Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ΛΟΥΚΑ: ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ. 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ´ ΛΟΥΚΑ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νεοφύτου, 21 Ἰανουαρίου 2024, (Αριθμ. 64Α)

Α. 1. Με την Απόδοση της εορτής των Θεοφανείων κλείνει η περίοδος κατά Κυριακάς, που άρχισε με την Κυριακή Προ της Γεννήσεως του Χριστού, και επανέρχεται και πάλι η αρίθμηση των Κυριακών εκ του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου, η οποία είχε διακοπεί με την ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ´ ΛΟΥΚΑ, Τῶν Ἁγίων Προπατόρων. Από τη 15η Ιανουαρίου έως την 9η Φεβρουαρίου, Απόδοση της εορτής της Υπαπαντής, η περίοδος σημαίνεται από τις Καταβασίες της Υπαπαντής, κυρίως ως προχειρισμός της εορτής, ως εξαγγελία ενός γεγονότος που έρχεται, και η Εκκλησία προετοιμάζει τους χριστιανούς γι᾽ αυτό. Τον προχειρισμό της Υπαπαντής σημαίνουν επίσης οι διπλές Καταβασίες κατά τις εορτές των μεγάλων Αγίων, οι εἱρμοί των Καταβασιών της Υπαπαντής «Χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος, ἐπεπόλευσέ ποτε· ὡσεὶ τεῖχος γὰρ ἐπάγη, ἑκατέρωθεν ὕδωρ, λαῷ πεζοποντοποροῦντι, καὶ θεαρέστως μέλποντι. ᾌσωμεν τῷ Κυρίῳ· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται[1]», ο κανόνας της Μικράς Παρακλήσεως και το Κοντάκιο της Υπαπαντής «Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἠμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ᾽ εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὖς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος», γεγονότα και σημεία ενός συνεχούς υπομνηματισμού του μυστηρίου της Θείας Ενανθρωπήσεως και της μαρτυρίας της Θεοτόκου περί του σωματουμένου[2] Λόγου, οὐσιωδῶς, ήτοι πραγματικώς, κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας. Υπογραμμίζεται για μια φορά ακόμη ότι στον ενιαύσιο κύκλο της λατρευτικής πράξης της Εκκλησίας καμία ημέρα δεν είναι αυτονομημένη, τα πάντα συνέχονται από το Λόγο του Θεού, καθώς εκδιπλώνεται το μυστήριο της Θείας Οικονομίας «σήμερον» και στους ατέλειωτους αιώνες μετά πάντων των απ᾽ αιώνος Αγίων, ως μία διαρκής εξαγγελία και επαγρύπνηση «ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν».

2. Μετά τα Φώτα και μέχρι την Υπαπαντή η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη μιας σειράς εγκρίτων Πατέρων και ασκητών και Μαρτύρων της Εκκλησίας της περιόδου των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι ερμήνευσαν τη βαπτισματική ομολογία στον Τριαδικό Θεό και την ένσαρκη οικονομία του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός, με συμμετοχή στις Οικουμενικές Συνόδους, ή με ερμηνευτική χρήση των υπομνημάτων τους από τη συνοδική πράξη της Εκκλησίας, όπως οι Άγιοι Γρηγόριος Νύσσης, Αββάδες Σινά και Ραϊθώ, Όσιος Αντώνιος ο Μεγάλος, καθηγητής των μοναστών Αιγύπτου, οι Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, πατριάρχες Αλεξανδρείας, Μακάριος ο Όσιος, ο Αιγύπτιος, σήμερα ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Απόστολος Τιμόθεος, οι Άγιοι Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως και Εφραίμ ο Σύρος, Άγιοι από όλες τις περιοχές, όπου αναδύθηκαν εν πολλοίς οι πρώτες εκκλησιαστικές κοινότητες, και λαμπρύνονται αυτές από τη δράση αυτών των Αγίων. Με τη χρήση των κειμένων από τους μεγάλους αυτούς Πατέρες της Εκκλησίας, ενισχύεται η συνοδική πιστοποίηση του κριτηρίου της πατερικής παραδόσεως, υπό τον όρο χρήσεις των Αγίων Πατέρων, εν είδει Ανθολογίου, περί της μαρτυρίας της Ορθοδόξου Πίστεως και της βαπτισματικής ομολογίας.

