Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΝΩΤΗΣ: Η ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΥΘΑΔΗΣ «ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑ» ΧΡΕΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ ΤΗΣ

«Τα της τετάρτης τε και της έκτης μη κατασπαζομένοις, ανάθεμα»! 
Άρχων Μ. Ιερομνήμων της Μ. Εκκλησίας, ιστορικός - συγγραφέας
Την ημέρα της «Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού» διάλεξαν οι Μοσχοβίτες για να διατυπώσουν μάλιστα «συνοδικά» το αστήρικτο και ανευλαβές «κατηγορητήριο» του πατριάρχη Μόσχας Κυρίλλου έναντι της σταυρωμένης αγάπης της Μητρός τους Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. 
α) Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν ασχολήθηκε μόνον με το βασικό ζήτημα της ταυτότητας της Τριαδικής πίστεως. Επεδίωξε να στηρίξει και την «κανονική ευταξία» της Εκκλησίας προς προστασία της ενότητός της. Με πρότυπο την διοικητική οργάνωση της τότε αυτοκρατορίας και με τον 6ο κανόνα της θεμελίωσε τον απόλυτο σεβασμό της κάθε τότε δικαιοδοσίας του αποστολικού κέντρου κοινωνίας, που όπως φαίνεται προϋπήρχε στις Εκκλησίες της Ρώμης, της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας. Η εκ παλαιού Εκκλησία του Βυζαντίου με την ανύψωσή της σε αρχιεπισκοπή της βασιλεύουσας εξελίχθηκε και αυτή σε «θεσμική Αρχή», τόσο της τοπικής εκκλησιαστικής ζωής όσο και της τάξεως στις περί αυτήν γειτνιάζουσες μεγάλες περιοχές της Θράκης, της Μ. Ασίας και του Πόντου,  γιατί παρείχε τα εχέγγυα της έγκυρης πίστεως και της ορθής τάξεως της «Μίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, τις οποίες διασφάλισε η αδιάκοπη κανονική διαδοχή των επισκόπων του Βυζαντίου. Με την πάροδο του χρόνου η Εκκλησία της βασιλεύουσας Πόλεως συγκεντρώνει όλες εκείνες της εκκλησιαστικές προϋποθέσεις για την αυτοτέλειά της και σε μισό αιώνα αναδείχθηκε συνεκτικός δεσμός ευστάθειας των επισκοπών της Ανατολής. 
β) Η αρχιεπισκοπή της Νέας Ρώμης διατηρούσε βέβαια την αποστολική κληρονομία των Μικρασιατικών κέντρων της Καισαρείας και της Εφέσου ως εκκλησιαστικός θεσμός, αλλά η συνεκτική σημασία της είχε ανάγκη του πρόσθετου κύρους τιμής της «Πρεσβυτέρας Ρώμης» και αυτό της δίδεται δια του τρίτου (γ) κανόνος της συνελθούσης στην Κωνσταντινούπολη το 381 Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Τότε η Μία Εκκλησία του Χριστού αποφαίνεται να μοιράσει εξ ίσου τα «Πρεσβεία τιμής» της «Προκαθημένης της Αγάπης» Εκκλησίας της Παλαιάς Ρώμης και στην Εκκλησία της Νέας Ρώμης και δια της αρχής της «Προγενέσεως» να της μεταβιβάσει ταυτόχρονα και την αποστολική ευθύνη προστασίας της κανονικής Τάξεως για την ενότητα στη δικαιοδοσία της, πολύ πριν εμφανιστεί η οξύτητα του αυταρχισμού που κλήθηκε «Παπισμός». Η ανάθεση αυτών των «Πρεσβείων τιμής» από τη μία πλευρά εγγυάται τη γνησιότητα της πίστεως και από την άλλη περιφρουρεί δια της κανονικής πειθαρχίας την ευταξία στην Εκκλησία που εντέλλεται υπακοή στη φωνή του Κυρίου: «Συ ποτέ επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου» (Λουκ. κβ' 32). Η απόφανση αυτή της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου εφαρμόζεται ευθύς αμέσως από τον διάδοχο Γρηγορίου του Θεολόγου στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, αρχιεπίσκοπο Νεκτάριο (381-396), που λόγω της ομόφωνης άμεσης εκλογής του τιμήθηκε και με τη