Η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου Κερκύρας και αποστολικού Βικάριου Θεσσαλονίκης στο 15ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο στην Ασίζη με θέμα «Η πνευματικότητα ως πρόκληση για τον σημερινό κόσμο»
Το φετινό συμπόσιο φέρει τον τίτλο: «Η πνευματικότητα ως πρόκληση για τον σημερινό κόσμο», αν και θα έπρεπε να προσθέσουμε: για τον σημερινό «εκκοσμικευμένο» κόσμο. Με αυτό τον τίτλο οι διοργανωτές θέλησαν να επιστρέψουν στο πνεύμα που αρχικά είχε εμπνεύσει αυτές τις συναντήσεις μας, οι οποίες πραγματεύονταν με αμεσότερο τρόπο θέματα πνευματικότητας.
Το 1997, πριν από είκοσι περίπου χρόνια, το Συμπόσιό μας είχε διεξαχθεί ακριβώς εδώ, στην Ασίζη και είχε ως θέμα: «Αγιότητα και παρουσία του Πνεύματος». Σας υπενθυμίζω κάποια από τα θέματα που πραγματευθήκαμε τότε: ο π. Elio Citterio: «Η γλώσσα της αγιοσύνης σε μια μοντέρνα κοινωνία», ο Μιλτιάδης Κωνσταντίνου: «Βιβλικές προοπτικές της εν Πνεύματι ζωής», η Δ. Κούκουρα: «Η ορολογία της αγιοσύνης και η εκκοσμικευμένη κοινωνία».
Η θεματική των δύο συμποσίων φαίνεται ίδια ή τουλάχιστον όμοια. Ωστόσο αν και το θέμα φαίνεται όμοιο, στην πραγματικότητα το σημερινό συμπόσιο αντιμετωπίζει την αγιότητα ή την πνευματικότητα με τρόπο διαφορετικό. Το Συμπόσιο του 1997 αποσκοπούσε σε μια μάλλον αποστασιοποιημένη ή ουδέτερη προσέγγιση των επιμέρους θεμάτων, σε αντίθεση με το σημερινό, όπου οι εισηγήσεις με έχοντας ένα ύφος και ένα χαρακτήρα θα λέγαμε πιο επιθετικό και πιο προκλητικό επιχειρούν μια διαφορετική πραγμάτευση, με στόχο να αναζητηθούν συγκεκριμένες λύσεις για το σήμερα.
Είκοσι χρόνια ήταν αρκετά για να αλλάξουν πολλά πράγματα στην κοινωνία μας και συνεπώς και στις δικές μας μεγάλες Εκκλησίες και στον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε ή δεν βιώνουμε καθόλου τη χριστιανική μας κλήση. Είναι πολλοί οι κοινωνικοί, ιστορικοί αλλά και θρησκευτικοί παράγοντες που έχουν προκαλέσει σύγχυση και ανατροπές την κοινωνία μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Και οι παράγοντες αυτοί είναι γνωστοί σε όλους, αλλά αξίζει τον κόπο να υπενθυμίσουμε μερικούς από αυτούς, για να αναρωτηθούμε στη συνέχεια, ποια θα έπρεπε να ήταν σήμερα η αντίδρασή μας ως χριστιανών[1].
Τα κατά παράδοσιν χριστιανικά κράτη γίνονται ολοένα και περισσότερο κοσμικά, εγκαταλείποντας μακραίωνες χριστιανικές παραδόσεις. Αυτό αποδεικνύει με ενάργεια, μεταξύ άλλων, η θέσπιση συγκεκριμένων νόμων, οι οποίοι αντιτίθενται στην παραδοσιακή ηθική των Εκκλησιών μας (γάμοι ομοφυλόφιλων, εκτρώσεις, θεωρία περί του φύλου…).
Η οικονομική κρίση που βιώνουμε την τελευταία δεκαετία στις χώρες μας, έχει αποσταθεροποιήσει την κοινωνία μας και τον θεσμό της οικογένειας, πράγμα που αντανακλά στη ζωή της πίστεως και στη θρησκευτική μας πρακτική.
