Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ´ ΛΟΥΚΑ)


Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ. 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ´ ΛΟΥΚΑ, Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου, Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐτροπίου, Κλεονίκου καὶ Βασιλίσκου, 3 Μαρτίου 2024, (Αριθμ. 2Ν1)

Α. 1. Εφέτος μαζί με την Κυριακή της παραβολής του Ασώτου τελείται και η μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ευτροπίου, Κλεονίκου και Βασιλίσκου. Σημειωτέον ότι το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα είναι το καθορισμένο της Κυριακής του Ασώτου, με το οποίο κλείνει και ο κύκλος των Ευαγγελικών Αναγνωσμάτων εκ του κατά Κυριακάς Κατά Λουκάν Ευαγγελίου.

2. Οι τρεις Άγιοι Μάρτυρες, εκ Καππαδοκίας, ήσαν συνστρατιώτες, συγγενείς του Αγίου Μάρτυρος Θεοδώρου και μαρτύρησαν επί Μαξιμιανού με σταυρικό θάνατο ο Ευτρόπιος και ο Κλεομένης, ενώ ο Βασιλίσκος στη φυλακή αργότερα, και γι᾽ αυτό η μνήμη του τιμάται και την εικοστή δευτέρα Μαΐου στο ιδιαίτερο ιερό Μαρτύριό του, κατά το Τυπικὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, που έκειτο στην περιοχή του Στροβίλου, περιοχή μεταξύ των εκκλησιών του Χριστού Ευεργέτου και της Παναγίας των Μογγόλων. Όθεν εξάγεται ότι και η κοινή τους μνήμη θα εορτάζετο σ᾽ αυτό το Μαρτύριο του Αγίου Βασιλίσκου, ο δε Κανόνας τους, κατά υποσημείωση της χειρόγραφης παράδοσης των Analecta Hymnica Graeca μηνός Μαρτίου, φέρεται ώς έργο Γερμανού, μάλλον του Α´, Πατριάρχου και υμνογράφου, με δεδομένο ότι είναι Άγιοι Μάρτυρες της πρώτης περιόδου, και γι᾽ αυτό δικαιολογείται και η ιδιαίτερη τιμή με ίδρυση Μαρτυρίου!

3. α. Την προηγούμενη Κυριακή με την αναδρομή στο γεγονός της προπατορικής αποστασίας και φαρισαϊκής εκπτώσεως έχει τεθεί, «ὥσπερ τις προγυμνασία καὶ παρακίνησις», για τη σωτήρια μετάνοια ο σκοπός και της σημερινής Κυριακής με την παραβολή του Ασώτου. Στην αυτή συνέχεια η υμνολογία της σημερινής Κυριακής αποτελεί μία από τις πιο λαμπρές ερμηνευτικές προτάσεις για τα αποτελέσματα της προπατορικής αποστασίας σε όλο το ανθρώπινο γένος και τη σημασία της μετανοίας ως επισυναγωγής του ανθρώπου προς το Ζωοδότη Θεό πάσης κτίσεως. Ο Άσωτος της παραβολής του Ευαγγελικού Αναγνώσματος αποτελεί την αφορμή και το παραστατικό, παραβολικό υπόβαθρο, για να εκδιπλωθεί η μεταπατορική περιπέτεια της αποστασίας και της ερημώσεως του ανθρώπου από τη χάρη του Θεού σε σημείο αλογίας και μεταπτώσεως στην κατάσταση των αλόγων ζώων, που δρουν κατά την ενστικτώδη κίνηση της απλής επιβιώσεως, όπως λέγεται στον Ψαλμό 48, 21: «καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ενώ, λοιπόν, σε όλη την υμνολογία της Κυριακής υπάρχει στο υπόβαθρο η λέξη ἄσωτος, με την υμνολογία  ερμηνεύεται θεολογικά σε τί συνίσταται η προπατορική πτώση και η μεταπατορική κατάσταση του ανθρώπου, η απώλεια του παραδείσου, αλλά και πώς επεμβαίνει φιλανθρώπως ο Θεός για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.

