Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Η «ΠΕΡΕΣΤΡΟΪΚΑ» ΚΑΙ Η ΕΝ ΡΩΣΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


Του Αριστείδη Πανώτη, Φως Φαναρίου
Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
Είναι άξιο παρατηρήσεως ένα σημαντικό γεγονός που συνέβη στην Εκκλησία της Ρωσίας όταν έπαυσε να υπάρχει το  τσαρικό καθεστώς (1917) που μεταχειριζόταν την Εκκλησία ως εργαλείο της διπλωματίας του για την προώθηση των κρατικών συμφερόντων του.
Ο έντονος παρεμβατισμός της διπλωματίας του τσάρου στα της Εκκλησίας παράδοξα καταπραΰνθηκε και σταμάτησε  η προώθηση  της πλάνης του «Εθνοφυλετισμού» στις Διορθόδοξες σχέσεις. Όταν σταμάτησαν οι τσαρικές χρηματοδοτήσεις έπαυσαν και οι αντικανονικές αταξίες των Ρώσων που στα μέσα του 19ου αιώνα τάραξαν την ενότητα της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας. Το παλαίφατο Πατριαρχείο της Αντιόχειας που είχε καταλειφθεί με εθνικιστικά επιχειρήματα από αραβόφωνους αρχιερείς  με την παρέμβαση και του Ρωσικού Στόλου (!) μετά την επί χρόνια  απομόνωσή του, φυσιολογικά  επανήλθε στην Ορθόδοξη κοινωνία και την πατριαρχική εκλογή στη Δαμασκό από αρχιερείς που δεν παρασύρθηκαν από τις φαντασιοπληξίες  περί της «Τρίτης Ρώμης», ούτε και εξαγορεύθηκε η συνείδησή τους και τούτο διότι είχαν μαθητεύσει, αν και αραβόφωνοι, στην ελληνική παιδεία εκ της  Μεγάλης του Γένους Σχολής και στα εκκλησιαστικά γράμματα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπως ήταν εκ παλαιού οι Πατριάρχες της «Θεουπόλεως» της Αντιοχείας, Αλέξανδρος, Θεοδόσιος και Ηλίας. Τους δύο τελευταίους είχα γνωρίσει προσωπικά και οι οποίοι πάλιν κατέστησαν το Πατριαρχείον τους «Αθήνα της Ανατολής» μέχρι το 1979, όταν και πάλι ενέσκηψαν στην  Συρία οι εκ Ρωσίας συνεχιστές της διχαστικής πλάνης του περιλάλητου πανσλαβιστή Πορφύριου Ουσπένσκυ.

Όμως οι διαχειριστές της ζωής εκατομμυρίων πολιτών στη Ρωσία υπερέβησαν τα όρια του Σοβιετικού Σατραπισμού τους και έφθασαν το 1985  προ της  αυτοκαταστροφής. Τότε μόνοι τους αποφάσισαν να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από τον λεγόμενο  «Υπαρκτό Σοσιαλισμό» με μία νέα πολιτική που κάλεσαν της Ανασυγκροτήσεως (Περεστρόϊκας) και της Διαφάνειας (Γκλάσνοστ) προς εξομάλυνση της καταστροφικής  δυσπραγίας  που περιλάμβανε και τις σχέσεις της Πολιτείας με την Εκκλησία. Έτσι εγκαταλείφθηκε η «περίοδος» καταπατήσεως της ελευθερίας της συνειδήσεως και των θρησκευτικών καταπιέσεων, καθώς και οι διατάξεις αποκλεισμού  της Εκκλησίας από την κοινωνική και δημοσία ζωή των Ρώσων. Έτσι το 1988 ο Επίτροπος της κυβερνήσεως του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ «επί των θρησκευτικών υποθέσεων» της Σοβιετικής Ενώσεως σύντροφος Κωνστ. Χάρτσεφ προκάλεσε σύσκεψη πολλών ακαδημαϊκών παραγόντων και θεωρητικών του σοβιετικού καθεστώτος και μετά την ανταλλαγή απόψεων αλλά  και του δεδομένου ότι η πολυδάπανη και έντονη αθεϊστική προπαγάνδα 1917- 1987 ουδέν απέδωσε και τότε εισηγήθηκε την νέα «φιλοσοφική» αντίληψη  επί του «θέματος της Θρησκείας»  η οποία και πρέπει να διέπει πλέον την στάση εμπρός στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Αυτό γιατί πλέον αποδείχθηκε στατιστικά ότι στο σύνολον των 115 εκατομμυρίων των σοβιετικών ατόμων δεν είναι πιστοί όπως νομιζόταν μόνον το 20%,   αλλά το 70 %  μέσα στις  ρωσικές οικογένειες που έχονται των παραδόσεων και αυτό το ποσοστό δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η πραγματικότητα αυτή δείχνει πως μπορεί το σύνολο αυτό να μην  ακολουθεί πλήρως την εκκλησιαστική ζωή, επειδή η κοινωνική ζωή μεταβάλλεται από τις τρέχουσες προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες αλλά το υποσυνείδητο του λαού διέπεται από τις παραδοσιακές αντιλήψεις.
