Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ Ε΄ ΠΡΟΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΣ ΓΙΑ ΤΙΣ “ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ” ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

«Το κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως για τις “Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον” και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» Oμιλία που πραγματοποιήθηκε στη Μονή Βλατάδων στο πλαίσιο της Ημερίδας για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Ομοτ. Καθηγητή του Α.Π.Θ. 
Εισαγωγή
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σημαντικότερο και πιο πολυσυζητημένο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που προσείλκυσε το ζωηρό ενδιαφέρον όχι μόνο των Ορθοδόξων, αλλά και των ετεροδόξων, είναι το κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως που συνήλθε τον Οκτώβριο του 2015 στο Σαμπεζύ της Γενεύης και αναφέρεται στις “Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον”. Το κείμενο αυτό μετά τη δημοσίευσή του στις 28 Ιανουαρίου 2016 κατόπιν αποφάσεως της Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, που συνήλθε τον ίδιο μήνα επίσης στο Σαμπεζύ της Γενεύης, προκάλεσε λόγω της χρήσης του όρου «εκκλησία» για τους ετεροδόξους ζωηρές συζητήσεις, με αποτέλεσμα ορισμένες τοπικές Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και η Εκκλησία της Ελλάδος, να προτείνουν ως προς το σημείο αυτό στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο κάποιες τροποποιήσεις. Η ανησυχία που υπήρχε εν προκειμένω ήταν μήπως με τον χαρακτηρισμό ετεροδόξων κοινοτήτων ως εκκλησιών τίθεται σε αμφισβήτηση η οντολογική ενότητα και αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας που αποτελεί σύμφωνα με την Εκκλησιολογία της τη «μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία».
α. Εκκλησία και «εκκλησίες» κατά την Ορθόδοξη Παράδοση και τις Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις
Καίτοι ο προβληματισμός αυτός απασχόλησε σχεδόν όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, είναι γεγονός ότι δεν αξιοποιήθηκαν κατ’ αυτόν ούτε λήφθηκαν σοβαρά υπόψη τα λαμπρά παραδείγματα προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας που αντιμετώπισαν παρόμοιας φύσεως προβλήματα, αναφερόμενοι σε Χριστιανούς αποκομμένους από την κοινωνία της «μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας». Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρω τρία κλασσικά παραδείγματα που καλύπτουν διαχρονικά όλη την εκκλησιαστική μας ιστορία:
α) Ήδη ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του 114 ονομάζει «εκκλησίες» κάποιες τοπικές κοινότητες που ήταν χωρισμένες μεταξύ τους «πολυμερώς και πολυτρόπως», λόγω προφανώς, όπως φαίνεται από όσα αναφέρει στη συνέχεια, της διαφορετικής στάσης τους έναντι της πίστεως της Νικαίας και της θεότητος του Αγ. Πνεύματος, που ήταν τα βασικά δογματικά ζητήματα που διαιρούσαν τις τοπικές Εκκλησίες στην εποχή του. Δεν πρόκειται δηλ. για κάποιες Εκκλησίες που είχαν, όπως υποστήριξαν ορισμένοι, δεδομένη την ταυτότητα της πίστεως, γιατί, αν υπήρχε η ταυτότητα της πίστεως, δεν θα υπήρχε λόγος οι «Εκκλησίες» να είναι «απ” αλλήλων διατμηθείσαι» ούτε να παρίσταται ανάγκη να οδηγηθούν «προς ένωσιν». Σαφώς λοιπόν η αιτία διάσπασης των Εκκλησιών, στις οποίες αναφέρεται ο Μ. Βασίλειος, όπως φαίνεται από όσα εκθέτει στη συνέχεια, ήταν η διαφορετική στάση τους έναντι της πίστεως της Νικαίας και της θεότητος του Αγ. Πνεύματος, που ήταν τα βασικά δογματικά ζητήματα που διαιρούσαν τις τοπικές Εκκλησίες στην εποχή του. Γι’ αυτό άλλωστε και τονίζει ότι έργο όσων υπηρετούν ειλικρινά τον Κύριο (εν προκειμένω δηλ. των επισκόπων) είναι να επαναφέρουν σε εκκλησιαστική κοινωνία («προς ένωσιν») τις Εκκλησίες αυτές με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά «οἶμαι προσήκειν μίαν ταύτην εἶναι σπουδὴν τοῖς γνησίως καὶ ἀληθινῶς δουλεύουσι τῷ Κυρίῳ τὸ ἐπαναγαγεῖν πρὸς ἕνωσιν τὰς ᾿Εκκλησίας τὰς πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἀπ” ἀλλήλων διατμηθείσας»[1]. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Μ. Βασίλειος, αποκαλώντας «εκκλησίες» τις διηρημένες μεταξύ τους για δογματικούς λόγους τοπικές κοινότητες, θίγει την ενότητα και την αυτοσυνειδησία της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, απλούστατα γιατί ο όρος «εκκλησίες» γι’ αυτόν έχει εν προκειμένω συμβατικό περιεχόμενο.