3. α. Ο σήμερον εορταζόμενος Άγιος, ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662), είναι ένας Άγιος στον οποίο συνδυάζεται η ασκητική πράξη και η ομολογία του Συμβόλου της Πίστεως κατά τις ερμηνευτικές συνοδικές διατυπώσεις των Οικουμενικών Συνόδων Γ´ και Δ´ στην Έφεσο και τη Χαλκηδόνα με τη λειτουργική χρήση του όρου Θεοτόκος για την Παναγία και την ομολογία της ενότητος του μυστηρίου της Αποκαλύψεως του προαιωνίου Υιού και Λόγου του Θεού «σαρκί», του ενός και του αυτού Κυρίου της κτίσεως, αποκαλυφθέντος ασάρκως στους Προφήτες, ενσάρκως, εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, στους Μαθητές και Αποστόλους και Πνευματικώς, ορωμένου και μετεχομένου στην Εκκλησία των Αποστόλων της συμπαρεκτεινόμενης Πεντηκοστής.

β. Ο βίος του Αγίου Μαξίμου μάς είναι αρκούντως γνωστός και θαυμαστός, η δε θεολογική του συμβολή συνοψίζεται αφενός μεν στο Κοντάκιο: «Τὸν τῆς Τριάδος ἐραστὴν καὶ Μέγαν Μάξιμον, τὸν ἐκδιδάξαντα τρανῶς πίστιν τὴν ἔνθεον, τοῦ δοξάζειν τὸν Χριστόν, φύσεσιν ἐν δύω, ἐνεργείαις τε διτταῖς ὡς καὶ θελήσεσιν, ἐπαξίως οἱ πιστοὶ ἀνευφημήσωμεν, ἀνακράζοντες· Χαῖρε κήρυξ τῆς Πίστεως», αφετέρου στα τέσσερα τροπάρια του Κανόνα της ζ´ Ωδής Μίαν φύσιν Τριάδος, μίαν θέλησιν ἔφης, μίαν ἐνέργειαν· Θεοῦ δὲ σαρκωθέντος, δύο φύσεις θελήσεις, ἐνεργείας, ἐκήρυξας· ὁ τῶν Πατέρων Θεός, βοῶν εὐλογητός εἶ./ Οὐ θελήματα δύω, διαιρούμενα γνώμης ἐναντιότητι, ποιότητι δὲ μᾶλλον, ἀνεκήρυξας Πάτερ, φυσικῇ διαφέρόντα· Ὁ τῶν Πατέρων Θεός, βοῶν εὐλογητὸς εἶ./ Στήλην ὀρθοδοξίας, τοὺς ἐνθέους σου λόγους, Πάτερ κατέχοντες, τὸν ἕνα τῆς Τριάδος, ἐν δυσὶ ταῖς οὐσίαις, καὶ θελήσεσι σέβομεν· Εὐλογητὸς εἶ Χριστέ, αὐτῷ ἀναβοῶντες./ Δύο, Πάτερ, εἰδότες, ἐνεργείας τοῦ οἴκτῳ, σεσαρκωμένου Θεοῦ, διττὰς αὐτεξουσίους, θελήσεις διδαχθέντες, ὑπὸ σοῦ ἀναμέλπομεν· Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητός εἶ»), ποίημα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, όπου συντίθεται η πίστη στον Τριαδικό Θεό και ο τρόπος της ενανθρωπήσεως του Λόγου, ως ερμηνευτική πρόταση του άρθρου του Συμβόλου της Πίστεως «σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα», όπως ερμηνεύθηκε από τον Άγιο Μάξιμο και ενσωματώθηκε στη συνοδική πράξη της ΣΤ´ Οικουμενικής Συνόδου (680/81) κατά του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού.

