Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου, Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ Παναγία εἶναι τό κεφάλαιο ὅλων τῶν θαυμάτων τοῦ Θεοῦ. Ἀποδείχθηκε «ὑψηλοτέρα τῶν Οὐρανῶν καί καθαρωτέρα λαμπηδό-νων ἡλιακῶν», «τῶν φιλοθέων φιλοθεωτέρα καί τῶν ἁγίων ἁγιωτέ-ρα», «τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σε-ραφίμ».
Τά Εὐαγγέλια δέν ἀναφέρουν τίποτε σχετικό μέ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Σ' ἕνα ὅμως ἀπό τά ἐκκλησιαστικά μας βιβλία, τό Μηναῖο τοῦ Αὐγούστου, μέ ἁπλᾶ λόγια σημειώνεται τό θαυμάσιο αὐτό γεγονός: «Τῇ ΙΕ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς σεβασμίας Μετα-στάσεως τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀει-παρθένου Μαρίας». Καί συνεχίζει μέ τό συναξάριο, πού περιέχει ὅλη τήν ὑπόθεση τῆς Μεταστάσεως τῆς Παναγίας, ὅπως διασώζεται ἀπό τήν ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Οἱ ποιητές καί ὑμνωδοί τῆς Ἐκκλησίας μέ βάση τή Γραφή καί τήν Παράδοση προσπαθοῦν ποιητικά νά ἑρμηνεύσουν τό «παράδο-ξον θαῦμα». Ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου παραδίδει τήν πάναγνη ψυχή της, πού ἔγινε «δοχεῖον τοῦ Παναγίου Πνεύματος», στόν Υἱό καί Θεό της. «Νύμφη ἡ τοῦ Θεοῦ Βασίλισσα Παρθένος, τῶν ἐκλεκτῶν ἡ δόξα, καύχημα τῶν παρθένων, πρός τόν Υἱόν μεθίσταται». Καί σέ ἄλλο ὕμνο ὁ ποιητής λέγει: «Ἡ τῶν οὐρανῶν ὑψηλοτέρα ὑπάρχουσα, καί τῶν Χερουβίμ ἐνδοξοτέρα, καί πάσης κτίσεως τιμιωτέρα· ἡ δι' ὑπερβάλ- λουσαν καθαρότητα, τῆς ἀϊδίου οὐσίας δοχεῖον γεγενημένη, ἐν ταῖς τοῦ Υἱοῦ χερσί, σήμερον τήν παναγίαν παρατίθεται ψυχήν...».
Ὁ ἱερός Δαμασκηνός μπροστά στό «παράδοξο θαῦμα» τῆς Κοιμήσεως τῆς Παρθένου, ἐρωτᾶ καί ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος μέ δυό ὑπέρο-χους ὕμνους του, μέ τούς ὁποίους ὑμνεῖ τήν Παναγία καί συγχρόνως διδάσκει καί ἐνισχύει κάθε πιστό. Στόν πρῶτο ἐρωτᾶ μέ εὐλάβεια τήν Παρθένο καί λέγει: «Ἐκ σοῦ ζωή ἀνατέταλκε, τάς κλεῖς τῆς παρθενίας μή λύσασα· Πῶς οὖν τό ἄχραντον, ζωαρχικόν τέ σου σκήνωμα, τῆς τοῦ θανάτου πείρας γέγονε μέτοχον;». Καί στό δεύτερο ὕμνο του ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος μέ ἐρώτηση: «Εἰ ὁ ἀκατάληπτος ταύτης καρπός, δι' ὅν οὐρανός ἐχρημάτισε, ταφήν ὑπέστη, ἑκουσίως ὡς θνη-τός. Πῶς τήν ταφήν ἀρνήσεται, ἡ ἀπειρογάμως κυήσασα;».
Ἄν ὁ εὐλογημένος καρπός τῆς κοιλίας τῆς Θεοτόκου, ὁ Ἰησοῦς, διά τόν Ὁποῖο ἡ Παναγία ἔγινε Οὐρανός καθαρότητος, ἐδοκίμασε τήν τριήμερη ταφή ἀφοῦ καταδέχθηκε νά γίνει θνητός πρόσκαιρα μέ τή θέλησή Του, ἡ Μητέρα Του, πού ἀξιώθηκε νά Τόν γεννήσει μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἀπειράνδρως καί ἀσπόρως», πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀρνηθεῖ τήν ταφή;
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς Κορινθίους ὅτι «ὥσπερ ἐν τῷ Ἀδάμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καί ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» καί πάλι ὅτι «οἱ νεκροί ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καί ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα· δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν». Ἐάν αὐτός ὁ λόγος ἰσχύει γιά κάθε πιστό, πολύ περισσότερο ἰσχύει γιά τήν Θεοτόκο, πού ἀξιώθηκε νά δεχθεῖ στήν παναγία της ψυχή ὅλο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως δέν ἦταν δυνατόν νά παραμείνει τό ἄφθαρτο σῶμα τῆς Θεοτόκου στόν τάφο. Ὁ προφήτης Δαβίδ πρίν ἀπό αἰῶνες μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶδε τήν Μετάσταση τῆς Θεοτόκου καί τή δόξα της στά δεξιά τοῦ Υἱοῦ της καί εἶπε: «Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». Καί ὁ ὑμνογράφος στό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως γράφει: «Τήν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καί προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκίσας ἀειπάρθενον».