προεδρία της Συνόδου, παρουσία μάλιστα του πατριάρχη Αλεξανδρείας Τιμόθεου του Ακτήμονα (381-385). (Βλ. Ράλλη και Ποτλή. «Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων». τ. Β , σ.173). Ο διάδοχος του Νεκταρίου Ιωάννης ο Χρυσόστομος (396-404) είχε την επιστασία όχι μόνον της βασιλεύουσας αλλά και όλης της Θράκης, της Ασίας και του Πόντου και πληροφορηθείς το κατάντημα της Εκκλησίες στην Εξαρχία της Εφέσου συγκάλεσε την Σύνοδό του περί το 400. Οι Μικρασιάτες χριστιανοί κατήγγειλαν ότι «τοις έμπροσθεν χρόνοις φύρδην οι τε θεσμοί και αυτοί εποιμάνθησαν... επί μακρόν καταπονηθέντες» (Migne P.G. 67, στ.50) από αναξίους επισκόπους και πορεύθηκε προς την Έφεσο. Διελθών από την Νικομήδεια διαπίστωσε την αντικανονική πολιτεία του εκεί μητροπολίτη Γερόντιου και τον καθήρεσε. Όταν έφθασε στην Έφεσο εξήτασε τις κατηγορίες κατά του Εφέσου Αντωνίνου και έξη επισκόπων και αποδειχθείσης της καταγγελίας, τους καθήρεσε και εξέλεξε άλλους με το κανονικό κύρος του Θρόνου του. (Βλ. Θεοδώρητου. Εκκλ. Ιστορία σ.σ. 350-360 και Σωζόμενου Εκκλ. Ιστορία. βιβλ. Η. Κεφ. Στ' σσ.559). Όλοι οι διατελέσαντες διάδοχοι του Αγίου ανδρός, όπως ο Αττικός μέχρι τον Άγιο Επιφάνιο (520-535), προς διατήρηση της Κανονικής Τάξεως, ακολούθησαν τη στάση του ιερού Χρυσοστόμου. 
γ) Η καθιέρωση του μητροπολιτικού διοικητικού συστήματος στην κατ’ Ανατολάς Εκκλησία αποσαφήνισε τα δικαιώματα και τα προνόμια του αρχιεπισκόπου της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως και γι’ αυτό μετά 70 χρόνια συνέρχεται το 451 στη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος που αποσαφήνισε το «Χριστολογικό δόγμα» και δια του 28ου (κη΄) κανόνα της αποφάσισε: «....τα αυτά και ημείς ορίζομεν τε και ψηφιζόμεθα περί των πρεσβείων της αγιωτάτης Εκκλησίας της αυτής Κων/πόλεως, Νέας Ρώμης. Και γαρ τω θρόνω της πρεσβυτέρας Ρώμης δια το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην οι πατέρες εικότως αποδεδώκασι τα πρεσβεία. Και τω αυτώ σκοπώ κινούμενοι οι 150 θεοφιλέστατοι επίσκοποι τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της Νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω, ευλόγως κρίναντες την βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν και των ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα Βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς, ως εκείνην, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ έκείνην υπάρχουσαν» (Ρ.& Π. Σύνταγμα... τ. Β΄ σελ.281). Όμως ο νέος (28ος) κανόνας περιλαμβάνει και μία νέα ακόμη διάταξη, πέραν της αναθέσεως των «Πρεσβείων» μετά τον Ρώμης. Αναθέτει στην Κωνσταντινούπολη και την υπευθυνότητα της κανονικής διοργανώσεως όλων των νεοσύστατων Εκκλησιών «εν τοις βαρβαρικοίς». Η συνοδική αυτή απόφανση έχει βαρυσήμαντη και καθοριστική σημασία για την Εκκλησία της Νέας Ρώμης γιατί την καθιστά κορυφαία εκκλησιαστική Αρχή στην Ανατολή και της αναθέτει την υπευθυνότητα εφαρμογής δύο ακόμη αποφάνσεων της αυτής Οικουμενικής Συνόδου, που περιλαμβάνεται στους δύο ακόμη κανόνες, τον ένατο (9) και τον δέκατο εβδόμο (17) κανόνα οι οποίοι καθορίζουν την εξουσία των «Εξάρχων» της διοικήσεως, που αργότερα κλήθηκαν Πατριάρχες. Σε αυτούς απονέμεται το προνόμιο της υπέρτατης δικαστικής εξουσίας όχι μόνον στη κανονική περιφέρειά τους, αλλά και στις δικαιοδοσίες που έχουν οι λοιποί πατριαρχικοί θρόνοι! 