Το τρομοκρατικό χτύπημα στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης την 11η Σεπτεμβρίου 2001 δεν προκάλεσε αλλαγές στο επίπεδο της κοινωνίας και της πολιτικής αλλά και της θρησκείας. Η τρομοκρατία Ισλαμικού – τζιχαντιστικού τύπου έχει δημιουργήσει στην κοινωνία μας ένα διάχυτο κλίμα τρόμου και, συνεπώς, εχθρότητας εναντίον του Ισλάμ. Ο αριθμός των θυμάτων των τρομοκρατικών χτυπημάτων αυξάνεται, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση και τον πόλεμο που διεξήγαγε το Ισλαμικό Κράτος (ISIS). Μέσα σε αυτή την κατάσταση ζούμε ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα αυτού του αιώνα, τον διωγμό των χριστιανών εξαιτίας της πίστεώς τους, με χιλιάδες μάρτυρες. Πρόκειται για ένα φαινόμενο ολοένα και διογκούμενο. Ο διωγμός εναντίον των χριστιανών αυξάνεται: «Οι μάρτυρες του σήμερα είναι περισσότεροι σε αριθμό σε σχέση με τους μάρτυρες των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού. Όταν ανατρέχουμε στην ιστορία, διαπιστώνουμε μία μεγάλη σκληρότητα προς τους χριστιανούς. Η ίδια σκληρότητα υπάρχει και σήμερα, αλλά με περισσότερα θύματα μεταξύ των χριστιανών», όπως δήλωσε και ο Πάπας Φραγκίσκος. Το φαινόμενο βαίνει κλιμακούμενο από τον πολιτικοκοινωνική αποκλεισμό για θρησκευτικούς λόγους και φθάνοντας μέχρι τον διωγμό και τη δολοφονία αθώων ανθρώπων. Μόνο από το Νοέμβριο του 2016 μέχρι τον Οκτώβριο του 2017, έχουν δολοφονηθεί εξαιτίας της πίστεώς τους, 3.066 χριστιανοί, ενώ 15,540 κτήρια, μεταξύ των οποίων εκκλησίες, σπίτια και καταστήματα πιστών έχουν υποστεί επιθέσεις, ζημιές ή ακόμη χειρότερα, έχουν καταστραφεί ολοσχερώς. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ή εξτρεμισμός, προκαλεί ανασφάλεια στο δυτικό κόσμο, αλλά ταυτόχρονα, μέσα σε αυτό το κλίμα, μεταξύ άλλων παραγόντων, αναδύεται και καλλιεργείται και ο φονταμενταλισμός μεταξύ των χριστιανών στο εσωτερικό των παραδοσιακών Εκκλησιών μας.
Κάθε προσπάθεια ανανέωσης μοιάζει όμηρος ορισμένων «φιλοπόλεμων» μειονοτήτων, που εξαπολύουν μια εκτεταμένη προπαγάνδα εκμεταλλευόμενοι κυρίως τις δυνατότητες του διαδικτύου. Όλοι γνωρίζουμε πόσο δυσάρεστά είναι αυτά τα φαινόμενα τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στην Καθολική Εκκλησία, εφόσον προκαλούν στους πιστούς μια σκανδαλώδη όψη διαμάχης και διάσπασης μεταξύ των εκκλησιαστικών κοινοτήτων μας.
Παρ’ όλα αυτά, το πιο ανησυχητικό φαινόμενο, αναφορικά με τις Εκκλησίες μας, είναι ο αποχριστιανισμός της Ευρώπης. Ήδη, όχι πολύ παλαιά, διάβαζα σε μια ιταλική εφημερίδα την περιγραφή μιας πραγματικότητας που αφορούσε στην Ευρώπη. Δεν είμαι βέβαιος αν μπορούμε να δηλώσουμε το ίδιο πράγμα σχετικά με τον χριστιανισμό στην Ελλάδα, γιατί οι διάφορες αναλύσεις για την εκκοσμίκευση αφορούν κυρίως τον δυτικό κόσμο. Μολονότι οι δημοσιογράφοι συχνά υπερβάλλουν και δραματοποιούν τις καταστάσεις, προπάντων όταν πρόκειται για την Εκκλησία, η ανάλυση αυτού του δημοσιογράφου είναι ακριβής, ακόμη και αν χαρακτηρίζεται από κάποια δόση απαισιοδοξίας[2].
