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον "
(1) Τας εισηγήσεις και μελετάς των Εκκλησιών Αλεξανδρείας ( Γενική επισκόπησις του θέματος ), Αντιοχείας, Μόσχας και Ελλάδος ( Διάλογος μετά των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών ), Ελλάδος ( Διάλογος μετά της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας ), Ιεροσολύμων και Ελλάδος ( Διάλογος μετά της Αγγλικανικής Εκκλησίας ), Ιεροσολύμων και Ελλάδος ( Διάλογος μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ) και, τέλος, Ελλάδος ( Διάλογος μετά των Λουθηρανών ).
(2) Τον 5 ον τόμον της σειράς "Θ εολογικαί Μελέται του Σαμπεζύ ", περιέχοντα τας ανακοινώσεις και μελέτας διακεκριμένων καθηγητών και θεολόγων, ημετέρων και μη, επί του γενικού θέματος "Οι Οικουμενικοί Διάλογοι χθες και σήμερον ", θέμα το οποίον διεπραγματεύθη το 5 ον Θ εολογικόν Σεμινάριον του Ορθοδόξου Κέντρου, το πραγματοποιηθέν από 28 ης Απριλίου έως 21 ης Μαΐου 1984.
(3) Την υπό του Γραμματέως επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου παρουσίασιν, έν ειδική μελέτη υπό τον τίτλον "Θ εολογικοί Διάλογοι - Μία ορθόδοξος προοπτική ", των επί μέρους πτυχών των διμερών θεολογικών διαλόγων ως , επί παραδείγματι, το ιστορικόν αυτών περίγραμμα, η ποιμαντική αυτών αναγκαιότης, ο εκκλησιολογικός αυτών χαρακτήρ, το θεματολόγιόν των, η προβληματική των, τα εκκλησιολογικά των πλαίσια, προοπτικαί.
Συν τούτοις, εις την διάθεσιν της Επιτροπής εργασίας, η οποία η σχολήθη περί το θέμα, ετέθη και πλήρης συλλογή των μέχρι τούδε υπό των διαφόρων Διορθοδόξων Επιτροπών Διαλόγου δημοσιευθέντων κοινών θεολογικών κειμένων ή ανακαινωθέντων.
( γ ) Ω ς προς το θ έμα : "Ορθοδοξία καί Οικουμενική Κίνησις "
(1) Τας εισηγήσεις και μελέτας των Εκκλησιών Ιεροσολύμων και Ελλάδος. (2) Τόμον περιέχοντα ά παντα τα ανακοινωθέντα και πορίσματα των προ της Γεν. Συνελεύσεως του Βανκούβερ υπό του ΠΣΕσυγκληθέντων ορθοδόξων συμβουλευτικών συνεδρίων καί συμποσίων.
(3) Τόμον περιέχοντα τας ανακοινώσεις και τα πορίσματα του πρότριτα εν Βοστώνη πραγματοποιηθέντος και το θέμα του "ΒΕΜ "ε ν ο ρθοδόξω προοπτική μελετήσαντος συνεδρίου.
(4) Ανακοινώσεις τίνας γενομένας ενώπιον του 6 ου θεολογικού Σεμιναρίου του Ορθοδόξου Κέντρου, το οποίο ν είχεν ως θέμα "Ορθοδοξία και Οικουμενική Κίνησις "και επραγματοποιήθη από 4 ης έ ως 19 ης Μαΐου 1985.
Συν τούτοις, εις την διάθεσιν της Επιτροπής εργασίας, η οποία η σχολήθη περί το θέμα, ετέθησαν και αντίγραφα του Καταστατικού του ΠΣΕ.
( δ ) Ω ς προς το θέμα : "Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης , της ελευθερίας , της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και άρσιν των φυλετικών διακρίσεων "
(1) Τας εισηγήσεις και μελέτας των Εκκλησιών Βουλγαρίας, Ελλάδος και Τσεχοσλοβακίας
(2) Ανακοινώσεις τινάς γενομένας κατά την διάρκειαν του β΄ μέρους του 6 ου Θεολογικού Σεμιναρίου του Ορθοδόξου Κέντρου, το οποίον είχεν ως θέμα "Συμβολή των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις επικράτησιν της ειρήνης "και επραγματοποιήθη από 20 ής έως 27 ης Μαΐου 1985.
Τα αποσπάσματα των Εισηγήσεων του Σεβ. Γραμματέως, τα οποία η Επίσκεψις επέλεξε για δημοσίευση, είναι τα ακόλουθα :
Α) Αναπροσαρμογή των περί νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων :
(...) Αι διαπιστώσεις αυταί είναι αι κυριώτεραι, αι οποί αι προέκυψαν εκ της συμπληρωματικής προετοιμασίας του θ έματος κατά την από της Β ' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως διαρρεύσασαν περίοδον, θα η δύναντο δε να θεωρηθούν επαρκής βάσις δια την θεμελίωσιν του έργου της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής επί του θέματος της αναπροσαρμογής των περί νηστείας διατάξεων. Αι ανωτέρω διαπιστώσεις θα η δύναντο να αναχθούν εις συγκεκριμένας γενικάς αρχάς, αι οποίαι εκφράζουν εν πολλοίς την κοινήν συνείδησιν πασών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών :
α) Οόρος "αναπροσαρμογή "δεν πρέπει να νοηθή εν τη εννοία της καταργήσεωςμιας ή περισσοτέρων νηστειών του ενιαυτού, ως πολλάκις κατά σύγχυσιν η σκοπιμότητα προβάλλεται, διότι η έννοια της "αναπροσαρμογής "εμπεριέχει τον σεβασμόν προς την πατερικήν και την κανονικήν παράδοσιν όλων των τεταγμένων νηστειών.
β ) Η οιαδήποτε επί του θέματος απόφασις της μελλούσης Προσυνοδικής ΠανορΘοδόξου Διασκέψεως είναι απλή εισηγητική άπόφασις ΑD REFERENDUM προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον και κατά συνέπειαν δεν έχει τον χαρακτήρα της εκτελεστότητος υπό των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
γ ) Η νηστεία αποτελεί ύ ψιστον πνευματικόν αγώνισμα και αναπαλλοτρίωτον οργανικόν στοιχείον της ορθοδόξου παραδόσεως, διο και η αναγκαιότης πασών των τεταγμένων νηστειών δέον να εξαρθή και διακηρυχθή εις πασαν σχετικήν εισηγητικήν προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον απόφασιν της Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως.
δ ) Η ά σκησις εκκλησιαστικής οικονομίας, την οποίαν αποδέχονται πάσαι αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, είναι δυνατή μόνον εντός των πλαισίων της περί νηστείας και εκκλησιαστικής οικονομίας πατερικής και κανονικής παραδόσεως. Ούτως, η εκκλησιαστική οικονομία έχει συγκεκριμένα κανονικά όρια θεσμικής εκφράσεως και δεν είναι δυνατόν να ασκηθή γενικώς επί πασών των τεταγμένων νηστειών, διότι λ. χ. τα όρια της εκκλησιαστικής οικονομίας δια τε την χρονικήν διάρκειαν και το καθιερωμένον καθεστώς των νηστίμων τροφών της Μ. Εβδομάδος, της Μ. Τεσσαρακοστής και της Τετάρτης και Παρασκευής έχουν αυστηρώς καθορισθή υπό τε της πατερικης και της κανονικής παραδόσεως και δεν είναι δυνατόν να μετατεθούν δια νεωτέρας πανορθοδόξου αποφάσεως, ενώ, παν τουναντίον, η ά σκησις εκκλησιαστικής οικονομίας επαφίεται εις τους κατά τόπον επισκόπους ή δη δια της συνοδικής αποφάσεως περί εισαγωγής των νηστειών των Χριστουγέννων, των Αγίων Αποστόλων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εις τον πνευματικόν βίον των εν τω κόσμω πιστών κατά τον ΙΒ ' αιώνα.