δ) Ο Πατριάρχης της Νέας Ρώμης παρά τις αντιδράσεις της Παλαιάς Ρώμης επεξέτεινε βαθμηδόν την επιρροή του στην Ανατολή, σύμφωνα με τα δοθέντα προνόμια από τις προηγούμενες αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Την παρέμβαση του Κων/πόλεως στα λοιπά Πατριαρχεία απηχεί η κανονική και νομική στήριξη του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565) γιατί ο τότε πατριάρχης της Νέας Ρώμης Άγιος Επιφάνιος (520-535) άριστος θεολόγος, είχε φαίνεται και επιρροή στον αυτοκράτορα που διατύπωσε «Τι εστί ο Οικουμενικός Πατριάρχης» ήδη από τον Στ΄ αιώνα ότι είναι «η Κεφαλή πασών των Εκκλησιών» της δικαιοδοσίας του. Με την ρλα' (131) Νεαρά του ο Ιουστινιανός θέσπισε: «Τον αγιώτατον πάπαν της παλαιάς Ρώμης πρώτον είναι πάντων των ιερέων, τον δε Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης δευτέραν τάξιν επέχειν μετά τον αγιώτατον Αποστολικόν θρόνον της πρεσβυτέρας Ρώμης, των άλλων πάντων προτιμάσθαι» (Codex Just.Novel. 131. P.655, 10-15) και «Δει τους εν τω Ιλλυρικώ, περί κανονικού τινος ζήτησιν ποιουμένους, αναφέρειν ταύτα επί τον Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, και παρ’ αυτού τη ιερατική Συνόδω και αγία κρίσει και θείω νομω διακρίνεσθαι» (BASILIKA. Book 5 title 1 chapter 5). Το εντυπωσιακό είναι ότι ο πρώτος που αποκάλεσε «Οικουμενικό Πατριάρχη» τον ιερό Χρυσόστομο ήταν ο Αρμένιος επίσκοπος Ισαάκιος, κατά μαρτυρία του ιστορικού Παύλου Καρολίδη. Μάλιστα όταν ο προαναφερθείς πατριάρχης Επιφάνιος διαπίστωσε αταξία περί την εκλογή στη Λάρισα κάποιου Στεφάνου, παρεμβαίνει και υπέδειξε πως η Θετταλία δεν καλύπτεται από την «Έκκλητο» του επισκόπου Ρώμης, αλλά ανήκει ως ελληνική περιοχή στην Εκκλησία της Νέας Ρώμης - Κων/πόλεως και με Σύνοδό του καθήρεσε τον χειροτονηθέντα, πριν περιληφθεί η Αχαΐα (Παλαιά Ελλάδα) στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου, γεγονός που συνέβη μετά δύο αιώνες, κατά τα Εικονομαχικά! 
ε) Τα οικουμενικό κύρος και τα προνόμια του αρχιεπισκόπου της Κων/πόλεως ανέλαβε με κάθε ακρίβεια οριστικά να διατυπώσει η Πενθέκτη Οικουμενικὴ Σύνοδος το 691 συμπληρώνουσα το υστέρημα κανόνων της Ε΄ και Στ΄ και συνέταξε τους 102 Ιερούς Κανόνες της, επί των ένδεκα θεμάτων. Σπουδαίος είναι ο τριακοστός έκτος (36-λστ΄) κανόνα της, ο οποίος αποφαίνεται ότι: «Ανανεούμενοι τα παρά των 150 αγίων Πατέρων, των εν τη θεοφυλάκτω ταύτη και βασιλίδι πόλει συνελθόντων, και των 630, των εν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ορίζομεν, ώστε τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνον των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου, και εν τοις εκκλησιαστικοίς, ως εκείνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ’ εκείνον υπάρχοντα, μεθ’ ον ο της Αλεξανδρέων μεγαλουπόλεως αριθμείσθω θρόνος, είτα ο Αντιοχείας, και μετά τούτον, ο της Ιεροσολυμιτών πόλεως». (Ρ.Π. «Σύνταγμα...» τ..β . σελ.387 ) Ο κανόνας αυτός εξ’ αρχής δείχνει ότι δεν εισάγεται κάτι νεότερο μέσα στα Δίπτυχα της Εκκλησίας, αλλά επαναλαμβάνεται η εκ παλαιού αποδεχθείσα τάξη στην Εκκλησία, που δεν έχει καμία σχέση ούτε με τον όγκο της, ούτε και με την ευμάρεια του πληρώματός της και στηρίζεται στην ορθή πίστη και στην κανονική διαδοχή των γενεών των επισκόπων της. 
