Αντωνία Κυριατζή, Λέκτορας Εκκλησιαστικής Ιστορία και Γραμματείας της Ελλάδος ΑΠΘ, Εισήγηση στην Ημερίδα με θέμα «Το Τάγμα των Ιεροκηρύκων και η Ορθόδοξη Ανατολή»
Ιστορικά δεδομένα
Στα τέλη του 12ου αι., συγκεκριμένα το 1170, στην Caleruega της Ισπανίας γεννήθηκε ο Δομίνικος Γκούσμαν. Σπούδασε Θεολογία και Φιλοσοφία στην Ιταλία. Στις αρχές του 13ου αι., το 1215 περίπου, ίδρυσε στην Τουλούζη της Γαλλίας το κοινόβιο των Αδελφών Κηρύκων, το οποίο οργανώθηκε σύμφωνα με τον Κανόνα του ι. Αυγουστίνου. Την ίδια χρονιά, 1215, ο Δομίνικος συνόδευσε τον επίσκοπο της Τουλούζης στη Ρώμη, για τη συμμετοχή του στη Δ΄ Σύνοδο του Λατερανού, η οποία συγκλήθηκε από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ (1198-1216), τον πάπα που με την ισχυρή προσωπικότητά του έθεσε υπό έλεγχό του ηγεμόνες της Δύσης και είχε μεγάλη επιρροή σε υψηλά πολιτικά πρόσωπα, όχι όμως στη ζωή των απλών ανθρώπων, όπου κυριαρχούσαν δεισιδαιμονίες, αιρέσεις και μεγάλη δυσαρέσκεια για τον πλούτο της Εκκλησίας.
Την εποχή εκείνη που η λατινική Εκκλησία βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της, εμφανίζονται νέα μοναστικά τάγματα με υποδειγματικό βίο διακονίας του λαού, τα οποία επικύρωσε ο Ιννοκέντιος Γ΄. Το τάγμα των Αδελφών κηρύκων, αφοσιωμένο στο κήρυγμα και τη μελέτη, από το 1217 εξαπλώθηκε ευρύτερα, με κύριο έργο του την ορθή διδασκαλία της πίστεως, για την εξάλειψη των αιρέσεων και της δεισιδαιμονίας, καθώς και τον ευαγγελισμό των απίστων. Η εμβριθής κατάρτιση και ευρεία μόρφωση των ιεροκηρύκων έδωσε ώθηση στην καλλιέργεια των εκκλησιαστικών γραμμάτων, της φιλοσοφίας και της θεολογίας, η οποία στηριζόταν στη διδασκαλία του Αλβέρτου του Μέγα και του Θωμά του Ακινάτη.
Την ίδια εκείνη εποχή, επί Ιννοκεντίου Γ΄, πραγματοποιήθηκε η Δ΄ Σταυροφορία (1201-1204) που είχε στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, αλλά κατέληξε στην κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την επιβολή της ένωσης των Εκκλησιών, προκαλώντας εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα, δεδομένου ότι αναπτύχθηκαν αρνητικές εντυπώσεις και αισθήματα μίσους από τους χριστιανούς της Ανατολής προς τους χριστιανούς της Δύσης.
Οι ενέργειες και η δράση των μοναστικών ταγμάτων στην Ανατολή, ή όπως σημειώνει ο Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης «…η των Δυτικών προς τους Ανατολικούς διάθεσις, αι συκοφαντίαι, απέχθειαι και πλείσται όσαι ζημίαι κατά της των Ρωμαίων βασιλείας… », προκάλεσαν την αντίδραση και την πολεμική που εκδηλώνεται εντονότερα κυρίως από τα μέσα του 18ου αι.