ε ) Αι οιαιδήποτε προταθησόμεναι κατ' οικονομίαν ρυθμίσεις ουδεμίαν δύνανται να έχουν αναφοράν εις το καθεστώς της νηστείας της ι σαγγέλου πολιτείας των μοναχών, δι' ους άλλως τε και εισήχθησαν κατ' αρχήν αι νηστείαι των Αγίων Αποστόλων, των Χριστουγέννων και της Κοιμήσεως τής Θεοτόκου. ι
Η εφαρμογή της αρχής της οικονομίας αποτελεί ή δη αναντίρρητον και γενικήν εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία πράξιν όχι μόνον δια την χρονικήν διάρκειαν αλλά και δια το καθεστώς των νηστίμων τροφών των ιερώ ν καιρών της νηστείας, διο και πάσαι αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι κατενόησαν το θέμα της αναπροσαρμογής των περί νηστείας διατάξεων ως καλυπτόμενον υπό της υπ' αυτών ασκούμενης εκκλησιαστικής οικονομίας. Εν τούτοις, η εκκλησιαστική οικονομία δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθή, συμφώνως προς την ορθόδ οξον πατερικήν και κανονικήν παράδοσιν, εις πάντας τους ιερούς καιρούς της νηστείας, διότι τα όρια αυτής είναι λίαν περιορισμένα δια θεολογικούς κυρίως λόγους εις τας νηστείας της Μ. Εβδομάδος, της Μ. Τεσσαρακοστής, της Τετάρτης και της Παρασκευής. Είναι ευνόητον ότι η εν τη συγχρόνω εκκλησιαστική πράξει γενική εφαρμογή της οικονομίας ομοιόμορφος δια πάντας τους ιερούς καιρούς της νηστείας ευρίσκεται εις ευθείαν αντίθεσιν προς τε την πατερικήν και την κανονικήν παράδοσιν και προς την καθ' όλου εκκλησιαστικήν συνείδησιν. Υ πό το πνεύμα αυτό ή οιαδήποτε εισηγητική πρότασις της Επιτροπής επί του θέματος δέον να αποσαφηνίζη και τα όρια των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την καθ' υπεύθυνον κρίσιν αυτών ά σκησιν της εκκλησιαστικής οικονομίας, να μη, εν τη αγωνία διαφυλάξεως των πάντων, σχετικοποιήσωμεν τα πάντα εις την περί της νηστείας ορθόδοξον παράδοσιν.
Συνελόντα ειπείν, η αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας, κατά την ο ρθόδοξον πατερικήν και κανονικήν παράδοσιν, δύναται να εφαρμοσθή υπό των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών ως ακολούθως :
α ) εις την νηστείαν της Μ. Εβδομάδος, ουδεμία χωρεί κατ' οικονομίαν μεταβολή του υφισταμένου καθεστώτος.
β ) εις την νηστείαν της Μ. Τεσσαρακοστής ουδεμία δύναται να εισαχθή κατ' οικονομίαν συντόμευσις της χρονικής διαρκείας, ενώ δύναται νά εισαχθή κατ' άκραν φιλανθρωπίαν ι χθυοφαγία κατά τας μη νηστίμους ημέρας αυτής.
γ ) Κατά την αποστολοπαράδοτον νηστείαν της Τετάρτης και Παρασκευής ουδεμία χωρεί μεταβολή του παραδεδομένου καθεστώτος.
δ ) Κατά τας νηστείας των Χριστουγέννων ή Μικράς Τεσσαρακοστής, των Αγίων Αποστόλων και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου χωρεί ά σκησις κατά φιλανθρωπίαν εκκλησιαστικής οικονομίας εις τε την χρονικήν διάρκειαν και εις το καθεστώς των νηστίμων τροφών, τηρουμένης όμως οπωσδήποτε αυστηρώς της νηστείας της τελευταίας προ των ως ά νω εορτών εβδομάδος.
ε ) Κατά τας καθιερωμένας ημερησίας νηστείας της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, της Παραμονής των Θ εοφανείων και της Αποτομής της τιμίας κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου ουδεμία χωρεί οικονομία.
Αι αρχαί αυταί κατά την εφαρμογήν υπό των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών της εκκλησιαστικής οικονομίας, εν συνδυασμώ και προς την διακήρυξιν της μεγίστης πνευματικής αξίας δια τους πιστούς όλων των τεταγμένων νηστειών του ενιαυτού, θα απετέλουν την αρίστην αναπροσαρμογήν των περί νηστείας διατάξεων ".
Β ) Σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον
(...) Οι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθοδοξίας προς τας Εκκλησίας του λοιπού χριστιανικού κόσμου παρουσιάζουν σημαντικήν πρόοδον, χάρις εις την καταβαλλομένην υπό των μελών των θεολογικών Επιτροπών σύντονον προσπαθείαν υπερβάσεως των τε παραδεδομένων και των νεοφανών δυσχερειών.
Η νέα εμπειρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκ της συγχρόνου διεξαγωγής πολλών διμερών θεολογικών διαλόγων, ως αποτυπούται εις τα συντασσόμενα εις έ καστον διάλογον κοινά θεολογικά κείμενα, προσφέρεται εις ω ρισμένας διαπιστώσεις :
α ) Οι διάλογοι μετά των Παλαιοκαθολικών και μετά των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών αντιμετωπίζονται μετ' ιδιαιτέρας θετικής ευαισθησίας υπό της ορθοδόξου συνειδήσεως και θα η δύναντο να προωθηθούν ταχύτερον δια συντετονισμένης θεολογικής και εκκλησιαστικής ενεργοποιήσεως, ήτοι δια της αξιοποιήσεως των θεολογικών προσεγγίσεων, με συγκεκριμένας εκκλησιαστικάς πρωτοβουλίας εις τον ποιμαντικόν τομέα.
β ) Οδιάλογος μετά των Ρωμαιοκαθολικών θα η δύνατο να επισπευθή δι' αναθεωρήσεως της μεθοδολογίας περί την επιλογήν των θεμάτων και την σύνταξιν των κοινών θεολογικών κειμένων, τα οποία θα έδει ίσως να παρουσιάζουν αμεσωτέραν αναφοράν προς τας συγκεκριμένας παραδεδομένας θεολογικάς διαφωνίας.
γ ) Οι διάλογοι μετά των Αγγλικανών και των Λουθηρανών παρουσιάζουν ειδικότερας δυσχερείας όχι μόνον εκ των παραδεδομένων θεολογικών διαφορών, αλλά και εκ των νέων παρ' αυτοίς εξελίξεων, ω ώς λ. χ. της χειροτονίας των γυναικών, της διακοινωνίας (Ι NTERCOMMUNIO ) κ. α.