β) Επίσης ο στύλος της Ορθοδοξίας, άγ. Μάρκος ο Ευγενικός, στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, που ήταν, ως γνωστόν, μια σύνοδος με οικουμενικές διαστάσεις, έχοντας ως στόχο την επανένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία, όχι μόνο αποκαλεί τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία «αδελφή εκκλησία»[2], αλλά και σε επιστολή που απηύθυνε στον πάπα Ευγένιο τον Δ΄ κατά την έναρξη της συνόδου χαρακτηρίζει τους ορθοδόξους και τους ρωμαιοκαθολικούς ως διασπασμένα μέλη του αυτού «Δεσποτικού σώματος» και κάνει λόγο για το μετά το σχίσμα διηρημένο σώμα του Χριστού, στο οποίο δεν ανέχεται ο Χριστός να είναι κεφαλή του. Όπως αναφέρει επί λέξει, «σήμερον τὰ τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη (δηλ. ορθόδοξοι και ρωμαιοκαθολικοί), πολλοῖς πρότερον χρόνοις διεσπασμένα τε καὶ διερρηγμένα πρὸς τὴν ἀλλήλων ἐπείγεται ἕνωσιν. Οὐ γὰρ ἀνέχεται ἡ κεφαλὴ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἐφεστάναι διῃρημένῳ τῷ σώματι»[3]. Απευθυνόμενος μάλιστα στον πάπα Ευγένιο τον Δ΄ τον παρακαλεί να δεχθεί τους εξ Ανατολών Χριστιανούς ως δικά του πνευματικά παιδιά και να τα περιβάλει με την αγάπη του, τώρα που καταφεύγουν στην αγκαλιά του. «Υπόδεξαι», του λέει, «τα σα τέκνα μακρόθεν εξ ανατολών ήκοντα. περίπτυξαι τους εκ μακρού διεστώτας χρόνου, προς τας σας καταφυγόντας αγκάλας»[4]. Κι’ αυτά βέβαια τα λέει, γιατί του αναγνωρίζει σαφώς πρωτείο τιμής, θεωρώντας τον, όπως τονίζει, ως «τον των ιερέων αυτού (δηλ. του Χριστού) πρωτεύοντα»[5]. Όσο κι’ αν φαίνονται σήμερα σε ορισμένους ορθοδόξους θεολόγους προκλητικά και δογματικά επιλήψιμα αυτά που λέει ο άγ. Μάρκος στη σύνοδο της Φερράρας, τα οποία συνήθως θέλουμε να τα αγνοούμε, ο ίδιος, όπως φαίνεται από την εν γένει στάση του μέσα στη σύνοδο, είχε την πεποίθηση ότι χρησιμοποιώντας στο θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς  όχι τη γλώσσα της δογματικής ακρίβειας, αλλά τη γλώσσα της ποιμαντικής οικονομίας, όχι μόνο δεν προδίδει την ορθόδοξη πίστη, αλλά τουναντίον την προβάλλει με τρόπο, ώστε να ευαισθητοποιήσει τους συνομιλητές του για την πραγμάτωση, όπως λέει ο ίδιος, «του θείου έργου της ενώσεως» των δύο Εκκλησιών. Με άλλα λόγια οι παραπάνω εκφράσεις δεν δικαιολογούνται, αν ο άγ. Μάρκος ο Ευγενικός δεν θεωρούσε τον επίσκοπο Ρώμης και τους έχοντες κοινωνία μαζί του κατά το διεξαγόμενο διάλογο στη σύνοδο της Φερράρας ως Εκκλησία με τη συμβατική έννοια του όρου.
