Η εισήγηση του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ στο 14ο Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Βιβλικών Σπουδών με θέμα: «Το πρόσωπο της Μητέρας του Χριστού στην Αγία Γραφή»
Η πιο εντυπωσιακή ίσως ιδιαιτερότητα της
θρησκευτικής λογοτεχνικής παραγωγής του αρχαίου Ισραήλ είναι το γεγονός
ότι το τελικό προϊόν της αποτέλεσε την ιερή Βίβλο δύο διαφορετικών
θρησκειών. Το ερώτημα για το πώς είναι δυνατόν η ανάγνωση των ίδιων
κειμένων να οδηγεί σε δύο εντελώς διαφορετικές κατανοήσεις απασχολεί
τον απόστολο Παύλο στη Β΄ Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του (γ΄ 7-18). Αναζητώντας μια λύση στο πρόβλημα αυτό, ανατρέχει στο βιβλίο της Εξόδου,
όπου αναφέρεται ότι ο Μωυσής, μετά από κάθε συνομιλία του με τον Θεό,
σκέπαζε με ένα κάλυμμα το πρόσωπό του, επειδή αντανακλούσε τη
λαμπρότητα του Θεού που ήταν επικίνδυνο για τους Ισραηλίτες να τη
βλέπουν[1].
Με αφορμή την εικόνα αυτή θα ερμηνεύσει ο απόστολος την αδυναμία των
Ιουδαίων να κατανοήσουν το πραγματικό νόημα των Γραφών, καθώς «ἄχρι
γὰρ τῆς σήμερον ἡμέρας τὸ αὐτὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει
τῆς παλαιᾶς διαθήκης μένει»[2].
Με τη μεσολάβηση του Χριστού το κάλυμμα απομακρύνεται για τους
χριστιανούς, οι οποίοι έχουν πλέον άμεση πρόσβαση στην ορθή
κατανόηση της Βίβλου και επομένως και στη δόξα του Θεού. Στα
προηγούμενα εδάφια της ίδιας ενότητας τονίστηκε απερίφραστα ότι οι
χριστιανοί ως «διάκονοι της Καινής Διαθήκης» αξιώθηκαν από τον Θεό να
υπηρετήσουν «όχι το γράμμα του Νόμου αλλά το Πνεύμα του Θεού»[3], τους δόθηκε, δηλαδή, με τη μεσολάβηση του Χριστού η δυνατότητα για μια άλλη θεόπνευστη κατανόηση της Γραφής στο φως της οποίας το περιεχόμενο των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης αποκτά νέα σημασία και καθιστά τα βιβλικά κείμενα ανοιχτά σε κάθε παρόν[4]. Αυτή η νέα δυνατότητα νομιμοποιεί και την εφαρμογή από πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας της τυπολογικής ερμηνείας της Βίβλου. Έτσι, η Αγία Γραφή
δεν κατανοείται πλέον σαν ένα βιβλίο που περιέχει διδακτικές αφηγήσεις ή
ιστορικές πληροφορίες για πρόσωπα και γεγονότα ενός πολύ μακρινού
παρελθόντος, αλλά ως μια καταγραφή των εμπειριών της κοινότητας εκείνης η
οποία βίωσε την αποκάλυψη του Θεού μέσα στην Ιστορία της και την
ερμήνευσε αυθεντικά, ώστε να κατανοήσει για την ίδια και για τις
επόμενες γενιές το θέλημα του Θεού και το σχέδιό του για τον κόσμο.
Διαβάζοντας, κατά συνέπεια, κανείς τις ιστορίες της Βίβλου ως μια καταγραφή της πορείας των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο, θα διαπιστώσει –ανεπάντεχα ίσως– ότι, αν και η Αγία Γραφή
φαίνεται να αφιερώνει ελάχιστους μόνο στίχους για να περιγράψει το
ιστορικό πρόσωπο της Μαρίας, η μορφή και ο ρόλος της Παναγίας στην
ιστορία της σωτηρίας προβάλλουν γλαφυρά πίσω από κάθε επεισόδιο αυτής
της ιστορίας.
