Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Η ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Ο «ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ». ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΟΥΒΑΛ ΝΩΕ ΧΑΡΑΡΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ THE ECONOMIST ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Η ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Ο «ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ». ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΟΥΒΑΛ ΝΩΕ ΧΑΡΑΡΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ THE ECONOMIST ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

  Γιάννης Καμίνης, εντεταλμένος διδάσκων στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σόφιας στη Βουλγαρία.                          

Η Ουκρανική κρίση και ο «νόμος της ζούγκλας». Σχόλιο στο άρθρο του Γιουβάλ Νωέ Χαράρι στο περιοδικό The Economist για την κρίση στην Ουκρανία

Η ιστορία του δυτικού πολιτισμού αποτελεί μαρτυρία του συνεχούς αγώνα για το ιδανικό της ατομικής ελευθερίας. Αναμφίβολα η ιδέα της ατομικής ελευθερίας ανέκαθεν υφίστατο στη Δύση. Αυτό που διαχωρίζει την Ανατολή από τη Δύση είναι κυρίως το γεγονός ότι οι λαοί της Ανατολής δεν υιοθέτησαν στον ίδιο βαθμό την ιδέα των ατομικών ελευθεριών, δεν αμφισβήτησαν καίρια την εξουσία των αρχόντων και ως εκ τούτου δεν δημιουργήθηκε ποτέ το νομικό πλαίσιο για την προστασία του ατόμου από τις αυθαιρεσίες του εκάστοτε τυράννου. Η διαχρονική αξία της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας έγκειται στο γεγονός ότι ήταν η πρώτη, που συνειδητοποίησε τη σημασία και τη σπουδαιότητα των θεσμών, οι οποίοι προστατεύουν την ελευθερία. Η σύγχρονη ιστορική έρευνα έχει εντοπίσει την προέλευση ορισμένων επιστημονικών επιτευγμάτων, τα οποία κάποτε αποδίδονταν στους αρχαίους Έλληνες, σε ανατολικούς πολιτισμούς. Ουδείς όμως αμφισβήτησε τον ισχυρισμό ότι η ιδέα της ατομικής ελευθερίας είχε την αφετηρία της από τις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Τα έργα των Ελλήνων φιλοσόφων και ιστορικών, αποτέλεσαν το λίπασμα για την ανάπτυξη του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, ο οποίος μετά τη μεταστροφή στον Χριστιανισμό έδωσε νέα ώθηση στη διαμόρφωση του υποκειμένου, της ελευθερίας και της ισότητας. Σύγχρονοι μάλιστα ερευνητές διαβλέπουν τις ρίζες της ανάπτυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο φυσικό και εκκλησιαστικό δίκαιο, όπως διαμορφώθηκε στον ύστερο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση. Αναμφίβολα, μετά την ισχυρή ώθηση του Διαφωτισμού, τη φιλοσοφία του laissez-faire και τα πρωτοφανή επιτεύγματα της εποχής του καπιταλισμού, δόθηκε επιπλέον έμφαση στις ατομικές ελευθερίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το αίτημα για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (που αποτελεί τον πυρήνα του σύγχρονου παραδείγματος) διατυπώθηκε με σαφήνεια στη νεωτερικότητα από την αστική τάξη. Σημαντικά ορόσημα της εν λόγω διαδικασίας ήταν η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (1789) και η Αμερικανική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1791). Επιπλέον, η πρόοδος αυτή συνέχιζε να διευρύνεται και να παγιώνεται, φτάνοντας στο αποκορύφωμά της με την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (1948).

Προσφάτως, όμως, κυρίως στις τελευταίες γενιές, φαίνεται ότι για πρώτη φορά στην ιστορία ο κόσμος κυριαρχείται από ελίτ, οι οποίες θεωρούν τον πόλεμο, ως κάτι κακό και παράλληλα, ότι είναι δυνατόν να αποφευχθεί.

