του π.Αυγουστίνου Μπαϊρακτάρη, Επίκουρου Καθηγητή στην Πατριαρχική Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης
Δημοσιεύτηκε στο ΑΜΕΝ.
Έχει αναπτυχθεί μία μεγάλη φιλολογία περί της σύγκλησης της Αγίας κ Μεγάλης Συνόδου, βασισμένη σε ερωτήματα που αφορούν τη θεματολογία της, του εγκαίρου ή άκαιρου χρονικού σημείου που πραγματοποιείται, περί του σκοπίμου ή μη, περί της αναγκαιότητας ή μη κα.
Ωστόσο, τέτοιες σκέψεις και απόψεις υπάρχουν δημοσιευμένες ήδη από την δεκαετία του '70 (1). Αυτές οι αντιδράσεις ούτε καινούργιες είναι, ούτε άγνωστες σ' αυτούς που παρακολουθούν τις εξελίξεις, τις προσπάθειες, τον ζήλο και την αγωνία αυτών που κοπιάζουν εδώ και πολλές δεκαετίες, ώστε η Ορθόδοξος Εκκλησία να μπορέσει να συνέλθει επί τω αυτώ στο σύνολό της για πρώτη φορά μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα εκκλησιαστικής μονώσεως και ανυπαρξίας ενός ουσιαστικού, εσωτερικού, διαλόγου. Φυσικά τα ερωτήματα είναι πάμπολλα: Ποιος έχει δικαίωμα σύγκλησης συνόδου; Ποιοι μπορούν να συμμετέχουν σ' αυτή; Ποιος θα προεδρεύει; Ποια θέματα θα συζητηθούν; Ποια η βαρύτητα και η σημασία των ληφθησομένων αποφάσεων; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη της επιβολής των αποφάσεων αυτών; Όλα τα παραπάνω ερωτήματα δεν γράφονται, ούτε λέγονται για πρώτη φορά.Σύμφωνα με τον καθηγητή Βλάσιο Φειδά «το δικαίωμα συγκλήσεως της συνόδου κέκτηται η κανονικώς αρμόδια εκκλησιαστική αυθεντία, ήτοι ο Οικουμενικός θρόνος, διότι η υπό του αυτοκράτορος σύγκλησις των Οικουμενικών συνόδων κατά την βυζαντινήν περίοδον υπήρξε πάντοτε περιφερεριακόν και όχι ουσιώδες στοιχείον της συνοδικής παραδόσεως»(2). Η ουσία είναι ότι, αν και δεν υπάρχει συστηματική διδασκαλία περί του συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας, τη λύση στα ανακύπτοντα προβλήματα την παρέχει η συνοδική, μακραίωνη, παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία αποτελεί βίωμα και εμπειρία αιώνων(3).
Στον 21ο αιώνα, απουσία ύπαρξης κάποιου πολιτικού θεσμού, ο οποίος θα ήταν σε θέση να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο(4) το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρωτοβουλία του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα Α΄ ανέλαβε την πρωτοβουλία, το κόστος, τον κόπο και την ευθύνη της σύγκλησης της Αγίας κ Μεγάλης Συνόδου. Συγκεκριμένα αναφέρεται στη σχετική Πατριαρχική Εγκύκλιο με ημερομηνία 12 Φεβρουαρίου 1951: “...τα εν τη διαρροή των αιώνων και τη ακατασχέτω εξελίξει της κοινωνικής ζωής ανακύψαντα και ολοέν επαυξανόμενα γενικής εκκλησιαστικής φύσεως και κοινού ενδιαφέροντος ζητήματα δεόντως εκτιμών ο καθ' ημάς Αγιώτατος Αποστολικός και Πατριαρχικός Οικουμενικός Θρόνος, έγνω, τη μακραίωνι παραδόσει στοιχών και τω κανονικώ αυτού δικαιώματι χρώμενος, εν καιρώ προτείναι ταις αδελφαίς Αγιωτάταις Εκκλησίαις, προς την προσήκουσαν τούτων μελέτην και επίλυσιν, την σύγκλησιν μεγάλης Οικουμενικής Συνόδου”(5).
