Η αρρώστια που έπληξε την Ουκρανική Εκκλησία είχε γίνει χρονία. Εκατομμύρια πιστοί για σχεδόν τρεις δεκαετίες έμειναν εκτός της εκκλησιαστικής κοινωνίας, στο σχίσμα.
Δεν μιλάμε για ένα χαμένο πρόβατο, αλλά για ολόκληρο κοπάδι. Είχα πολλές ευκαιρίες για προσωπικές επαφές με εκείνους που αποκαλούν «σχισματικούς». Είναι καλοί Χριστιανοί που προσεύχονται με θέρμη και εκκλησιάζονται με ζήλο. Δεν παρατήρησα κάποιον φανατισμό ή εθνικιστικές προκαταλήψεις, τουλάχιστον δεν είναι μεγαλύτερες από όσες υπάρχουν σε κάθε Ορθόδοξο λαό. Ναι, αγαπάνε την πατρίδα τους, αλλά ακόμη περισσότερο αγαπάνε την Αγία Εκκλησία, η οποία για χρόνια τους αγνοούσε.
Και τελικά έφτασε η λύση. Αυτή βέβαια αναμενόταν από Μόσχα ή από την κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία. Όμως, εκείνες μάλλον έψαχναν δικαιολογίες για να μη δεχθούν τους «σχισματικούς», παρά για αφορμές να τους αγκαλιάσουν. Όσο παρατηρούσα αυτήν τη συμπεριφορά τόσο περισσότερο μου έμοιαζε με την τακτική του μεγαλύτερου γιου από τη γνωστή παραβολή του Χριστού. Αυτός έκαμε κάθε δυνατόν να μη γυρίσει ο μικρότερος γιος στην οικογένεια. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όμως, έδρασε ως ένας στοργικός πατέρας που δεν έψαχνε για δικαιολογίες, αλλά για ευκαιρίες να επαναφέρει εκατομμύρια χαμένα πρόβατα στην αγκαλιά της Μητέρας Εκκλησίας.
Το ουκρανικό εκκλησιαστικό πάει εκατό χρόνια πίσω. Ξεκίνησε ως μια ανταρσία έναντι μιας αυτοκρατορίας. Έμοιαζε πολύ με μια άλλη ανταρσία, των φιλελεύθερων Ελλήνων, που πριν από άλλα εκατό χρόνια ήθελαν να ξεφύγουν από μια άλλη αυτοκρατορία για να επιζήσουν ως λαός. Οι Ουκρανοί, όμως, ήσαν λιγότερο τυχεροί, επειδή σύντομα θα τους κατάπινε η αυτοκρατορία, η οποία επέβαλε αθεΐα και καταδίωξε τη θρησκεία τους. Πλήρωσαν για την ανταρσία τους ακριβά.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όμως, έδρασε ως ένας στοργικός πατέρας που δεν έψαχνε για δικαιολογίες, αλλά για ευκαιρίες να επαναφέρει εκατομμύρια χαμένα πρόβατα στην αγκαλιά της Μητέρας Εκκλησίας.
Εκατομμύρια Ουκρανοί έχασαν τη ζωή τους στη μεγάλη πείνα που ο Στάλιν την έκανε επίτηδες, στα Γκουλάγκ και στον πόλεμο έναντι του Ναζισμού. Με την κατάρρευση και αυτής της αυτοκρατορίας, της Σοβιετικής Ένωσης δηλαδή, οι Ουκρανοί πάλι προσπάθησαν να έχουν τη δική τους Εκκλησία. Η καινούργια Ρωσία, όμως, που και αυτή προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί από τη Σοβιετική Ένωση, αρχικά δεν έδινε πολλές αφορμές στους Ουκρανούς να τη φοβούνται ή να θέλουν να εγκαταλείψουν τη Ρωσική Εκκλησία, η οποία έδειχνε κάποια κατανόηση και συγκατάθεση στις εθνικές τους ευαισθησίες.
Η κατάσταση, όμως, άλλαξε όταν η Ρωσία άρχιζε να μοιάζει ολοένα και περισσότερο με τη Σοβιετική Ένωση. Η μετάλλαξή της κλιμακώθηκε το 2014. Τότε, η Μόσχα άρπαξε την Κριμαία και ξεκίνησε πόλεμο στις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας. Αυτές οι ιστορικές περιστάσεις είναι ίδιες με εκείνες της Ελλάδας και της Κύπρου ακριβώς 40 χρόνια πριν. Με την κατάρρευση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση, ένας ισχυρός γείτονας βορειοανατολικά εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και κατάκτησε μια περιοχή. Αίμα χύθηκε και κόσμος εξαφανίστηκε. Η διαφορά της Κριμαίας και των κατεχόμενων της Κύπρου είναι μόνον που ο βίαιος γείτονας τούτη τη φορά είναι ομόθρησκος. Και μάλιστα εκμεταλλεύτηκε την Εκκλησία ως ένα εργαλείο κατοχής.
Ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι Ουκρανοί αντιλήφθηκαν ότι η Αυτοκέφαλη Εκκλησία δεν είναι πλέον μία από τις επιλογές, αλλά η ανάγκη για επιβίωση του έθνους. Γι᾽ αυτό ακριβώς το θέμα του ουκρανικού αυτοκεφάλου από καθαρά εκκλησιαστικό εξελίχθηκε και σε πολιτικό. Παραμένει, όμως, κυρίως εκκλησιαστικό και ποιμαντορικό. Θα έλεγα, έγινε ακόμη πιο ποιμαντορικό απ᾽ ό,τι ήτο πριν από τον πόλεμο. Αυτό, επειδή τώρα στα εκατομμύρια που παρέμειναν στο σχίσμα προστέθηκαν άλλοι που δεν θέλουν πια να παραμένουν στη Ρωσική Εκκλησία, η οποία γι᾽ αυτούς δικαιολογεί ή, ακόμη χειρότερο, ευλογεί τον πόλεμο απέναντι στη χώρα τους. Αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να ανήκουν στη Ρωσική Εκκλησία, επειδή ήταν η μόνη κανονική στην Ουκρανία. Ως αποτέλεσμα, χιλιάδες πήγαν στους σχισματικούς, άλλοι χιλιάδες στους ουνίτες και πολλοί εγκατέλειψαν την Εκκλησία εντελώς.
Το ποιμαντορικό πρόβλημα που προέκυψε βοούσε. Τη βοή αυτή, όμως, δεν την άκουγε ούτε ο Πατριάρχης Μόσχας ούτε ο Μητροπολίτης Ονούφριος του Κιέβου. Αλλά την άκουσε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Αυτός έπραξε σαν ο καλός πατέρας στην παραβολή για τον άσωτο γιο. Η αντίδραση του μεγαλύτερου γιου, όμως, έγινε άγρια. Αντί να δείχνει κατανόηση και ευγνωμοσύνη, άρχισε να βρίζει και να απειλεί. Η ρητορική που πρόσφατα ακούστηκε ούτε χριστιανική ούτε ανθρώπινη είναι.
Είναι μια ρητορική την οποία πολλοί σήμερα θα κατονόμαζαν μετα-αλήθεια. Καταλήγουμε σ᾽ αυτήν όταν δεν μας ενδιαφέρει πλέον αν τα ρητά ανταποκρίνονται στα πεπραγμένα, όταν δεν νοιαζόμαστε ποια πράγματι είναι τα κίνητρα, το σκεφτικό και οι προθέσεις της πλευράς που δεν μας αρέσει. Όταν κινούμαστε από αυτό που μας γουστάρει να ακούμε και όχι από αυτό που αληθεύει, τότε συχνά συμβαίνει να μεταφέρουμε τα δικά μας κίνητρα στα πρόσωπα ή τους θεσμούς που θέλουμε να υπονομεύσουμε. Εμείς στην Ουκρανία αντιμετωπίσαμε τη ρωσική έκδοση της μετα-αλήθειας ακόμη και το 2014. Αλλά, κάπως μάθαμε να καταλαβαίνουμε και να διακρίνουμε πού λήγει η αλήθεια και αρχίζει η μετα-αλήθεια.
Επίσης, βλέπουμε πως ένα τεράστιο κύμα μετα-αλήθειας ρίχθηκε επάνω στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο άρχισαν να κατηγορούν για τα δικά τους παραπτώματα. Για αρπαγή των ξένων εδαφών το κατηγορούν εκείνοι που επιμένουν ότι η Κριμαία είναι ρωσική. Για παπισμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου λένε εκείνοι που έχουν φτιάξει έναν μονόλιθο εξουσίας στη δική τους Εκκλησία. Για υπερηφάνεια της Κωνσταντινουπόλεως λένε εκείνοι των οποίων η έπαρση σκανδαλίζει ολόκληρο τον κόσμο. Για διαφθορά μιλάνε εκείνοι που έχουν διαφθείρει μοναστήρια, μητροπόλεις και ολόκληρες εκκλησίες. Στον σημερινό κόσμο αυτό το λένε μετα-αλήθεια. Αλλά εμείς οι Χριστιανοί ξέρουμε ότι πρόκειται για μη-αλήθεια, δηλαδή ψέμα. Επίσης, ξέρουμε ότι με ψέμα δεν μπορεί να νικήσει κανείς, μόνο να νικηθεί.