Με το πέρασμα της βυζαντινής Ανατολής στην κυριαρχία των Οθωμανών Τούρκων γίνεται η μετάβαση από την ύστερη βυζαντινή περίοδο στη μεταβυζαντινή περίοδο. Από τον 11ο αι. μέχρι τον 15ο οι περιοχές της Μ. Ασίας κατακτήθηκαν από τους Τούρκους, με κορυφαίο το γεγονός της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Ορισμένες περιοχές παρέμειναν υπό τον έλεγχο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, όπως η Κρήτη, που έμεινε υπό την ενετική κυριαρχία επί πέντε αιώνες, από το 1204 έως το 1669, οπότε κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Η πολιτική, κοινωνική και οικονομική αναταραχή των κατακτώμενων περιοχών ανάγκασε πολλούς Έλληνες ν΄ αναζητήσουν καταφύγιο στις ενετοκρατούμενες περιοχές ή στη Δύση. Παρά την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση η θεολογία καλλιεργήθηκε καθώς μετά το σχίσμα αναπτύχθηκε ο διάλογος με τη Δύση για τα σημεία διαφοράς, ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ακολούθησε η έριδα στο ζήτημα του ησυχασμού και από τον 16ο αι. έρχεται στο προσκήνιο η Μεταρρύθμιση.
Για τη Ρώμη, μετά το σχίσμα, διακαής ήταν ο πόθος για την αποκατάσταση της ένωσης των Εκκλησιών. Το σκοπό αυτό υπηρέτησαν εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά και τα μοναστικά τάγματα με το ιεραποστολικό και διδακτικό τους έργο. Το τάγμα των δομινικανών πολύ νωρίς εμφανίζεται και δραστηριοποιείται στο χώρο της Ανατολής.
Η επαφή των λογίων της ορθοδοξίας με το έργο των δομινικανών έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθούν σχέσεις που αποτυπώνονται κατά κάποιον τρόπο στην εκκλησιαστική γραμματεία. Η στάση των λογίων της Ορθοδοξίας απέναντι στο έργο των δομινικανών δεν είναι ενιαία, αλλά κυμαίνεται από την προσχώρηση στο μοναστικό τάγμα των δομινικανών και την απλή συνεργασία, μέχρι την αντιπαράθεση σε θεολογικά ζητήματα και την ακραία πολεμική.
Προσχώρηση
Πριν ακόμη από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, τον 14ο αι., καταγράφεται μια περίπτωση προσχώρησης στο τάγμα των δομινικανών. Ο Μανουήλ Καλέκας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από ορθόδοξους γονείς και σε νεαρή ηλικία διέμεινε σε μονή της Κωνσταντινούπολης, αλλά δεν εκάρη μοναχός. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μοναστήρι. Ίδρυσε ιδιωτική σχολή για να διδάξει γραμματική και ρητορική. Παράλληλα μελέτησε θεολογία και αριστοτελική φιλοσοφία, ασχολήθηκε με τα θεολογικά ζητήματα της εποχής του και τάχθηκε εναντίον των απόψεων του Γρηγορίου Παλαμά. Μεταξύ 1391-1396 επικοινωνούσε με επιστολές με τον Δημήτριο Κυδώνη, ο οποίος επηρέασε τη σκέψη του. Από το 1395 κ.έ. ο Καλέκας μελέτησε τα έργα του Ακινάτη από το πρωτότυπο, καθώς μέσω του Μανουήλ Χρυσολωρά είχε γνωρίσει τον Φλωρεντινό Αντζελι ντε Σκαρπερία, που είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει την ελληνική γλώσσα και δίδαξε στον Καλέκα τη λατινική. Η μεταστροφή του στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα οριστικοποιήθηκε το 1396, στο ενετοκρατούμενο τότε Πέραν, όπου είχε καταφύγει σε κάποια μονή των δομινικανών. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στην Ιταλία και επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1403 προσχώρησε στο τάγμα των Δομινικανών σε αντίστοιχη μονή στη Μυτιλήνη. Απεβίωσε μετά από επτά έτη, το 1410.