Ὁ Κύριος ἐτίμησε τήν Παναγία Μητέρα Του. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νά τήν καλέσει κοντά Του, ἔστειλε καί πάλι τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ νά τῆς ἀναγγείλει, τρεῖς μέρες πρίν ἀπό τήν Κοίμηση, τό χαρούμενο αὐτό γεγονός. Συγχρόνως μέ τό παντοδύναμο νεῦμα Του ἐκάλεσε γύρω της τούς Μαθητές καί Ἀποστόλους Του νά κηδεύσουν τό ἄχραντο σῶμα της. Ὁ ὑμνωδός τῆς ἑορτῆς ἑμηνεύει πῶς τό παντο-δύναμο πνεῦμα τοῦ Θεοῦ συνήθροισε τούς Ἀποστόλους: «Τῇ ἀθανάτῳ σου Κοιμήσει, Θεοτόκε Μήτηρ τῆς ζωῆς, νεφέλαι τούς Ἀποστόλους αἰθερίους διήρπαζον· καί κοσμικῶς διεσπαρμένους, ὁμοχώρους παρέ-στησαν τῷ ἀχράντῳ σου σώματι...».
Μαζί μέ τούς Ἀποστόλους, κατά τήν παράδοση, ἦταν καί ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος, ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος καί ἄλλοι Ἱεράρχες. Κατά θεία οἰκονομία ἀπουσίαζε ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς. Ἡ Παναγία τούς ἀποχαιρετᾶ ὅλους, προσεύχεται γιά τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου, καί ἀνακλίνεται στό νεκροκρέββατο πού εἶχε μόνη της ἑτοιμάσει. Παραδίδει στόν Υἱό της τήν ἁγία της ψυχή. Οἱ Ἀπόστολοι ἐσήκωσαν τό νεκροκρέββατο καί μέ ὕμνους καί ἐπιτάφια ἐγκώμια ἐκήδευσαν στή Γεθσημανῆ τό ἄχραντο σῶμα τῆς Παναγίας, μέ τή συνοδία Ἀγγέλων. Μετά ἀπό τρεῖς μέρες ἦλθε, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ὁ Θωμᾶς καί λυπημένος πού δέν ἀξιώθηκε νά δεῖ καί ἐκεῖνος, ὅλα ὅσα εἶδαν καί ἄκουσαν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι καί νά προσκυνήσει τό ἄχραντο σῶμα τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου, παρε-κάλεσε καί ἄνοιξαν τόν τάφο. Ἀλλά μέ θαυμασμό καί ἀπορία ὅλοι τους ἀντίκρυσαν τόν τάφο ἀδειανό. Ὁ τάφος δέν μπόρεσε νά κρατήσει στά σπλάγχνα του τήν Μητέρα τῆς ζωῆς. Ὁ Υἱός της παρέ-λαβε στά οὐράνια τήν ψυχή καί τό ἀπαφθαρτισμένο σῶμα της.
Ἡ προετοιμασία ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως στὰ Ἱεροσόλυμα ἔγινε μὲ μία ἑορτὴ γύρω ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Κάθισμα» τῆς Θεοτόκου. Πρόκειται περὶ μιᾶς τοποθεσίας τρία μίλα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, καθ᾿ ὁδὸν πρὸς τὴν Βηθλεέμ, ἡ ὁποία συνδέεται μὲ ἀπόκρυφη παράδοση τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου σχετικά μὲ τὴν Θεοτόκο. Ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης ἀναφέρει ὅτι, κατὰ τὸν 5ο αἰώνα στὸ «Κάθισμα» αὐτὸ ἀνοικοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου, ὁ δὲ Θεόδωρος Πέτρας (βιογράφος τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου) μαρτυρεῖ περὶ «μνήμης τῆς Θεοτόκου», ἡ ὁποία ἐτελεῖτο «ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ» γύρω ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο ναό. Οἱ ἑορτολογικὲς ἐξελίξεις ἐμφανίζονται καταιγιστικὲς ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανὸς (450-457 μ.Χ.) ἔκτισε ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου στὴν Γεθσημανῆ. Τρία ἔτη μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸ 460 μ.Χ., ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ ἑορτασμὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὶς 15 Αὐγούστου καὶ στὸν συγκεκριμένο ναὸ καὶ ἐκτοπίζεται ἡ παλαιὰ θεομητορικὴ ἑορτὴ τοῦ «Καθίσματος». Ἡ ἐπισημοποίηση τοῦ ἑορτασμοῦ κατὰ τὶς 15 Αὐγούστου στὰ Ἱεροσόλυμα ἐπισυμβαίνει περὶ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ., διὰ διατάγματος τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρι-κίου (582-602 μ.Χ.), τὸ ὁποῖο περιέβαλε μὲ νομικὴ ἰσχὺ μία μακραίωνη θεομητορικὴ παράδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.