Ο δημοσιογράφος αυτός έγραφε: «Είναι σε εξέλιξη μια ασυνήθιστη διαδικασία που εκδηλώνεται κάτω από τα μάτια μας και μέσα στη διάνοιά μας, της οποίας τη σπουδαιότητα δεν συλλαμβάνουμε παρότι είναι πολύ πιο σοβαρή και ριζική από την οικονομική κρίση: ο χριστιανισμός εγκαταλείπει την Ευρώπη. Τρεις παράγοντες ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση:
Ο πρώτος είναι ο ήδη από αιώνες αποχριστιανισμός της Ευρώπης, που σήμερα επιταχύνεται με γιγαντιαία βήματα. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν αφορά μόνο το θρησκευτικό συναίσθημα, τη συμμετοχή στις θρησκευτικές τελετές και τη θεία Λειτουργία, τη δραματική μείωση των μοναχικών και ιερατικών κλήσεων αλλά και την αίσθηση του «ανήκειν» στον χριστιανικό πολιτισμό καλύπτοντας ένα ευρύτατο φάσμα από τη διανόηση μέχρι το λαϊκό αίσθημα και από τους θεμελιώδεις προσανατολισμούς μέχρι την καθημερινή ζωή. Αυτό που φαινόταν ως φυσικό και κοινωνικά αποδεκτό, εδραιωμένο στις χιλιετίες, στα ήθη και στις καρδιές, καταρρέει με μια εκπληκτική ταχύτητα και κτυπάει κατά πρώτον το πρόσωπο σε σχέση με τη ζωή και το σεξ, τη γέννηση και το θάνατο. Αμέσως κατόπιν καταλύει τη οικογένεια από κάθε άποψη. Και έπειτα, την ηθική, τα ήθη, τη γλώσσα. Βαθύρριζες κοινές πεποιθήσεις που ήταν σε ισχύ προ εικοσαετίας σήμερα μοιάζουν ξένες και προκαλούν αντιδράσεις…
Στον πρώτο, κοινωνικό και πολιτιστικό, παράγοντα προστέθηκε ένας δεύτερος θεσμικός παράγοντας: Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εκφράζει μια κοινή ιστορική και στρατηγική, πολιτιστική και πνευματική θεώρηση, αλλά αντιθέτως χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή, σαφή και κυρίαρχη τάση χειραφέτησης από κάθε δεσμό με τον χριστιανικό πολιτισμό. Το προπατορικό αμάρτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκαλύφθηκε ήδη με την άρνηση της να αναγνωρίσει, όπως εις μάτην ζητούσαν ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο 2ος, ο Πάπας Βενέδικτος, και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, τις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης, μαζί με τον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Δυστυχώς, το κοινό νήμα που ύφανε την Ευρώπη, περιορίστηκε στο νόμισμα και στις οικονομικο-πιστωτικές γραμμές, καταργώντας οποιαδήποτε αναφορά στην ενότητα μεταοικονομικής φύσεως, με εξαίρεση έναν διαφωτισμό θεμελιωμένο πάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Ευρώπη δεν υποκαθιστά τη χριστιανική θεώρηση της ζωής με μια άλλη θεώρηση, αλλά με την απώλεια κάθε θεώρησης και με το πρωτείο της απλής ύπαρξης. Απόλυτο δεν είναι αυτό που είμαι, αλλά αυτό που νιώθω ότι είμαι. Αυτό που νιώθω εγώ, τώρα. Και ονομάζει ελευθερία την απελπισμένη προσπάθεια να χαθεί μέσα στο τίποτα.
Ο τρίτος παράγοντας είναι η μαζική πίεση των μεταναστών, στην πλειονότητά τους ισλαμικής θρησκείας, που συνωστίζονται στις ακτές της Μεσογείου. Το 2015 εισέρευσαν μόνο στην Ευρώπη ένα εκατομμύριο πρόσφυγες… Εκτός από τα προφανή κοινωνικά και πολιτικά τραύματα και τις δυσχέρειες, στο πρόβλημα της υποδοχής και της δημόσιας τάξης, αυτή η εισβολή θα δημιουργήσει μια περαιτέρω αλλοίωση της χριστιανοσύνης στην Ευρώπη. Ασφαλώς, θα συμβεί και το αντίθετο, η μεταστροφή δηλαδή πολλών από αυτούς στον χριστιανισμό, αλλά αυτό θα είναι πιο δύσκολο για τους ανθρώπους που προέρχονται από χώρες με ισχυρή μουσουλμανική παράδοση. Από πλευράς θρησκευτικής, ευαγγελικής και ποιμαντικής, είναι δύσκολο να διατυπώσουμε μια κρίση, προπάντων αν πιστεύουμε στα σχέδια της Θείας Πρόνοιας»[3].