Στο ερώτημα πότε συγκαλείται Οικουμενική Σύνοδο, τα ίδια τα κείμενα μας δίνουν απάντηση: “Χρείας επειγούσης και αφορμής ητιολογημένης”, όπως καταγράφεται στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων ως αιτία σύγκλησης αυτών. Η αίρεση πάντοτε αποτελούσε εύλογον αιτία σύγκλησης τοπικής συνόδου με σκοπό την άμεση καταπολέμηση αυτής, προκειμένου να μην επεκταθεί και στις άλλες, όμορες, τοπικές Εκκλησίες. Ενώ η φράση κατεπείγουσαν χρείαν σημαίνει ότι το υπό εξέταση ζήτημα έχει ήδη δημιουργήσει κάποιο ευρύ και εκτενές πρόβλημα στις εκκλησιαστικές σχέσεις(6). Επομένως κάθε φορά που η Εκκλησία έπρεπε να λύσει προβλήματα, ζωτικής σημασίας, που είχαν ωριμάσει, συνέρχετο εν πληρότητα σε καθεστώς ορθής πίστεως και αγάπης, προκειμένου ο διαφαινόμενος κίνδυνος να μην διασπάσει την ενότητα της Εκκλησίας. Δηλαδή μ’ άλλα λόγια οι Σύνοδοι του παρελθόντος συγκαλούνταν όχι με σκοπό την ανταλλαγή αμοιβαίων συγχαρητηρίων και φιλοφρονήσεων, αλλά όταν η κατάσταση ήταν τεταμένη και δύσκολη(7).
Ιστορικά η Εκκλησία ήταν αυτή που ζητούσε από τον αυτοκράτορα την ανάληψη ευθύνης και την αποστολή αυτοκρατορικών γραμμάτων για τη σύγκληση της Συνόδου. Όμως αυτή η πρακτική σε καμία περίπτωση δεν δέσμευε, έθιγε ή αλλοίωνε την αυτοτέλεια του συνοδικού έργου της Εκκλησίας, η οποία παρέμενε η αποκλειστικά υπεύθυνη για τις συνοδικές αποφάσεις, χρησιμοποιώντας παράλληλα την περιφερειακή εξουσία και το κύρος του αυτοκράτορα, προκειμένου ν' αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τις διασπαστικές τάσεις και ομάδες στον χώρο της Εκκλησίας(8).
Τι είναι λοιπόν η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος; Τεράστιο έργο-Πολύπλευρη προπαρασκευαστική εργασία – Αλλεπάλληλες φάσεις προσυνοδικών και συνοδικών δραστηριοτήτων – Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σε διαρκή προετοιμασία, αναμονή και εγρήγορση, και ο Παράκλητος παρών σε όλα αυτά. Το ερώτημα του Μητροπολίτη Μύρων Χρυσοστόμου επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε: “Τι αναμένουν αι Ορθόδοξαι Εκκλησίαι και τα ποίμνια των από την τεράστιαν αυτήν κίνησιν; Αι ημέτεραι Εκκλησίαι καθώρισαν ή όχι επισήμως τας θέσεις των εν τω ζητηματι τούτω;” (9). Τι και ποιο ακριβώς είναι το αναμενόμενον; Τι προσμένουν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες από την τεράστια αυτή κίνηση; Αυτό ομολογουμένως αποτελεί ένα δύσκολο ερώτημα που δεν μπορεί να έχει μία μονολεκτική, θετική ή αρνητική, απάντηση.
Ο Χριστός θέτει συνεχώς το ερώτημα στις Εκκλησίες: “Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του ανθρώπου” (Ματθ.16,13). Έχοντας αυτό στο μυαλό της η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της θέτει εαυτή έναντι συγκεκριμένων προβλημάτων, θεολογικών, αλλά και πρακτικών, όχι ήττονος σημασίας, δεδομένου ότι άπτονται της ζωής, του ήθους και της εκκλησιαστικής πράξης. Τα θέματα που θα συζητηθούν αποσκοπούν από τη μία μεριά στην οικοδομή των πιστών και από την άλλη μεριά στην καλύτερη εκκλησιαστική διακονία του κόσμου. Επομένως σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο των ζητημάτων σε συνδυασμό με την προβολή της μαρτυρίας και της ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών ως παράγοντα ειρήνευσης στο σημερινό διασπασμένο και ταραγμένο κόσμο(10).
Για πρώτη φορά σε τόσο υψηλό επίπεδο με τη συμμετοχή όλων των Προκαθημένων των Πρεσβυγενών και Νεώτερων Πατριαρχείων και των Προέδρων των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να εκφέρει συλλογική και συνολική άποψη δεσμευτική επί συγκεκριμένων ζητημάτων, τα οποία απορρέουν από τη βιωματική παράδοση και την εκκλησιαστική διδασκαλία, προκειμένου να ενδυθούν την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και να αποβούν ιερά θεσπίσματα του θεσμού της Εκκλησίας, η οποία υφαίνει και διασφαλίζει την πορεία της προς τα έσχατα.
