Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ, Μνεία τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 10 Μαρτίου 2024, (Αριθμ. 4Α1)

Α. 1. H τρίτη Κυριακή του Τριωδίου είναι γνωστή ως Κυριακή των Απόκρεω, λόγω της αρχόμενης νηστείας με την αποχή από το κρέας και πλήρως την επόμενη Κυριακή με αποχή και από το τυρί. Φέρεται και ως Κυριακή της Κρίσεως, αλλά η κύρια μνεία είναι της Δευτέρας και ενδόξου Παρουσίας του Χριστού, καθώς αντιστοιχεί στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της ημέρας, ενώ συγχρόνως είναι εισοδική στην επόμενη Κυριακή, τη λεγόμενη της Τυρινής, κατά την οποία «ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδάμ». Εκ πρώτης αναγνώσεως δημιουργείται η εντύπωση κάποιας ανακολουθίας ως προς την κατά συνέχεια εκδίπλωση της πορείας του ανθρώπινου γένους, ωστόσο υπάρχει επαρκής ερμηνεία, αν και η παρεμβολή της Κυριακής της Τυρινής έχει τους ιστορικούς λόγους.

2. Η πτώση του Αδάμ, και μεταπατορικά των φυσικών απογόνων του, δεν αφορά στην απώλεια ενός μελλοντικού αγαθού αλλά ενός δεδομένου, στην απώλεια του Παραδείσου της τρυφής[1], στην απώλεια του προχωρήματος της κατά το λόγο της δημιουργίας του ενθέου προκοπής του, ο δε ανακαινισμός του από τον Ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού Πατρός είναι αναδημιουργία, επάνοδος στην προτέρα κατάσταση της χάριτος. Γι᾽ αυτό, εξάλλου, ο Χριστός είναι ο Νέος Αδάμ, αρχή και μέση και τέλος όλου του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, της δημιουργίας και της ιστορίας, και η Θεοτόκος είναι η Νέα Εύα, η κλίμαξ, το ὄρος και η πύλη του Παραδείσου. Οι έσχατες ημέρες παραπέμπουν στο μυστήριο της Ενανθρωπήσεως, όπως λέγεται στο Στιχηρό Ιδιόμελο της Υπαπαντής στη Λιτή, ἦχος α´: «παλαιὸς ἡμερῶν, ὁ καὶ τὸν νόμον πάλαι ἐν Σινᾷ δοὺς τῷ Μωσεῖ, σήμερον βρέφος ὁρᾶται, καὶ κατὰ νόμον, ὡς νόμου Ποιητής, τὸν νόμον ἐκπληρῶν, ναῷ προσάγεται, καὶ τῷ Πρεσβύτῃ ἐπιδίδοται. Δεξάμενος δὲ τοῦτον Συμεὼν ὁ δίκαιος, καὶ τῶν δεσμῶν τὴν ἔκβασιν ἰδὼν τελεσθεῖσαν, γηθοσύνως ἐβόα· Εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου, τὸ ἀπ᾽ αἰῶνος Μυστήριον ἀποκεκρυμμένον, ἐπ᾽ ἐσχάτων τούτων ἡμερῶν φανερωθέν, φῶς διασκεδάζον, τῶν ἀπίστων ἐθνῶν τὴν σκοτόμαιναν, καὶ δόξαν τοῦ νεολέκτου Ἰσραήλ· διὸ ἀπόλυσον τὸν δοῦλόν σου, ἐκ τῶν δεσμῶν τοῦδε τοῦ σαρκίου, πρὸς τὴν ἀγήρω καὶ θαυμασίαν ἄληκτον ζωήν, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος». Έτσι, η κρίση παραμετράται με την αρχή ως προς το κατά πώς τοποθετείται έκαστος κατενώπιον του Θεού, του Κυρίου της Δόξης, στην ενότητα της δημιουργίας και της ιστορίας όλες οι γενεές του ανθρώπινου γένους, όπως λέγεται στο α´ Ιδιόμελο του Τριωδίου της σημερινής Κυριακής, ότι την ημέρα της κρίσεως όλοι θα γίνουν της αυτής ηλικίας, ἦχος πλ. β´: «Ἐννοῶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ τὴν ὥραν, ὅταν μέλλωμεν πάντες, γυμνοὶ καὶ ὡς κατάκριτοι, τῷ ἀδεκάστῳ Κριτῇ παρίστασθαι· τότε σάλπιγξ ἠχήσει μέγα, καὶ τὰ θεμέλια τῆς γῆς σεισθήσονται, καὶ οἱ νεκροὶ ἐκ τῶν μνημάτων ἐξαναστήσονται, καὶ ἡλικία μία πάντες γενήσονται, καὶ πάντων τὰ κρυπτὰ φανερὰ παρίστανται ἐνώπιόν σου, καὶ κόψονται, καὶ κλαύσονται, καὶ εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον ἀπελεύσονται οἱ μηδέποτε μετανοήσαντες, καὶ ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ὁ τῶν Δικαίων κλῆρος εἰσελεύσεται εἰς παστάδα οὐράνιον».