Παρά τας σαφείς αυτάς διακρίσεις ως προς τας προοπτικάς των εν εξελίξει διαλόγων εκάστη Ορθόδοξος θεολογική Επιτροπή του καθ'έκαστον διαλόγου συμμετέχει εις τας θεολογικός συζητήσεις και εις την σύνταξιν κοινών θεολογικών κειμένων άνευ προγενεστέρου συντονισμού μετά των μελών των θεολογικών Επιτροπών των άλλων διαλόγων, καίτοι πολλάκις τα εις έ καστον διάλογον κοινά κείμενα αναφέρονται εις τα αυτά θέματα. Ούτως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η Ορθόδοξος Επιτροπή διαλόγου τίνος να δεχθή θεολογικάς θέσεις, αι οποίαι απερρίφθησαν υπό της Ορθοδόξου Επιτροπής εις έτερον διάλογον. Τοιαύται περιπτώσεις έχουν ή δη παρατηρηθή και θα η δύναντο να αποφευχθούν δια της μεθοδεύσεως πληρέστερου συντονισμού όλων των ορθοδόξων μελών των θεολογικών Επιτροπών των διαλόγων ή, τουλάχιστον, δια της προς ταύτα αμέσου κοινοποιήσεως των εις τον καθ' έκαστον διάλογον συντασσομένων κοινών θεολογικών κειμένων. Οσυντονισμός αυτός θα ήτο πληρέστερος, αν ήσαν δυναταί αι τακτικαί συνελεύσεις των εκπροσώπων εκάστης Ορθοδόξου Εκκλησίας εις πάντας τους διάλογους δια την από κοινού άξιολόγησιν των συντασσομένων κοινών θεολογικών κειμένων.
Οπωσδήποτε όμως είναι δυνατή η εις κεχωρισμένας συνεδρίας των Ορθοδόξων Θεολογικών υποεπιτροπών σύνταξις των σχεδίων κειμένων επί των προς συζήτησιν θεμάτων υπό της ολομελείας της Μικτής θεολογικής Επιτροπής εκάστου διαλόγου.
Ιδιαιτέραν έ μφασιν λαμβάνει εις πάντας σχεδόν τους διάλογους, πέρα της μεθοδολογίας, η εκκλησιολογία, διότι προς ταύτην κατατείνουν, εν τελευταία αναλύσει, πάντα σχεδόν τα συντασσόμενα κοινά θεολογικά κείμενα. Είναι εινόητον ότι όλοι οι εν εξελίξει θεολογικοί διάλογοι θα διηυκολύνοντο τα μέγιστα, αν προετάσσοντο εις τας εν ο λομελεία συζητήσεις τα αφορώντα εις την Εκκλησίαν θέματα, διότι ούτω θα απεφεύγοντο ασαφείς ή και ελλιπείς θεολογικαί διατυπώσεις εις τα κοινά θεολογικά κείμενα. Ερεθισμούς δια καρποφόρον προβληματισμόν επί του θέματος προσφέρει και ο Σεβ. Μητροπολίτης Καρθαγένης κ. Παρθένιος εις την υπ' αυτού συνταχθείσαν σχετικήν συμβολήν της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας : "Σημασίαν έχει, λέγει, εάν διαλεγώμεθα εκκλησιαστικώς, εάν πιστεύωμεν ότι ο "συνομιλητής ", ο "συμπροσευχόμενος "είναι κι' αυτός Εκκλησία.
Τα σοβαρά ερωτήματα, τα οποία τίθενται ενώπιον ημών υπεγράμμισα λεπτομερώς εις ειδικήν περί τους Διάλογους μελέτην : Ποία η δεσμευτικότης των συγκεκριμένων θεολογικών συμφωνιών δια τας Εκκλησίας, τας οποίας εκπροσωπούμεν ; Πως είναι δυνατόν να ενσαρκωθούν αύται εις την ζωήν της Εκκλησίας χωρίς κίνδυνον εσωτερικών σχισμάτων ; Ποία η σχέσις μεταξύ των επιτευχθεισών κατά τους διμερείς διάλογους θεολογικών συμφωνιών και των θεολογικών συζητήσεων επί των αυτών ενίοτε θεμάτων εις ετέρους διάλογους ; Υπάρχει αμοιβαία σχέσις μεταξύ διμερών καί πολυμερών διαλόγων και, αν ναι, ποία είναι αυτή ;
Ποιά όμως είναι τα ουσιαστικά στοιχεία της χριστιανικής πίστεως, τα οποία προϋποτίθενται δια την αποκατάστασιν της πλήρους κοινωνίας ; Ω ρίσθησαν ταύτα ποτέ ; Έχομεν θέσει εις εαυτούς το ερώτημα περί των νομίμων ορίων της πολυμόρφου εκφράσεως της πίστεως ; Εάν τούτο πράγματι συνέβαινε, θα η δυνάμεθα να δώσωμεν, κατά ευκολώτερον και υπευθυνώτερον τρόπον, απάντησιν εις το ερώτημα, περί του εάν και κατά πόσον αι διαφοραί ημών δύνανται να θεωρηθούν ως επιτρεπταί παραλλαγαί διαφόρων παραδόσεων και ουχί ως διαιρέσεις προσκρούουσα εις την ουσίαν της μιας παραδεδομένης πίστεως.
Αι παρατηρήσεις αυταί σκοπούν εις την επίσπευσιν του έργου των εν εξελίξει θεολογικών διαλόγων, διότι είναι αυτονόητον ότι η μαρτυρία της Ορθοδοξίας εις τόν σύγχρονον κόσμον είναι μαρτυρία ενότητος εν τη ορθἠ πίστει και τη αγάπη, διο και η συμμετοχή της Ορθοδοξίας εις πάσας τας πτυχάς της συγχρόνου οικουμενικής κινήσεως είναι προσφορά εις την ενότητα της Εκκλησίας».
Γ ) Ορθοδοξία και Οικουμενική Κίνησις
(...) Μετά το Βανκούβερ διαμορφούνται νέαι προοπτικαί συμβολής των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την αποστολήν του Π. Σ. Ε., διότι τα κείμενα της Λίμα αφ' ενός μεν προβάλλονται προς υπεύθυνον ο ρθόδοξον αξιολόγησιν, αφ' ετέρου δε αποτελούν την αφετηρίαν δια την προώθησιν υπό του τμήματος "Πίστις και Τάξις "διαφόρων εκκλησιολογικων προγραμμάτων.