Το αν θα ονομαστεί μεταγενέστερα, ή αν θα έπρεπε εξαρχής να συγκληθεί ως Οικουμενική Σύνοδος, αυτό δεν είναι θέμα ανθρώπινης βούλησης και απόφασης, αλλά αποτελεί καρπό του ίδιου του Αγίου Πνεύματος που χαριτώνει τη ζωή της εκκλησιαστικής σύναξης. Η εκκλησιαστική συνείδηση του λαού είναι αυτή που κρίνει κάθε φορά και κατατάσσει κάθε σύνοδο στη θέση που της ανήκει, χαρακτηρίζοντάς την είτε τοπική, είτε Οικουμενική, ανάλογα με τον βαθμό αποδοχής των κανόνων που θεσπίζει και του νομοθετικού έργου που παράγει. Με άλλα λόγια δεν υπάρχουν κάποια εξωτερικά, ποσοτικά ή γεωγραφικά κριτήρια βάσει των οποίων μία Σύνοδος χαρακτηρίζεται ως Οικουμενική.
***
Τα κείμενα που θα συζητηθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο επιλέχθηκαν κατ' αρχήν από τον ευρύ κατάλογο των θεμάτων της Πανορθοδόξου Διασκέψεως στην Ρόδο (1961), ο οποίος απαρτιζόταν από οχτώ βασικά κεφάλαια:
Ο Χριστός θέτει συνεχώς το ερώτημα στις Εκκλησίες: “Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του ανθρώπου” (Ματθ.16,13). Έχοντας αυτό στο μυαλό της η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της θέτει εαυτή έναντι συγκεκριμένων προβλημάτων, θεολογικών, αλλά και πρακτικών, όχι ήττονος σημασίας, δεδομένου ότι άπτονται της ζωής, του ήθους και της εκκλησιαστικής πράξης. Τα θέματα που θα συζητηθούν αποσκοπούν από τη μία μεριά στην οικοδομή των πιστών και από την άλλη μεριά στην καλύτερη εκκλησιαστική διακονία του κόσμου. Επομένως σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο των ζητημάτων σε συνδυασμό με την προβολή της μαρτυρίας και της ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών ως παράγοντα ειρήνευσης στο σημερινό διασπασμένο και ταραγμένο κόσμο(10).
Για πρώτη φορά σε τόσο υψηλό επίπεδο με τη συμμετοχή όλων των Προκαθημένων των Πρεσβυγενών και Νεώτερων Πατριαρχείων και των Προέδρων των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να εκφέρει συλλογική και συνολική άποψη δεσμευτική επί συγκεκριμένων ζητημάτων, τα οποία απορρέουν από τη βιωματική παράδοση και την εκκλησιαστική διδασκαλία, προκειμένου να ενδυθούν την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και να αποβούν ιερά θεσπίσματα του θεσμού της Εκκλησίας, η οποία υφαίνει και διασφαλίζει την πορεία της προς τα έσχατα.
Το αν θα ονομαστεί μεταγενέστερα, ή αν θα έπρεπε εξαρχής να συγκληθεί ως Οικουμενική Σύνοδος, αυτό δεν είναι θέμα ανθρώπινης βούλησης και απόφασης, αλλά αποτελεί καρπό του ίδιου του Αγίου Πνεύματος που χαριτώνει τη ζωή της εκκλησιαστικής σύναξης. Η εκκλησιαστική συνείδηση του λαού είναι αυτή που κρίνει κάθε φορά και κατατάσσει κάθε σύνοδο στη θέση που της ανήκει, χαρακτηρίζοντάς την είτε τοπική, είτε Οικουμενική, ανάλογα με τον βαθμό αποδοχής των κανόνων που θεσπίζει και του νομοθετικού έργου που παράγει. Με άλλα λόγια δεν υπάρχουν κάποια εξωτερικά, ποσοτικά ή γεωγραφικά κριτήρια βάσει των οποίων μία Σύνοδος χαρακτηρίζεται ως Οικουμενική.