γ) Παρόμοια στάση τήρησε ως προς το θέμα της ονομασίας των ετεροδόξων τον προηγούμενο αιώνα και ο άγ. Νεκτάριος. Στο έργο του Περί των αιτίων του Σχίσματος δεν έχει κανένα πρόβλημα όχι μόνο να κάνει ρητά και επανειλημμένα λόγο για τη «Δυτική Εκκλησία»[6], αλλά και να αποκαλεί την Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία ως «αδελφές μιας Εκκλησίας» ή «κασίγνητες (δηλ. ομομήτριες) αδελφές»[7], αναφερόμενος στην κοινή ιστορική πορεία των δύο Εκκλησιών. Επίσης στο έργο του Μάθημα Ποιμαντικής δεν διστάζει να αποκαλέσει μια οιαδήποτε χριστιανική Ομολογία ως «ετερόδοξον εκκλησίαν»[8]. Μάλιστα, όπως είναι γνωστό, για τις θέσεις του αυτές χαρακτηρίστηκε από ορισμένους ακραίους Παλαιοημερολογίτες ως «λατινόφρων» και «αιρετικός».
Εκτός όμως από τα παραπάνω λαμπρά παραδείγματα μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας φρονούμε ότι στον προβληματισμό αυτό σχετικά με την ονομασία των ετεροδόξων κοινοτήτων δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη ούτε η μακρόχρονη κυοφορία του εν λόγω κειμένου της Ε΄ Προσυνοδικής επί μία περίπου πεντηκονταετία. Συγκεκριμένα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η παραπάνω φράση του κειμένου αυτού δεν ήταν προϊόν μιας βεβιασμένης και επιπόλαιης διατύπωσης κατά την Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη. τουναντίον μάλιστα, υπήρξε καρπός ενός γόνιμου και εξαιρετικά ευαίσθητου θεολογικού προβληματισμού που έχει την αρχή του στην Α΄ Διάσκεψη της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας που έγινε στη Γενεύη το 1971. Τότε η Διορθόδοξη Επιτροπή, θέλοντας να τονίσει απλώς την υφιστάμενη πραγματικότητα των Εκκλησιών και Ομολογιών, με τις οποίες διατηρεί σχέσεις αγάπης η Ορθόδοξη Εκκλησία, εφαρμόζοντας και προς αυτές την αρχή της «οικονομίας» της, διατύπωσε την παραπάνω φράση ως εξής: «ἡ Αγία ημών Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία… αναγνωρίζει… την οντολογικήν ύπαρξιν όλων τούτων των χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών». Ωστόσο προς αποφυγήν παρανοήσεων της φράσης αυτής, και κυρίως της έκφρασης «οντολογικήν ύπαρξιν», που θα μπορούσε να εκληφθεί με την έννοια ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την οντολογική υπόσταση και άλλων εκτός αυτής χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Γενεύη 1986) προέβη σε σαφέστερη διατύπωση, αντικαθιστώντας την έκφραση «οντολογικήν ύπαρξιν» με την έκφραση «πραγματικήν ύπαρξιν». Αλλά και αυτή τη διατύπωση ορισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες τη θεώρησαν παρεξηγήσιμη, δεδομένου ότι η αναγνώριση της πραγματικής ύπαρξης όλων των χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών από την Ορθόδοξη Εκκλησία θα μπορούσε να εκληφθεί με εκκλησιολογική σημασία. Για το λόγο αυτό η Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Γενεύη 2015) διευκρινίζοντας περισσότερο τα πράγματα, υιοθέτησε την έκφραση «ιστορικήν ύπαρξιν», προσδίδοντας στην επίμαχη φράση της § 6 την ακόλουθη μορφή: «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής».