γ. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον Κανόνα προς τιμήν του Αγίου ονομάζει τον Άγιο Μάξιμο φιλόσοφο και θεόσοφο, που μπορεί να κατανοηθούν ως εξής: ότι ο Άγιος Μάξιμος υπήρξε ένας άνθρωπος με λογιοσύνη ελληνική, όπως καλλιεργείτο αυτή στο Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας, πλάι στο Παλάτι της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στα μοναστήρια της, και λογιοσύνη εκκλησιαστική, κατά την οποία η πράξη η νηπτική είναι επίβαση θεωρίας. Μεγαλωμένος ο Άγιος Μάξιμος στην Κωνσταντινούπολη και αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηράκλειου γνωρίζει από πρώτο χέρι όλη τη λειτουργική πράξη του Πατριαρχείου και της αυτοκρατορικής αυλής, γι᾽ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι γράφει το έργο του «Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου πρὸς Θωμᾶν τὸν ἡγιασμένον» ως μία σύνθεση και ερμηνεία της θεολογικής κηρυγματικής του κατεξοχήν Θεολόγου πατέρα Αγίου Γρηγορίου, που οι Λόγοι του διαβάζονταν στις Παννυχίδες στη Μεγάλη Εκκλησία και τους πατριαρχικούς ναούς της Παναγίας των Χαλκοπρατείων και των Βλαχερνών (και ασφαλώς και σε όλες τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της Κωνσταντινούπολης), πράγμα που περνάει, εξάλλου, και στα μεταγενέστερα Μηνολόγια και ιδίως τα αυτοκρατορικά, και της λειτουργικής ερμηνευτικής των Αρεοπαγιτικών κειμένων, καθώς μετά το 532 τα λειτουργικά κείμενα προσάγονται ως κριτήριο Ορθοδοξίας. Έτσι στον Άγιο Μάξιμο η Θεία Λειτουργία, που φέρεται με το όνομα Μυστική Θεολογία σύμφωνα με τα Αρεοπαγικά κείμενα τα αποδιδόμενα στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη (που δεν έχει σχέση ο όρος με τη μυστική θεολογία των μεθοδιστών και των Ρώσων θεολόγων, ούτε με τη μυστική θεολογία κατά παρερμηνεία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης από τους ίδιους κύκλους), εδράζεται στην ερμηνευτική του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, οι Λόγοι του οποίου ήταν οικείοι σε όλο το εκκλησίασμα της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και η μουσική αναπαραγωγή τους στους Κανόνες Χριστουγέννων και Πάσχα από τους παραδελφούς Αγίους Ιωάννη το Δαμασκηνό και Κοσμά και η ευρεία διάδοσή τους, όχι κειμενικά, όπως νομίζουν οι σύγχρονοι θεολόγοι του σπουδαστηρίου, αλλά λειτουργικά ως ψάλσιμο από όλους τους Ορθόδοξους, από όλο τον απλό κόσμο και τους μοναχούς. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειώσω ότι με το λειτουργικό εμπλουτισμό των Αρεοπαγιτικών κειμένων από τον Άγιο Μάξιμο διευρύνεται η ερμηνεία της ανατροπής του αρχαιοελληνικού κοσμοειδώλου, όπως είχε ανατραπεί από τον Άγιο Αθανάσιο και τους Καππαδόκες Πατέρες με μία ιεράρχηση των πάντων πέραν του χρόνου, στους άπειρους αιώνες της θείας χάριτος: ο Ενανθρωπήσας Λόγος είναι αρχή και μέση και τέλος και όλα τα όντα μετέχουν στη δημιουργική, τη ζωοποιό, τη σοφοποιό και τη θεοποιό ενέργεια του Τριαδικού Θεού κατά το λόγο υπάρξεως, όμως, του καθένα, εκκλησιαζόμενα στη θεία φωτοείδεια, που για τα αποστατικά λογικά όντα είναι κολασμός ως παρυποστάσεις.