Ένα γεγονός είναι ωστόσο βέβαιο, κατά τη γνώμη μας: Ο κόσμος φοβάται αυτή τη ροή των μεταναστών και αυτό τον φόβο τον εκμεταλλεύονται τα λαϊκιστικά και ξενοφοβικά κόμματα που το ένα μετά το άλλο αποκτούν προβάδισμα στην γηραιά μας Ήπειρο. Αυτό το τελευταίο φαινόμενο, θέλοντας και μη, αντιπροσωπεύει μια περαιτέρω υποχώρηση εμπρός στο ευαγγελικό ιδεώδες των χριστιανών. Τώρα πια είμαστε αναίσθητοι στη φωνή του Κυρίου: «Ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε» (Μτ. 25, 35).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, που μας θυμίζει αυτό της «Αποκάλυψης», ένας ιδιαίτερος παράγοντας ζωτικής σημασίας είναι η αποξένωση των νέων από την Εκκλησία. Όσον αφορά την Καθολική Εκκλησία, αυτή τη στιγμή προετοιμάζεται η Σύνοδος των Επισκόπων που θα πραγματοποιηθεί στη Ρώμη τον Οκτώβριο του 2018, με θέμα: «Οι νέοι, η πίστη και η διάκριση της κλήσεως». Προ ολίγων εβδομάδων, δημοσιεύθηκε το προπαρασκευαστικό κείμενο, το οποίο, σχετικά με την ολοένα και δυσκολότερη σχέση των νέων με την πίστη και με την Εκκλησία, επισημαίνει: «η ομολογιακή δέσμευση και η θρησκευτική πρακτική αποτελούν όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά μιας μειονότητας, οι δε νέοι δεν στέκονται “ενάντια” στον Θεό του Ευαγγελίου, αλλά μαθαίνουν να ζουν “χωρίς” Αυτόν και “χωρίς” την Εκκλησία…». Τα τελευταία χρόνια εκπονήθηκαν μελέτες γύρω από τη θρησκευτικότητα των νέων σε ορισμένες χώρες, μεταξύ αυτών και της Ιταλίας, οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όσοι γεννήθηκαν μετά το 1981 συνθέτουν το πιο «απομακρυσμένο» από την εκκλησιαστική οικουμένη τμήμα του πληθυσμού: ορισμένοι μιλούν για την «πιο αποξενωμένη» από την χριστιανική οικουμένη πληθυσμιακή ομάδα, άλλοι φτάνουν στο σημείο να την χαρακτηρίσουν απλώς «μετα-χριστιανική γενιά», ενώ κάποιοι άλλοι αναρωτιούνται αν πρόκειται για μια γενιά δίχως Θεό[4].
Ενώπιον μιας τόσο ζοφερής κατάστασης, ποια πρέπει να είναι η απάντηση του πιστού; Το Συμπόσιό μας θα προσπαθήσει να δώσει μερικές απαντήσεις βασισμένες σε παραδείγματα χριστιανών που έζησαν σε εποχές ανάλογης κρισιμότητας με τη δική μας. Ας μου επιτραπεί ωστόσο, έστω και αν πρόκειται για πράγματα γνωστά σε όλους, να θίξω ορισμένες όψεις του ζητήματος που μπορούν να μας βοηθήσουν για μια περαιτέρω συζήτηση και εμβάθυνση.
Πρώτα απ’ όλα, ως χριστιανοί, δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας. Ο χριστιανισμός έχει περάσει περιόδους ακόμη πιο δραματικές και άντεξε μέχρι σήμερα. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αρχαίες Εκκλησίες μας έχουν μεν ξεπεράσει απίστευτες καταιγίδες, αλλά και έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από περιοχές καθοριστικές, στο παρελθόν, για την ιστορία του χριστιανισμού. Ας σκεφτούμε τη Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή, την Βόρεια Αφρική. Παρ’ όλα αυτά, η Εκκλησία, αυτή καθ’ εαυτή, δεν ανήκει στους ανθρώπους αλλά στον Χριστό: «Οι δυνάμεις του Άδη δεν θα την κατανικήσουν» (Μτ. 16,18). Όλες οι προβλέψεις των ψευδοπροφητών ανά τους αιώνες, σχετικά με τη σταδιακή εξαφάνιση του χριστιανισμού, διαψεύστηκαν. Ο κίνδυνος είναι μάλλον άλλος, αυτός της αδιαφορίας, του ακραίου εγωισμού και ατομικισμού, η απώλεια της κοινωνικής υπόστασης του ανθρώπου. Ο Βενέδικτος ο 16ος, σε μια ομιλία του, δήλωνε: «Ο “θάνατος του Θεού” που διακήρυξαν κατά τις περασμένες δεκαετίες πολλοί διανοούμενοι, δίνει τη θέση του σε μια στείρα λατρεία του ατόμου. Σε αυτό το