***
Τα κείμενα που θα συζητηθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο επιλέχθηκαν κατ' αρχήν από τον ευρύ κατάλογο των θεμάτων της Πανορθοδόξου Διασκέψεως στην Ρόδο (1961), ο οποίος απαρτιζόταν από οχτώ βασικά κεφάλαια:
1. Πίστη
κ Δόγμα, 2. Θεία Λατρεία, 3. Διοίκηση και εκκλησιαστική ευταξία, 4. Διορθόδοξες Σχέσεις, 5.
Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικό κόσμο, 6. Η Ορθοδοξία εν τω
κόσμω, 7. Θεολογικά θέματα, 8. Κοινωνικά προβλήματα. Τα κεφάλαια αυτά μαζί με τα υποκεφάλαια
αριθμούσαν σχεδόν εκατό θέματα, καλύπτοντας ολόκληρη τη δογματική διδασκαλία, την παράδοση, την λατρεία, τις
διαχριστιανικές και διορθόδοξες σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας κλπ.
Στη συνέχεια το 1968 η Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, που συνήλθε στο Σάμπεζυ, προέβη στον καθορισμό της διαδικασίας
της μέλλουσας Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όπως επίσης αποφασίσθηκε η ανάθεση σε μία ή περισσότερες Εκκλησίες η
μελέτη των θεμάτων και η σύνταξη των εισηγήσεων προς την Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου. Παράλληλα έγινε εκ νέου αναθεώρηση και αλλαγή των θεμάτων του καταλόγου. Ειδικότερα ορίσθηκαν τα εξής
θέματα: 1. Οι πηγές της Αποκάλυψης, 2. Η συμμετοχή των λαϊκών στη ζωή της Εκκλησίας, 3. Η
Νηστεία, 4. Τα κωλύματα του γάμου, 5. Το Ημερολόγιο και το Πασχάλιο, 6. Η Οικονομία στην
Ορθόδοξη Εκκλησία.
Τα κείμενα αυτά έπειτα έτυχαν μία πρώτη επεξεργασία από την Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή και στη
συνέχεια, αφού έλαβαν τη μορφή κειμένου, υποβλήθηκαν στις Ορθόδοξες Εκκλησίες για μελέτη και σχολιασμό. Οι
πρώτες κριτικές στάλθηκαν το 1971 προς την Γραμματεία επί της Προπαρασκευής, η οποία συγκροτήθηκε στο
Πατριαρχικό Κέντρο του Σάμπεζυ της Γενεύης έχοντας ως πρόεδρο τον Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτων και
Γραμματέα τον Μητροπολίτη Τρανουπόλεως, μετέπειτα Ελβετίας, Δαμασκηνό. Η Προπαρασκευαστική Επιτροπή
συνεδρίασε από τις 26 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 1972 παρουσιάζοντας ένα καινούργιο κατάλογο αποτελούμενο από
δύο κεντρικά κεφάλαια: 1) Ο κατά Χριστόν άνθρωπος και 2) Η ενότης της Εκκλησίας. Ο συγκεκριμένος κατάλογος
συζητήθηκε στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη το 1976 στο Σάμπεζυ της Γενεύης. Μέσα στο πλαίσιο αυτών των δυο μεγάλων κεφαλαίων αναπτύχθηκαν ως υπό-ενότητες τα υπόλοιπα επιμέρους θέματα.
Συγκεκριμένα το πρώτο κεφάλαιο (Ο κατά Χριστόν άνθρωπος) διαμορφώθηκε ως εξής:
1. Βασικές θέσεις της Ορθοδόξου ανθρωπολογίας (η θέωση σήμερα).
2. Η εν Χριστώ ζωή
2.1. Ευχαριστιακή σύναξη και ενορία
2.2. Ορθόδοξη πνευματικότητα (ι. Κανόνες, νηστεία, μοναχισμός, κατά Χριστόν γάμος)
1. Ο Χριστιανός στον κόσμο (εκκοσμίκευση, κοινωνική δικαιοσύνη, ειρήνη, ευαγγελισμός, ιεραποστολή)
Το δεύτερο κεφάλαιο (Η ενότης της Εκκλησίας) αναπτύχθηκε ως εξής:
1. Οργάνωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας
1. Σχέσεις των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών προς αλλήλας και προς το Οικουμενικό
Πατριαρχείο.
2. Η συνοδική οργάνωση των Αυτοκεφάλων κ Αυτονόμων Εκκλησιών κατά την Ορθόδοξη κανονική παράδοση
1.3. Το αυτοκέφαλο.
1. Το πρόβλημα της Διασποράς.