 

Β. 1. Το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα προέρχεται από την Επιστολή Προς Κολοσσαείς του Αποστόλου Παύλου και συμπίπτει να είναι το αυτό με το καθορισθέν ειδικώς από το Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας[i] για την Κυρακή ΙΑ´ ΛΟΥΚΑ, Τῶν Ἁγίων Προπατόρων. Η Επιστολή Προς Κολοσσαείς είναι μια μικρή Επιστολή, η οποία αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια. Οι αποδέκτες της Επιστολής δεν έχουν προσωπική γνωριμία με τον Απόστολο Παύλο, ο ίδιος, όμως, είναι γνωστός στις Αποστολικές κοινότητες των Εθνών της Μεσογείου και ενδότερα της Μικράς Ασίας. Σ᾽ αυτήν την Επιστολή ο Απόστολος Παύλος ομιλεί ως ο Απόστολος του Χριστού και της Εκκλησίας. Πρόκειται για ένα λόγο επίκαιρο σε κάθε εποχή και συνοπτικό του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας από κτίσεως κόσμου και αποκαλύψεως του Θεού, («εἰς ἐπίγνωσιν τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καὶ πατρὸς καὶ τοῦ Χριστοῦ», Κολοσ. β´, 2), που διενεργείται διά Ιησού Χριστού, του προ των αιώνων Υιού του Θεού Πατρός, και για τα αποτελέσματα της πίστης στη ζωή των χριστιανών και του κόσμου, ως άρση της αρχαίας αποστασίας, καθαίρεση των αντίθεων δυνάμεων και κάθε ειδωλικού πνεύματος, αναίρεση κάθε κοινωνικής και φυλετικής διακρίσεως, η οποία διασπά την ενότητα του ανθρώπινου γένους, ή που αφήνει περιθώρια εκμετάλλευσης και καταδυνάστευσης του ανθρώπου από άλλο άνθρωπο, όπως συμβαίνει ιδίως στις ημέρες μας, που η καταδυνάστευση των ανθρώπων γίνεται αδιόρατα από τον καθημερινό άνθρωπο, και η υποκρισία των ισχυρών επιβάλλεται με τρόπο που καγχάζει δαιμονικά προ προσώπου της οικουμένης.