β. Εκκλησία και «εκκλησίες» κατά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο
Παρόλα αυτά κατά τη συζήτηση του κειμένου αυτού στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, τέθηκε το θέμα, εάν και κατά πόσον σύμφωνα με το εν λόγω κείμενο, θα μπορούσε εξ επόψεως ορθοδόξου Εκκλησιολογίας να λεχθεί επίσημα από ένα μείζον συνοδικό όργανο, όπως η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, ότι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής» (§6). Το ζήτημα δηλ. εν προκειμένω ήταν ουσιαστικά αν θα μπορούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία μένοντας συνεπής στην Εκκλησιολογία της να χαρακτηρίζει ως «εκκλησίες» τις λεγόμενες αρχαίες ανατολικές Εκκλησίες, τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, την Παλαιοκαθολική ή έστω και την Αγγλικανική, δεδομένου ότι όλες οι άλλες προτεσταντικές κοινότητες χαρακτηρίζονται στο παραπάνω κείμενο ως «Ομολογίες».
Καίτοι στη φράση αυτή σαφώς δεν γίνεται λόγος για εκκλησιολογγική αναγνώριση άλλων, δηλ. ετεροδόξων, Εκκλησιών και Ομολογιών, αλλά μόνο για την ιστορική τους ύπαρξη, την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ωστόσο ορισμένοι κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι εξέφρασαν και πάλι την άποψη ότι και με τη διατύπωση αυτή η Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται να αναγνωρίζει ως «Εκκλησίες» ετερόδοξες Ομολογίες, πράγμα ασφαλώς ασύμβατο με την ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Το όλο θέμα προσέλαβε ιδιαίτερη σοβαρότητα, από τη στιγμή που υπήρξε δεσμευτική συνοδική απόφαση κάποιων τοπικών Εκκλησιών, μεταξύ των οποίων και η Εκκλησία της Ελλάδος, που πρότειναν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο κυρίως για λόγους ποιμαντικούς να μη γίνεται στο κείμενο λόγος για αναγνώριση εκ μέρους της Ορθοδόξου Εκκλησίας «άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», αλλά απλώς για αναγνώριση «Ομολογιών και κοινοτήτων». Όπως αντιλαμβανόμαστε, η πρόταση αυτή ανέτρεπε εξολοκλήρου όχι μόνο το γράμμα, αλλά και το πνεύμα τόσο της Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής όσο και των δύο Πανορθοδόξων Προσυνοδικών Διασκέψεων και γι’ αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει δεκτή στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Τελικά ύστερα από έντονες και παρατεταμένες  συζητήσεις η φράση αυτή κατόπιν συμβιβαστικής προτάσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος διαμορφώθηκε ως εξής: «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Με τη διατύπωση αυτή, όπως φαίνεται σαφώς, το κέντρο βάρους στην επίμαχη φράση μετατοπίζεται από την αναγνώριση της ιστορικής ύπαρξης των ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών στην απλή αποδοχή της ιστορικής ονομασίας τους. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι λογικά είναι αδιανόητη η αποδοχή της ιστορικής ονομασίας των ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, χωρίς να προϋποτίθεται η αναγνώριση ή η αποδοχή της ιστορικής τους ύπαρξης. Κι’ αυτό γιατί η ιστορική ονομασία των πραγμάτων προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την ιστορική τους ύπαρξη. Φρονούμε ότι η νέα μορφή που απέκτησε η επίμαχη φράση δεν διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη που υπήρχε στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής. Άλλωστε ο χαρακτηρισμός των ετεροδόξων χριστιανικών κοινοτήτων ως «ετεροδόξων Εκκλησιών και Ομολογιών» δεν αφήνει περιθώριο για άλλη ερμηνεία. Ωστόσο πιστεύουμε ότι η τροποποίηση αυτή θεωρήθηκε αναγκαία όχι τόσο για λόγους εκκλησιολογικούς, αλλά κυρίως για λόγους ποιμαντικούς, για να κατασιγάσουν δηλ. οι ακραίες φωνές που ακούγονταν μέσα στα πλαίσια των τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών σχετικά με τον χαρακτηρισμό των ετεροδόξων χριστιανικών κοινοτήτων ως «ετεροδόξων Εκκλησιών και Ομολογιών».