Ο Δυτικός πολιτισμός διακρίνεται από ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δεν συναντιούνται σε άλλους πολιτισμούς. Ορισμένα απ’ αυτά είναι η έμφαση στην προστασία της ελευθερίας του ατόμου από τις επεμβάσεις της κυβέρνησης, η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, το κράτος δικαίου, η ανεξαρτησία των δικαστηρίων απ’ την παρέμβαση των διοικητικών αρχών, το habeas corpus (δηλαδή η προστασία του πολίτη από την παράνομη κράτηση και η απαγόρευση δίκης προσώπων που κρατούνται παράνομα), ο δικαστικός έλεγχος των πράξεων της εκάστοτε διοίκησης και η συνακόλουθη αποκατάσταση τυχών ζημιών που υπέστησαν απ’ τα εκάστοτε διοικητικά όργανα οι πολίτες, η ελευθερία του λόγου και του τύπου, ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους και πολλοί άλλοι θεσμοί και αξίες, οι οποίοι εν τέλει αποσκοπούν στον περιορισμό των κυβερνώντων και στη διαφύλαξη της ελευθερίας του ατόμου από τυχόν αυθαιρεσίες του κράτους. Ακριβώς αυτές τις ελευθερίας αποζήτησαν και οι Ουκρανοί θέλοντας να ξεφύγουν απ’ τον σφικτό κλοιό του πουτινικού καθεστώτος, το οποίο όχι μόνο δεν αναγνωρίζει τις αξίες της Δύσης, αλλά επανειλημμένα και με ιδιαίτερο μένος στρέφεται ανά πάσα στιγμή εναντίον τους, εμφανιζόμενο ως ο αντίθετος πόλος, το δήθεν εναλλακτικό «παραδοσιακό» σύστημα, το οποίο αντιτίθεται στις φιλελεύθερες δυτικές αξίες. 

Το λυπηρότερο όμως στην εν λόγω υπόθεση είναι ότι ενώ φαινόταν πως δεν θα υπάρξει άλλος, μεγάλης κλίμακας, πόλεμος, ο οποίος θα συνταράξει την ανθρωπότητα, σήμερα αυτός ο κίνδυνος καραδοκεί περισσότερο απ’ όσο ποτέ. Δικαίως ο Ισραηλινός ιστορικός Γιουβάλ Νώε Χαράρι αναρωτιέται: «Είναι δυνατή η αλλαγή; Μπορούν οι άνθρωποι να αλλάξουν τον τρόπο, με τον οποίο συμπεριφέρονται ή η ιστορία επαναλαμβάνεται ατέρμονα, με τους ανθρώπους να είναι πάντα καταδικασμένοι να αναπαριστούν τις τραγωδίες του παρελθόντος, δίχως τίποτε ν’ αλλάζει εκτός απ’ το εκάστοτε πλαίσιο;», ενώ συνεχίζει παραθέτοντας τις δύο διαφορετικές σχολές σκέψης επί του εν λόγω ζητήματος, η πρώτη: «αρνείται κατηγορηματικά τη δυνατότητα αλλαγής, υποστηρίζοντας ότι ο κόσμος είναι μια ζούγκλα, στην οποία οι ισχυροί κυνηγούν τους αδύναμους και ότι το μόνο πράγμα, που εμποδίζει μια χώρα να κατακτήσει την άλλη είναι η στρατιωτική ισχύς. Έτσι ήταν πάντα και έτσι θα είναι. Όσοι δεν πιστεύουν στο νόμο της ζούγκλας δεν αυταπατώνται απλώς, αλλά θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή τους. Συνεπώς, δεν πρόκειται να επιβιώσουν για πολύ», ενώ η αντίθετη «υποστηρίζει ότι ο λεγόμενος νόμος της ζούγκλας δεν αποτελεί νόμο της φύσης. Οι άνθρωποι τον δημιούργησαν και οι άνθρωποι μπορούν να τον αλλάξουν. Σε αντίθεση με τις δημοφιλείς παρανοήσεις, οι πρώτες σαφείς ενδείξεις ύπαρξης οργανωμένων πολεμικών επιχειρήσεων εμφανίζονται σύμφωνα με την αρχαιολογία μόλις πριν από 13.000 χρόνια. Ωστόσο, ακόμη και για πολύ καιρό μετά υπήρξαν μακρόχρονοι περίοδοι δίχως αρχαιολογικά τεκμήρια, τα οποία να υποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι διεξήγαγαν πολέμους. Σε αντίθεση με το νόμο της βαρύτητας, ο πόλεμος δεν είναι θεμελιώδης νόμος της φύσης. Η ένταση και η ύπαρξή του εξαρτώνται από υφιστάμενους τεχνολογικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, καθώς όμως οι εν λόγω παράγοντες μεταβάλλονται, το ίδιο συμβαίνει και με τον πόλεμο».