Διαφορετική περίπτωση προσχώρησης αποτελεί αυτή του Ιάκωβου Παλαιολόγου. Με καταγωγή από οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, ο Ιάκωβος Παλαιολόγος γεννήθηκε στη Χίο περί το 1520. Κατέφυγε στην Ιταλία, όπου σπούδασε στη Ρώμη. Προσχώρησε στο τάγμα των δομινικανών. Αργότερα προσχώρησε στη Μεταρρύθμιση. Το 1559 μετέβη στη Γερμανία και συνδέθηκε με τους Ουνιταριανούς, έγινε διευθυντής Σχολής, στηρίζοντας τις αντιτριαδικές του αντιλήψεις. Διώχθηκε από την Ιερά Εξέταση. Συνελήφθη το 1581 και ως αιρετικός πέθανε στην πυρά το 1585.
Επίδραση
Τον 15ο αι. καταγράφεται το γεγονός της επίδρασης που ασκήθηκε από το τάγμα των δομινικανών στον Μάξιμο Γραικό. Ο Μάξιμος Γραικός γεννήθηκε στην Άρτα και ονομαζόταν Μιχαήλ Τριβόλης. Μετά την Άλωση και κατά την προέλαση των Τούρκων στις περιοχές της Βαλκανικής, η οικογένεια του κατέφυγε στην ενετοκρατούμενη Κέρκυρα, όπου ο Τριβόλης έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τον αντιλατινικών φρονημάτων λόγιο Ιωάννη Μόσχο. Η έφεση για τη μάθηση τον οδήγησε στην Ιταλία, όπου σπούδασε στην Πάδοβα, στο Βερτσέλι, στη Μπολόνια και στη Φλωρεντία (από το 1492 περίπου), με δάσκαλο τον Ιανό Λάσκαρι. Υπήρξε ακροατής του Μαρσίλιο Φιτσίνο στην Πλατωνική Ακαδημία. Επίσης βρέθηκε στην υπηρεσία του ενδιαφερόμενου για κλασικά και πατερικά κείμενα Πίκο ντέλα Μιράντολα. Διατηρούσε επαφές με ηγετικές μορφές της Αναγέννησης. Ιδιαίτερη ήταν η επιρροή που δέχτηκε από τη χριστιανική αυστηρότητα (ακτημονσύνη) και την ηθική σταθερότητα του δομινικανού Σαβοναρόλα (1452-1498). Η επίδραση του Σαβοναρόλα, που εκτελέστηκε επί πάπα Αλεξάνδρου Δ΄, υπήρξε τόση, ώστε ο Μιχαήλ Τριβόλης, αφού πέρασε τρία χρόνια ως αντιγραφέας και διορθωτής στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου, εισήλθε το 1502 στη μονή του Αγίου Μάρκου ως δόκιμος. Ύστερα από δύο χρόνια παραμονής, ο νεαρός Έλληνας εγκατέλειψε το τάγμα των δομινικανών και την Ιταλία και μόνασε στο Άγιον Όρος (Μονή Βατοπεδίου) με το όνομα Μάξιμος.
Αντιπαράθεση θεολογική
Μετά τη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, κατά τον 15ο αι. πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, σύνοδοι που καταδίκαζαν την «ψευδοσύνοδο» της Φλωρεντίας. Μετά τις αποφάσεις των συνόδων αυτών, οι φράτορες από τη Δύση ζητούσαν από τους θεολόγους της Ανατολής εξηγήσεις σχετικά με τις διαφορές.
Έτσι, στα τέλη του 15ου αι. και αρχές του 16ου, ο «Φραγκίσκος ο κήρυκας» απευθύνεται προς τον Μανουήλ Κορίνθιο ζητώντας να διαφωτισθεί σχετικά με τα σημεία διαφοράς. Πρόκειται για μια από τις πολλές αυτού του είδους θεολογικές συζητήσεις που ήταν επανειλημένες μετά το σχίσμα, είτε με επιστολές είτε αυτοπροσώπως. Εδώ η συζήτηση που χαρακτηρίζεται ακαδημαϊκή, περιορίζεται ανάμεσα στους δυο θεολόγους, τον Μανουήλ Κορίνθιο και τον Φραγκίσκο κήρυκα.