β. Ήδη από το πρώτο Ιδιόμελο του Εσπερινού υπάρχει η αναφορά στον «προαιώνιον γεωργὸν ἡμῶν Θεόν», την προπατορική αποστασία και την εκ του παραδείσου έξοδο, καθώς δεν υπήρξε η μετάνοια από μέρους των Πρωτοπλάστων. Πρόκειται για μία αναδρομή στα τρία πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως[1]. Στο δεύτερο Ιδιόμελο, ἦχος α´, καλούνται οι χριστιανοί να ζήσουν τη δύναμη του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Έτσι, ο άσωτος είναι ο πεπτωκώς άνθρωπος, ο οποίος με τη μετάνοια περιβάλλεται και πάλι με τη δόξα του Πανάγαθου Πατέρα, καθώς η παράθεση της τράπεζας με το μόσχο το σιτευτό είναι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ο Μυστικός Δείπνος: «Ἐπιγνῶμεν ἀδελφοὶ τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν· τὸν γὰρ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, πρὸς τὴν πατρικὴν ἑστίαν, ἀναδραμόντα, Ἄσωτον Υἱὸν ὁ πανάγαθος Πατήρ, προϋπαντήσας ἀσπάζεται, καὶ πάλιν τῆς οἰκείας δόξης χαρίζεται τὰ γνωρίσματα, καὶ μυστικὴν τοῖς ἄνω ἐπιτελεῖ εὐφροσύνην, θύων τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ἵνα ἡμεῖς ἀξίως πολιτευσώμεθα, τῷ τε θύσαντι φιλανθρώπῳ Πατρί, καὶ τῷ ἐνδόξῳ θύματι, τῷ Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

γ. Η προπατορική παράβαση και οι μεταπατορικές αμαρτίες είναι η στέρηση της δόξας και της βασιλείας του Θεού, η πτωχεία, η αμεθεξία, η ακοινωνησία, η αμαύρωση του κατ᾽ εικόνα και η έκπτωση στην κατάσταση της αλογίας, η απομάκρυνση από τη δόξα του Θεού, η δουλεία[2] στους εμπαθείς και φθοροποιούς λογισμούς: «Τὸν πλοῦτον τὸν πατρῷον, ἐσκόρπισα δεινῶς, καὶ πενητεύσας, αἰσχύνης πεπλήρωμαι, δουλούμενος τοῖς ἀκάρποις λογισμοῖς· διό σοι βοῶ φιλάνθρωπε· Οἴκτειρόν με, σῶσον», Κανών α´, Ὠδὴ στ´ του Τριωδίου, τροπάριο β´, ἦχος β´, και «Φθοροποιοῖς λογισμοῖς, ὑπαχθεὶς ἠμαυρώθην, καὶ ἐκ σοῦ ἐμακρύνθην, ὅλως ἔξω ἐμαυτοῦ, γενόμενος Οἰκτίρμον· διὸ ἐν μετανοίᾳ, προσπίπτοντά σοι σῶσον», Κανών α´, Ὠδὴ η´ του Τριωδίου, τροπάριο γ´, ἦχος β´. Στην ανομία του ανθρώπου, καθώς κατέχεται ο νους του από τις αντίθεες δαιμονικές δυνάμεις, τους πονηρούς δαίμονες, η θεραπεία διενεργείται με το μυστήριο της κραταιάς παρέμβασης του Θεού, κατά το οποίο ο ίδιος ο Λόγος ἑκουσίως, δηλαδή, πραγματικά κενούται, συγκαταβαίνει, κατέρχεται, «πτωχεύει», για να πλουτίσει με τη θεία δόξα και βασιλεία του και πάλι τον έρημο εν ακοινωνησία με το Θεό και τους συνανθρώπους του άνθρωπο, «δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν»: «Στέναξον νῦν, ψυχή μου, παναθλία, καὶ ἀναβόησον Χριστῷ· Ὁ δι᾽ ἐμὲ ἑκουσίως πτωχεύσας Κύριε, πτωχεύσαντά με ἐκ πάσης ἀγαθοεργίας, καλῶν περιουσίᾳ, ὡς ἀγαθός καὶ πολύελεος, μόνος καταπλούτισον», Κανών α´, Ὠδὴ θ´ του Τριωδίου, τροπάριο γ´, ἦχος β´. Δεν πρόκειται για την απώλεια ενός μελλοντικού αγαθού αλλά για την ανάκληση στην προτέρα δόξα και βασιλεία, για μια νέα επανεκκίνηση της πορείας όλου του ανθρώπινου γένους, για την ενότητα της δημιουργίας του Θεού και πάλι πλημμυρισμένη από τη χάρη του: «Ἐσκόρπισα τὸν πλοῦτόν σου, ἐκδαπανήσας Κύριε, καὶ πονηροῖς δαιμονίοις καθυπετάγην ὁ τάλας· ἀλλὰ Σωτὴρ πανεύσπλαγχνε τὸν Ἄσωτον οἰκτείρησον, καὶ ῥυπωθέντα κάθαρον, τὴν πρώπην ἀποδιδούς μοι, στολὴν τῆς σῆς βασιλείας», Εξαποστειλάριο έτερο, ἦχος β´. Ο εκουσίως δωρούμενος ανακαινισμός από τον πτωχεύσαντα Λόγο του Θεού Πατρός, τον σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, είναι η διαρκής κλήση του ανθρώπου σε μετάνοια ἑκουσίως, γιατί η κόλαση και ο παράδεισος είναι πάντα θέμα του εθελότρεπτου νου του ανθρώπου, πάντα θέμα εκουσιότητος και προαιρέσεως, γιατί αυτή είναι η προίκα του ανθρώπου, ο λογισμός του[3], εμπαθής ή καθαρός, ενεργούμενος από τη χάρη του Θεού, ή αποστρεφόμενος τη χάρη του Θεού και εκπίπτων στην κατάσταση της αλογίας και της φθοράς: «Ἥν περ ποτέ, εἰργάσω εὐφροσύνην, τῇ τοῦ, Ἀσώτου Ἀγαθέ, ἐπιστροφῇ ἑκουσίῳ· ταύτην νῡν ποίησον καὶ ἐπ᾽ ἐμοὶ τῷ ἀθλίῳ προσεφαπλῶν μοι, τὰς σὰς σεπτὰς ἀγκάλας ἵνα σωθεὶς ὑμνολογῶ σου τὴν ἄκραν συγκατάβασιν», Κανών α´, Ὠδὴ θ´ του Τριωδίου, τροπάριο δ´, ἦχος β.