2. Ειδικότερα, το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα έχει ως νοηματικό άξονα το σκοπό και τα αποτελέσματα του θεοφανικού έργου του Χριστού για τον άνθρωπο. Η επιλογή του υποδεικνύει την εορτή των Χριστουγέννων, ενώ ο τελευταίος στίχος ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός») επεκτείνει την εσωτερική υπόδειξη στο γεγονός της Πεντηκοστής κατά την ομιλία του Αποστόλου Πέτρου ενώπιον του πλήθους των πιστευσάντων εκείνην την ημέρα, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκευτικής προελεύσεως και κοινωνικής καταστάσεως. Επιπλέον, ο Απόστολος Παύλος διακρίνει το ανθρώπινο γένος κατά τις δύο φάσεις της πορείας του μετά την προπατορική αποστασία, στον καιρό της ειδωλολατρίας και στον εν Χριστώ άνθρωπο, περιγράφοντας τα αποτελέσματα της βιωτής του. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ειδωλολατρία δεν είναι απλώς οι τυπικές θεουργικές πράξεις λατρείας των ειδώλων αλλά όλος ο εντός ανθρώπου ειδωλικός κόσμος, οι εμπαθείς λογισμοί του πεπτωκότος «παλαιού» ανθρώπου, των «υἱῶν τῆς ἀπειθείας», πορνεία, ακαθαρσία, πάθη, κακές επιθυμίες και κυρίως η πλεονεξία, που δημιουργούν οργή, θυμό, κακία, βλασφημία, αισχρολογία και ψεύδη και οδηγούν τον άνθρωπο στη διάπραξη του κακού εναντίον των συνανθρώπων του («σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ»). Ασφαλώς δεν υπάρχει ο διάβολος ως αυτοτελής ύπαρξη, υπάρχουν οι δαιμονικοί εμπαθείς λογισμοί των λογικών όντων και οι δαιμονικές πράξεις των λογικών όντων, που η έκπτωσή τους από τη γνώση του Θεού και την αποστασία δημιουργούν είδωλα και λατρεία τους στη θέση του Θεού. Πρόκειται για τη σατανική αυτοαποθέωση του εγκλωβισμένου στην ιδιοτέλεια και την πλεονεξία ανθρώπου, στην αυτολατρεία του, στην απόλυτη ακοινωνησία με το συνάνθρωπό του και το Θεό ως δημιουργό και εγγυητή της ενότητος του σύμπαντος κόσμου. Στον ειδωλικό κόσμο του αυτοκαταστρεφόμενου μεταπατορικού ανθρώπου ο Χριστός, ως ένσαρκος Λόγος, εισέρχεται στην ιστορία του ανθρώπινου γένους «δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν», ξαναδημιουργεί τον άνθρωπο «κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν», ενώνει τα διεστώτα, καταργώντας όλες τις συμβάσεις της διαίρεσης της ανθρώπινης ιστορίας, ή με απλά λόγια όλες τις μεταπατορικές αμαρτίες. Πρόκειται για την κατάργηση της ειδωλολατρίας και την έλευση της βασιλείας του Θεού ως δυναμικής πραγματικότητας της ιστορίας και πορείας προς τα έσχατα, και εις τους αιώνας των αιώνων, όπως εκφαίνεται με τη φωτοείδεια του βαπτισμού του Χριστού, την αρχή του κηρύγματός του σε όλα τα Έθνη ως του Κυρίου της Δόξης και πάσης της κτίσεως δημιουργού. Γι᾽ αυτό μία εσχατολογία ανεξάρτητη από τη δημιουργία του σύμπαντος κόσμου και την ιστορική του πορεία, όπου κυριαρχεί η θεοφανική συνεκτική παρουσία του Τριαδικού Θεού, είναι ειδωλολατρία, και γι᾽ αυτό η σωτηρία είναι κοινή και όχι ατομική υπόθεση και αφορά σε όλους τουυς ανθρώπους, ζώντες και κεκοιμημένους.

3. Αυτός, λοιπόν, που δημιουργεί τα πάντα και τον άνθρωπο, φέρνοντάς τα στο φως, χαρίζοντας την ύπαρξη, αυτός ο ίδιος μπορεί να τα αναπλάσσει, κατά τον οικείο λόγο υπάρξεως εκάστου όντος. Έτσι ο άνθρωπος, έχων έλλογο ψυχή, καρδία, ως κέντρο της ζωής, καλείται να δεχθεί το φωτισμό, τον ανακαινισμό του βαπτίσματός του εν Χριστώ, να αφεθεί στα χάρη του Θεού, να γίνει δεκτικός, να φωτισθεί ο νους και η καρδία του, ώστε να καταυγασθεί από το φως του Χριστού, να γίνει ενεργούμενος από την άκτιστη χάρη τουΧριστού, κατά την παράδειξη της δόξας του ως όντος Θεανθρώπου: «ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ». Μάλιστα, ο Απόστολος Παύλος είναι ακριβής επισημαίνοντας ότι η όποια προκοπή του ανθρώπου δεν προέρχεται από τις δικές του ικανότητες, αυτό θα ισούτο με την προπατορική ύβρη, μια ειδωλική ισοθεΐα, αλλά είναι δωρεά του Δημιουργού και Κυρίου της δόξης Ιησού Χριστού, που την παρέδειξε στους ανθρώπους όχι εξωτερικά αλλά στην ιδία αυτού ανθρώπινη φύση πραγματικά, γιατί πραγματικά ενηνθρώπησε. Γι᾽ αυτό ο Απόστολος Παύλος λέγει: «ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν», μη νομίσει, δηλαδή, ο άνθρωπος ότι η προκοπή του και η όποια πορεία του είναι ένα ατομικό του κατόρθωμα, κάτι που το δικαιούται, όπως και η σωτηρία του είναι κάτι που το αξίζει, αλλά είναι άκτιστη δωρεά, και γι᾽ αυτό η δόξα ανήκει στο Θεό, που δοξάζει τους δοξάζοντες αυτόν, που διακρατώνται από τη χάρη του Θεού, που αφήνουν τη χάρη του Θεού να καταυγάσει την καρδία τους με το φωτισμό της γνώσεως του Κυρίου της δόξης.