Ο Δυτικός πολιτισμός διακρίνεται από ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δεν συναντιούνται σε άλλους πολιτισμούς. Ορισμένα απ’ αυτά είναι η έμφαση στην προστασία της ελευθερίας του ατόμου από τις επεμβάσεις της κυβέρνησης, η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, το κράτος δικαίου, ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους και πολλοί άλλοι θεσμοί και αξίες, οι οποίοι εν τέλει αποσκοπούν στον περιορισμό των κυβερνώντων και στη διαφύλαξη της ελευθερίας του ατόμου από τυχόν αυθαιρεσίες του κράτους. Ακριβώς αυτές τις ελευθερίας αποζήτησαν και οι Ουκρανοί θέλοντας να ξεφύγουν απ’ τον σφικτό κλοιό του πουτινικού καθεστώτος, το οποίο όχι μόνο δεν αναγνωρίζει τις αξίες της Δύσης, αλλά επανειλημμένα και με ιδιαίτερο μένος στρέφεται ανά πάσα στιγμή εναντίον τους, εμφανιζόμενο ως ο αντίθετος πόλος, το δήθεν εναλλακτικό «παραδοσιακό» σύστημα, το οποίο αντιτίθεται στις φιλελεύθερες δυτικές αξίες. 

Κατά τον Χαράρι τα τεκμήρια αυτής της αλλαγής βρίσκονται παντού γύρω μας. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, τα πυρηνικά όπλα μετέτρεψαν το ενδεχόμενο του πολέμου μεταξύ υπερδυνάμεων σε καθαρή παραφροσύνη, η οποία θα οδηγούσε την ανθρωπότητα σε συλλογική αυτοκτονία. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, τα ισχυρότερα κράτη της γης αναγκάστηκαν να εφεύρουν εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών τους. Θεωρώντας το ζήτημα από ιστορική οπτική γωνία, ο Χαράρι επισημαίνει ότι «ενώ οι πόλεμοι μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, όπως για παράδειγμα ο Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος ή ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελούσαν χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιστορίας για αιώνες, τις τελευταίες επτά δεκαετίες, δεν ξέσπασε κανένας άμεσος πόλεμος μεταξύ υπερδυνάμεων». Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι «Κατά την ίδια περίοδο, η παγκόσμια οικονομία μετατράπηκε από μια οικονομία βασισμένη σε πρώτες ύλες, σε μια οικονομία βασισμένη στη γνώση. Εκεί που κάποτε οι κύριες πηγές πλούτου ήταν τα υλικά, περιουσιακά στοιχεία, όπως τα ορυχεία χρυσού, τα χωράφια σιταριού και οι πετρελαιοπηγές, σήμερα η κύρια πηγή πλούτου είναι η γνώση. Ενώ μπορεί κάποιος να κατακτήσει πετρελαιοπηγές με τη βία, δεν μπορεί, ωστόσο, να αποκτήσει τη γνώση με τον ίδιο τρόπο. Κατά συνέπεια η κερδοφορία διά της κατάκτησης έχει ελαττωθεί». Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τον Ισραηλινό ιστορικό, μια σημαντική αλλαγή έχει συντελεστεί στον παγκόσμιο πολιτισμό: «Πολλές πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ στην ιστορία –π.χ. Ούνοι οπλαρχηγοί, Βίκινγκ και Ρωμαίοι πατρίκιοι–, θεωρούσαν τον πόλεμο ως κάτι το θετικό. Ηγεμόνες απ’ τον Σαργών τον Μέγα έως τον Μπενίτο Μουσολίνι, επιδίωκαν να απαθανατιστούν μέσω των κατακτήσεων (ενώ καλλιτέχνες όπως ο Όμηρος και ο Σαίξπηρ ευχαρίστως ικανοποιούσαν τις εν λόγω φαντασιώσεις των ελίτ μέσω της τέχνης τους). Άλλες ελίτ, όπως η χριστιανική Εκκλησία, θεωρούσαν τον πόλεμο κακό, αλλά πολλές φορές αναπόφευκτο και αναγκαίο κακό.