στ) Η Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνελθούσα στη Νίκαια της Βιθυνίας το 787 στήριξε το κανονικό κύρος των αποφάσεων όλων των προηγηθεισών Οικουμενικών Συνόδων και παγίωσε την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και την Κανονική Τάξη της Εκκλησίας μας. Τίμησε δε τους συντάξαντες τους Ιερούς Κανόνες περίπου 1359 συνοδικούς Πατέρες που κατά την παράδοση ήσαν στη Α΄ 318, στη Β΄ 200, στη Δ΄ 630 και στη Πενθέκτη 211 με τη μνεία τους στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας» που τότε άρχισε να συγκροτείται και έκτοτε τελετουργικά «επ’ εκκλησίαις» απανταχού διακηρύσσεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας και στη Ρωσία! 
Και τώρα έρχεται το ερώτημα: Εκείνοι που συνέταξαν το παραπειστικό «κατηγορητήριο» της 14ης Σεπτεμβρίου 2018 δεν διάβασαν ποτέ τι γράφει «Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας» για τους μη δεχόμενους και μη τιμώντας τους όρους (κανόνες) των Οικουμενικών Συνόδων και κυρίως της Τετάρτης και της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου; 
Τους το υπενθυμίζω σε νεοελληνική μετάφραση εκ της κριτικής εκδόσεως του J, Gouillard: «Για όσους απορρίπτουν τα λόγια των αγίων Πατέρων, που κατά καιρούς εκφωνήθηκαν με σκοπό να διατυπώσουν τη σωστή διδασκαλία των δογμάτων της Εκκλησίας μας... και ακόμη δεν δέχονται και δεν τιμούν τους όρους (δηλαδή τους κανόνες) και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, κυρίως δε της Τετάρτης και της Έκτης: Ανάθεμα»! Και γνωρίζουμε ότι οι «αναθεματισμένοι» είναι και «Ακοινώνητοι»! Δεν έχουν διαβάσει τον 6ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου πως η αντικανονική και αυθάδης «ακοινωνησία» χρεώνεται στους εισηγητές της; Ο νοσφισμός, δηλαδή η περιφρόνηση των θεσπισμένων αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων προκαλεί το «Ανάθεμα» ενώ η σταθερή εφαρμογή των Ιερών Κανόνων για την ενότητα της Μίας Εκκλησίας δεν μοιάζει ούτε και είναι «Παπισμός». Αντίθετα, κανονική προσταγή των Αγίων Πατέρων είναι να μη περιφρονούνται τα καθιερωθέντα από τους ιερούς θεσμούς της Εκκλησίας, όπως είναι οι Ιεροί Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και να μη καταστρατηγούνται με ετεροκίνητες κακοδοξίες, όπως είναι ο διαλυτικός «Εθνοφυλετισμός» και οι άλλες άσχετες ιδεοληψίες με την αποστολή της Εκκλησίας, γιατί καταπονείται ο λαός του Θεού. Στην Ορθοδοξία δεν ισχύουν τα «στανικά» θελήματα που επιβάλλονται μετά από πρόσκαιρες ανάγκες και δολοπλοκίες. Κάποτε ξεδιαλύνονται και αποκαλύπτουν τους δράστες των πανουργιών. Προς Άρκτον δεν υπάρχει αυτόκλητος «Τοποτηρητής» που κανονικά ιδρύει «Εξαρχίες» για να διαιωνίζει τη κατοχή του σε παλαιά ελεύθερα ποίμνια της Μητρός Εκκλησίας. Στην Ανατολική Ευρώπη επί αιώνες η Ιερή Καθέδρα της Κωνσταντινουπόλεως είναι μόνον η θεσμική Μητέρα των Ορθοδόξων, γιατί μόνη εκεί φύτεψε τον αμπελώνα και μόνη ανέθεσε στα παιδία που βάπτισε να τον καλλιεργούν και να τον ποτίζουν για να βλαστάνει και να καρποφορεί. Το κανονικό και κοσμικό δίκαιο δέχεται ότι: «Το εξ αρχής ανυπόστατον ου βεβαιούται τη χρονία παραδρομή»! (Πανδέκτ. 50, 17 reg.juris Βασιλ.ΙΙ 3, 29). Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν όσοι ενέχονται σε «στανικές» αποφάσεις και νόμους προς υποκλοπή των κανονικών προνομίων του Οικουμενικού Πατριάρχη. 