3. Καθίσταται σαφές, εξάλλου, ότι η επίθεση κατά της Πεντατεύχου είναι αθεότατη επίθεση κατά του ίδιου του Χριστού, κατά της πίστης της Εκκλησίας στον Παλαιό των ημερών και Νέο Αδάμ, δημιουργό και ανακαινιστή του γένους των ανθρώπων, καθώς είναι διάσπαση της αποκαλύψεως του Θεού μεταξύ των Πατριαρχών, των Προφητών και των Αποστόλων, σα να είναι άλλος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης και άλλος της Καινής. Ασφαλώς τον ίδιο αθεότατο στόχο έχουν οι επιθέσεις και εναντίον του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα και προβολής του εβραϊκού κειμένου, γιατί έτσι επιτυγχάνεται ο στόχος αποκοπής της λειτουργικής ερμηνευτικής της Εκκλησίας με αποκοπή της υμνολογίας της από την κειμενική πηγή της των Εβδομήκοντα με κειμενικό μετεωρισμό όλων των Κανόνων και των Καταβασιών σε αδιασαφήνητη πηγή, σαν να έρχεται ο Χριστός σαν ένας από μηχανής θεός και να μην είναι ο ποιητής και δημιουργός του σύμπαντος κόσμου, ο οποίος «εἶπε και ἐγένετο» ο σύμπας κόσμος κατά την ανεξιχνίαστο θεία βουλή, αλλά προήλθαν τα πάντα «εκ μηχανιστικού αυτομάτου» της «επιστήμης» του Χρυσαυγή.

 

Β. 1. Η νηστεία, η οποία γίνεται αυστηρότερη από την επόμενη Κυριακή, δεν αποτελεί μία αυτοτελή αρετή, ένα ανθρώπινο ατομικό κατόρθωμα, αλλά αντιστοιχεί στη θεραπεία της προπατορικής παρακοής στην εντολή του Θεού, «καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ λέγων· ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε», Γεν. β´, 16-17, στην εθελούσια, δηλαδή, κίνηση του χριστιανού να αρνηθεί την ιδιοποίηση των κοινών αγαθών, μένοντας στα όρια της κτιστότητός του και της αδελφοσύνης. Επιπλέον, τόσο το Αποστολικό όσο και το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα προβάλλουν ουσιαστικώς το θέμα του τρόπου περί τη βρώση (των ειδωλοθύτων) ή της κοινής συντηρήσεως στη ζωή (πείνα, δίψα, ξενιτεία, γυμνότητα, ασθένεια, φυλακή, καταστάσεις που οδηγούν στην πενία) ως κριτήριο της επισπάσεως της βασιλείας των ουρανών. Γι᾽ αυτό λέγεται ότι η σωτηρία μας είναι κοινή χάρη και όχι ατομικό κατόρθωμα, και, καθώς ο άνθρωπος είναι μεθόριος της ορατής και αοράτου δημιουργίας, η συντήρηση στη ζωή είναι κοινή χάρη, γιατί όλος ο κόσμος, όπως περιγράφεται στα δύο πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως, δόθηκε στον άνθρωπο ως κοινό αγαθό. Πρόκειται για κρίση επί πολύ συγκεκριμένων πραγμάτων, που δεν επιδέχεται την υπεκφυγή και την υποκρισία του ανθρώπινου λόγου. Εξάλλου, στην ιστορία της ανθρωπότητος είναι γνωστό ότι η μεγαλύτερη απάτη διενεργείται με το λόγο, ενώ η ισότιμη και αδελφική μετοχή στον πλούτο της δημιουργίας είναι δυσκολοκατόρθωτη. Γι᾽ αυτό στη λειτουργική και νηπτική πράξη η νηστεία προβάλλεται ως προστάδιο της μετανοίας και τίθεται, ουσιαστικώς, κεντρικά από το Χριστό στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα δια της κοινής μετοχής στα αγαθά της δημιουργίας.

2. α. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα προέρχεται από την κατακλείδα του εικοστού πέμπτου κεφαλαίου του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Προηγείται η παραβολή για τις δέκα παρθένες και η παραβολή των ταλάντων στο πλαίσιο χρήσης του παραβολικού, παραστατικού τρόπου για το τί είναι η βασιλεία των ουρανών, ενώ στην αρχή του εικοστού έκτου κεφαλαίου παρέχεται η πληροφορία ότι ο λόγος περί της βασιλείας των ουρανών και περί της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού έγινε δύο ημέρες πριν το τελευταίο Πάσχα του Χριστού στα Ιεροσόλυμα: «Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς πάντας τοὺς λόγους τούτους, εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι».

β. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Χριστός με την τέλεση αυτών των λόγων υπογραμμίζει ευθέως ότι ο ίδιος είναι ο Βασιλεύς, περί του οποίου ομίλησαν ο Μωϋσής και οι Προφήτες, ενώ χρησιμοποιεί τον παραβολικό λόγο, παραστάσεις, δηλαδή, από τη φυσική πραγματικότητα και την ιστορία του Ισραήλ, για να γίνει κατανοητός από τους Μαθητές και τους ακροατές του, πράγμα που σημαίνει ότι κατά την ερμηνεία θα πρέπει να ενταχθούν στην ενιαία θεοφανική παρουσία του Λόγου, όπως ομολογείται συνοπτικά στο Σύμβολο της πίστεως «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Κατά ταύτα, η διάκριση των ανθρώπων σε πρόβατα και ερίφια, δηλαδή, σε δίκαιους και αμαρτωλούς, πρέπει να συσχετιθεί με την παρουσία των δύο αυτών ειδών στις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, στην υπ᾽ αυτόν ενότητα των χαρισματικών αξιωμάτων του Ισραήλ αλλά και του Θεού ως του ποιμένος της επισυναγωγής Ισραήλ. Στο ακροατήριό του ἦταν γνωστή η φρασεολογία περί του Κυρίου του Θεού και των προβάτων του, σημαινόντων τον Ισραήλ, από την έξοδο από την Αίγυπτο, τις λευϊτικές διατάξεις των ολοκαυτωμάτων, τους Ψαλμούς και την Προφητική παράδοση, όπως επίσης και τα περί αποδιοπομπαίου τράγου. Στην ίδια γραμμή στοιχεί η Ευαγγελική καταγραφή, κατά την οποία, μετά την Ανάσταση και την εμφάνιση του Χριστού στη λίμνη Γεννησαρέτ, δίδεται η εντολή στον αρνήσαντα αυτόν Πέτρο να ποιμάνει τα πρόβατά του[2]. Εξάλλου, ο ίδιος ο Χριστός είναι ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτία του κόσμου. Δεν πρόκειται για μία ερμηνεία κατά τα φυσικά χαρακτηριστικά των δύο ειδών αλλά για την ενότητα της αποκαλύψεως του Θεού κατά την εκδίπλωση του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας και της τελικής κρίσεως ως καταγράφεται από το βιβλίο της Γενέσεως μέχρι και το «ναὶ ἔρχου, Κύριε ᾿Ιησοῦ» της διαρκούς εγρηγόρσεως του βιβλίου της Αποκαλύψεως.

γ. Τέλος ο παραστατικός τρόπος περί της κρίσεως με τις φοβερές εικόνες, που με απλοϊκό τρόπο καταγράφεται και στην εικονογραφία, ερμηνεύεται υπό το σχήμα του φωτός και του σκότους, κατά το οποίο οι μεν άγιοι θα εκλαμπρύνονται από τη δόξα του Θεού, ενώ οι κολασμένοι θα είναι βυθισμένοι στο σκότος της αγνωσίας της χάριτος και της αποστασίας. Πρέπει να σημειωθεί μετ᾽ εμφάσεως ότι δεν κολάζει ο Θεός, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος, κατά την προαίρεση και τη δεκτικότητά του, εξ ιδίας βουλήσεως, αποδεχόμενος ή απορρίπτων τη χάρη, γίνεται φωτοειδής, ή σατανογνώμων από την παρούσα ζωή. Ο Θεός είναι αεί Ων, όπως ολόκληρη η δημιουργία κατά χάρη, τα όντα, και μόνο η αποστασία και η εμμονή στην αποστασία των λογικών όντων, των φθοροποιών πνευμάτων και του αποστάτη ανθρώπου, ο οποίος παρυποστασιάζει τη φωτοείδεια, δημιουργούν την κόλαση, το κάλπικο βασίλειο του σκότους και των φθοροποιών δυνάμεων.

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Κορ. η´, 8- θ´, 2: «8 Βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα. 9 βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν. 10 ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε, τὸν ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ κατακείμενον, οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; 11 καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι᾽ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν. 12 οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε. 13 διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω.- 1 Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; 2 εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. κε´, 31-46: « 31 Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾽ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· 32 καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾽ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, 33 καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. 34 τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· 35 ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, 36 γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με. 37 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; 38 πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; 39 πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; 40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. 41 Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· 42 ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, 43 ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. 44 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; 45 τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾽ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. 46 καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον».



[1]. Βλ. Στιχηρό Προσόμοιο στο Δόξα, στον Εσπερινό της Κυριακής της Τυρινής, ἦχος πλ. β´: «Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τὸν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καὶ κλαπέντα, καὶ δόξης μακρυνθέντα! οἴμοι, τὸν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δὲ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τὸν Κύριον καὶ Θεόν μου καὶ Πλάστην· εἰς γῆν γάρ ἀπελεύσομαι, ἐξ ἧς καὶ προσελήφθην. Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον, βοῶ σοι· Ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα».

[2]. Ἰω. κα´, 15-16: «Ὅτε οὖν ἠρίστησαν, λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ Ἰησοῦς· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλέον τούτων; λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· Βόσκε τὰ ἀρνία μου. λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με; λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον· Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Βόσκε τὰ πρόβατά μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.