Η νέα κατανόηση των παλιών Γραφών
αντικατοπτρίζεται τόσο στην υμνογραφία όσο και στην εικονογραφία της
Εκκλησίας. Το προεόρτιο απολυτίκιο των Χριστουγέννων αποτελεί στην
προκειμένη περίπτωση χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ,
ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ.
Εὐτρεπίζου Ἐφραθᾶ,
ὅτι τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξήνθησεν
ἐκ τῆς Παρθένου·
Παράδεισος καὶ γάρ ἡ ἐκείνης γαστήρ ἐδείχθη νοητός,
ἐν ᾧ τὸ θεῖον φυτόν, ἐξ οὗ φαγόντες ζήσομεν,
οὐχὶ δὲ ὡς ὁ Ἀδὰμ τεθνηξόμεθα·
Χριστὸς γεννᾶται,
τὴν πρὶν πεσοῦσαν, ἀναστήσων εἰκόνα.
Ανεξάρτητα όμως από το ερμηνευτικό
ζήτημα, ο ύμνος αυτός θέτει και ένα θεολογικό ερώτημα, καθώς,
ταυτίζοντας την Παναγία με τον παράδεισο, δίνει την εντύπωση ότι στο
δικό της πρόσωπο συγκεφαλαιώνεται ολόκληρη η ιστορία των σχέσεων
του ανθρώπου με τον Θεό και όχι στο πρόσωπο του Χριστού. Το πρόβλημα
αυτό εμφανίζεται ακόμη πιο δυσεπίλυτο αν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα
με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κάθε λειτουργικό έτος αρχίζει
και τελειώνει με δύο γιορτές της Παναγίας· μία που αναφέρεται σε κάποιο
γεγονός της ζωής της (Κοίμηση στις 15 Αυγούστου – Γέννηση στις 8
Σεπτεμβρίου) και μία που σχετίζεται με την προσκύνηση ενδυμάτων της
(αγία ζώνη στις 31 Αυγούστου – αγία σκέπη στις 1 Οκτωβρίου). Η
διαπίστωση αυτή δημιουργεί ίσως σε πολλούς τον προβληματισμό για τη θέση
της Θεοτόκου στη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς θα ανέμενε
κανείς η αρχή και το τέλος του εκκλησιαστικού έτους να σηματοδοτούνται
από μια γιορτή προς τιμήν του Χριστού, εφόσον ο Χριστός είναι το κέντρο
της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, εφόσον στο πρόσωπο του Χριστού
έγινε ο Θεός άνθρωπος προκειμένου να πλησιάσει τους ανθρώπους και να
τους σώσει, αποκαθιστώντας τις σχέσεις τους με τον Θεό.
Είναι, κατά συνέπεια προφανές ότι η
τοποθέτηση των διπλών αυτών γιορτών στην αρχή και στο τέλος κάθε
εκκλησιαστικής χρονιάς κρύβει ένα βαθύτατο συμβολισμό, ο οποίος
σχετίζεται με τον ρόλο της Παναγίας στην πραγματοποίηση του σχεδίου του
Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.
Η Μαρία δεν είχε τίποτε το ξεχωριστό, με
την έννοια ότι δεν είχε κάτι που δεν θα μπορούσε να έχει ο κάθε
άνθρωπος. Καταγόταν από ένα χωριό της Παλαιστίνης, ήταν φτωχή και άσημη
και ούτε είχε κάποια μόρφωση. Αλλά είχε κάτι, που και πάλι θα μπορούσε ο
κάθε άνθρωπος να αποκτήσει, χρειάζεται όμως γι’ αυτό ιδιαίτερη
προσπάθεια και συνεχής αγώνας. Είχε ακλόνητη εμπιστοσύνη στον Θεό και
ήταν πάντοτε έτοιμη να υποταχθεί στο θέλημα του. Αυτός είναι ο λόγος που
η λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ορίζει ως αποστολικό
ανάγνωσμα της πρώτης αφιερωμένης στη Θεοτόκο γιορτής κάθε νέου
εκκλησιαστικού έτους την περικοπή Φιλ β´ 5-11. Διότι υπενθυμίζει στους
σύγχρονους πιστούς ότι η Μαρία είχε κατορθώσει να επιτύχει αυτό που
παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος στους πιστούς της εποχής του: «Φροντίστε
στις μεταξύ σας σχέσεις να σκέφτεστε όπως κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος
ως πραγματικός Θεός που ήταν, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό
σαν κάτι ξένο που το άρπαξε, αλλά δέχτηκε να γίνει ένα τίποτα, να
μοιάσει με δούλο, καθώς έγινε ίδιος με τους ανθρώπους· και όντας
πραγματικός άνθρωπος, δέχτηκε να ταπεινωθεί, υπακούοντας στον Θεό μέχρι
θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού»[5].