Η νέα αυτή τοποθέτηση του κυβερνώντος κόμματος τελικά αποκρυσταλλώθηκε από τον διάδοχο του Γκορμπατσώφ Μπόρις Γέλτσιν το 1997 σε νόμο όπου το σοσιαλιστικό κράτος αναγνώριζε τον εθνικό ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη ζωή της ρωσικής επικράτειας, αλλά και στην εξέλιξη του πολιτισμού αυτής της χώρας. Εξ αυτών τα Χριστούγεννα του  1989 συντελέστηκε και η θαρραλέα υπέρβαση του στυγνού «Σοβιετισμού» και άρχισε το προοδευτικό άνοιγμα για τη θέσπιση άλλης της πολιτειακής  μορφής συνταγματική οργάνωση της Σοβιετικής επικράτειας ως μιας Κοινοπολιτείας κρατών. Όμως η νέα μορφή αυτή πολιτικής οντότητας δεν μπορούσε  να αγνοήσει το ένστικτο της ελευθερίας της υπάρξεως, το οποίο είναι συνυφασμένο με την έννοια κάθε ζωντανού οργανισμού και η ελευθερία του ατόμου κατ’ επέκταση  ξύπνησε και την  εθνική ελευθερία. διότι   κατά τον Παύλον «Ου το πνεύμα Κυρίου εκεί ελευθερία». Όμως η ανεξαρτησία της σκέψεως δεν μπορούσε πλέον να παγιδεύεται για να εμποδίσει τις εξελίξεις.
Η αναθεώρηση της περί Εκκλησίας στάσεως του επικρατήσαντος καθεστώτος άρχισε από την εξέταση του Διατάγματος του Λένιν περί χωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία και επεκτάθηκε  στον Σταλινικό νόμο του 1929 που θεσπίστηκε εν μέσω των διωγμών και της αντιδράσεως της Εκκλησίας με τις φανερές και κρυφές οδηγίες των ασκούντων την εξουσία στη Σοβιετική Ένωση. Τότε το κόμμα για να απομονώσει την Εκκλησία από την κοινωνική ζωή του ρωσικού λαού της, αρνήθηκε κάθε  δικαίωμα «νομικού προσώπου, απόφαση που όχι μόνο  επέτρεψε πάσαν εχθρότητα του κράτους προς την Εκκλησία, αλλά και κατέστησε από νομικής πλευράς κάθε εκκλησιαστικό τέλεσμα  ανίσχυρη πράξη για να στηρίξει την νομιμότητα της κατά τους νόμους του κράτους στις δημόσιες υπηρεσίες.  Επομένως, η προκατάληψη του κόμματος για την Εκκλησία την ανάγκασε πλέον να αποκρύπτει την εσωτερική ζωή της και έτσι  το κράτος και το κόμμα προοδευτικά έχασαν και τον έλεγχο του Κλήρου και των πιστών.  Και τούτο παρ’ ότι η Πολιτεία  πρέπει να γνωρίζει την ζωή του κάθε πολίτη σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής του. Κατά τους Σοβιετικούς του 1961 ο νόμος του 1929 πάλιωσε σημαντικά και η υφιστάμενη νομοθεσία επί μία τώρα γενεά στερεί πρακτικά κάθε αυτοτέλεια των θρησκευτικών γεγονότων  που ασκούνται στην Ρωσία και διεξάγουν συνολικά 57 Ομολογίες. Αυτές οι πεποιθήσεις δικτυώνονται και μέσα από  15.000 νόμιμα λειτουργούντα σωματεία  που τα πλείστα δέχονται ακόμη και έξωθεν κατευθύνσεις από εκείνους που χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους.