4. Πολύ νωρίς στη γλώσσα της νηπτικής πράξης και της κηρυγματικής ερμηνευτικής με το φωτισμό δηλώνεται το στάδιο που ο πιστός έχει προχωρήσει από το στάδιο της μετανοίας και της απαλλαγής από τα φθοροποιά πάθη και έχει αφεθεί στη χάρη του Θεού, γενόμενος φως στους γύρω του, απαλλαγμένος από την εγωπάθεια και την ατομική συστροφή, μία διαρκή εγρήγορση με την αδιάλειπτη επίκληση του ονόματος του Χριστού μονολογίστως, όπως μαρτυρούν αργότερα οι ησυχαστές Πατέρες του Αγίου Όρους, ζώντας στο φως των θεοφανικών γεγονότων της αποκαλύψεως του Λόγου από κτίσεως κόσμου «νῦν καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

5. Μία ανάλογη νηπτική πράξη απαντά αισθητικά στην Ορθόδοξη Αγιογραφία, κατά την οποία τα πρόσωπα του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων Αγγέλων, των απ᾽ αιώνος Αγίων του Θεού μετά το πρόπλασμα «φωτίζονται» βαθμιαία με αλλεπάλληλα «φωτίσματα» με το «γλυκασμό» και τα ψιμύθια και κατ᾽ αναλογία τα ενδύματα και τα άμφια και αναλόγως το φως του Θεού ως ακτίς και χείρ Κυρίου και συμπαντικός καταυγασμός στα θεοφανικά γεγονότα του Ενανθρωπήσαντος Λόγου και ως πύρινες γλώσσσες στην εικόνα της Πεντηκοστής.

 