Όταν ο πατριάρχης Αλέξιος Α΄ κατ’ εντολή του Κρεμλίνου σκηνοθέτησε την δήθεν «Πανορθόδοξη Διάσκεψη» το 1948, χωρίς βέβαια την γνώμη του Οικουμενικού Πατριάρχη για να υποκλέψει τα δίκαια του Θρόνου του, φυσικό ήταν και να αποτύχει. Όμως ο Αλέξιος Α΄ είχε την ευφυΐα να μη προβεί σε πράξη «ακοινωνησίας» μήπως απειλήσει τη Μητέρα του Εκκλησία. Όταν διαπίστωσε ότι για την εξάρτησή του από το σοβιετικό καθεστώς αντιμετώπιζε την περίσκεψη της Χριστιανοσύνης, τότε μετέγνωσε και κτύπησε τη πόρτα του Φαναρίου και ο Αθηναγόρας ως πραγματικός Πατριάρχης αμέσως την άνοιξε και τον αγκάλιασε. Όπως μου είπε μετά από χρόνια ο ίδιος ο Πατριάρχης, εκείνος μεσολάβησε και δέχθηκαν το Πατριαρχείο της Μόσχας παγκόσμιοι οργανισμοί, όπως ήταν το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών! Έχω ήδη δημοσιεύσει φωτογραφικές αποδείξεις! Τώρα ας αναμνησθώ και ένα ακόμη γεγονότος. Στο μακαριστό φίλο μητροπολίτη «Λένινγκραντ» Νικόδημο μαθήτευσε ο Βλαδίμηρος Δημητρίου Γκουντιάγεφ. Τον έστειλε ως αρχιμανδρίτη στη Γενεύη. Εκεί συνδέθηκε με τον επίσης μακαριστό αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Παπανδρέου. Ο Δαμασκηνός μου περιέγραψε τα «ρηξικέλευθα» φρονήματα του Ρώσου κληρικού. Αυτά ήταν αρτυμένα από τη λαϊκίστικη προτεστανικὴ «Εκκλησιολογία» του Θεοφάνη Προκόποβιτς, σύμβουλου στα εκκλησιαστικά του Μ. Πέτρου! Όμως στον ιερό χώρο της Εκκλησίας οι επικίνδυνοι σχεδιασμοί κάποτε γίνονται και δρώμενα στη ζωή μιας τοπικής Εκκλησίας. 
Τώρα εκδόθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τα «περί του Ουκρανικού ζητήματος» αρχειακά γνήσια έγγραφα αποκαλύφθηκαν με τα ανευλόγητα δρώμενα για την υφαρπαγή της Εκκλησίας του Κιέβου από τη Μόσχα. Ο σημερινός πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος ας ξεχάσει τις «Τριτορωμαϊκές» δοκησισοφίες, μήπως εγκολπωθεί την κανονικότητα για να μη κινδυνεύει να επωμιστεί τη κατάρα του Αναθέματος των Αγίων Πατέρων που διακηρύσσει το «Συνοδικό της Ορθοδοξίας»! Ας μιμηθεί τη στάση του προκατόχου του πατριάρχη Αλεξίου Α΄ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει στη καρδιά και στη σκέψη του αλλά και στα «χέρια του» την κανονική «Οικονομία» και αυτή με το διάλογο θα επιλύσει το «Ουκρανικό ζήτημα» και για τους ρωσογενείς Ορθοδόξους της Ουκρανίας. Ας το τολμήσει και τότε θα τιμήσει την πατριαρχία αξία που δόθηκε από τη Μητέρα Εκκλησία μέχρι την πλήρη αναγνώρισή της όταν, κατά το Δίκαιο της Ορθοδοξίας, συνέλθει η επόμενη Οικουμενική Σύνοδος!