Υπό το πνεύμα αυτό η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Π. Σ. Ε. εισέρχεται πράγματι μετά τήν Γενικήν Συνέλευσιν του Βανκούβερ εις αποφασιστικήν περίοδον. Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι θα κληθούν δια των αντιπροσώπων αυτών να τοποθετηθούν επί συγκεκριμένων κειμένων, τα οποία θα έχουν όχι μόνον άμεσους εκκλησιολογικάς συνεπείας, αλλά καί θα προκαλέσουν οξείας πιθανώτατα αντιθέσεις του πληρώματος των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αι απαντήσεις αυτών εις τα προς αξιολόγησιν και αποδοχήν αποσταλέντα κείμενα της Λίμα θα έχουν καθοριστικήνσημασίαν δια τον τρόπον εκφράσεως της συμμετοχής της Ορθοδοξίας εις την εκπλήρωσιν των στόχων του Π. Σ. Ε.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι πλέον υποχρεωμένη :
α ) Να συντονίση τας προσπαθείας αυτής προς απο σαφήνισιν των εκκλησιολογικών κριτηρίων δια τον προωθούμενον εκκλησιολογικόν διάλογον και να καθορίση τας προϋποθέσεις αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Η σταθερά προβολή των κριτηρίων και των προϋποθέσεων τούτων κατά την συζήτησιν εκκλησιολογικων κειμένων καθιστά αναγκαίαν την ενιαίαν στάσιν πάντων των εν τω τμήματι "Πίστις καί Τάξις "ορθοδόξων εκπροσώπων, η οποία θα η δύνατο να επιτευχθή δι' ιδιαιτέρων προπαρασκευαστικών συναντήσεων αυτών προ ή και κατά την διαρκείαν της συζητήσεως εκκλησιολογικών κειμένων.
β ) Να επανεξέταση από κοινού την σημασίαν των υπογραφόμενων κοινών κειμένων, ιδία του τμήματος "Πίστις και Τάξις ", δια την ο ρθόδοξον θεολογίαν και ζωήν, ως επίσης και δια τους διμερείς θεολογικούς Διάλογους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετ' άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, διότι ή δη διαφαίνεται η σαφής τάσις προωθήσεως υπό του Π. Σ. Ε. των κειμένων της Λίμα ως θεολογικών κριτηρίων και εις τους διμερείς θεολογικούς Διάλογους ( STAVANGER 1985).
γ ) Να εμβαθύνη εις την ο ρθόδοξον εκκλησιολογίαν, και ιδία εις την μελέτην των κανονικών κριτηρίων ως προς την περί των ορίων της Εκκλησίας Ορθόδοξον παράδοσιν, διότι μόνον ούτω θα είναι δυνατή η τήρησις ενιαίας στάσεως όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά την συζήτησιν εκκλησιολογικων κειμένων.
δ ) Να προσδιορίση ευθέως και εν πνεύματι δεσμευτικής πανορθοδόξου αποφάσεως τας αναγκαίας προϋποθέσεις δια την παροχήν της εκκλησιαστικής κοινωνίας εις ετεροδόξους ή και δια την αποκατάστασιν πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας, ούτως ώστε να αποφεύγονται άκαιροι μονομερείς πρωτοβουλίαι, αι οποίαι όχι ι μόνον διασπούν την ενιαίαν έ κφρασιν της σχετικής ορθοδόξου κανονικής και πατερικής παραδόσεως, αλλά και δια της προκλήσεως σκανδαλισμού ή θεολογικών αντιθέσεων αποδυναμώνουν την μαρτυρίαν της Ορθοδοξίας εις την σύγχρονον Οίκουμενικήν κίνησιν.
ε ) Να λάβη πάντα τα αναγκαία μέτρα προς αποφυγήν εμφιλοχωρήσεως συγκρητιστικών τάσεων εις το Π. Σ. Ε., ως εισηγείται κατά τρόπον χαρακτηριστ ικόν η Εκκλησία των Ιεροσολύμων.
Αι προϋποθέσεις αυταί θα η δύναντο να θεωρηθούν αναγκαία εκκλησιαστικά πλαίσια όχι μόνον δια το έργον των Ορθοδόξων εκπροσώπων εις το Π. Σ. Ε., αλλά και δια την γενικωτέραν γόνιμον και αποτελεσματικήν μαρτυρίαν της Ορθοδοξίας εις τε το Π. Σ. Ε. και εις τους διμερείς θεολογικούς Διάλογους.
Είναι λοιπόν ευνόητον ότι η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την σύγχρονον Οίκουμενικήν κίνησιν, ήτοι εις τε το Π. Σ. Ε. και εις τους διμερείς θεολογικούς Διάλογους, δέον να συνεχισθή, αλλ' οπωσδήποτε επί τη βάσει πανορθοδόξως καθοριζομένων εκκλησιολογικων κριτηρίων δια τα πλαίσια των θεολογικών συζητήσεων».
Δ ) Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης , της ελευθερίας , της αδελφοσύνης καί της αγάπης μεταξύ των λαών και άρσιν των φυλετικών διακρίσεων
(...)Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, θεμέλιον δια την ειρήνην.
Έ χει ι διαιτέραν σημασίαν να τονισθή, εν πρώτοις, ότι η βιβλική έννοια της ειρήνης δεν συμπίπτει προς μίαν ουδετέραν, αρνητικήν αντίληψιν, η οποία θα την εταύτιζεν απλώς προς απουσίαν πολέμου. Ω ς σημειώνει η μελέτη της Βουλγαρικής Εκκλησίας, η εβραϊκή λέξις "SHALOM "σ ημαίνει, κατ' ακρίβειαν, "πληρότητα ". Ούτω, η έννοια της ειρήνης ταυτίζεται προς την "α ποκατάστασιν των πραγμάτων εις την αρχικήν, προπτωτικήν των ακεραιότητα ", όταν ακόμη ο άνθρωπος έ ζη και ανέπνεεν υπό την ζωογόνον πνοήν της κατ' εικόνα και ο μοίωσιν Θεού δημιουργίας του, δηλαδή την αποκατάστασιν των σχέσεων και την ειρήνην μεταξύ Θ εού και ανθρώπων.
Πράγματι δε, καθ' όλην την περίοδον του ιστορικού βίου της η Ορθοδοξία υπηρέτησε με συνέπειαν, συνέχειαν και ζήλον το μεγαλείον αυτό του ανθρωπίνου προσώπου με όλην την απολυτότητα και καθολικότητα με τας οποίας συνεδέθη τούτο εις τα πλαίσια της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Οάνθρωπος, ως κορύφωσις και συγκεφαλαίωσις της θείας δημιουργίας και ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν πλασθείς του Δημιουργού του, υπήρξε δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν το καθ' όλου περιεχόμενον της αποστολής της εις τον κόσμον και την ι στορίαν της σωτηρίας. Η αποκατάστασις του ανθρώπου εις το αρχέγονον μεγαλείον και κάλλος του "κατ'εικόνα και καθ' ομοίωσιν "ε ταυτίσθη απολύτως με την αποστολήν της. Και αυταί ακόμη αι καθαρώς θεολογικαί εσωτερικαί έριδες της Εκκλησίας, αι καταλήξασαι εις την δογματικήν διατύπωσιν της Τριαδολογικής, της Χριστολογικής και της Εκκλησιολογικής διδασκαλίας του Χριστιανισμού, απεσκόπουν, εν τελευταία αναλύσει, εις την διαφύλαξιν της αυθεντικότητος και της πληρότητος της χριστιανικής διδασκαλίας δια τον ά νθρωπον και την σωτηρίαν του (...).