2. Το Ημερολογιακό.
3. Τα εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία υφιστάμενα σχίσματα.
2. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έναντι του λοιπού Χριστιανικού κόσμου.
2.1. Ενότητα κατά την Ορθόδοξη Παράδοση.
2.2. Το πρόβλημα της κοινωνίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των λοιπών Εκκλησιών κ Ομολογιών.
Έπειτα το 1982 έλαβε χώρα η Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στην οποία συζητήθηκε μόνο το ζήτημα
Κωλύματα του γάμου. Στη συνέχεια το 1986 και συγκεκριμένα από τις 28 Οκτωβρίου μέχρι τις 6 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως εκ νέου στη Γενεύη. Εκεί θα λέγαμε ότι
καταρτίστηκε ο τελικός προς συζήτηση κατάλογος θεμάτων, τα οποία ήταν τα εξής: 1. Η σπουδαιότητα της
νηστείας και η τήρηση αυτής σήμερα,
κ Δόγμα, 2. Θεία Λατρεία, 3. Διοίκηση και εκκλησιαστική ευταξία, 4. Διορθόδοξες Σχέσεις, 5.
Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικό κόσμο, 6. Η Ορθοδοξία εν τω
κόσμω, 7. Θεολογικά θέματα, 8. Κοινωνικά προβλήματα. Τα κεφάλαια αυτά μαζί με τα υποκεφάλαια
αριθμούσαν σχεδόν εκατό θέματα, καλύπτοντας ολόκληρη τη δογματική διδασκαλία, την παράδοση, την λατρεία, τις
διαχριστιανικές και διορθόδοξες σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας κλπ.
Στη συνέχεια το 1968 η Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, που συνήλθε στο Σάμπεζυ, προέβη στον καθορισμό της διαδικασίας
της μέλλουσας Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όπως επίσης αποφασίσθηκε η ανάθεση σε μία ή περισσότερες Εκκλησίες η
μελέτη των θεμάτων και η σύνταξη των εισηγήσεων προς την Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου. Παράλληλα έγινε εκ νέου αναθεώρηση και αλλαγή των θεμάτων του καταλόγου. Ειδικότερα ορίσθηκαν τα εξής
θέματα: 1. Οι πηγές της Αποκάλυψης, 2. Η συμμετοχή των λαϊκών στη ζωή της Εκκλησίας, 3. Η
Νηστεία, 4. Τα κωλύματα του γάμου, 5. Το Ημερολόγιο και το Πασχάλιο, 6. Η Οικονομία στην
Ορθόδοξη Εκκλησία.
Τα κείμενα αυτά έπειτα έτυχαν μία πρώτη επεξεργασία από την Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή και στη
συνέχεια, αφού έλαβαν τη μορφή κειμένου, υποβλήθηκαν στις Ορθόδοξες Εκκλησίες για μελέτη και σχολιασμό. Οι
πρώτες κριτικές στάλθηκαν το 1971 προς την Γραμματεία επί της Προπαρασκευής, η οποία συγκροτήθηκε στο
Πατριαρχικό Κέντρο του Σάμπεζυ της Γενεύης έχοντας ως πρόεδρο τον Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτων και
Γραμματέα τον Μητροπολίτη Τρανουπόλεως, μετέπειτα Ελβετίας, Δαμασκηνό. Η Προπαρασκευαστική Επιτροπή
συνεδρίασε από τις 26 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 1972 παρουσιάζοντας ένα καινούργιο κατάλογο αποτελούμενο από
δύο κεντρικά κεφάλαια: 1) Ο κατά Χριστόν άνθρωπος και 2) Η ενότης της Εκκλησίας. Ο συγκεκριμένος κατάλογος
συζητήθηκε στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη το 1976 στο Σάμπεζυ της Γενεύης. Μέσα στο πλαίσιο αυτών των δυο μεγάλων κεφαλαίων αναπτύχθηκαν ως υπό-ενότητες τα υπόλοιπα επιμέρους θέματα.
Συγκεκριμένα το πρώτο κεφάλαιο (Ο κατά Χριστόν άνθρωπος) διαμορφώθηκε ως εξής:
1. Βασικές θέσεις της Ορθοδόξου ανθρωπολογίας (η θέωση σήμερα).