Ο Μανουήλ Κορίνθιος (1460-περ. 1551), μαθητής και αργότερα Σχολάρχης της Πατριαρχικής Ακαδημίας στην Κωνσταντινούπολη, «μέγας ρήτωρ της Μ. Εκκλησίας», με επιστολιμαία διατριβή, απάντησε στις ερωτήσεις του δομινικανού «μοναχού και κήρυκα Φραγκίσκου», σχετικά με τα πέντε σημεία διαφοράς της Φλωρεντίας, χρησιμοποιώντας «τεκμήρια από την Αγία Γραφή, την Πατερική παράδοση και την εκκλησιαστική ιστορία».
Η επιστολιμαία διατριβή του Μανουήλ Κορινθίου δημοσιεύθηκε από τον Μ. Γεδεών σε άρθρο του με τίτλο «Συμβολαί εις την ιστορίαν των μεταξύ των Εκκλησιών Σχέσεων». Στο άρθρο του ο Γεδεών, μετά από μια γενική εισαγωγή, παραθέτει τα «Ρήματα και λόγους του φρα Φραντζέσκου», ο οποίος ζητά να μάθει που σφάλλει. Ακολούθως παρατίθεται η επιστολιμαία διατριβή του Μανουήλ Κορινθίου, την οποία ο Γεδεών χαρακτηρίζει ως «μνημείον των της ημετέρας Εκκλησίας σχέσεων προς την της πρεσβυτέρας Ρώμης», καθώς σ’ αυτήν ανακεφαλαιώνεται «θεμελιωδώς η διδασκαλία της ημετέρας Εκκλησίας» σχετικά με τις διαφορές με τη Δυτική. Τα ερωτήματα στα οποία απαντά ο Μανουήλ Κορίνθιος αφορούν το ζήτημα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, το θέμα των αζύμων, το καθαρτικό πυρ, τη θεωρία του Θεού των Αγίων, το πρωτείο του πάπα, το βάπτισμα.
Σχετικά με το τελευταίο, τριάντα χρόνια μετά την άλωση της Κπολης, ο Πατριάρχης Συμεών ο Τραπεζούντιος είχε ορίσει ειδική ακολουθία για όσους προσέρχονται από το δυτικό δόγμα στο ανατολικό, σύμφωνα με την οποία εχρίοντο μόνον με το άγιο μύρο, αναγνωρίζοντας έτσι το κύρος του βαπτίσματος της Εκκλησίας της Ρώμης. Μετά από 272 χρόνια, το 1756, η απόφαση αυτή ανετράπη από τον τότε πατριάρχη που καθιέρωσε τον αναβαπτισμό, ζήτημα το οποίο επίσης έδωσε αφορμή για την ανάπτυξη θεολογικών συζητήσεων.
Στο πλαίσιο του ζητήματος του αναβαπτισμού ο μοναχός Χριστόφορος από την Άρτα, δημοσίευσε πολεμικό φυλλάδιο με τίτλο: «Βιβλίον αποκαλούμενον ραντισμού στηλήτευσις (sic)…», όπου εκτοξεύει ύβρεις, λοιδορεί τον Ακινάτη και τους δομινικανούς, τους φραγκισκανούς, καπουκίνους και ιησουίτες μοναχούς, χαρακτηρίζοντας το βάπτισμα των ρ/καθολικών «ραντισμόν».
Ο Χριστόφορος με ακραίο τρόπο εκδηλώνει την αντίθεσή του, αντίθεση την οποία εκφράζει ηπιότερα ο Ευγένιος Βούλγαρης σε επιστολή παραινετική προς τους ορθοδόξους Σέρβους, η οποία επρόκειτο να γνωρίσει αρκετές επανεκδόσεις και ευρύτερα να διαδοθεί. Στην επιστολή του ο Βούλγαρης κατηγορεί τα δυτικά τάγματα ότι προσπαθούν να προσεταιριστούν τους ορθοδόξους στα πέντε σημεία διαφοράς.