Προσφάτως, όμως, κυρίως στις τελευταίες γενιές, φαίνεται ότι για πρώτη φορά στην ιστορία ο κόσμος κυριαρχείται από ελίτ, οι οποίες θεωρούν τον πόλεμο, ως κάτι κακό και παράλληλα, ότι είναι δυνατόν να αποφευχθεί. Ακόμη και πολιτικοί ηγέτες όπως ο Τζορτζ Μπους και ο Ντόναλντ Τραμπ, για να μην αναφέρουμε την Άνγκελα Μέρκελ ή την πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Άρντερν, είναι εντελώς διαφορετικού τύπου πολιτικοί απ’  τον Αττίλα τον Ούνο ή τον Αλάριχο τον Γότθο. Συνήθως αναλαμβάνουν την εξουσία έχοντας σκοπό τη διενέργεια εγχώριων μεταρρυθμίσεων και όχι κατακτήσεις ξένων εδαφών. Εκτός απ’ αυτό, στον καλλιτεχνικό και πνευματικό τομέα, οι περισσότεροι εκ των κορυφαίων –από τον Πάμπλο Πικάσο μέχρι τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ– είναι περισσότερο γνωστοί για την απεικόνιση της παράλογης φρίκης του πολέμου, παρά για την εξύμνηση των σχεδιαστών της εν λόγω φρίκης». 

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω μεταβολών στο παγκόσμιο γίγνεσθαι είναι ότι τα περισσότερα κράτη –τουλάχιστον μέχρι τώρα– σταμάτησαν να θεωρούν τους επιθετικούς πολέμους χρήσιμο εργαλείο για την προώθηση των συμφερόντων τους και δεν επιβουλεύονται τους γείτονες τους, με σκοπό να προσαρτήσουν τα εδάφη τους. Όπως υποστηρίζει ο Χαράρι «Πράγματι, δεν είναι μόνο η στρατιωτική δύναμη, η οποία εμποδίζει π.χ. τη Βραζιλία να κατακτήσει την Ουρουγουάη ή την Ισπανία να εισβάλει στο Μαρόκο».

Η τυχόν διολίσθηση σε έναν νέο «νόμο της ζούγκλας» θα οδηγήσει όχι μόνο στην απώλεια ανθρώπινων ζωών και στην αμοιβαία καχυποψία αλλά και στην υπονόμευση της συνεργασίας κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο αναφορικά με ζητήματα, όπως η πρόληψη για την κλιματική αλλαγή, η σύσταση νομοθετικού πλαισίου για νέες τεχνολογίες, που μπορεί να είναι επικίνδυνες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η γενετική μηχανή.