πολιτιστικό περιβάλλον, υπάρχει ο κίνδυνος να βουλιάξουμε σε μια πνευματική ατροφία και σε ένα καρδιακό κενό, που ενίοτε οδηγούν σε υποκατάστατα θρησκευτικής δέσμευσης και θολής πνευματικότητας. Έτσι αναδύεται επιτακτικό το καθήκον μας να αντιδράσουμε απέναντι σε αυτή την εκτροπή μέσω της επαναφοράς των υψηλών αξιών της ύπαρξης, που νοηματοδοτούν τη ζωή και μπορούν να ικανοποιήσουν την ανησυχία της ανθρώπινης καρδιάς που αναζητά την ευτυχία. Τέτοιες αξίες είναι η αξιοπρέπεια και η ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου, η ισότητα όλων των ανθρώπων, το νόημα της ζωής και του θανάτου και αυτό που μας περιμένει μετά το πέρας της επίγειας ύπαρξης» (Ομιλία, 8 Μαρτίου 2008). Και ο Πάπας Φραγκίσκος στην ομιλία του προς την αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, επ’ ευκαιρία της επίσκεψής του για την εορτή των Αγίων προστατών Πέτρου και Παύλου στη Ρώμη το 2018, δήλωνε: «Σε πολλές κοινωνίες που παραδοσιακά αυτοαποκαλούνταν χριστιανικές, δίπλα σε φωτεινά παραδείγματα πιστότητας στον Κύριο Ιησού Χριστό, παρατηρείται ένας σταδιακός παραγκωνισμός της χριστιανικής πίστεως, η οποία δεν επιδρά πλέον στις επιλογές των ατόμων και στις δημόσιες αποφάσεις. Η περιφρόνηση της αξιοπρέπειας του ανθρωπίνου προσώπου, η ειδωλολατρία του χρήματος, η εξάπλωση της βίας, η απολυτοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας, η αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων είναι μόνο ορισμένα από τα σοβαρά σημάδια μιας τραγικής πραγματικότητας, ενώπιον της οποίας δεν μπορούμε να παραιτηθούμε. Συμμερίζομαι απόλυτα – συνέχισε ο Πάπας Φραγκίσκος – όσα η Αυτού Παναγιότητα ο Οικουμενικός Πατριάρχης βεβαίωσε στην ομιλία του κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στη Ρώμη για να λάβει μέρος στο διεθνές Συνέδριο για τις «Νέες πολιτικές και τρόπους ζωής στην ψηφιακή εποχή»: «Απορρίπτουμε την κυνική φράση “δεν υπάρχει εναλλακτική” (…). Οι Εκκλησίες μας μπορούν να δημιουργήσουν νέες δυνατότητες μεταμόρφωσης για τον κόσμο μας. Πράγματι, η ίδια η Εκκλησία είναι ένα γεγονός μεταμόρφωσης, μοιράσματος, αγάπης και ανοιχτότητας. (…) Στις Εκκλησίες μας βιώνουμε την ευλογημένη βεβαιότητα ότι το μέλλον δεν ανήκει στο “έχειν” αλλά στο “είναι”, όχι στην “πλεονεξία” αλλά στο “μοίρασμα”, όχι στον ατομικισμό και στον εγωισμό, αλλά στην κοινωνία και στην αλληλεγγύη: Δεν ανήκει στη διαίρεση αλλά στην αγάπη» (Πέμπτη, 28 Ιουνίου 2018).
Ένα είναι βέβαιο: πως δεν ωφελεί να κλεινόμαστε με μια αμυντική στάση υπερασπιζόμενοι τις παραδοσιακές χριστιανικές μας αξίες. Είναι αδιανόητο η Εκκλησία να καταλήξει μια σέκτα που θα αυτοχαρακτηρίζεται τέλεια, αλλά θα παραμένει δραματικά μειοψηφική και ξένη προς τον κόσμο που τον περιβάλλει. Το να αισθανόμαστε ότι είμαστε οι μόνοι τέλειοι, οι μόνοι αγνοί, οι μόνοι κάτοχοι της αλήθειας, ταιριάζει στους γνωστικούς, στους μυημένους, ενώ οι χριστιανοί είναι ένας λαός αμαρτωλών που έχει σωθεί από την ευσπλαχνία του Θεού. «Το κήρυγμα για το σταυρικό θάνατο του Χριστού – βεβαιώνει ο Άγιος Παύλος –είναι μωρία γι’ αυτούς που πάνε προς το χαμό τους. Για μας όμως που είμαστε στο δρόμο της σωτηρίας είναι η δύναμη του Θεού…» (1 Κορ. 1, 18- 19). Σχολιάζοντας αυτή την περικοπή της προς Κορινθίους επιστολής, ο Πάπας Φραγκίσκος δήλωνε: «Ο Παύλος μας λέει ότι η δύναμη του Λόγου του Θεού είναι αυτή που αλλάζει την καρδιά, που αλλάζει τον κόσμο, που μας δίνει ελπίδα, που μας δίνει ζωή, και όχι η ανθρώπινη σοφία».
Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε κανέναν από το δικαίωμα της ύπαρξης. Δικαίωμα να υπάρχουν έχουν και οι άθεοι, αυτοί που σκέπτονται με διαφορετικό τρόπο από εμάς. Έχουν δικαίωμα να υπάρχουν ακόμη και οι διώκτες μας. Η πεποίθηση αυτή θα μας προφυλάξει από το να γίνουμε και εμείς, μέσα στην Εκκλησία μας, φανατικοί και φονταμενταλιστές απέναντι σε εκείνους που έχουν διαφορετική πίστη και σκέψη από τη δική μας.
Συχνά τίθεται το ερώτημα: Η Εκκλησία πρέπει να προσαρμοστεί στον κόσμο για να τον σώσει, ή οφείλει να επανευαγγελίσει τον αποχριστιανοποιημένο κόσμο, όπως έκαναν οι Απόστολοι με τον εθνικό κόσμο της εποχής τους; Οφείλει, όπως έκαναν εκείνοι, να προτείνει ξανά το σωτήριο χριστιανικό μήνυμα, όσο άβολο και αντιλαϊκό κι αν είναι για τον κόσμο του σήμερα[5]
Τώρα πια είναι κοινός τόπος η άποψη ότι «ο κόσμος σήμερα έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από μαρτυρίες παρά από τα πολλά λόγια για τις ποιμαντικές μεθόδους». «Το μέλλον του χριστιανισμού – επαναλάμβανε ο Πάπας Βενέδικτος – είναι η μαρτυρία της πίστεως». Και ο Πάπας Φραγκίσκος: «Ιδιαίτερα σ’ αυτούς τους καιρούς έχουμε ανάγκη από αξιόπιστους μάρτυρες, ικανούς με τη ζωή και τον λόγο τους να καθιστούν ορατό το Ευαγγέλιο, και να αφυπνίζουν την έλξη για τον Ιησού Χριστό, για την ωραιότητα του Θεού».
Βρισκόμαστε στην Ασίζη, την πόλη του Αγίου Φραγκίσκου. Στην ιστορία της Εκκλησίας ο Φτωχούλης του Θεού, αντιπροσωπεύει, ίσως, το πιο λαμπρό παράδειγμα μιας αληθινής μεταρρύθμισης της Εκκλησίας, σε καιρούς ακόμη πιο χαλεπούς από τους δικούς μας· μιας μεταρρύθμισης την οποίαν ανέλαβε ένας άνθρωπος που θεωρούσε τον εαυτό του «αμαθή και αγράμματο». Ο άνθρωπος αυτός κατάφερε με το παράδειγμά του και τη μαρτυρία του παρά με τα λόγια του να στηρίξει την Εκκλησία που κινδύνευε με κατάρρευση, σύμφωνα με το ενύπνιο του Πάπα Ιννοκέντιου του 3ου (Μπορούμε να θαυμάσουμε την εικαστική απόδοση αυτού του συμβολικού ενυπνίου, στις τοιχογραφίες του Giotto στην Ανώτερη Βασιλική).[6] Εξάλλου, αυτή ήταν η πρόσκληση που του απηύθυνε ο Εσταυρωμένος του Αγίου Δαμιανού: «Φραγκίσκο, – του είπε αποκαλώντας τον με το όνομά του – πήγαινε να αποκαταστήσεις τον οίκο μου, ο οποίος, όπως βλέπεις, είναι εντελώς κατεστραμμένος»[7].
Όσον αφορά τη μαρτυρία, είναι οπωσδήποτε χρήσιμο να προτείνουμε ξανά κάποια αποσπάσματα ενός σημαντικού κειμένου που δημοσιεύθηκε το Ποντιφικική Επιτροπή για τον Διαθρησκειακό Διάλογο (PCDI) της Αγίας Έδρας και το οποίο συντάχθηκε σε πολλές συνελεύσεις με τη συνεργασία του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (πήραν μέρος καθολικοί, ορθόδοξοι και διαμαρτυρόμενοι), υπό τον τίτλο «Χριστιανική μαρτυρία μέσα σε ένα πολυθρησκευτικό κόσμο: συστάσεις για την συμπεριφορά».[8]
Η εισαγωγή του κειμένου έχει τον τίτλο: Μια βάση για τη χριστιανική μαρτυρία, και είναι δομημένη πάνω στα ακόλουθα σημεία:
- Για τους χριστιανούς είναι προνόμιο και χαρά να αιτιολογούν την ελπίδα που έχουν μέσα τους και να το κάνουν με γλυκύτητα και σεβασμό (βλ. Α΄ Πετ. 3, 15).