Στην υπό έλεγχον από το 1943 Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο πολίτες απέρχονται της ζωής με την ιεροτελεστία της κηδείας στους υπάρχοντες ναούς κάθε Σάββατο. Χιλιάδες γάμοι γίνονται ομαδικά στις Εκκλησίες και πολλές χιλιάδες βαπτίσεων διεξάγονται φανερά και μυστικά, προς συνεχή  ανανέωση του εκκλησιαστικού σώματος. Εμπρός σε αυτή την πραγματικότητα  δεν μπορούσε να μελετηθεί και να λυθεί  το πρόβλημα  των σχέσεων της Πολιτείας με την Εκκλησία μέσα στο Σοβιετικό καθεστώς. Το 1914 στη Ρωσία υπήρχαν 73 εκκλησιαστικές επαρχίες με μητροπολίτες, αρχιεπισκόπους αι επισκόπους, Το 1939 είχαν παραμείνει φανεροί λόγω των διωγμών μόνον 7 «εν ενεργεία» ιεράρχες.1 Μετά τον Β΄  Παγκόσμιο Πόλεμο,  και ειδικά το 1980 εμφανίζονται εντός και εκτός της Σοβιετικής επικρατείας 78 αρχιερείς ανήκοντες στην   ρωσική Ιεραρχία!
Η συνάντηση του πατριάρχη Μόσχας Ποιμένα (1971-1990) και της Ιεράς Συνόδου του με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ συνετέλεσε ώστε να  διατυπωθεί νέος νόμος που να ανταποκρινόταν στο πνεύμα της εποχής, αφού η εφαρμογή των παλαιότερων διατάξεων νόμου άσκησαν αρνητική επίδραση στην εκκλησιαστική και στην κοινωνική ζωή του ρωσικού λαού. Αυτή η στροφή βέβαια δεν οφείλεται σε μεταβολή της κρατούσης ιδεολογίας του Λένιν και των διαδόχων  του  περί της Θρησκείας, αλλά μετά από την διάψευση των προσδοκιών τους για την ευημερία στη ζωή του λαού   με την εφαρμογή του συστήματος του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Μια των βασικών αρχών αυτής της ιδεολογίας αποδείχθηκε ανίκανη να διαψεύσει και να καταστρέψει την ενστικτώδη ροπή του ανθρώπου προς το θείον, η οποία  δεν πολεμάται ούτε από τον ορθολογισμό, ούτε και με τα επιτεύγματα των επιστημών, που συνεχώς αποκαλύπτουν  τα μυστήρια  του κτιστού σύμπαντος.
Το αδιέξοδο της σοσιαλιστικής περιπέτειας έφθασε στο τέλος μετά τα μισά του 20ου  αιώνα και για αποφευχθεί η κατάρρευση το 1985 ο τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και τους συνεργάτες του εγκαινίασαν μεταρρυθμίσεις στο σοβιετικό σύστημα εισάγοντας πολιτική διαφάνειας  και αναδιαρθρώσεως ώστε να τερματιστεί η περίοδος της οικονομικής στασιμότητος και καχεξίας. Για να συμβεί αυτό χρειαζόταν  να εκδημοκρατιστεί η διακυβέρνηση στην Ρωσία για να σταματήσουν τα μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό του κράτους και να τιθασευτεί ο πληθωρισμός που επέφερε  ελλείψεις αγαθών στις αγορές που εγκυμονούσαν μεγάλους κοινωνικούς τριγμούς και αναταραχές.  Οι λαοί των περιθωρίων της σοβιετικής επικράτειας με τα νέα ηλεκτρονικά μέσα έβλεπαν τη ζωή  των μη σοσιαλιστικών εθνών στην Ευρώπη και διεκδικούσαν αποδέσμευση από την οικονομική δεσποτεία της κάστας του Κρεμλίνου και διεκδικούσαν την ελευθερία και αυτονομία τους και σεβασμό  στα εθνικά τους δίκαια. Οι Βαλτικές χώρες και οι λοιπές της Ανατολικής Ευρώπης  ταλαιπωρήθηκαν από τους Σοβιετικούς και μετά τον Β΄  Παγκόσμιο Πόλεμο και σύμφωνα με τις νέες   «Συνθήκες» ανέκτησαν την εθνική ανεξαρτησία τους ως κράτη της Ευρώπης.