δ. Πρέπει εν κατακλείδι να σημειώσουμε εκ νέου ότι η υμνολογία της Κυριακής του Ασώτου σε άκρα αντιστοιχία προς το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα συνιστά ένα προχειρισμό του Μυστικού Δείπνου και συγχρόνως είναι κλήση του ανθρώπου για συνεχή μετάνοια, ως αντίδοτο στην προπατορική αποστασία, ώστε να αξιωθεί ο άνθρωπος τη βασιλεία των ουρανών ως διαρκές γεγονός, δωρηθέν προς όλο το ανθρώπινο γένος υπό του συγκαταβάντος Λόγου του Θεού, χωρίς να εκβιάζεται ο άνθρωπος να αποδεχθεί την ευεργεσία, καθώς η ενανθρώπηση του Λόγου δεν αναιρεί την προαίρεση του ανθρώπου, την ελευθερία του, καθώς ο ενανθρωπήσας Λόγος δεν είναι κάποιο συλλογικό πρόσωπο αλλά ο εις της Αγίας Τριάδος που υποστασιάζει την ανθρώπινη φύση, τη δημιουργεί εκ νέου στη μήτρα της Θεοτόκου, την ενώνει ἑαυτῷ εξ άκρας συλλήψεως, όπως ερμηνεύει ο Άγιος Κύριλλος, και δεν αφήνει στην απέξω, πτωχό, κανένα άνθρωπο. Γι᾽ αυτό η σωτηρία είναι κοινή δωρεά και θέμα φύσεως των λογικών όντων, τα οποία είναι προικισμένα με τη δυνατότητα, εκτός από τη δημιουργική και τη ζωοποιό ενέργεια όλων των κτιστών όντων, και με τη σοφοποιό και τη θεοποιό ενέργεια του Θεού ἀρχῆθεν. Γι᾽ αυτό μία θεώρηση του ανθρώπου ως μεταβατική φύση μιας ακτιβιστικής θεολογίας υπό τη συγκάλυψη του προσώπου, ήτοι της ολοκληρώσεως σε μία απροσδιόριστη εσχατολογία, είναι αποκτήνωση και έσχατος δαιμονισμός.