Το παραπάνω κείμενο, μια από τις αρχαιότερες ομολογίες πίστεως της
Εκκλησίας, περιγράφει μια επαναστατική για τις σχέσεις του Θεού με τον
άνθρωπο αλήθεια. Μόνον αυτό που κατέχει κανείς πραγματικά μπορεί να το
μοιραστεί με τους άλλους· αντίθετα, εκείνο που δεν του ανήκει και το
αποκτά δι’ αρπαγής το κρατάει για τον εαυτό του, στερούμενος έτσι της
χαράς του μοιράσματος και της σχέσης με τον άλλον. Ο Χριστός ως
πραγματικός Θεός θέλει και προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα
μετοχής στη θεότητά του, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να
σαρκωθεί. Και η Μαρία προσφέρει στον Θεό αυτό ακριβώς που δεν έχει, τη
σάρκα, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να υποτάξει το δικό της
θέλημα στο θέλημα του Θεού. Έτσι, η Μαρία κατόρθωσε να μιμηθεί τον
Χριστό, όπως παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος, πριν ακόμη γεννηθεί ο
Χριστός. Και αφού ήταν ένας κοινός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, έγινε
το σύμβολο της ανθρώπινης συμμετοχής στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία
του κόσμου.
Τοποθετώντας, λοιπόν, η εκκλησιαστική
παράδοση τις γιορτές της Θεοτόκου στην αρχή και στο τέλος κάθε νέου
εκκλησιαστικού έτους, υπενθυμίζει σε όλους τους χριστιανούς ότι η
σωτηρία της ανθρωπότητας προϋποθέτει τη συνεργασία τους με τον Θεό. Τα
πανηγύρια, συνεπώς, της Θεοτόκου ισοδυναμούν με μια δήλωση προς τον Θεό
της ετοιμότητας των χριστιανών να τον υποδεχτούν και να συνεργαστούν
μαζί του, ώστε να επιτευχθεί αυτό το οποίο ο απόστολος εύχεται στο τέλος
της παραπάνω περικοπής: «όλοι μ’ ένα στόμα θα ομολογήσουν ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, για να δοξάζεται έτσι ο Θεός Πατέρας»
(Φιλ β΄ 11). Αυτήν ακριβώς την ετοιμότητα φιλοδοξεί η Ελληνική Εταιρεία
Βιβλικών Σπουδών να καλλιεργήσει με τα συνέδριά της και αυτόν ακριβώς
τον ρόλο της Θεοτόκου στο πρόσωπο της οποίας συγκεφαλαιώνεται ολόκληρη η
ιστορία των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, θα επιχειρήσει να φωτίσει
με το παρόν συνέδριο, για τη διοργάνωση του οποίου ευγνώμονες
ευχαριστίες οφείλονται προς τον σεβασμιότατο μητροπολιτική Σερρών και
Νιγρίτης, που για τρίτη συνεχή φορά έρχεται αρωγός στην προσπάθεια αυτή
και συμπαραστάτης της Εταιρείας.
Με βάσει τα παραπάνω, αντί άλλης
εισαγωγής στη θεματική του Συνεδρίου, θα ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικό ένα
σύντομο περιδιάβασμα στην ιστορία των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο,
όπως αυτές σκιαγραφούνται μέσα στην Αγία Γραφή. Από μια τέτοια
επισκόπηση θα προκύψει ότι η μορφή και ο ρόλος της Παναγίας
προβάλλουν γλαφυρά πίσω από κάθε επεισόδιο της μακράς ιστορίας της
θείας Οικονομίας, του σχεδίου δηλαδή του Θεού για τη σωτηρία της
ανθρωπότητας, όπως αυτό γίνεται κατανοητό μέσα από τη νέα
ερμηνευτική προσέγγιση των Γραφών που κατέστησε δυνατή η ανάσταση του
Χριστού, και για την οποία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κάνει λόγο ο
απόστολος Παύλος.
Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας ο
Θεός καλεί τον άνθρωπο να συνεργήσει μαζί του. ∆εν δημιουργεί ένα
άβουλο ον που υποτάσσεται στα ένστικτά του, αλλά ένα πλάσμα
προικισμένο με όλα τα χαρακτηριστικά που έχει ο ίδιος ο Θεός και
προπάντων με το χάρισμα της ελευθερίας: Του δίνει τη δυνατότητα να
πορευθεί έναν δρόμο που θα τον φέρει κοντά στον Θεό ή ν’ απομακρυνθεί
από αυτόν και να ομοιάσει στα άλογα ζώα. Κάθε φορά που ο άνθρωπος
αυτονομείται και με τις επιλογές του οδηγείται σε αδιέξοδο, ο Θεοός με
την παρέμβασή του θυμίζει στο πλάσμα του ότι δεν θα το
εγκαταλείψει ποτέ. Έτσι, από την πρώτη στιγμή της πτώσης του
ανθρώπου, του προαναγγέλει ότι ένας απόγονος της γυναίκας θα
συντρίψει το κακό και θα τον ελευθερώσει. Με τον ίδιο τρόπο που μια
γυναίκα γίνεται το σύμβολο της καταστροφής των σχέσεων Θεού και
ανθρώπου, μια άλλη γυναίκα ενσαρκώνει την ελπίδα για την
αποκατάσταση των σχέσεων αυτών, προτυπώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο,
από τα πρώτα κεφάλαια της Γραφής, το πρόσωπο και τον ρόλο της
Παναγίας.
Θέλοντας ο Θεός να οδηγήσει τον άνθρωπο
και πάλι κοντά του χωρίς να παραβιάσει την ελευθερία του, προνοεί
ώστε μετά την άρνηση του πρώτου ανθρώπου να υπακούσει στο θέλημά
του, ένας άλλος άνθρωπος ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμά του: Ο
πατριάρχης Αβραάμ, σύμφωνα με τη Γραφή, ακολουθεί τον δρόμο που του
υποδεικνύει ο Θεός, θέτοντας τον εαυτό του στην υπηρεσία του, όπως
και ο γιος και ο εγγονός του. Επρόκειτο για ανθρώπους κοινούς, με
τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους. Αλλά αποδέχονται με
εμπιστοσύνη το σχέδιο του Θεού. Όταν ο Ιακώβ έρχεται σε σύγκρουση με
τον αδελφό του και αναγκάζεται να ξενιτευτεί το σχέδιο αυτό φαίνεται
να ναυαγεί. Καθ’ οδόν προς τη Μεσσοποταμία βλέπει στον ύπνο του μια
κλίμακα που συνδέει τον ουρανό με τη γη. Στην κορυφή της στέκεται ο
Κύριος που καθησυχάζει τους φόβους του και τον διαβεβαιώνει ότι δεν
θα τον εγκαταλείψει έως ότου γίνουν όλα όσα του υποσχέθηκε. Για
ακόμη μια φορά σκιαγραφείται ο ρόλος της Παναγίας που ένωσε τον
ουρανό με τη γη, προσφέροντας τον εαυτό της ως κλίμακα πάνω στην
οποία στηρίχτηκε ο Θεός για να κατέβει στους ανθρώπους.
Όμως ο Θεός δεν επιθυμεί τη σωτηρία
ορισμένων μόνον ανθρώπων, αλλά όλων των ανθρώπων, όλου του κόσμου.
