του Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Καθηγητού του Πανεπιστημίου του Graz
Ακολουθεί το Β΄ Μέρος:
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα καί τό φρόνημα, ἀλλά καί ἡ συγκεκριμένη ποιμαντική τῶν ἱ. Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί κατά συνέπειαν καί τό ἔργον τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων στή διατύπωση τῆς ὀρθῆς, τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου κανείς ποτέ δέν ἰσχυρίσθηκε, ὅτι καί οἱ δογματικές λεκτικές διατυπώσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἐπαναλήψεις τῶν προηγουμένων Συνόδων οὔτε ὅτι εἶχαν ἀπόλυτο θεόπνευστο χαρακτῆρα.[1] Διαπιστώνεται, ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐπέλεγαν ἀπό τόν πλοῦτο τῆς θεολογίας καί τῶν θεολογικῶν ἐκφράσεων τῶν ἱ. Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί συνέτασσαν τόν θεολογικό Ὅρο, δηλαδή τό ἑκάστοτε Δόγμα. Δέν ἐπεκυρώθησαν ὅλες οἱ θεολογικές γνῶμες καί διατυπώσεις ὅλων τῶν ἱ. Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὅλα ὅσα εἶπαν καί ἔγραψαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δεν ἔχουν δογματικό καί ἀναντικατάστατο ἤ καί ἀλάθητο κῦρος, χωρίς νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ ὀρθότητα τῆς πίστεως καί τοῦ φρονήματός των. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ χρησιμοποίηση μεμονωμένων ἀποσπασμάτων ἐκ τῶν ἔργων τῶν ἁγίων Πατέρων καί ἄλλων συγγραφέων τῆς Ἐκκλησίας κατά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἀποφάσεών της, δέν ἔχει κἄν ἰσοβαρές κῦρος καί δέν μπορεῖ κἄν νά ὑποβαθμίσει οὔτε νά προσβάλλει τήν αὐθεντία καί τήν ἰσχύ τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἀλλά δημιουργεῖ σέ πολλούς ἄσκοπα ἀμφισβητήσεις, συγχύσεις καί ἐχθρικές στάσεις ἔναντι τῆς Συνόδου, διαταράσσοντας καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Α΄ χιλιετίας δίδει συγκεκριμένα παραδείγματα καί ἀπαντήσεις στίς συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενες ἀντιρρήσεις.
Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος
Ἤδη ἀπό τήν πρώτη αὐτή Οἰκουμενική Σύνοδο ἔλαβαν μέρος ἐλάχιστοι ἐπίσκοποι ἀπό τήν Δύση. Βασική ὁρολογία, τήν ὁποία ἐχρησιμοποίησε ἡ Σύνοδος γιά τήν Χριστολογία ἤταν τό ὁμοούσιον τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα, γιά νά ἐκφράσει τήν Θεότητα καί τοῦ Υἱοῦ. Αὐτός ὁ ὅρος ἐκτός τοῦ ὅτι δέν εἶναι βιβλικός, εἶχε ἀπορριφθεῖ ἀπό προηγούμενη Σύνοδο. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε καί ἡ ἀπόφαση αὐτή ἦταν ἔγκυρη καί τελεσίδικη καί γιά τούς ἀρειανούς. Ὅπως διαπιστώθηκε καί προηγουμένως, ἡ διατύπωση αὐτή τῆς Συνόδου δέν ἦταν ὅμως καί ἀπόλυτος, καθώς ἐτόνιζε καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος ἔλεγε, ἐάν ἡ λέξη αὐτή θά γινόταν ἀφορμή νά δημιουργηθεῖ σχίσμα, ἄς μή χρησιμοποιεῖται. Ἀρκεῖ νά γίνει ἀποδεκτό τό περιεχόμενο τῆς πίστεως, τό ὁποῖο ἤθελε νά διατυπώσει καί νά διασώσει ἥ Σύνοδος τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τήν ἀπόρριψη τῆς ἐσφαλμένης ἀπόψεως, ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν κτίσμα.
Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως 381
Στήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως τό 381, δέν προσεκλήθη ἡ Δυτική Ἐκκλησία καί συνεπῶς δέν συμμετεῖχε στίς ἐργασίες της κανείς ἐπίσκοπος ἀπό τήν Δύση, οὔτε ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης. Ὅμως ἀνεγνωρίσθη ἀπό τήν καθόλου Ἐκκλησία Ἀνατολῆς καί Δύσεως ὡς Οἰκουμενική, δηλ. καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν ἐκλήθη καί δέν ἔλαβε κἄν μέρος. Στή Σύνοδο αὐτή καί κατά τήν σύνταξη τῆς «Ὁμολογίας πίστεως», ἡ ὁποία ἀργότερα ἐπεκράτησε ὡς «Σύμβολο πίστεως», «δέν κρίθηκε ἀναγκαία ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου “ὁμοούσιος” γιά τό ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ὁποῖος θά δυσχέραινε τήν προσχώρηση στήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα τόσον τῶν Πνευματομάχων ἤ Μακεδονιανῶν, ὅσο καί τῶν μετριοπαθῶν ἀρειανοφρόνων, συμφώνως καί πρός τίς συστάσεις τοῦ Μ. Βασιλείου.»[2] Καί αὐτό θεωρεῖται «ποιμαντική Οἰκονομία» γιά τήν σωτηρία ὅσον τό δυνατόν περισσοτέρων καί ὄχι γιά τήν «σωτηρία» τῶν διατυπώσεων καί τοῦ γράμματος. Πρέπει ἐπίσης νά ἀναφερθεῖ, ὅτι ὅταν ἕνα ἔτος μετά, δηλ. τό 382 ἐκάλεσε ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Δάμασος διά τοῦ αὐτοκράτορος καί τούς ἀνατολικούς ἐπισκόπους σέ Σύνοδο στήν Ρώμη, συνῆλθαν ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς στήν Κωνσταντινούπολη, συσκέφθηκαν καί ἔγραψαν μία πολυσήμαντη ἐπιστολή ὅτι γιά διαφόρους λόγους ἀδυνατοῦν νά μεταβοῦν στή Ρώμη καί νά λάβουν μέρος στή Σύνοδο ἐκείνη. Ἐτόνιζαν ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς «Οἰκουμενικῆς Συνόδου»[3] τοῦ προηγουμένου ἔτους (381) στήν Κωνσταντινούπολη εἶχαν δώσει ἀπαντήσεις στά ὑπάρχοντα προβλήματα. Ἐκτός τούτου, ἀνάφεραν, ἡ ἀπόσταση εἶναι μακρυνή, μερικοί ἐπίσκοποι εἶναι ἡλικιωμένοι καί ἄρρωστοι, οἱ ἐπίσκοποι δέν πρέπει νά εἶναι συχνά ἀπόντες ἀπό τίς Ἐπαρχίες των κλπ. Τήν ἀπάντηση αὐτή τῶν ἀνατολικῶν ἐπισκόπων ἀποδέχθηκε ὁ Πάπας Ρώμης και οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι τῆς Δύσεως καί ἀναγνώρισαν τίς ἀποφάσεις τῆς «Οἰκουμενικῆς Συνόδου» τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 381. Ἐπισήμως ἀνεγνωρίσθη ἡ Σύνοδος αὐτή ὡς Οἰκουμενική ὄχι ἀπό τήν ἑπόμενη Σύνοδο, δηλ. τήν Γ΄ τῆς Ἐφέσου τό 431, ἀλλά ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο Χαλκηδόνος τό 451.
Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος Ἐφέσου 431
Καί ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Ἔφεσο, ἡ ὁποία καταδίκασε τόν ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, δίδει σαφέστατες ἀπαντήσεις στούς ἐνισταμένους κατά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Γιά τήν ὑπόθεση αὐτή τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου ἐξελίχθηκε προηγουμένως μιά πλούσια ἀλληλογραφία μεταξύ Νεστορίου Κωνσταντινουπόλεως, Κελεστίνου Ρώμης καί Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὅπου διαφαίνεται μάλιστα καί πάλι ἡ ἀποτελεσματική συνεργασία τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ὡς «ἐκκλησιαστικός ἄξονα ΡώμηςἈλεξανδρείας».[4] Μετά ταῦτα συνεκάλεσε ὁ ἐπίσκοπος καί Πάπας Ρώμης Κελεστίνος Σύνοδο στή Ρώμη τό 430, ἡ ὁποία καταδίκασε τόν Νεστόριο. Τό ἴδιο ἔτος συνέβη ἀκριβῶς τό ἴδιο καί στήν Ἀλεξάνδρεια. Παρ’ ὅλα ταῦτα δέν σταμάτησαν οἱ ἔριδες. Μετά ταῦτα ἐθεωρήθη στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα, ἀπό τούς ὀρθοδόξους, ἀλλά καί ἀπό τόν Νεστόριο, ἀναγκαία ἡ σύγκληση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τήν λύση τοῦ προβλήματος, παρά τό ὅτι ὁ Πάπας Ρώμης λόγω τῆς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ Νεστορίου στή Ρώμη δέν θεωροῦσε πλέον ἀναγκαία τήν σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Β΄ μαζί μέ τόν συναυτοκράτορα Βαλεντινιανό τήν 19η Νοεμβρίου 430. Ὁ Αὐτοκράτορας στήν πρόσκλησή του σχετικά μέ τήν συμμετοχή τῶν ἐπισκόπων στήν Σύνοδο αὐτή ἐφάρμοσε τό Μητροπολιτικό σύστημα. Δηλαδή ἐκάλεσε μόνον τούς Μητροπολῖτες καί τούς συνέστησε νά πάρουν μαζί τους καί μερικούς ἱκανούς ἐπισκόπους.[5] Κανείς λόγος, λοιπόν νά λάβουν μέρος ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς καθόλου Ἐκκλησίας στή Σύνοδο, «γιατί εἶχε καθοριστική ἀξία καί γιά τήν ἀντιπροσωπευτική ἰσορροπία στή σύνθεση τῶν μελῶν τῆς συνόδου.»[6] Καί ἀπό ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θά ἐρχόταν δέν ἦσαν ὅλοι παρόντες κατά τήν ἔναρξη τῆς Συνόδου ὑπό τήν προεδρία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεχανδρείας. Στήν πρώτη συνεδρίαση καί προτοῦ φθάσουν ὅλοι οἱ συνοδικοί, δηλ. ἀπουσίαζε ἡ Ἀντιόχεια, κατεδίκασε ἡ Σύνοδος τόν Νεστόριο. Παρά τό ὅτι ὁ Πάπας Ρώμης ἀνέμενε ὡς φυσιολογικό νά θεωρηθεῖ ἀπό τήν Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου ὁ Νεστόριος ὡς καταδικασμένος στἠν Ρώμη, δηλ. νά ἀποδεχθεῖ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου ἁπλῶς καί μόνον τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης καί νά τελειώσει τό θέμα, ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου ἔπραξε τελείως διαφορετικά καί ἐθεώρησε ὡς δικαίωμά της τήν ἀναγκαιότητα νά ἐρευνηθεῖ τό πρόβλημα τοῦ Νεστορίου αὐτόνομα καί ἐξ ὑπαρχῆς, ὡσάν νά μήν συνέβη κἄν ἡ καταδίκη τοῦ Νεστορίου στή Ρώμη ἤ στήν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα Κελεστίνου, οἱ ἐπίσκοποι Ἀρκάδιος καί Προΐεκτος καί ὁ πρεσβύτερος Φίλιππος, ὁποῖοι ἔφθασαν ἀργότερα συμφώνησαν τελικά μέ τήν ἤδη ληφθεῖσα στήν Ἔφεσο καταδικαστική ἀπόφαση κατά τοῦ Νεστορίου, ὅπως συμφώνησε καί ὁ ἴδιος ὁ Πάπας Κελεστῖνος...
Continue reading →