Και πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η τάση αυτή είναι διάχυτη σε όλες σχεδόν τις τροποποιήσεις που έγιναν στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως. Έτσι σε τρία σημεία όπου γινόταν λόγος για άλλες χριστιανικές «Εκκλησίες και Ομολογίες», η φράση αυτή διαγράφηκε. Αντ’ αυτής γίνεται πλέον λόγος για τους «λοιπούς χριστιανούς» (§6), για «όσους πιστεύουν εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ως Θεόν και Σωτήρα» (§19) και για «τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» (§20), με αποτέλεσμα όμως να δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα σχετικά με το πλαίσιο των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο στο εγκεκριμένο κείμενο.
         Συγκεκριμένα, ενώ στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής (§ 6) λέγεται ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία… ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», στο εγκεκριμένο κείμενο δεν γίνεται λόγος για το θεολογικό διάλογο «μετά διαφόρων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», αλλά για το θεολογικό διάλογο «μετά τῶν λοιπῶν χριστιανῶν εἰς διμερές καί πολυμερές ἐπίπεδον». Έτσι το κείμενο δίνει την εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διαλέγεται θεολογικά όχι με τις ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες, αλλά με τους χριστιανούς ως μεμονωμένα άτομα. Ο θεολογικός διάλογος όμως, και μάλιστα «εἰς διμερές καί πολυμερές ἐπίπεδον» δεν γίνεται μεταξύ μεμονωμένων ατόμων, αλλά μεταξύ εκπροσώπων των «διαφόρων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» και αυτό αποτελεί κατά τη διαδικασία των θεολογικών διαλόγων μια πάγια αρχή που είναι σεβαστή και από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Επίσης σε ένα άλλο σημείο, και συγκεκριμένα στην § 19, η σχετική τροποποίηση που έγινε στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής  παρουσιάζει τουλάχιστον ελλειμματική αν όχι εσφαλμένη διατύπωση. Ενώ δηλ. στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής λέγεται ότι «Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι-μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π.Σ.Ε τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αι Εκκλησίαι και αι Ομολογίαι, αι αναγνωρίζουσαι τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ως Θεόν και Σωτήρα κατά τας Γραφάς και ομολογούσαι τον εν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα κατά το Σύμβολον Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως», στο τροποποιημένο και εγκεκριμένο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου λέγεται ότι μέλη του ΠΣΕ μπορούν να είναι όχι οι Εκκλησίες και οι Ομολογίες που αναγνωρίζουν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα κλπ., όπως λέγεται στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής, αλλά «ὅσοι πιστεύουν εἰς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦν κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα». Με άλλα λόγια, όπως έχει τροποποιηθεί η διατύπωση της § 19, δίνει την εντύπωση ότι μέλη του ΠΣΕ μπορούν να είναι μεμονωμένα άτομα και όχι «Εκκλησίες». Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι το ΠΣΕ, σύμφωνα με το άρθρο-βάση του, το οποίο μάλιστα, όπως φαίνεται στο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, το επικαλούνται οι Ορθόδοξες Εκκλησίες-μέλη και το θεωρούν απαραίτητο όρο της συμμετοχής τους στο ΠΣΕ, δεν είναι Παγκόσμιο Συμβούλιο μεμονωμένων ατόμων που πιστεύουν στο Χριστό, αλλά Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Το σημείο αυτό δυστυχώς διέφυγε της προσοχής των συντακτών του εγκεκριμένου κειμένου μέσα στην επίμονη προσπάθειά τους να απαλείψουν την επίμαχη λέξη «Εκκλησίες» από το κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε διεξοδικά όλα τα σημεία, στα οποία έγιναν παρόμοιες τροποποιήσεις στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής, αλλά περιοριζόμαστε στα παραπάνω λόγω ελλείψεως χρόνου. Ωστόσο αυτό που βγαίνει αβίαστα μέσα από το εγκεκριμένο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι ότι σχεδόν όλες οι τροποποιήσεις που έγιναν στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής στόχευαν όχι τόσο στον εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας χριστιανικό κόσμο, προς τον οποίο αυτή όφειλε να διαγράψει το πλαίσιο των σχέσεών της, αλλά κυρίως στην ποιμαντική αντιμετώπιση ακραίων αντιδράσεων που υπήρχαν εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας για τις συνεχιζόμενες σχέσεις της με τους ετεροδόξους. Αυτό δείχνει τουλάχιστον η προσθήκη που έγινε στην παράγρ. 