- Ο Ιησούς Χριστός είναι ο υπέρτατος Μάρτυρας (βλ. Ιω. 18, 37). Η χριστιανική μαρτυρία είναι πάντοτε μια συμμετοχή στη μαρτυρία Του, και λαμβάνει τη μορφή διακήρυξης της Βασιλείας, διακονίας του πλησίον και ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς, ακόμη και αν αυτή η αυτοπροσφορά οδηγεί στον σταυρό.
- Το παράδειγμα και η διδασκαλία του Ιησού Χριστού και της αρχέγονης Εκκλησίας πρέπει να είναι οι οδηγοί για τη χριστιανική αποστολή. Επί δυο χιλιάδες χρόνια οι χριστιανοί προσπάθησαν να ακολουθήσουν το δρόμο του Χριστού, λαμβάνοντας μέρος στη καλή είδηση της Βασιλείας του Θεού (βλ. Λκ. 4,16-20).
- Η χριστιανική μαρτυρία μέσα σε έναν πλουραλιστικό κόσμο συμπεριλαμβάνει την υποχρέωση να συνδιαλέγεται με πρόσωπα διαφορετικής θρησκείας και πολιτισμού (βλ. Πραξ. 17, 22-28).
- Σε ορισμένα περιβάλλοντα, το να ζεις και να αναγγέλλεις το Ευαγγέλιο είναι δύσκολο, παρουσιάζει εμπόδια ή είναι εντελώς απαγορευμένο, ωστόσο οι χριστιανοί έχουν λάβει από τον Χριστό την εντολή να συνεχίσουν με πιστότητα και αμοιβαία αλληλεγγύη να προσφέρουν τη μαρτυρία τους γι’ Αυτόν (βλ. Μτ. 28, 19-20· Μκ. 16, 14-18· Λκ. 24, 44-48· Ιω. 20, 21· Πραξ. 1, 8).
- Οι χριστιανοί βεβαιώνουν ότι, ενώ είναι δική τους ευθύνη να δίνουν μαρτυρία στον Χριστό, η μεταστροφή των ακροατών τους είναι τελικά έργο του Αγίου Πνεύματος (βλ. Ιω. 16, 7-9. Πραξ. 10, 44-47). Οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι το Άγιο Πνεύμα πνέει όπου θέλει με τρόπους που κανένας δεν μπορεί να ελέγξει (βλ. Ιω. 3, 8).
Στη συνέχεια το ως άνω Ντοκουμέντο προτείνει κάποιες αρχές που πρέπει να εμπνέουν τη χριστιανική μαρτυρία. Υπενθυμίζουμε ορισμένες επειδή ανταποκρίνονται στην πρόθεσή μας να στραφούμε στη συζήτηση για πνευματικότητα.
- Η κάθε ενέργειά μας να διαπνέεται από την αγάπη του Θεού. Οι χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Θεός είναι η πηγή κάθε αγάπης και, συνεπώς, στη μαρτυρία τους καλούνται να ζουν μια ζωή αγάπης και να αγαπούν τον πλησίον όπως τον εαυτό τους (Μτ. 22,34-40. Ιω. 14,15).
- Να μιμούμαστε τον Ιησού Χριστό. Σε όλες τις πλευρές της ζωής, και προπάντων στη μαρτυρία τους, οι χριστιανοί καλούνται να ακολουθούν το παράδειγμα και τα διδάγματα του Ιησού Χριστού, συμμεριζόμενοι την αγάπη του, δοξάζοντας και τιμώντας τον Θεό Πατέρα, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος (βλ. Ιω. 20, 21-23).
- Χριστιανικές αρετές: Οι χριστιανοί καλούνται να συμπεριφέρονται με ακεραιότητα, συμπόνια και ταπεινοσύνη, και να ξεπερνούν κάθε αλαζονεία, συγκατάβαση και συκοφαντία (βλ. Γαλ. 5,22).
- Πράξεις υπηρεσίας και δικαιοσύνης. Οι χριστιανοί καλούνται να ενεργούν με δικαιοσύνη και να αγαπούν με τρυφερότητα (βλ. Μτ. 6,8). Καλούνται επίσης να υπηρετούν τους άλλους και, έτσι πράττοντας, να αναγνωρίζουν τον Χριστό στο πρόσωπο του πιο μικρού από τους αδελφούς τους και τις αδελφές. (Μτ. 25,45).