Η προσπάθεια των δομινικανών να προσεταιριστούν ορθοδόξους προκαλούσε την αντίδραση των ορθοδόξων και σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητή η φράση στον κανόνα που συνέθεσε ο άγιος Αθανάσιος Πάριος για τα θαύματα του αγίου Μακαρίου Νοταρά: «Ἐξέστη Δομίνικος χάριτι τῶν θαυμάτων σου». Η φράση αυτή, ωστόσο, εξοβελίσθηκε από την έντυπη Ακολουθία του 1863, καθώς ο τότε μητροπολίτης Χίου Γρηγόριος Βυζάντιος «διέταξε και το αφήρεσαν …, διότι είχε σχέσεις και φιλίας με πολλάς οικογενείας φραγκικάς και δεν ήθελε να τας δυσαρεστήσῃ».
Συνεργασία
Σχέσεις και φιλίες φαίνεται πως δεν είχε μόνον ο Χίου Γρηγόριος Βυζάντιος. Ήδη από τον 17ο διαπιστώνουμε περιπτώσεις συνεργασίας λογίων ορθοδόξων με δομινικανούς μοναχούς και θεολόγους, η οποία μπορεί να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο της επισήμανσης του Μ. Γεδεών, ότι οι σχέσεις της Νέας Ρώμης με την πρεσβυτέρα και τις χριστιανικές κοινότητες της Εσπερίας «διεξήχθησαν φρονίμως μέχρι της ΙΗ΄ εκατονταετηρίδος από της αλώσεως της Κπόλεως».
Τον 17ο αι. ο Γεράσιμος Βλάχος (1605/1607-1685), «ο λογιότερος από τους μητροπολίτες Φιλαδελφείας», γεννημένος στην Κρήτη, έλαβε ευρύτατη παιδεία και επιδόθηκε ακολούθως στη συγγραφή. Περί το 1650 εγκαταστάθηκε στη Βενετία ως δάσκαλος και αργότερα ως ηγούμενος και ιεροκήρυκας. Από το 1662 τον βρίσκουμε στην Κέρκυρα ως ηγούμενο της Μονής Θεοτόκου μέχρι το 1679, οπότε εξελέγη μητροπολίτης Φιλαδελφείας από την ελληνική κοινότητα Βενετίας. Πέθανε το 1685. Κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Ο λόγιος μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γεράσιμος Βλάχος ο Κρής συνεργάστηκε με τον δομινικανό πατρολόγο Φραγκίσκο Κομπεφί για την έκδοση πατερικών κειμένων.
Ο γάλλος Φραγκίσκος Κομπεφίς, (1605-1679), εντάχθηκε στην τάξη των δομινικανών το 1624, έγινε καθηγητής θεολογίας και το 1640 μετέβη στο Παρίσι, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Επιμελήθηκε την έκδοση Πατερικών κειμένων, όπως του Αμφιλόχιου Ικονίου, του Μεθοδίου Ολύμπου, του Ανδρέα Κρήτης, του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και Μάξιμου του Ομολογητή.