21, με την οποία, ενώ οι ετερόδοξες χριστιανικές κοινότητες χαρακτηρίζονται «μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καί Ὁμολογίαι», τονίζεται με άκομψο και αιχμηρό τρόπο ότι αυτές «παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Τέλος, φαίνεται τελείως ακατανόητη η τροποποίηση που έγινε στην § 17 σχετικά με το σκοπό συμμετοχής των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στο ΠΣΕ. Ενώ στο εγκεκριμένο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τονίζεται ξεκάθαρα, όπως και στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής, ότι «Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μετέχουν πλήρως καί ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», – πράγμα που υπογραμμίζει σαφώς τη θετική στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του Π.Σ.Ε. – εν τούτοις στη συνέχεια λέγεται ότι οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, μετέχοντας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο «συμβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν μέσων» όχι «εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών», όπως αναφέρεται στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής, αλλά απλώς και μόνο «διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων». Έχουμε την αίσθηση ότι η τροποποίηση αυτή στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής μειώνει αισθητά το σκοπό της παρουσίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας στα πλαίσια του ΠΣΕ, περιορίζοντας τη συμβολή της από το δογματικό και εκκλησιολογικό επίπεδο, που είναι ο κυριότερος σκοπός της παρουσίας της στο ΠΣΕ, απλώς και μόνο σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο όμως πρέπει να τονίσουμε ότι δεν ευθυγραμμίζεται κατά την άποψή μας απολύτως με τη φύση και την αποστολή της Ορθοδοξίας στον κόσμο. Πρωτίστως πρέπει η Ορθοδοξία να δίνει μαρτυρία της αλήθειας που κατέχει, προάγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ενότητα μεταξύ των Χριστιανών, και μέσα στα πλαίσια αυτής της μαρτυρίας της να δείχνει το ενδιαφέρον της για την προώθηση της ειρηνικής συνύπαρξης και της αντιμετώπισης των κονωνικοπολιτικών προκλήσεων.
Συμπεράσματα
Ύστερα από όσα είπαμε προκύπτει σαφώς ότι οι τροποποιήσεις που έγιναν στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής κατά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο αποδυνάμωσαν αισθητά το βασικό στόχο του, για τον οποίο το κείμενο αυτό ουσιαστικά είχε συνταχθεί.  Έτσι, ενώ το κείμενο αυτό, όπως διαμορφώθηκε στην Γ΄ και την Ε΄ Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη (1986, 2015), είναι ένα κείμενο που χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια, με βασικό σκοπό να καταστήσει σαφή τη στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τους εκτός αυτής, με τις τροποποιήσεις που έγιναν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο κατέληξε τελικά σε ένα κείμενο που διακρίνεται από κάποια εσωστρέφεια, με σκοπό να καθησυχάσει τις ανησυχίες των αντιδρώντων εντός των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών για τους συνεχιζόμενους διμερείς και πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους. Παρόλα αυτά είναι άκρως θετικό το γεγονός ότι με το κείμενο αυτό η Σύνοδος αγνόησε πλήρως, όπως είδαμε, τις ακραίες φωνές αυτών που ήθελαν μια Ορθοδοξία αποκομμένη από τα οικουμενικά δρώμενα και εγκλωβισμένη στον εαυτό της, χωρίς να ενδιαφέρεται για την αποκατάσταση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου.