Στις 17 Μαρτίου 1991 διεξάγεται το πρώτο ελεύθερο Δημοψήφισμα για την πολιτειακή μεταβολή των Κρατών της  Σοβιετικής Ενώσεως  σε μία Ομοσπονδιακή μορφή Πολιτειών και προκύπτει απόφαση με μεγάλη πλειονοψηφία. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους εκλέγεται άμεσα και ο πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μπόρις Γιέλτσιν. Όμως  οι   δύστροποι κομμουνιστές επιχειρούν τον Αύγουστο πραξικόπημα που αμέσως καταστέλλεται και το Κ.Κ. Σοβιετικής Ενώσεως διαλύεται και στις 25 Δεκεμβρίου 1991,  ημέρα των  Χριστουγέννων,  εγκαθιδρύεται η νέα «Ρωσική Ομοσπονδία» που περιλαμβάνει 15 νέα πρώην σοβιετικά  κράτη. Η  άρτια και τέλεια απόδοση του κάθε συστήματος χρειάζεται και ανθρώπους που θα έπρεπε προηγουμένως να γίνουν τέκνα «θεοπρεπέστατα» κατά τον Πλάτωνα, γιατί η φύση και τα πάθη των ανθρώπων πρέπει να συνυπολογίζονται στην απόδοση του κάθε πολιτειακού συστήματος. Ο διαχειριστής κάθε εξουσίας πρέπει συνεχώς να  σκέπτεται  ότι επί «ανθρώπων άρχει, ότι κατά τον νόμον πρέπει να άρχει και ότι « ου αεί άρχει» κατά τη αρχαία σοφία.
Κατά την αλλαγή μορφής του πολιτειακού συστήματος στη Ρωσία, τα έθνη που συνωθούντο με τη βία μέσα στην  σοβιετική επικράτεια άδραξαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από την απόλυτη κυριαρχία του Κρεμλίνου με για να συμβεί αυτό έδωσαν προβάδισμα στην ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία. Όμως αυτή είναι συνυφασμένη με την «ύπαρξη» κάθε ζωντανού οργανισμού προκειμένου να κινητοποιηθεί και να αναπτύξει τις δυνατότητές του  μέσα στην κοινωνία,  ώστε να  συντελεστεί η αναδημιουργία στην κοινωνία της πατρίδας.   Κοινωνία ιδρυθείσα υπό του Ιησού Χριστού είναι και η Εκκλησία.  Η  αποστολή της υπάρξεώς της είναι  να καθοδηγεί με ελευθερία κάθε ανθρώπινη κοινωνία προς το καθήκον υπερασπίσεως  του δικαίου και της αρετής μήπως ελευθερωθούν από τον σατραπισμό του «Εθνοφυλετισμού» και επανεύρουν την καθολικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας, αυτής που κινείται μέσα στα πλαίσια των Ιερών Κανόνων και δεν δέχεται  κοσμικές οδηγίες που υποκρύπτουν αλλότριες επιδιώξεις.
Έτσι επιδίωξαν την ελευθερία τους πρώτες οι Βαλτικές Εκκλησίες, που ενώ μετά τον Α΄  Παγκόσμιο Πόλεμο,  είχαν αποκτήσει την εκκλησιαστική ανεξαρτησία τους (1923) υφιστάμενες μέσα στην αρχαία  Δικαιοδοσία της κατ’ Ανατολάς Αποστολικής Καθέδρας της Κων/πολεως, δουλώθηκαν πάλι  στη Μόσχα το 1945 μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Η Μόσχα το 1961 για να φιλοτιμήσει τους Εσθονούς κατέστησε επίσκοπο Ταλλίνης τον Εσθονό τευτονικής καταγωγής Αλέξιο Ρίντιγκερ, μετατεθέντα μετά τον θάνατο του Λένινγκραντ Νικοδήμου στο Βατικανό το 1986 σε μητροπολίτη της Αγίας Πετρουπόλεως και το 1990 σε πατριάρχη Μόσχας μέχρι το 2008. Ο Αλέξιος Β΄  …διαδραμάτισε τον πατριάρχη  μάλλον για  να εξοντωθεί ο Κιέβου Φιλάρετος Ντενισέκο, όταν ζήτησε με τους Ουκρανούς αρχιερείς το 1991 την ανεξαρτησία της Εκκλησίας του Κιέβου και το 2008 μυστηριωδώς απήλθε  για να καταλάβει  τον πατριαρχικό θρόνο της Μόσχας  ο Κύριλλος Γκουντιάγιεφ, ιδιαίτερος γραμματέας από το 1970 και βοηθός επίσκοπος του Νικοδήμου Ρότωφ γνωστός ως ο «ευλογημένος» πράκτορας υπό της KGB.