Έτσι, από τον Ιακώβ θα γεννηθεί ένας νέος λαός που θα αναλάβει να
προετοιμάσει όλους τους λαούς της γης για να δεχτούν το μήνυμα της
σωτηρίας. Όταν οι απόγονοι του Ιακώβ καταλήγουν σκλάβοι στην Αίγυπτο
και το σχέδιο του Θεού φαίνεται να οδεύει προς ματαίωση,
παρεμβαίνει και πάλι ο Κύριος. Παρουσιάζεται στον Μωυσή μέσα από τη
φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτο και τον προστάζει να οδηγήσει τον
λαό του έξω από την Αίγυπτο. Για μια ακόμη φορά, στην πιο κρίσιμη
φάση, διαφαίνεται ο ρόλος της Παναγίας: Όπως η βάτος που δέχτηκε
τον Θεό σαν φωτιά δεν κάηκε, αλλά έγινε το μέσο για την εξαγγελία
της σωτηρίας του Ισραήλ, έτσι και η Παναγία δέχτηκε μέσα της τον
Θεό κι έγινε η μεσάζουσα για τη σωτηρία του κόσμου.
∆εκάδες είναι τα παραδείγματα που θα
μπορούσε να αναφέρει κανείς από την Αγία Γραφή, καθώς όλοι οι
προφήτες, κάθε φορά που το σχέδιο του Θεού εκτρεπόταν λόγω της
ανθρώπινης αστοχίας, έδιναν ελπίδα στον λαό μέσα από τις
προτυπώσεις τού προσώπου και του ρόλου της Παναγίας. Ένας γλαφυρός
ύμνος της Εκκλησίας συνοψίζει όλα σχεδόν τα παραδείγματα σε λίγες
γραμμές:
Ἄνωθεν (= από παλιά) οἱ προφῆται Σὲ προκατήγγειλαν
στάμνα, ράβδον, πλάκα,
κιβωτόν, λυχνίαν, ὄρος ἀλατόμητον,
χρυσοῦν θυμιατήριον καὶ σκηνήν,
πύλην ἀδιόδευτον, παλάτιον καὶ κλίμακα
καὶ θρόνον τοῦ βασιλέως.
Η πρώτη φράση του ύμνου αποτελεί και
την επιγραφή της ομώνυμης εικόνας με το ίδιο θέμα, τις προτυπώσεις
της Παναγίας στην Παλαιά ∆ιαθήκη. Στο κέντρο της εικόνας[6]
εικονίζεται η Θεοτόκος με τον Ιησού μικρό παιδί στην αγκαλιά της καί
γύρω της τα πρόσωπα της Παλαιάς ∆ιαθήκης που κρατάνε στο χέρι τους
ένα ειλητάριο ή κάποιο σύμβολο. Συνήθως εικονίζονται ο Ααρών με το
ανθισμένο ραβδί του[7], ο Γεδεών με το υγρό ποκάρι[8], ο Ιακώβ με την κλίμακα[9], ο Μωυσής μπροστά στη φλεγόμενη βάτο[10], ο ∆αβίδ με την Κιβωτό της ∆ιαθήκης[11], ο Σολομώντας με το ανάκλιντρό του[12], ο Ησαΐας με μια λαβίδα[13], ο Ιεζεκιήλ με μια κλειστή πύλη[14], ο ∆ανιήλ με την εικόνα ενός όρους[15], ο Ζαχαρίας με μια εφτάφωτη λυχνία[16],
κ.ά. Κάθε ένα από τα αντικείμενα αυτά κατανοήθηκε ως προτύπωση του
ενεργού ρόλου της Παναγίας στο έργο της θείας Οικονομίας.
Έτσι, δεν θα ήταν υπερβολή αν
ισχυριζόταν κανείς ότι κάθε γεγονός που περιγράφεται στην Αγία Γραφή
παραπέμπει στο πρόσωπο της Παναγίας, με αποκορύφωμα την ελεύθερη
ανταπόκρισή της στην πρόσκληση του Αγγέλου να γίνει ναός του ίδιου
του Θεού. Χωρίς την απροϋπόθετη αυτή συνέργεια της Μαρίας, το έργο
της σωτηρίας του κόσμου δεν θα ήταν δυνατό.
Κάθε φορά που οι χριστιανοί επικαλούνται
στην προσευχή τους την Παναγία, στην πραγματικότητα απευθύνονται
στον ίδιο τον Θεό. Αποδίδοντας τιμές στη Θεοτόκο, δηλώνουν ότι
αποδέχονται το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, δηλώνουν
τη δεκτικότητά τους να γίνουν και οι ίδιοι όργανά του για να
απαλλαγεί ο κόσμος από την εξουσία του κακού που τον καταδυναστεύει.