Στη συνέχεια του άρθρου του εξετάζει της παραμέτρους της εν λόγω μακράς ειρήνης, την οποία διανύει η οικουμένη μαζί με τη μείωση της βίας μεταξύ των ανθρώπων. «Η εξασθένηση των πολεμικών επιχειρήσεων είναι εμφανής σε πολλές στατιστικές έρευνες. Ήδη μετά το 1945 είναι σχετικά σπάνια η εκ νέου χάραξη διεθνών συνόρων λόγω ξένης εισβολής, ενώ ούτε μία διεθνώς αναγνωρισμένη χώρα δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς από τον χάρτη λόγω εξωτερικής κατάκτησης. Ασφαλώς, δεν έλειψαν άλλα είδη συγκρούσεων, όπως εμφύλιοι πόλεμοι και εξεγέρσεις. Ωστόσο, ακόμη κι αν ληφθούν υπόψη όλα τα είδη συγκρούσεων κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, θα δούμε ότι η φονική βία μεταξύ ανθρώπων έχει οδηγήσει σε θάνατο λιγότερους ανθρώπους απ’ ό,τι οι αυτοκτονίες, τα τροχαία ατυχήματα ή οι ασθένειες, που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Η πυρίτιδα έχε γίνει λιγότερο θανατηφόρα από τη ζάχαρη». Ασφαλώς δεν γνωρίζουμε ακριβώς τα στατιστικά στοιχεία, ενώ υφίστανται διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών. Είναι, όμως, σημαντικό να αντιληφθούμε τη νέα νοοτροπία, που έχει κυριαρχήσει μεταξύ πολλών ηγετών. Όπως υποδεικνύει ο συγγραφέας: «Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της ήταν μια μεγάλη αλλαγή στο ίδιο το νόημα του όρου “ειρήνη” . Στον ρου της ιστορίας, ειρήνη σήμαινε μόνο “την προσωρινή απουσία πολέμου”. Όταν οι άνθρωποι το 1913 έλεγαν ότι υπήρχε ειρήνη μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, εννοούσαν ότι ο γαλλικός και γερμανικός στρατός δεν συγκρούονταν άμεσα, αλλά όλοι γνώριζαν ότι ένας πόλεμος ανάμεσα στις εν λόγω χώρες θα μπορούσε να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή. Παρόλα αυτά τις τελευταίες δεκαετίες η λέξη “ειρήνη” έχει καταλήξει να σημαίνει “το απίθανο ενδεχόμενο του πολέμου”. Για πολλές χώρες, η εισβολή και η κατάκτηση από τους γείτονες έχει καταστεί σχεδόν αδιανόητη». Ασφαλώς, ο Χαράρι ζώντας στη Μέση Ανατολή, γνωρίζει πολύ καλά ότι υπάρχουν εξαιρέσεις στην παραπάνω τάση. Ωστόσο, είναι αδιαμφισβήτητη η αναγνώριση της παραπάνω τάσης, διότι επισημαίνει και τις εξαιρέσεις.            

Σύμφωνα με τον συγγραφέα του άρθρου: «η εν λόγω “νέα ειρήνη” δεν αποτελεί απλά στατιστικό γεγονός ούτε κάποια “χίπικη” φαντασίωση», διότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αισθάνονται αρκετά ασφαλείς, ώστε «να δαπανούν κατά μέσο όρο μόνο το 6.5% του προϋπολογισμού τους για τις ένοπλες δυνάμεις, ενώ παράλληλα, προσφέρουν πολύ περισσότερα για την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και την κοινωνική πρόνοια». Ίσως όλα αυτά τα θεωρούμε δεδομένα, όμως η αλήθεια είναι ότι αποτελούν μια εκπληκτική καινοτομία στην ανθρώπινη ιστορία. Για χιλιάδες χρόνια οι στρατιωτικές δαπάνες απορροφούσαν τους υλικούς πόρους των κυβερνώντων, των κάθε λογής πριγκίπων, πολεμάρχων, σουλτάνων και αυτοκρατόρων. Οι περισσότεροι δεν έδιναν δεκάρα για την εκπαίδευση ή την υγειονομική περίθαλψη των μαζών. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η εξασθένηση της τάσης για πόλεμο δεν προέκυψε από κάποιο θεϊκό θαύμα ούτε επειδή μεταβλήθηκαν οι νόμοι της φύσης, αλλά βασίζεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι έκαναν όπως υποστηρίζει ο Χαράρι «ορθότερες επιλογές και ασφαλώς αυτό είναι αναμφισβήτητα το σπουδαιότερο πολιτικό και ηθικό επίτευγμα του πολιτισμού της νεωτερικότητας». Ωστόσο το γεγονός ότι το εν λόγω επίτευγμα στηρίζεται στη θέληση και την επιλογή των ανθρώπων σημαίνει ότι είναι και αναστρέψιμο. Ο Ισραηλινός ιστορικός προειδοποιεί ότι η «Η τεχνολογία, η οικονομία και ο πολιτισμός συνεχίζουν να μεταβάλλονται. Η ανάπτυξη του κυβερνοπολέμου, των οικονομιών που καθοδηγούνται από την τεχνητή νοημοσύνη και νέων μιλιταριστικών τάσεων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα εποχή πολέμου, χειρότερη από οτιδήποτε έχουμε δει στο παρελθόν. Για να απολαύσουμε την ειρήνη, πρέπει σχεδόν όλοι μας να κάνουμε σωστές επιλογές. Αντιθέτως, μια εσφαλμένη επιλογή εκ μέρους μιας μόνο πλευράς μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η ρωσική απειλή εισβολής στην Ουκρανία πρέπει να προκαλεί σε όλους μας ανησυχία. Αν ξαναγίνει και πάλι κανόνας για τις ισχυρές χώρες να κατατροπώνουν τους ασθενέστερους γείτονές τους, αυτό θα επηρεάσει τον τρόπο, με τον οποίο αισθάνονται και συμπεριφέρονται όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη. Το πρώτο και πιο προφανές αποτέλεσμα μιας επιστροφής στο νόμο της ζούγκλας θα είναι η απότομη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών εις βάρος όλων των άλλων. Τα χρήματα, που θα έπρεπε να πηγαίνουν σε δασκάλους, νοσοκόμους και κοινωνικούς λειτουργούς, θα ξοδευτούν αντ’ αυτού σε τανκς, πυραύλους και κυβερνοεπιθέσεις». 