Κατ' αντίθεσιν προς το ι δεώδες τούτο, το υπό των Διεθνών Οργανισμών συνεχώς αναζητούμενον νέον κοινωνικόν πλαίσιον αρχών τείνει να αποσυνθέση το ανθρώπινον πρόσωπον εις μίαν αδρανή κοινωνικήν ύ λην ή και εις την σκιάν ενός κοινωνικού ασυνειδήτου , οδ ηγούν ούτω αναποτρέπτως εις μείζονα κρίσιν δομών της κοινωνίας και του κόσμου. Ομέσω των Διεθνών τούτων Οργανισμών διεξαγόμενος διάλογος δια τον αφοπλισμόν, δια την κατάργησιν των φυλετικών διακρίσεων, δια τον περιορισμόν της κοινωνικής αδικίας, είναι διάλογος ενός βαθύτατα διεσπασμένου κόσμου και εξαντλείται εις την απλήν αναζήτησιν εξισορροπήσεως των αντιθέσεων ή των συμφερόντων των εκάστοτε ισχυρών. Είναι διάλογος, ο οποίο ς, ενώ αποβλέπει εις την ειρήνην, την αδελφοσύνην, την ελευθερίαν και την κοινωνικήν δικαιοσύνην, δεν δύναται να καταστή γνήσιος λόγος ειρήνης , αδελφοσύνης και κοινωνικής δικαιοσύνης δια τους λαούς του κόσμου. Τούτο δε διότι η δύναμις του συστήματος, η οποία τροφοδοτείται δια του ανταγωνισμού των εξοπλισμών, αποτελεί το απόλυτον κριτήριον πάσης συμβάσεως. Οάνθρωπος αναλύεται και αποσυντίθεται εις ποικίλα συμφέροντα των διαφόρων συστημάτων (...)
Η Ορθοδοξ ία (...) δεν πρέπει να έ χη κανένα δισταγμόν να διακηρύξη ότι είναι εναντίον των πυρηνικών εξοπλισμών, ο θενδήποτε προερχομένων, διότι ο πυρηνικός πόλεμος έχει ως επακόλουθον την καταστροφήν της δημιουργίας, την εξαφάνισιν της ζωής από προσώπου της γης. Ουχ ήττον, η Ορθόδοξος Εκκλησία, έχουσα συνείδησιν περί εαυτής ως ούσης της όντως Μιας και Αδιαιρέτου, υπεράνω των επί μέρους πολιτικών, ιδεολογικών ή και εθνικών ιδιαιτεροτήτων κειμένης Εκκλησίας του Χριστού, δεν δύναται να υποστηρίζη με το κύρος της ταύτην ή εκείνην την διεθνή κίνησιν απλώς και μόνον διότι αύτη χρησιμοποιεί την λέξιν "ειρήνη "ή ομιλεί εν ονόματι ενός, κατά το δοκούν εις αυτήν εννοουμένου, ιδεώδους πολιτικής, κοινωνικής ή εθνικής δικαιοσύνης. Ούτε δύναται να προσυπογράφη διακηρύξεις περί "ελευθερίας ", εις τας οποίας δεν καθορίζεται περί ποίας ελευθερίας πρόκειται (...).
Ορθοδοξία καί φυλετικαί διακρίσεις
Ι διαιτέρα μνεία θα πρέπει να γίνη εις το σημείον αυτό δια την θέσιν της Ορθοδοξίας έναντι των φυλετικών διακρίσεων. Η θέσις αυτή είναι, εν προκειμένω, σαφής : η Ορθοδοξία πιστεύει ότι ο Θ εός "ἐποίησεν τε ἐ ξ ἑ νός αἵματος πᾶν ἔ θνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐ πί πᾶν τό πρόσωπον τῆς Γῆς "( Πράξ. 17,26) και ότι εν Χριστώ "οὐκ ἔ νι, Ἰοουδαῖος, οὐδέ Ἕ λλην, οὐκ ἔ νι δοῦλος οὐδέ ἐ λεύθερος, οὐκ ἄ ρσεν καί θῆλυ πάντες γάρ ὑ μεῖς εἷς ἐ στε "( Γαλ. 3,78). Συνεπής προς την πίστιν αυτήν, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν δέχεται τας φυλετικάς διακρίσεις, έστω και υπό η πίαν μορφήν, εφ' όσον αύται προϋποθέτουν αξιολογικήν διαφοράν μεταξύ των ανθρωπίνων φυλών και συνεπάγονται διαβάθμισιν δικαιωμάτων. Διακηρύσσουσα δε την επείγουσαν ανάγκην της πλήρους άρσεως των διακρίσεων και της παροχής δυνατότητος ολόπλευρου αναπτύξεως όλων των κατοίκων της Γης, δεν περιορίζει την υποστήριξιν αυτής εις μόνην την ά ρσιν των διακρίσεων, αι οποίαι έχουν ως κριτήριον το χρώμα της φυλής και εντοπίζονται μόνον εις ω ρισμένας περιοχάς του πλανήτου μας, αλλά επεκτείνει αυτήν και εις την καταπολέμησιν των διακρίσεων εις βάρος διαφόρων μειονοτήτων, διακρίσεων οφειλομένων εις τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις των μειονοτήτων αυτών ή και εις την απόκλισιν των από το κρατούν κονωνικόν, εθνικόν ή πολιτικόν πλαίσιον, εντός του οποίου ζουν.
Ουχ ήττον, η σαφής αυτή θέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι της παντελούς άρσεως των φυλετικών διακρίσεων, δια να είναι αποτελεσματική -ω ς παρατηρεί η σχετική Μελέτη της Εκκλησίας της Ελλάδος - δεν δύναται να αγνοήση τα ιδιάζοντα προβλήματα προς τα οποία η ά ρσις αύτη συνδέεται λόγω κυρίως της διαφοροποιήσεως, την οποίαν εμφανίζει το θέμα εις τα διάφορα γεωγραφικά σημεία ". Πρόκειται δι' εξαιρετικώς σύνθετον και λεπτόν θέμα, εις το οποίο ν η Εκκλησία πρέπει να κινηθή με θάρρος και με πιστότητα προς τον Κύριόν της και προς τον ά νθρωπον, τον οποίο ν διακονεί, πράγμα όχι εύκολον. Η λεπτότης εις τον χειρισμόν του θέματος τούτου οφείλεται εις το γεγονός ότι το ιδεώδες της ειρήνης και της δι'ειρηνικών μέσων καί μεθόδων επιλύσεως των μεταξύ των ανθρώπων και διαφόρων κοινωνικών ομάδων διαφορών, εις το οποίο ν η Ορθόδοξος Εκκλησία πιστεύει, αποκλείει την η θικήν ενίσχυσιν κινημάτων, τα οποία εισάγουν και νομιμοποιούν τον πόλεμον και την βιαίαν ά ρσιν των διακρίσεων αυτών υπό ομάδων και ανθρώπων διεκδικούντων δια παντός τρόπου τα δικαιώματα αυτών. Το ήθος της προς Φιλήμονα Επιστολής του Παύλου θα πρέπει να καθοδηγή την Έκκλησίαν εις την κατά τας μεθόδους του Ευαγγελίου ποδηγέτησιν των ως άνω κινημάτων.