Ασφαλώς είναι ο Θεός που σώζει, η επίκληση όμως «Ὑπεραγία Θεοτόκε,
σῶσον ἡμᾶς» ισοδυναμεί με διακήρυξη της πίστης πως η σωτηρία του
κόσμου δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την ελεύθερη συνεργασία του
ανθρώπου.
Η κατανόηση της Παλαιάς Διαθήκης
ως χριστιανικού βιβλίου δημιουργεί, ασφαλώς, δυσκολίες στον
διαθρησκειακό διάλογο, ιδιαίτερα με τους Ιουδαίους. Παρ’ όλα αυτά, η
τυπολογική ερμηνεία με τον συνειδητά υποκειμενικό της χαρακτήρα και την
ευελιξία της αφήνει πολύ περισσότερο ελεύθερο χώρο για συνεχώς νέες
ερμηνείες και προσεγγίσεις των βιβλικών κειμένων από ό,τι οι
“αντικειμενικές” μέθοδοι της ιστορικο-κριτικής έρευνας. Οι θετικιστικές
ερμηνείες της Γραφής φαίνεται να προσφέρουν περισσότερες
δυνατότητες διαλόγου, ή ακόμη και συμφωνίας σε ορισμένα σημεία, δεν
αίρουν όμως τις διαφορές μεταξύ των διάφορων κοινοτήτων των πιστών.
Χριστιανοί και ιουδαίοι ερμηνευτές που εργάζονται με την
ιστορικο-κριτική μέθοδο είναι δυνατόν να συμπέσουν απόλυτα στην ερμηνεία
μιας περικοπής, η συμφωνία τους αυτή όμως δεν είναι δυνατόν να έχει
οποιαδήποτε επίπτωση στις σχέσεις Εκκλησίας και Συναγωγής. Αντίθετα,
αναγνωρίζοντας κανείς ότι κάθε ανάγνωση ενός βιβλικού κειμένου είναι μια
ανάγνωση που προκύπτει από την πολιτισμική συνάφεια του αναγνώστη,
μπορεί να αναγνωρίσει ότι οι διαφορές στην ερμηνεία αυτού του κειμένου
οφείλονται στη συνάφεια των αναγνωστών. Ο διάλογος σ’ αυτήν την
περίπτωση δεν θα είναι μια ατέρμονη προσπάθεια συμβιβασμού των διάφορων
ερμηνειών, αλλά θα έχει ως στόχο τη μελέτη και την κατανόηση των
διάφορων συναφειών οι οποίες παράγουν αυτές τις ερμηνείες. Ένας τέτοιος
διάλογος μπορεί να είναι πολύ πιο παραγωγικός από την περιορισμένη
συμφωνία πάνω στα αποτελέσματα των θετικιστικών μεθόδων.
[1] Εξο λδ΄ 29-35
[2] 2Κο γ΄ 14
[3] 2Κο γ΄ 6
[4] Πρβλ 2Κο γ΄ 12-18.
[5] Φιλ β΄ 5-7
[6]
Τὸ σχεδίασμα τῆς εἰκόνας εἶναι τῆς Βασιλικῆς Γώγου καὶ
προέρχεται ἀπὸ τὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο τῶν Θρησκευτικῶν τῆς Α ́
Γυμνασίου: Δ. Δόικου, Μ. Κωνσταντίνου, Π. Καζλάρη, Προετοιμασία των
ανθρώπων για τον καινούργιο κόσμο του Θεού, ΟΕΔΒ, σ. 21.
[7] Αρι ιζ΄ 23
[8] Κρι ς΄ 36-40
[9] Γεν κη΄ 12
[10] Εξο γ΄ 2
[11] Πρβλ Ψαλ ρλβ΄ 8.
[12] Ασμ γ΄ 7-10
[13] Ησα ς΄ 6
[14] Ιεζ μβ΄ 2
[15] Δαν β΄ 34
[16] Ζαχ δ΄ 2