- Απόρριψη της βίας. Οι χριστιανοί καλούνται στη μαρτυρία τους να απορρίπτουν κάθε μορφή βίας, ακόμη και ψυχολογικής ή κοινωνικής, συμπεριλαμβανομένης της εκμετάλλευσης της εξουσίας.
Κλείνοντας αυτή την εισαγωγική διάλεξη, θα ήθελα να παραθέσω έναν στοχασμό του Karl Rahner εμπνευσμένο από την χριστιανική ελπίδα που δεν πρέπει να μας εγκαταλείπει ποτέ παρά τις σημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Εκκλησίες μας: «Ο εκκοσμικευμένος και πλουραλιστικός κόσμος είναι ο κόσμος της Βίβλου…: Παρ’ όλες τις διαιρέσεις που, καμιά φορά, φαίνονται να διαταράσσουν τόσο τραγικά την ύπαρξή μας, πρόκειται για εκείνον τον ίδιο κόσμο που ο Θεός κατέστησε αντικείμενο της αγάπης Του μέχρι του σημείου να τον αποδεχτεί και να δώσει γι’ αυτόν τη ζωή Του».[9]
[1] Για το θέμα μας βλ. S. Dianich, La Chiesa e la laicità dello Stato. La questione teologica, San Paolo, Cinisello Balsamo, 2011· G. Fεrεττι, Essere cristiani oggi. Il «nostro» cristianesimo nel moderno mondo secolare, Elledici, Leumann, 2011· R. Repole, Come stelle in terra. La chiesa nell’epoca della secolarizzazione, Cittadella, Assisi 2012· M. Margotti, Religioni e secolarizzazioni. Ebraismo, Cristianesimo, e Islama nel mondo globale,Rosemberg e Sellier, Torino 2012.
[2] Πράγματι, δεν είναι τα πάντα τόσο αποθαρρυντικά μέσα στην Εκκλησία, π.χ. σε ό, τι αφορά στη νεολαία. Στο Εργαλείο εργασίας (Instrumentumlaboris) για τη Σύνοδο των Επισκόπων, τον Οκτώβριο του 2018, διαβάζουμε: «Ένας αριθμός νέων, μεταβλητός ανάλογα με τα διάφορα περιβάλλοντα, αισθάνεται ζωντανό μέρος της Εκκλησίας και το φανερώνει με πεποίθηση, μέσα από μια ενεργό στράτευση στο εσωτερικό της. Υπάρχουν νέοι που βιώνουν την Εκκλησία ως κοντινή τους, όπως στην περίπτωση της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, καθώς επίσης μέσα στα διάφορα παγκόσμια κινήματα. Ακόμη και κάποιοι νέοι που δεν ζουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, αισθάνονται έναν δεσμό με την Εκκλησία»: Instrumentum Laboris, 31.
[3] «Giornale», 5 Μαΐου 2014.
[4] Βλ. A. Matteo, «Senza Dio e senza Chiesa», στο Settimana, 23 Φεβρουαρίου 2017.
[5] Επί του θέματος αυτού ας διαβαστεί η Αποστολική Παραίνεση «Η χαρά του Ευαγγελίου» του Πάπα Φραγκίσκου και η Αποστολική παραίνεση του ιδίου: «Να χαίρεστε και να αγάλλεστε» για την κλήση στην αγιότητα μέσα στον σύγχρονο κόσμο (19 Μαρτίου, 2018). Επίσης είναι χρήσιμο να θυμηθούμε το 14ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο των Σχολών μας που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη από τις 28 έως 30 Αυγούστου του 2016 με το θέμα: «Ευαγγελισμός και Επανευαγγελισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα.
[6] Βλ. San Bonaventura da Bagnoregio, Legenda Maior, III,10.
[7] Βλ. Vita Seconda di San Francesco του αδελφού Tommaso da Celano (2C 10: FF 593-594).
[8] Το συγκεκριμένο κείμενο είχε μια μακρά πορεία. Καθολικοί, Ορθόδοξοι και Ευαγγελιστές, συγκεντρώθηκαν πρώτα στο Lariano της Ιταλίας, από τις 12 έως 18 Μαΐου του 2006. Η δεύτερη διαχριστιανική σύσκεψη διεξήχθη στην Τουλούζη της Γαλλίας, από τις 8 έως 12 Αυγούστου του 2007. Η τρίτη έλαβε χώρα στην Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης, από τις 25 έως 28 Ιανουαρίου 2011, κατά την οποία το κείμενο πήρε την οριστική του μορφή.
[9] K. Rahner, Considerazioni teologiche sulla secolarizzazione, Paoline, Roma 1969, 78.