Ορθοδοξία καί αδελφοσύνη μεταξύ των λαών
Η τελευταία αυτή διαπίστωσις μας οδηγεί αβιάστως εις την βαθυτέραν σύλληψιν της ιδιότυπου συμβολής της Ορθοδοξίας εις την μεταξύ των λαών αλληλεγγύην και καλλιέργειαν της προς αλλήλους αδελφοσύνης. Τούτο δε διότι, εν πρώτοις, θα πρέπει να υπομνησθή, ότι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι δεν είναι Κράτη, ούτε διαθέτουν ι σχύν αμέσων και δραστικών πολιτικών επεμβάσεων εις τον διεθνή χώρον. Αι πλείσται Ορθόδοξοι Εκκλησίαι ζουν σήμερον υπό ηυξημένας πιέσεις και εις κατάστασιν αδυναμίας επιβαλλομένης εις αυτάς από ιδιοτύπους πολιτικάς, κοινωνικάς και πολιτιστικάς συνθήκας. Τούτο, αφ' ενός μεν περιορίζει -ε κ πρώτης όψεως τουλάχιστον - τον ορίζοντα αποτελεσματικής επεμβάσεως των εις τα θέματα τα απαιτούντα σήμερον εις τον διεθνή πολιτικόν στίβον ά μεσον και δραστικήν επέμβασιν, αφ' ετέρου όμως κατευθύνει την προσοχήν των Εκκλησιών αυτών εις ένα τομέα, εις τον οποίον μακροπροθέσμως η δυνατότης επηρεασμού του εις αυτ άς εμπεπιστευμένου ποιμνίου είναι και ουσιώδης και δια το κοινωνικόν σύνολον ευεργετική. Πράγματι δε, όπως παρατηρεί εις την Μελέτην της η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι έχουν δυνατότητα να συμβάλουν δια της καλλιεργείας του εκκλησιαστικού πληρώματος και γενικώτερον του λαού καθώς και δια της όλης πνευματικής των δραστηριότητος εις μίαν μεταβολήν προς το η πιώτερον του κοινωνικού κλίματος και φρονήματος. ' Ενταύθα πρόκειται περί ποικίλων πνευματικών δυνατοτήτων διαφερουσών εκείνων των διεθνών οργανισμών καί των κρατών. Αι δυνατότητες αύται εκπηγάζουν εκ της φύσεως της εξουσίας, αποβλέπουν εις ουσιαστικώτερα και μονιμώτερα αποτελέσματα εις τα ζητήματα ειρήνης και αδελφοσύνης, και πρέπει να αναπτυχθούν εις το μέγιστον δυνατόν. Εδώ διανοίγεται ευρύ στάδιον δια τας Ορθοδόξους Εκκλησίας»...
Ούτω κατανοείται και η τεραστία ευθύνη της Εκκλησίας εις την καταπολέμησιν της πείνης και απολύτου ένδείας, η οποία μαστίζει σήμερον κατά απαράδεκτον τρόπον μεγάλας μάζας ανθρώπων ή και ολοκλήρων λαών, κυρίως εις τον Τρίτον Κόσμον. Εν τοιούτον φοβερόν φαινόμενον εις την εποχήν μας, κατά την οποίαν οι οικονομικώς προηγμένοι λαοί ζουν υπό καθεστώς αφθονίας και σπατάλης ή και αναλίσκονται εις στείρους εξοπλισμούς, υποδηλοί σοβαράν κρίσιν ταυτότητος του χριστιανικού κόσμου, τούτο δε δια δύο κυρίως λόγους :
α ) διότι η πείνα όχι μόνον απειλεί το θείον δώρον της ζωής ολοκλήρων λαών του αναπτυσσομένου κόσμου, αλλά και συντρίβει ολοκληρωτικά το μεγαλείον και την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου, και
β ) διότι ο οικονομικώς ανεπτυγμένος χριστιανικός κόσμος, με την ά δικον ή και, συχνά, εγκληματικήν διαχείρησιν και κατανομήν των υλικών αγαθών, προσβάλλει όχι μόνον την εικόνα του Θεού εις το κάθε ανθρώπινον πρόσωπον, αλλά και τον ί διον τον Θεόν, ο οποίος εταυτίσθη προς το πρόσωπον αυτό. Η οιαδήποτε, επομένως, αδράνεια και αδιαφορία του κάθε χριστιανού και της Εκκλησίας γενικώτερον εμπρός εις το τρομακτικόν σύγχρονον σύνδρομον της πείνης ολοκλήρων λαών, θα εταυτίζετο με προδοσίαν του Χριστού και με απουσίαν ενεργού πίστεως. Διότι -ό πως χαρακτηριστικώς ετόνισεν ο Μπερντιάεφ -, αν η μέριμνα δια την ι δικήν μας τροφήν είναι συχνά θέμα υλικόν η μέριμνα δια την τροφήν του συνανθρώπου μας είναι θέμα καθαρώς πνευματικόν. Αποτελεί, επομένως, ύ ψιστον καθήκον όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών να οργανώσουν αμέσως και αποτελεσματικώς την βοήθειάν των προς τους πεινώντας συνανθρώπους των του Τρίτου Κόσμου και είναι ευχάριστον, ότι εις το σημείον τούτο, η πρόσφατος σχετική πρωτοβουλία του Μακαριότατου Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος έτυχεν ή δη της δεούσης πανορθοδόξου και παγχριστιανικής υποστηρίξεως. Αυτή, πράγματι, ανοίγει την ο δόν της συνεργασίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών ως προς το αντικείμενον τούτο όχι μόνον μεταξύ των αλλά και με τας άλλα ς Χριστιανικάς Εκκλησίας και Ομολογίας, με το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών ως και με τους Διεθνείς Οργανισμούς οι οποίοι έταξαν εαυτούς εις την υπηρεσίαν της καταπολεμήσεως της φοβεράς αυτής μάστιγος.
Ας μη απατώμεθα : η πείνα και η χαίνουσα ανισότης, η οποία μαστίζει σήμερον την ανθρωπίνην κοινότητα καταδικάζει την εποχήν μας τόσον εις τα δια εαυτής όμματα όσον και εις τα όμματα του δικαιοκρίτου Θεού. Και τούτο διότι το θέλημα αυτού σήμερον, ταυτιζόμενον προς την λύτρωσιν του συγκεκριμένου ανθρώπου του τώρα και του εδώ, μας υποχρεώνει να υπηρετήσωμεν τον ά νθρωπον εις την συγκεκριμένην αντιμετώπισιν των χειροπιαστών προβλημάτων του. Η πίστις εις τον Χριστόν χωρίς διακονικήν αποστολήν χάνει την σημασίαν της. Το να είσαι Χριστιανός σημαίνει να μιμήσαι τον Χριστόν και να είσαι έτοιμος να τον υπηρέτησης εις το πρόσωπον του αδυνάτου, του πεινασμένου, του αιχμαλώτου. Πασά άλλη προσπάθεια να ίδωμεν τον Χριστόν ως πραγματικήν παρουσίαν, χωρίς υπαρξιακήν σχέσιν προς αυτόν, ο οποίο ς χρειάζεται βοήθειαν, δεν είναι τίποτε άλλο από απλή ιδεολογία.