Παρά τον εθισμό της ιστορίας, την εξοντωτική φτώχια, τα φαινομενικώς ανυπέρβλητα εμπόδια, οι Ουκρανοί εγκαθίδρυσαν μια δημοκρατία. Στην Ουκρανία, σε αντίθεση με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης αντικατέστησαν επανειλημμένα τους εν ενεργεία κατόχους της εξουσίας. Όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την απειλή της απολυταρχίας το 2004 και το 2013, οι Ουκρανοί εξεγέρθηκαν δύο φορές για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους.

Η τυχόν διολίσθηση σε έναν νέο «νόμο της ζούγκλας» θα οδηγήσει όχι μόνο στην απώλεια ανθρώπινων ζωών και στην αμοιβαία καχυποψία αλλά και στην υπονόμευση της συνεργασίας κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο αναφορικά με ζητήματα, όπως η πρόληψη για την κλιματική αλλαγή, η σύσταση νομοθετικού πλαισίου για νέες τεχνολογίες, που μπορεί να είναι επικίνδυνες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η γενετική μηχανή. Όπως επισημαίνει ο Χαράρι «καθώς τόσο η κλιματική αλλαγή όσο και η κούρσα εξοπλισμών με όπλα τεχνητής νοημοσύνης εντείνονται, η απειλή ένοπλων συγκρούσεων θα αυξηθεί περαιτέρω, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο, που μπορεί μάλιστα να καταδικάσει το ανθρώπινο είδος».

Πράγματι, αν πιστεύουμε ότι η ιστορική αλλαγή είναι αδύνατη και ότι η ανθρωπότητα τελικά δεν εγκατέλειψε ποτέ το «νόμο της ζούγκλας», τότε η μόνη επιλογή που μας απομένει είναι να παίζουμε το ρόλο του θηρευτή ή του θηράματος. Με δεδομένη μόνο μια τέτοια επιλογή, οι περισσότεροι ηγέτες κρατών θα προτιμούσαν να μείνουν στην ιστορία ως «κυνηγοί» και «αρπακτικά», προσθέτοντας τα ονόματά τους στον ζοφερό κατάλογο των κατακτητών, τον οποίο θα είναι καταδικασμένοι οι μελλοντικοί μαθητές να αποστηθίζουν στο μάθημα της ιστορίας. Ο συγγραφέας του άρθρου αναρωτιέται όμως «μήπως η αλλαγή είναι δυνατή; Μήπως ο νόμος της ζούγκλας δεν είναι παρά μια επιλογή κι όχι νομοτέλεια;». Αν έχουν έτσι τα πράγματα, κάθε ηγέτης, ο οποίος επιλέγει να κατακτήσει τον γείτονά του θα γίνει περιβόητος, ξεπερνώντας και τον Ταμερλάνο. Τελικά «θα μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος, που κατέστρεψε το μεγαλύτερο επίτευγμά μας. Εκεί που νομίζαμε ότι βγήκαμε απ’ τη ζούγκλα, αυτός μας τράβηξε πάλι μέσα». 