2. Η εν Χριστώ ζωή
2.1. Ευχαριστιακή σύναξη και ενορία
2.2. Ορθόδοξη πνευματικότητα (ι. Κανόνες, νηστεία, μοναχισμός, κατά Χριστόν γάμος)
1. Ο Χριστιανός στον κόσμο (εκκοσμίκευση, κοινωνική δικαιοσύνη, ειρήνη, ευαγγελισμός, ιεραποστολή)
Το δεύτερο κεφάλαιο (Η ενότης της Εκκλησίας) αναπτύχθηκε ως εξής:
1. Οργάνωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας
1. Σχέσεις των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών προς αλλήλας και προς το Οικουμενικό
Πατριαρχείο.
2. Η συνοδική οργάνωση των Αυτοκεφάλων κ Αυτονόμων Εκκλησιών κατά την Ορθόδοξη κανονική παράδοση
1.3. Το αυτοκέφαλο.
1. Το πρόβλημα της Διασποράς.
2. Το Ημερολογιακό.
3. Τα εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία υφιστάμενα σχίσματα.
2. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έναντι του λοιπού Χριστιανικού κόσμου.
2.1. Ενότητα κατά την Ορθόδοξη Παράδοση.
2.2. Το πρόβλημα της κοινωνίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των λοιπών Εκκλησιών κ Ομολογιών.
Έπειτα το 1982 έλαβε χώρα η Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στην οποία συζητήθηκε μόνο το ζήτημα
Κωλύματα του γάμου. Στη συνέχεια το 1986 και συγκεκριμένα από τις 28 Οκτωβρίου μέχρι τις 6 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως εκ νέου στη Γενεύη. Εκεί θα λέγαμε ότι
καταρτίστηκε ο τελικός προς συζήτηση κατάλογος θεμάτων, τα οποία ήταν τα εξής: 1. Η σπουδαιότητα της
νηστείας και η τήρηση αυτής σήμερα,
2. Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικό κόσμο,
3. Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση,
4. Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την επικράτηση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και άρση φυλετικών και λοιπών διακρίσεων.
Από την άλλη μεριά τα θέματα: 5. Ορθόδοξη Διασπορά,
Από την άλλη μεριά τα θέματα: 5. Ορθόδοξη Διασπορά,
6. Το Αυτοκέφαλο και ο τρόπος ανακηρύξεώς αυτού,
7. Το Αυτόνομο και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού
, 8. Τα Δίπτυχα αποφασίστηκε να εξετασθούν εκ νέου εξ απόψεως της ιστορικανονικής παραδόσεως και σε σχέση με τη διαμορφωμένη σύγχρονη πραγματικότητα, καθώς υφίσταται βαθιά εσωτερική συνάφεια και αλληλεξάρτηση μεταξύ των τεσσάρων αυτών θεμάτων. Μία πρώτη προσέγγιση αυτών έγινε στις εργασίες της Δ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως στη Γενεύη το 2009, όπου και αποφασίστηκε η λειτουργία του θεσμού των λεγόμενων Επισκοπικών Συνελεύσεων και έπειτα στις εργασίες της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως πάλι στη Γενεύη το 2015 καταρτίστηκε ο τελικός κατάλογος των θεμάτων για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, ο οποίος συγκροτείται εκ των εξής έξι θεμάτων:
α) Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς
τον λοιπό χριστιανικό κόσμο,
τον λοιπό χριστιανικό κόσμο,
β) Το μυστήριο του Γάμου και τα κωλύματά του,
γ) Το Αυτόνομο και
ο τρόπος ανακηρύξεώς του,
ο τρόπος ανακηρύξεώς του,
δ) Η σπουδαιότητα της Νηστείας και η τήρησή της σήμερα,
ε) Η Αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο και
στ) Η Ορθόδοξη διασπορά. Για να φθάσουμε λοιπόν στην πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, κατά την εορτή της Πεντηκοστής στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης στο Κολυμπάρι το 2016, προηγήθηκαν τέσσερις Πανορθόδοξες Διασκέψεις: 1961, 1963, 1964, 1968, πέντε Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις: 1976, 1982, 1986, 2009, 2015 και εργάστηκαν πέντε Οικουμενικοί Πατριάρχες (με χρονολογική σειρά): Ιωακείμ Γ΄, Μελέτιος Δ΄, Αθηναγόρας, Δημήτριος και Βαρθολομαίος μαζί μ' ένα πλήθος αρχιερέων, πρεσβυτέρων, λαϊκών και πανεπιστημιακών καθηγητών θεολογίας μέχρι να φθάσουμε στο σημερινό αποτέλεσμα (11).