Ωστόσο πιστεύουμε ότι το κείμενο αυτό δεν θα παρουσίαζε τα προβλήματα που επισημάναμε, από τις τροποποιήσεις που έγιναν στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής,, αν η Σύνοδος εφήρμοζε στην πράξη την πατερική αρχή – που εφαρμόζει, όπως είδαμε, ο άγ. Μάρκος ο Ευγενικός –, σύμφωνα με την οποία άλλη είναι η γλώσσα του θεολογικού διαλόγου που απευθύνεται προς τους εκτός της Εκκλησίας, και γι’ αυτό δεν είναι απαραίτητο να χαρακτηρίζεται από απόλυτη ακριβολογία, και άλλη η γλώσσα της δογματικής ακρίβειας, που απευθύνεται προς τους εντός της Εκκλησίας, με σκοπό τη διαμόρφωση ορθόδοξης δογματικής συνείδησης εκ μέρους των πιστών. Έτσι και για το κείμενο αυτό, που ήταν, όπως λέχτηκε, ένα κείμενο που αναφερόταν κυρίως και κατ’ εξοχήν προς τους εκτός της Εκκλησίας, έπρεπε να ισχύσει η πατερική αρχή που διατυπώνει με απαράμιλλη σαφήνεια ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, στηριζόμενος στον Μ. Βασίλειο: «Έτερόν εστι», σημειώνει, «η υπέρ της ευσεβείας (δηλ. της ορθοδόξου πίστεως) αντιλογία και έτερον η της πίστεως ομολογία, και επί μεν της αντιλογίας ουκ ανάγκη περί τας λέξεις ακριβολογείσθαι τον αντιλέγοντα, ως και ο Μέγας φησί Βασίλειος, επί δε της ομολογίας ακρίβεια δια πάντων τηρείται και ζητείται»[9].
[1] Βλ. Μ. Βασιλείου, Επιστολή 114, Τοις εν Ταρσώ περί Κυριακόν, PG 32, 528 B.
[2] Βλ. Que supersunt Auctorum Graecorum Concilii Florentini,  Έκδ. J. Gill, Concilium Florentinum Documenta et Scriptores. Editum Consilio et Impensis Pontificii Instituti Orientalium Studiorum, Series B, Rom 1953, σ. 27 . Βλ. και Γρ. Λαρεντζάλη, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, Εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1999, σ. 59.
[3] Βλ. Μάρκου επισκόπου της εν Εφέσω των πιστών παροικίας, Τω μακαριωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης, στο Cr. Chivu (Coord.), Sfântul Marcu Evghenicul (Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός), Opere- Τα ευρισκόμενα Άπαντα Α΄,  Volumul I, Editura Pateres 2009, σ. 196.
[4] Βλ. όπ. παρ., σ. 198.
[5] Βλ. όπ. παρ., σ. 196.
[6] Βλ. Αγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του σχίσματος, τόμ. Α΄, εκδ. Ν. Παναγόπουλος, Αθήναι 2000, σ. 7.
[7] Βλ. όπ. παρ.
[8] Βλ. Αγ. Νεκταρίου (Κεφαλά), Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μάθημα Ποιμαντικής, Εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 192.
[9] Βλ. «Τόμος συνοδικός, εκτεθείς παρά της θείας και ιεράς Συνόδου, της συγκροτηθείσης κατά των φρονούντων τα Βαρλαάμ τε και Ακινδύνου, επί της βασιλείας των ευσεβών και ορθοδόξων βασιλέων ημών Καντακουζηνού και Παλαιολόγου (1351)», στο Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Ι, Εν Αθήναις 21960, σ. 378.