Ο Χαράρι κλείνει το άρθρο του με έναν συγκινητικό επίλογο, τον οποίο αφιερώνει εξ ολοκλήρου στην Ουκρανία και στο λαό της· έναν λαό ο οποίος παρά τις δυσχέρειες και τα προβλήματα, αποζήτησε τη δημοκρατία, προτίμησε τις δυτικές αξίες των ατομικών ελευθεριών και της δικαιοσύνης και όχι τον ανατολίτικο δεσποτισμό που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Πούτιν και στη σημερινή Ρωσία. «Δεν γνωρίζω τι θα συμβεί στην Ουκρανία. Αλλά ως ιστορικός πιστεύω στην δυνατότητα της αλλαγής. Δεν νομίζω ότι πρόκειται για αφέλεια – αντιθέτως, είναι ρεαλισμός. Η μόνη σταθερά της ανθρώπινης ιστορίας είναι η αλλαγή, κι αυτό είναι κάτι που ίσως μπορούμε να μάθουμε από τους Ουκρανούς. Για πολλές γενιές, οι Ουκρανοί γνώριζαν μόνο τυραννία και βία. Υπέμειναν δύο αιώνες τσαρικής απολυταρχίας (η οποία τελικά κατέρρευσε εν μέσω των κατακλυσμιαίων αλλαγών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Μια σύντομη απόπειρα ανεξαρτησίας συντρίφτηκε γρήγορα από τον Κόκκινο Στρατό, ο οποίος επανάφερε τη ρωσική κυριαρχία. Στη συνέχεια οι Ουκρανοί βίωσαν τον τρομερό, ανθρωπογενή λιμό του Γολοντομόρ, τη σταλινική τρομοκρατία, τη ναζιστική κατοχή, καθώς και δεκαετίες ψυχοφθόρου κομμουνιστικής δικτατορίας. Όταν η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, η ιστορία φαινόταν να εγγυάται ότι οι Ουκρανοί θα ακολουθούσαν και πάλι το δρόμο της βάναυσης τυραννίας – τι άλλο γνώριζαν άλλωστε;

Ωστόσο, επέλεξαν διαφορετικά. Παρά τον εθισμό της ιστορίας, την εξοντωτική φτώχια, τα φαινομενικώς ανυπέρβλητα εμπόδια, οι Ουκρανοί εγκαθίδρυσαν μια δημοκρατία. Στην Ουκρανία, σε αντίθεση με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης αντικατέστησαν επανειλημμένα τους εν ενεργεία κατόχους της εξουσίας. Όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την απειλή της απολυταρχίας το 2004 και το 2013, οι Ουκρανοί εξεγέρθηκαν δύο φορές για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους. Η δημοκρατία τους είναι κάτι καινούργιο. Το ίδιο και η “νέα ειρήνη”. Αμφότερες είναι ευάλωτες και μπορεί να μη διαρκέσουν για πολύ, αλλά είναι επίσης πιθανό να ριζώσουν βαθιά. Κάθε παλιό πράγμα ήταν κάποτε καινούριο, τα πάντα εξαρτώνται από τις επιλογές των ανθρώπων». 


Ο Γιάννης Καμίνης είναι εντεταλμένος διδάσκων στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σόφιας στη Βουλγαρία.

To άρθρο του Γιουβάλ Νωέ Χαράρι δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Economist.

H φωτοφραφία αποτυπώνει στιγμιότυπο σύγκεντρωσης Ουκρανών στην πλατεία Μεϊντάν του Κιεβού που διαδηλώνουν κατά της Ρωσικής επιθετικότητας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.