Η προφητική αποστολή της "Ορθοδοξίας : μαρτυρία αγάπης
Πέραν όμως και υπεράνω της κοινωνικής αυτής αποστολής, η εις τα πλαίσια του συγχρόνου κόσμου συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την ειρήνην, την ελευθερίαν, την δικαιοσύνην και την αδελφοσύνην μεταξύ των λαών, θα πρέπει, φρονώ ταπεινως, να είναι πρωτίστως μία μαρτυρία αγάπης. Η μαρτυρία δε αυτή θα πρέπει να δίδεται πάντοτε, ανεξαρτήτως των επί μέρους συνθηκών, υπό τας οποίας ζη σήμερον μία εκάστη των Ορθοδόξων Εκκλησιών, κατόπιν όμως, βεβαίως, σώφρονος και ρεαλιστικής εκτιμήσεως των δυνατοτήτων, τας οποίας αι συνθήκαι παρέχουν εις τας Εκκλησίας "μαρτυρία αγάπης "εννοώ την επέμβασιν των Ορθοδόξων Εκκλησιών οποτεδήποτε και εις οιανδήποτε κατάστασιν, την οποίαν θεωρούν αύται εξ επόψεως του Ευαγγελίου και της χριστιανικής παραδόσεως απαράδεκτον. Εδώ ανακύπτει επιτακτική η προφητική αποοτολή της Ορθοδοξίας, το καθήκον της να μαρτυρή "περί τῆς ἐ ν ἡμῖ ν ἐλπίδος '' εις κάθε θέμα απτόμενον της προαγωγής της ειρήνης, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αδελφοσύνης, ως και του σεβασμού του ανθρωπίνου προσώπου και εν αυτώ υποτυπουμένης εικόνος Θεού. Βεβαίως, κατά την ενάσκησιν της προφητικής αυτής αποστολής των, αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι θα πρέπει να λαμβάνουν υπ' όψιν ότι πλείσται εξ αυτών, εθνικαί Εκκλησίαι, έχουσαι ως εκ τούτου ηυξημένας υποχρεώσεις δια την ψυχικήν και κοινωνικήν γαλήνην των λαών, τους οποίους ετάχθησαν να ποδηγετούν εις την ο δόν του Ευαγγελίου· ότι δε, παραλλήλως, ο ρόλος της Εκκλησίας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται προς τας οιασδήποτε πολιτικάς τακτικάς και τάς οποία ς, όπως είναι φυσικόν, υιοθετούν αι πολιτικαί αρχαί και τας οποίας ζουν οι λαοί αυτοί. Τα περιθώρια πρωτοβουλίας και δράσεως είναι, εν προκειμένω, στενά δια τας Ορθοδόξους Εκκλησίας, η δε μαρτυρία και παρουσία των δεν είναι εστερημένη κινδύνων, δυναμένων να οδηγήσουν τους ταγούς έστιν ότε και εις το μαρτύριον: "μείζονα ταύτης ἀ γάπην οὐδείς ἔ χει ἵ να τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ "( Ίω. 15,13), ακριβώς όπως "ὁ ποιμήν ὁ καλός "ὁ "καί τήν ψυχήν "του τιθείς "ὑ πέρ τῶν προβάτων "(Ι ω. 14-15). Ό μως η αγάπη, η μέχρι μαρτυρίου, αυτή θα είναι, εν τελευταία αναλύσει, εκείνη, η οποία θα γαλβανίση την θέλησιν των Ορθοδόξων Εκκλησιών όπως, εν συνεργασία μετά των αδελφών των των άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, δώσουν σήμερον την μαρτυρίαν των - μαρτυρίαν πίστεως και ελπίδος - εις ένα κόσμον ο οποίος, περισσότερον ί σως από ποτέ άλλοτε, έχει την ανάγκην αυτής.
Διότι, πράγματι, από ποίαν ά λλην πηγήν δύναται ο σημερινός κόσμος να αντλήση την δύναμιν δια να ζήση εκτός από εκείνην, την οποίαν προσφέρει εις αυτόν η μαρτυρία των χριστιανών :
Ημείς οι χριστιανοί, επειδή κατανοούμεν το νόημα της σωτηρίας, αισθανόμεθα το χρέος να αγωνιζόμεθα δια την ανακούφισιν της ασθενείας, της δυστυχίας και της αγωνίας. Διότι, επειδή βιώνομεν την εμπειρίαν της ειρήνης, δεν δυνάμεθα να είμεθα δια την απουσίαν της από την σύγχρονον κοινωνίαν. Διότι, επειδή από την θείαν δικαιοσύνην, αγωνιζόμεθα δια μίαν πληρεστέραν δικαιοσύνην εις τον κόσμον και δια την εξουδετέρωσιν πάσης καταπιέσεως. Διότι, επειδή ζώμεν κάθε η μέραν την θείαν συγκατάβασιν, μαχόμεθα εναντίον κάθε φανατισμού και μ ισαλλοδοξίας μεταξύ των ανθρώπων και των λαών. Διότι, επειδή διακηρύσσομεν συνεχώς την ενανθρώπισιν του Θεού και την θέωσιν του ανθρώπου, υπερασπιζόμεθα τα δικαιώματα δι' όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς. Επειδή βιώνομεν την θεία δωρεά της ελευθερίας με το απολυτρωτικόν έργον του Χριστού, δυνάμεθα να προβάλωμεν πληρέστερα την καθολική αξίαν της δια κάθε άνθρωπον και κάθε λαόν.
Επειδή τρεφόμεθα πνευματικώς με τον ά ρτον και τον οίνον της Ευχαριστίας, κατανοούμεν πληρέστερον την πείναν και την στέρησιν. Επειδή προσδοκώμεν καινήν γην και καινούς ουρανούς, όπου θα επικρατή η απόλυτος δικαιοσύνη, αγωνιζόμεθα έδω και τώρα ( HIC ET NUNC ) δια την αναγέννησιν και την ανακαίνισιν του ανθρώπου και της κοινωνίας. Η μαρτυρία μας δε αύτη και η δι' αυτής ά ρδευσις του αυχμηρού εδάφους μιας εποχής η οποία, επειδή ακριβώς ζη χωρίς Θ εόν, έχει περισσότερον από κάθε ά λλην ανάγκη Θεού, θα αποτελέση ίσως τον καλλίτερον τρόπον συμβολής των Εκκλησιών μας εις την Ειρήνην και τα ιδεώδη, τα οποία την συνοδεύουν και την πραγματοποιούν».
Δημοσιεύουμε, κατακλείοντες την παράθεση αυτή των εισηγήσεων και παρουσιάσεων κατά την Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή, την Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Μύρων κ. Χρυσοστόμου, Προέδρου της Επιτροπής, επί τη λήξει των εργασιών της κατά την Θείαν Λειτουργίαν της Κυριακής 23 Φεβρουρίου :
Ας μου επιτρέψουν οι Πατέρες και οι Αδελφοί σύνεδροι στο σημερινό μου κήρυγμα να απευθυνθώ προς το ευσεβές εκκλησίασμα της σημερινής λειτουργικής μας ουνάξεως εις το Σταυροπήγιο αυτό του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σεις, αδελφοί μου, είσθε συνηθισμένοι σε παρόμοιες πανορθόδοξες συνάξεις και θέλετε να ακούσετε από υπεύθυνο στόμα σε τι αποβλέπουν οι συνάξεις αυτές και ποιοί υπήρξαν οι καρποί της παρούσης Διασκέψεως μας.