Το 1991 κατά την εφαρμογή της ανασυντάξεως της Ρωσικής επικράτειας σε κράτη  οι Ορθόδοξοι κληρικοί της Εσθονίας ζήτησαν την ανασύσταση της «Αυτονομίας» τους του 1923 και καθαιρέθηκαν από τη Μόσχα, γιατί έθιξαν την «Υπερόρια Δικαιοδοσία» που υπερβαίνει τα καθορισμένα   όριά της, υπό των Μεγάλων Συνόδων της Κων/πόλεως του 1590 και του 1583 και δεν συμπίπτουν με την έκταση της σημερινής ρωσικής Ομοσπονδίας. Το κράτος της Εσθονίας ζήτησε κατά τις διεθνείς συνθήκες την τέλεια ανεξαρτησία από τη Μόσχα της τοπικής Εκκλησίας του για τον τερματισμό του διχαστικού  εκκλησιαστικού προβλήματος της χώρας. Η παράταση της εκκλησιαστικής εκκρεμότητος πάντα  κυοφορεί πολλούς πνευματικούς  κινδύνους και το Φανάρι απέστειλε ως τοποτηρητή στην Εσθονία τον από Ναζιανζού επίσκοπο Στέφανο Χαραλαμπίδη το 1997, ζήσαντα ως διακόνου του Ρηγίου Μελετίου  στις Βρυξέλλες το ιδεώδες της ενώσεως των ευρωπαϊκών κρατών.  Ο Τοποτηρητής Στέφανος επιμελήθηκε της εκκλησιαστικής  συγκροτήσεως σε σώμα της  τοπικής Εκκλησίας των Εσθονών  και το 1999 καταστάθηκε και ο κανονικός μητροπολίτης Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας. Αυτό το σημαντικό  γεγονός το ανεγνώρισαν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες,  χωρίς τον ρωσικό παρεμβατισμό της Μόσχας. Όμως η ρωσική πατριαρχία από τον ιστορικό συμβιβασμό του 1943 απόλυτα ελέγχεται από το Κρεμλίνο, και κάθε παρόμοιο αίτημα κράτους απορρίπτεται κατηγορηματικά και τίθεται σε ενέργεια ολοκληρωτικό πρόγραμμα εκμεταλλεύσεως των αδυναμιών του αντιπάλου για τον συνωμοτικού εκμαυλισμό  «των πεινώντων και διψώντων χρήματα και δόξα» με την άσκηση της «ρουβλιωτικής» εξαγοράς η με τις άθλιες και εκβιαστικές «ευρεσιλογίες» περι των «προσωπικών δεδομένων» των ενιστάμενων!  Όμως η υπευθυνότητα  του αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως δεν πολεμάται με αθέμιτες και  πρόστυχες μεθοδεύσεις γιατί  προέρχεται  «άνωθεν και εκ παλαιού» κατά τον πατέρα της Εκκλ. Ιστορίας Καισαρείας Ευσέβιον,2  και οι ανάδελφοι εκβιασμοί των οιησίσοφων  μητραλοίων απλά καρφώνουν καλύτερα και στερεώνουν βαθύτερα τα Δίκαια και Προνόμια της  Αποστολικής Καθέδρας της Πόλεως του Κωνσταντίνου, γιατί αυτά αποτελούν την κλείδα διατηρήσεως της ενότητος της κατ’ Ανατολάς Χριστιανοσύνης.
_______________________________________
1. Εκείθεν και το πρόβλημα περί των έγκυρων χειροτονιών κάθε διωκόμενης παρατάξεως που κατήλθε στις «κατακόμβες» για να διασωθεί και τώρα αυτό το καταχρώνται οι υποτακτικοί της Μόσχας,  ωσάν να είναι αμόλυντοι ευθυνών!
2.  Ευσέβιος Καισαρείας: Migne P.G. τ. 21. στ.279.