Γ. 1. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα προέρχεται από μία περιοδεία του Χριστού προς τα Ιεροσόλυμα και ενώ περνούσε «διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας» (Λουκ. ιζ´, 11). Στη συνάντηση με τους δέκα λεπρούς στην είσοδο κάποιας κωμόπολης, που ζούσαν σαν εξόριστοι έξω από αυτήν και η θεραπεία τους με το λόγο, όχι γιατί ο Χριστός δεν έδειξε διάθεση προσεγγίσεώς τους, αλλά γιατί οι ίδιοι, καταταλαιπωρημένοι σε άκρα απόγνωση και ταπείνωση για την άσχημη κατάστασή τους, «ἔστησαν πόρρωθεν», ζητώντας με δυνατή φωνή να τους ελεηθεί ο Χριστός: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς», τίθεται το θέμα της αποδοχής του κηρύγματος του Χριστού, όπως και της πραγματικής πίστης τόσο από τους Ιουδαίους όσο και από τους αλλογενείς. Μετά την επίδειξή τους στους ιερείς για την πιστοποίηση ότι είναι καθαροί από τη λέπρα, «ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ» μόνο ένας, που ήταν αλλογενής Σαμαρείτης, πράγμα το οποίο σημειώνει ο Χριστός, επαινώντας την πίστη του, αν και αλλογενής. Το Ανάγνωσμα κατακλείεται με τη συζήτηση του Χριστού με τους Φαρισαίους, οι οποίοι, με ένα τραγικό τρόπο αρνούμενοι τη θεοσημία επί των λεπρών, έπιασαν κουβέντα με το Χριστό, για να τον εξετάσουν τί ξέρει για τα σημεία της ελεύσεως της βασιλείας του Θεού, προφανώς κατά τις προφητικές καταγραφές, ουσιαστικώς, όμως, με ένα άκρως υποκριτικό τρόπο προσπάθησαν να μειώσουν τη θεοσημία, αρνούμενοι ότι ο Χριστός ενήργησε ως Θεός, γι᾽ αυτό  και ο Χριστός τους απαντά με ένα σκληρά ειρωνικό τρόπο: «ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν». Είναι σαν και να τους λέγει ότι έχουν αναγάγει σε θεό τον εαυτό τους, όπως έκαναν κατά την αποστασία τους ο Αδάμ και η Εύα, και δεν έχουν καμία ανάγκη από τη βασιλεία του Θεού, όπως όλοι οι εγωπαθείς αρρωστημένοι άνθρωποι. Σε αντίστιξη με τους άρρωστους σωματικά λεπρούς και τη μειωμένη ανταπόκριση στην ευχαριστία ως δωρεά του Θεού κατά τη δεκτικότητά τους, οι πραγματικά άρρωστοι, εμμένοντες στη φθοροποιό αποστασία, αποδεικνύονται οι Φαρισαίοι, οι οποίοι έχουν ειδωλοποιήσει τον εαυτό τους, ενώ ένας αλλογενής Σαμαρείτης δέχεται τη δωρεά της σωτηρίας.

2. Το περιστατικό της θεοσημίας με τη θεραπεία των δέκα λεπρών συνοψίζει αφενός μεν τον οικουμενικό και άνευ συμβατικών διακρίσεων του κηρύγματος του Χριστού, της αποκαλύψεώς του ως του Ζώντος Θεού όλων των ανθρώπων, αφετέρου δε, με τη μη ανταπόκριση του παλαιού Ισραήλ κατά την πατρώα κλήση, αρχίζει να συνάγεται ο νέος Ισραήλ  των Εθνών της πίστεως εν Χριστώ.

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Κολοσ. γ´, 4-11: «4 ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ὑμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. 5 Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, 6 δι᾽ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, 7 ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· 8 νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· 9 μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ 10 καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, 11 ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. ιζ´, 12-19: «12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, 13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. 14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. 15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, 16 καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. 17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; 18 οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; 19 καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. 20 Ἐπερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπεκρίθη αὐτοῖς καὶ εἶπεν· Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, 21 οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἤ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν».



[1]. Πολύ χαρακτηριστική του προχειρισμού της εορτής της Υπαπαντής ο ειρμός της δ´ Ωδής: «Ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετή σου, Χριστέ· τῆς κιβωτοῦ γὰρ προελθών, τοῦ ἁγιάσματός σου, τῆς ἀφθόρου Μητρός, ἐν τῷ ναῷ τῆς δόξης σου, ὤφθης ὡς βρέφος ἀγκαλοφορούμενος, καὶ ἐπληρώθη τὰ πάντα τῆς σῆς αἰνέσεως».

[2]. «Ὡς εἶδεν Ἡσαΐας συμβολικῶς, ἐν θρόνῳ ἐπηρμένῳ Θεόν, ὑπ᾿ Ἀγγέλων δόξης δορυφορούμενον, ὦ τάλας! ἐβόα, ἐγώ, πρὸ γὰρ εἶδον σωματούμενον Θεόν, φωτὸς ἀνεσπέρου, καὶ εἰρήνης δεσπόζοντα», ειρμός της ε´ Ωδής.



[i]. «Δεῖ δὲ εἰδέναι ὅτι τῇ κυριακῇ πρὸ τῶν ἁγίων πατέρων Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἀναγινώσκεται ὁ ἀπόστολος πρὸς Κολοσσαεῖς· Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τέλος· καὶ ἐν πᾶσι Χριστός».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.