Στον εννενηκοστό (τ. 90, στ. 61-64) τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας, δημοσιεύεται κείμενο του Γεράσιμου Βλάχου, του «εκ Κρήτης αββά του μεγάλου Γεωργίου Σκαλωτού, κήρυκος του ιερού Ευαγγελίου, και των επιστημών κατ΄ αμφοτέρας τας διαλέκτους παρά τοις εν Βενετίαις Γραικοίς διδασκάλοις», προς τον Φραγκίσκο Κομπεφί: «Τω πανειδεσιμωτάτω και σοφωτάτω της των ιεροκηρύκων τάξεως κυρίω Πατρί ΦΡΑΓΚΙΣΚΩ ΚΟΜΒΕΦΙΣ, θεολόγω, και των Ελλήνων Πατέρων πανευφραδεί παραφραστή». Από το κείμενο πληροφορούμαστε ότι ο Γεράσιμος Βλάχος με προθυμία ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Combefis για την αποστολή αντιγράφου κειμένων του Μαξίμου του Ομολογητή, που έλειπαν από τη συλλογή του και ήταν απαραίτητα για να συμπληρωθεί η έκδοση των έργων του Μαξίμου του Ομολογητή. Στο κείμενό του ο Γεράσιμος Βλάχος επαινεί τον ηγεμόνα της Κελτογαλλίας για την ανδρεία και τη σοφία του, που αποδεικνύεται από την ανάπτυξη της παιδείας στη χώρα του, την «ωκεάνειο πλημμυρίδα των εκδεδομένων βιβλίων», τη διαρκή φροντίδα για τη συγκέντρωση αρχαίων συγγραφέων και έκδοση των ιερών Ελλήνων Πατέρων στις δυο διαλέκτους, ελληνική και λατινική. Ακολούθως επαινεί τον Γαλλικανό κλήρο για τον «ένθεο εκείνου ζήλο περί τα θεία», το ενδιαφέρον που δείχνει για την ελληνική φιλοσοφία και τους Έλληνες Πατέρες, την προσπάθεια έκδοσης παλαιών βιβλίων, καθώς και την διάκριση του Φραγκίσκου Κομβεφίς ανάμεσα στους μεταφραστές των πατερικών κειμένων. Ο Γεράσιμος Βλάχος εκφράζει τον θαυμασμό του για «το τέλειον της λογιότητος» του Combefis, για την εμπειρία του στις μεταφράσεις και την ακάματη προσπάθεια να μεταφράσει Έλληνες Πατέρες.
Ο Χρύσανθος Νοταράς (1663-1731), Πατριάρχης Ιεροσολύμων, αποτελεί άλλη μια περίπτωση λογίου της ορθοδοξίας που συνεργάστηκε με δομινικανό μοναχό. Ο Χρύσανθος Νοταράς γεννήθηκε στο χωριό Αράχωβα της επαρχίας Καλαβρύτων. Σπούδασε στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης, όταν ήταν διευθυντής ο Σεβαστός Κυμινήτης (από το 1680 κ.έ.). Ο Χρύσανθος συνόδευσε τον θείο του Δοσίθεο σε διάφορα ταξίδια. Τον Απρίλιο του 1700 από την Πάδοβα, όπου βρισκόταν για σπουδές, πήγε στο Παρίσι. Εκεί παράλληλα με τις άλλες ενασχολήσεις του, συνεργάσητκε με τον δομινικανό Μιχαήλ Λε Κιάν και τον βοήθησε στη συγγραφή του κλασικού έργου για τη χριστιανική Ανατολή, Oriens Christianus.
Ο Μιχαήλ Λε Κιαν γεννημένος το 1661, σπούδασε στο Παρίσι και σε ηλικία είκοσι ετών εντάχθηκε στο τάγμα των δομινικανών (1682). Στο πλούσιο και σημαντικό έργο του ανήκει και η μελέτη με τίτλο: Oriens Christianus, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, και όπου παρατίθενται οι κατάλογοι της ιεραρχίας, ελληνικής και λατινικής, των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Επίλογος
Εν κατακλείδι, η προσέγγιση του ζητήματος της στάσης των ορθοδόξων λογίων απέναντι στο έργο των δομινικανών δεν εξαντλείται με την εισήγηση αυτή. Ελπίζουμε η εισήγησή μας να αποτελέσει αφορμή για περαιτέρω διερεύνηση της στάσης των ορθοδόξων λογίων απέναντι στο έργο των δομινικανών και να αναδειχθούν αναλυτικότερα οι σχέσεις των ορθοδόξων λογίων, οι συνεργασίες, αντιπαραθέσεις, -με αφορμή τη δράση των δομινιακών-, που συνέβαλαν στην πνευματική κίνηση και την ανάπτυξη της θεολογίας κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.