Β. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα, προερχόμενο από την πρώτη Επιστολή Προς Κορινθίους, τίθεται ως εισαγωγή του Ευαγγελικού Αναγνώσματος, που αφορά κυρίως στους εξ εθνών χριστιανούς της Κορίνθου, οι οποίοι προήρχοντο από ένα περιβάλλον μιας κοινωνίας όχι μόνο έκλυτου βίου αλλά και διαρχικών και γνωστικών αντιλήψεων, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχει για τον άνθρωπο όχι απλώς οξεία αντίθεση σώματος και πνεύματος, υλικού και πνευματικού στοιχείου, αλλά και ότι μόνο το πνευματικό στοιχείο είναι αθάνατο, ότι το σώμα είναι φυλακή της ψυχής, από την οποία πρέπει να ελευθερωθεί. Ο Απόστολος Παύλος θέτει ως κέντρο την Ανάσταση (έγερση) του Χριστού και εξ αυτού του σωτηρίου γεγονότος την ανάσταση του κάθε ανθρώπου ως μιας οντότητος, σώματος και πνεύματος, γιατί, κατά το λόγο της δημιουργίας και του εν Χριστώ ανακαινισμού, αμφότερα ανήκουν στο Θεό. Ουσιαστικά πρόκειται για αναίρεση τόσο του αρχαιοελληνικού κοσμοειδώλου και της ανθρώπινης αυτάρκειας ιδιασμού, αλλά και έτι πλέον, για τη χορηγία αντίδοτου, την ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος.


Γ. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα είναι η πολύ γνωστή περικοπή της παραβολής του Ασώτου, η οποία κείται στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Στην αρχή του κεφαλαίου ο Απόστολος Λουκάς μάς πληροφορεί ότι πλησίαζαν να ακούσουν το Χριστό «πάντες οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοί», ενώ οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τον κατηγορούσαν ότι δεχόταν με χαρά τους αμαρτωλούς και συνέτρωγε με αυτούς. Πριν την παραβολή του Ασώτου είπε ο Χριστός το παράδειγμα για την αναζήτηση από το βοσκό του ενός χαμένου από τα εκατό πρόβατα και την αναζήτηση και τη χαρά της εύρεσης της μιας χαμένης δραχμής από μια γυναίκα που είχε δέκα. Μετά την παραβολή του Ασώτου το δέκατο έκτο κεφάλαιο συνεχίζει με την παραβολή του κακού οικονόμου και κλείνει η ενότητα με τον έλεγχο των Φαρισαίων, που θεωρούσαν τον εαυτό τους κατά πάντα δίκαιο, δηλαδή συμπεριφέρονταν ως τιμητές και φύλακες του Μωσαϊκού Νόμου περιφρονώντας τους άλλους ανθρώπους: «Ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 16 Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως Ἰωάννου· ἀπὸ τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται» (Λουκ. ιστ´, 15-16). Ο Χριστός τους απαντά, επομένως, ότι είναι ο εξαγγελθείς από το Νόμο και τους Προφήτες βασιλεύς, ο οποίος ανακεφαλαιώνει το Νόμο και ευαγγελίζεται τη βασιλεία του Θεού για τον κάθε άνθρωπο και όχι μόνο τον Ισραήλ κατά την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα ήδη από του νῦν, γιατί Αυτός είναι ο παλαιός και ο των εσχάτων ημερών. Εξάλλου, ο διογογγυσμός των Φαρισαίων είναι μία έμμεση διαμαρτυρία εναντίον του Χριστού ότι κήρυττε στον ὄχλο, καθώς πολλοί ήσαν εθνικοί, ή δοτοί στη Ρωμαϊκή εξουσία, όπως οι τελώνες, αμαρτωλοί κατά την αντίληψη των Φαρισαίων και των γραμματέων της αποκλειστικότητος του αληθινού Θεού ως του Θεού μόνο του Ισραήλ και όχι όλων των Εθνών. Αυτή η εκδοχή δικαιολογείται με τον καταληκτικό λόγο του Χριστού: «Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως Ἰωάννου· ἀπὸ τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται». Με αυτήν την ερμηνευτική  προοπτική οι δύο υιοί της παραβολής μπορεί να αντιπροσωπεύουν τα Έθνη ο νεότερος και τον Ισραήλ ο πρεσβύτερος, ο οποίος δεν μπορεί να ανεχθεί το βασιλέα του και Θεό του ως Πατέρα όλης της ανθρωπότητας, και, μάλιστα, τα αμαρτωλά έθνη να τυγχάνουν κατ᾽ αυτόν μεγαλύτερης ευφροσύνης από τον Ισραήλ, που ήταν ο περιούσιος λαός του Νόμου και των Προφητών. Προς μία τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση συντείνει η υμνολογία της εορτής, η οποία αποτελεί συμπερασμό μιας μακράς ερμηνευτικής κηρυγματικής και νηπτικής κατάληξης για την αναγωγή της παραβολής στην προπατορική αποστασία και τη μεταπατορική περίοδο κατοχής του ανθρώπου από τα φθοροποιά πάθη, οπότε με το μυστήριο της Θείας Οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού από κτίσεως κόσμου και εις τους αιώνας των αιώνων αίρεται κάθε αποκλειστικότητα υπό τον ευαγγελισμό και προχειρισμό του Μυστικού Δείπνου και της κλήσεως σε μετάνοια προς εκκλησιασμό των πάντων κατά τη δεκτικότητα εκάστου.


Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Κορινθ. στ´, 12-20: «12 Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. 13 τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· 14 ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. 15 οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρα οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. 16 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· 17 ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. 18 φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. 19 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; 20 ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ».

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. ιε´, 11-32: «11 Εἶπε δέ· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25 Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾽ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη».


[1]. «Εἰς ἀναμάρτητον χώραν, καὶ ζωηράν, ἐπιστεύθην, γεωσπορήσας τὴν ἁμαρτίαν, τῇ δρεπάνῃ ἐθέρισα, τοὺς στάχυας τῆς ἀμελείας, καὶ δραγμάτων ἐστοίβασα, πράξεών μου τὰς θημωνίας, ἃς καὶ κατέστρωσα οὐχ ἅλωνι τῆς μετανοίας. Ἀλλ᾽ αἰτῶ σε, τὸν προαιώνιον γεωργὸν ἡμῶν Θεόν, τῷ ἀνέμῳ τῆς σῆς φιλευσπλαγχνίας ἀπολίκμισον τὸ ἄχυρον τῶν ἔργων μου καὶ σιτάρχησον τῇ ψυχῇ μου τὴν ἄφεσιν, εἰς τὴν οὐράνιόν σου συγκλείων με ἀποθήκην καὶ σῶσόν με», Ιδιόμελο α´ του Τριωδίου, ἦχος α´.

[2]. «Ἀπὸ τῶν σῶν ἐντολῶν μακρυνθεὶς ἐδουλώθην παναθλίως τῷ πλάνῳ, ἐπιστρέφοντα δὲ νῦν, τὸν Ἄσωτον ὡς πάλαι, προσπίπτοντά σοι δέξαι, ἐπουράνιε Πάτερ», Κανών α´, Ὠδὴ η´ του Τριωδίου, τροπάριο β´, ἦχος β´.

[3]. «Πάτερ ἀγαθέ, ἐμακρύνθην ἀπὸ σοῦ μὴ ἐγκαταλίπῃς με, μηδὲ ἀχρεῖον δείξῃς τῆς βασιλείας σου· ὁ ἐχθρὸς ὁ παμπόνηρος ἐγύμνωσέ με, καὶ ᾖρέ μου τὸν πλοῦτον· τῆς ψυχῆς τὰ χαρίσματα ἀσώτως διεσκόρπισα, ἀναστὰς οὖν, ἐπιστρέψας πρὸς σὲ ἐκβοῶ· Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου, ὁ δι᾽ ἐμὲ ἐν Σταυρῷ τὰς ἀχράντους σου χεῖρας ἁπλώσας, ἵνα τοῦ δεινοῦ θηρὸς ἀφαρπάσῃς με, καὶ τὴν πρώτην καταστολὴν ἐπενδύσῃς με, ὡς μόνος πολυέλεος», Στιχηρό Ιδιόμελο δ´ του Τριωδίου, ἦχος πλ. β´.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.