Ευχαρίστως κάμνω το καθήκον αυτό υπό την ταπεινή ιδιότητα μου ως εκπροσώπου της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και ως Προέδρου της Συνελεύσεως αυτής, δίδοντας σε μιά σύντομη έκθεση αυτό που επιτελέσαμε με πολλή ταπείνωση και πιστότητα στην Εκκλησία, ξεκινώντας φυσικά από το νόημα της σημερινής Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου.
Είχαμε τέσσαρα θέματα. Και για τη συνείδηση μας ως συνέδρων ετέθη το δίλημμα : θα αποβούμε φαρισαίοι ή τελωναι εμπρός στην κράζουσα πραγματικότητα της ζωής.
Το ευκολώτερο θα ήταν να φαρισαίσουμε. Να αποκρύψουμε την αλήθεια. Να ωραιοποιήσουμε τας ελλείψεις μας. Να αγνοήσουμε τα αιτήματα του λαού. Και να θριαμβολογήσουμε εκ του ασφαλούς, θα εβγαίναμεν όμως από τον Ναό αυτό όπως εβγήκε και ο Φαρισαίος της ευαγγελικής περικοπής, που έλεγε : "οὐκ εἰμι ὡ ς οὖτος ὁ τελώνης ", και θα είμασταν κατησχυμένοι και ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων.
Προτιμήσαμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του εν μετανοία τελώνου και να ομολογήσουμε τις αδυναμίες μας ως επί μέρους Εκκλησίαι, ως Ποιμένες και ως Διδάσκαλοι αυτής. Και να αντικρύσουμε κατά μέτωπον την κατάσταση. Με ά λλα λόγια να αντικρύσουμε με θάρρος τα προβλήματα του συγχρόνου ανθρώπου και να βρούμε τον τρόπο να βλέπουμε τα προβλήματα αυτά με αγάπη, με συγκατάβαση, με εκκλησιαστική οικονομία και να παρουσιάσουμε μιαν όψη της Εκκλησίας μας, ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μιαν όψη κατά την οποία η Εκκλησία όχι απλώς εγκύπτει, ούτε μόνο προβληματίζεται, αλλά και δίδει, με ταπείνωση και υπευθυνότητα, μαρτυρία της αληθείας, την οποίαν αντιπροσωπεύει.
Έ τσι αντιμετωπίσαμε το θέμα της νηστείας. Εθεωρήσαμε την νηστεία αμετάβλητο θεσμό υψίστης πνευματικής και ηθικής αξίας και σεβαστή για όλα τα πιστά ορθόδοξα τέκνα της Εκκλησίας. Αλλά, αφ' ετέρου, είδαμε και τις δυσκολίες που υπάρχουν στο θέμα αυτό. Και δώσαμε την δυνατότητα στις Εκκλησίες μας, εάν το εγκρίνουν και εάν το αποφασίσουν, να ανεύρουν τρόπους φιλανθρώπου συγκαταβάσεως κατά περίπτωσιν, και ακόμη και κατά περιοχήν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δημιουργούμε πλουραλισμό στην παράδοση της Ορθοδοξίας. Αντικρύζοντας έτσι τα πράγματα υπήρξαμε όχι υποκριταί φαρισαίοι, αλλά ταπεινοί και φιλάνθρωποι τελώναι.
Έ τσι υπήρξαμε ειλικρινείς και τίμιοι, με το Θεό, με τον εαυτό μας και με αυτούς που διαλεγόμεθα στο θέμα των διμερών διαλόγων της Ορθοδοξίας με τις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες και στο θέμα των σχέσεων μας με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και με την γενικότερη Οικουμενική Κίνησι, που ήταν το δεύτερο και το τρίτο θέματα της Διασκέψεως μας. Διακηρύττουμε προς όλες τις πλευρές ότι υπάρχουμε εις τους Διάλογους, ότι συνεχίζουμε τους Διάλογους, και ότι συνεργαζόμεθα με τους θεσμούς, που αποβλέπουν στην ανεύρεση και παγίωση της ενότητας της Εκκλησίας, δίδοντας μαρτυρία της εν ημίν πίστεως, αγάπης καί ελπίδος. Εάν υπάρχουν παράπονα - και υπάρχουν ασφαλώς - αυτά έπρεπε να τεθούν κατά τρόπο ευθύ και τίμιο. Και ετέθησαν ευθέως και τιμίως. Και νομίζω ότι και εις τα θέματα αυτά υπήρξαμε ειλικρινείς τελώναι και όχι ευθυνόφοβοι φαρισαίοι.
Έ τσι θελήσαμε να είμεθα σαφείς και κατηγορηματικοί αντιμετωπίζοντας τα βασικά προβλήματα της συγχρόνου εποχής, όπως είναι η ειρήνη, η αγάπη, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη και η ά ρσις των φυλετικών διακρίσεων. Η ανθρωπότης μαστίζεται από την έλλειψη των ι δεωδών αυτών. Μαστίζεται από το κακό που επιπολάζει στην ζωή. Μαστίζεται από χίλιες δυό ελλείψεις και ανησυχίες και φόβους και αγωνίες. Έ πρεπε ν' ακούσε ι την φωνή της Ορθοδοξίας εν τω συνόλω της, και αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε σε έ να μακρό καί περιεκτικό κείμενο, στο οποίο υπογραμμίζουμε τα υπάρχοντα κακά. Και υπογραμμίζουμε τις ορθόδοξες θέσεις στο καθένα από αυτά.
Η προσεχής Γ ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, που θα συνέλθει το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, εδώ και πάλιν, εις το Πατριαρχικό τούτο Κέντρο, θα έχει να αποφανθεί επάνω στα κείμενα μας αυτά και να δώσει συνέχεια σ' αυτά, όχι μόνο για να προωθηθεί, αλλά και να επισπευσθεί, όπως ελπίζουμε όλοι και όπως επιθυμεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Αδελφοί μου,
Ιδού τα ταπεινά επιτεύγματα των συνεδριάσεων των ολίγων αυτών ημερώ ν εις το Κέντρο. Ιδού διατί συνεδύασα την εδώ παρουσία μας και το εδώ έργο μας με τον Τελώνη και τον Φαρισαίο του σημερινού Ευαγγελίου. Ήταν εύκολο, όπως είπα, να φαρισαί σουμε και πολύ δύσκολο να ανακαλύψουμε στον εαυτό μας την ταπείνωση του Τελώνου και μαζί μ' αυτήν και τη προσευχή του, την τόσο εκφραστική και συγκινητική : "Ὁ Θεός, ἱ λάσθητί μοι τῷ ἁ μαρτωλῷ ".
Σας παρακαλώ να συνοδοιπορήσουμε, και σήμερα και για όλη αυτή την περίοδο της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Να συνοδοιπορήσουμε στην ταπείνωση και την προσευχή, ώστε όλα να έλθουν κατ' ευχήν, και η Εκκλησία μας, η Ορθόδοξος Εκκλησία μας, να βγει από την προσπάθεια της αυτή, την ιστορική και ιερά, ενισχυμένη και ενωμένη, με επιδιώξεις και λύσεις που θα την αναδεικνύουν απαρασάλευτο θεματοφύλακα της πίστεως και των παραδόσεων, αλλά και δημιουργική δύναμη για τη ζωή και τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο, σε ό,τι στοχάζεται, σε ό,τι επιδιώκει, σε ό,τι κατεργάζεται, ως Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Αμήν "