
Σταύρυυ Γιαγκάζογλου, Αναπληρωτή Καθηγητή Δογματικής στο Τμήμα Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Το Βήμα
Η Εκκλησία έχοντας πίσω της μια πορεία τριών περίπου αιώνων βρέθηκε αμέσως μετά τους διωγμούς αντιμέτωπη όχι απλώς με ζητήματα τάξεως, όπως συνέβη νωρίτερα στην Αρελάτη, αλλά με ένα σοβαρό πρόβλημα που άγγιζε τον πυρήνα της πίστης, της λατρείας και της ζωής της, την ίδια την ταυτότητά της.
Καθώς πλήθη λαών συνέρρεαν μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων στους κόλπους της, ένας ευσεβής πρεσβύτερος της Αλεξάνδρειας που είχε επηρεαστεί από τη σχολή της Αντιόχειας δίδασκε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν κτίσμα.
Ο απλοϊκός αυτός μονοθεϊσμός του Αρείου έκρυβε μέσα του ιουδαϊκά αλλά και αρχαιοελληνικά στοιχεία, δηλώνοντας ότι ο άκτιστος βιβλικός Θεός και Πατέρας δεν σχετίζεται με τον κόσμο, τον άνθρωπο και την ιστορία, παρά μέσω ενός κτιστού όντος, όπως είναι ο Υιός του, το πρώτο από όλα τα δημιουργήματά του. Η διδασκαλία αυτή άρχισε να διαδίδεται όχι μόνο στην Αλεξάνδρεια και την Αίγυπτο, αλλά και σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Όταν το πρόβλημα έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις στην Ανατολή και απείλησε όχι μόνο την εκκλησιαστική, αλλά την κοινωνική και πολιτική ενότητα, ο αυτοκράτορας πείστηκε από τον Όσιο επίσκοπο Κορδούης να συγκαλέσει με κρατικά μέσα μία μεγάλη σύνοδο στην Ανατολή, όπου ήδη προετοίμαζε τη νέα πρωτεύουσά του.
Η σύνοδος αυτή πραγματοποιήθηκε εν τέλει στη Νίκαια της Βιθυνίας και σε αυτήν συμμετείχε μεγάλος αριθμός επισκόπων από την Ανατολή και τη Δύση. Η σύνοδος της Νίκαιας απέρριψε τη διδασκαλία του Αρείου και διατύπωσε ομόφωνα ένα κοινό για όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες «Σύμβολον της Πίστεως», στο οποίο ο Υιός και Λόγος του Θεού ρητά ονομάζεται Θεός «ομοούσιος με τον Πατέρα». Οι επίσκοποι και θεολόγοι της Συνόδου, οι οποίοι κατόπιν αναγνωρίστηκαν ως «Πατέρες της Εκκλησίας», ασχολήθηκαν με τη Χριστολογία ως τη ζωντανή σωτηριολογική πίστη και εμπειρία της Εκκλησίας. Με την ενανθρώπηση του Θεού και Λόγου ο άνθρωπος μπορεί να κοινωνεί με τη θεία ζωή.
Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Εάν ο Χριστός δεν είναι Θεάνθρωπος, τότε η σωτηρία του ανθρώπου είναι ανέφικτη. Για να εκφράσει τη θεότητα του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου, η σύνοδος της Νίκαιας αξιοποίησε όχι μόνο τη βιβλική γλώσσα και τα διάφορα τοπικά βαπτισματικά και ευχαριστιακά σύμβολα, αλλά προσέλαβε με τόλμη και τη φιλοσοφική γλώσσα της εποχής, χρησιμοποιώντας ορθόδοξα την έννοια του «ομοουσίου» για να μεταφέρει και να ερμηνεύσει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του πολιτισμού μια σειρά από βιβλικές έννοιες, εικόνες και εκφράσεις της ζωντανής πίστεως της Εκκλησίας στον Χριστό. Η Σύνοδος της Νίκαιας διευθέτησε και μια σειρά από άλλα καίρια ζητήματα και χρονίζοντα προβλήματα της ανά την οικουμένη Εκκλησίας, καθιερώνοντας κοινή ημερομηνία για την εορτή του Πάσχα.
Εδώ και αιώνες, σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη, το Σύμβολο της Πίστεως της Νίκαιας, όπως συμπληρώθηκε από τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης με τα 12 άρθρα του, απαγγέλλεται από τους Χριστιανούς στην Ανατολή και στη Δύση. Τιμώντας τα 1700 έτη από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, το έτος που διανύουμε πραγματοποιήθηκαν διάφορα συνέδρια και εκδόσεις, ενώ τον Νοέμβριο λαμβάνει χώρα η κοινή επίσκεψη του Πάπα Ρώμης με τον Οικουμενικό Πατριάρχη στη Νίκαια, ολοκληρώνοντας έναν οικουμενικό κύκλο εκδηλώσεων και εορτασμών.
Παρά τους επετειακούς αυτούς εορτασμούς και τις ποικίλες ιστορικές, θεολογικές και ερμηνευτικές, κριτικές και αναστοχαστικές προσεγγίσεις και συμβολές των θεολόγων και των ιστορικών στην εμβληματική αυτή Σύνοδο της Εκκλησίας, δεν γνωρίζουμε αν όλα αυτά θα σημάνουν και μια γόνιμη και ανανεωμένη επανεκκίνηση του διαλόγου μεταξύ των διηρημένων Χριστιανών για την ανάκτηση της ενότητας και καθολικότητας στην έκφραση της χριστιανικής πίστης στην εποχή μας. Η πίστη της Νίκαιας θα μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιο για ένα νέο ξεκίνημα της χριστιανοσύνης στην εποχή μας!
Η Σύνοδος της Νίκαιας, 1700 έτη μετά, μας υπενθυμίζει ότι η ενότητα δεν αποτελεί ένα είδος πολιτικού ή θεολογικού συμβιβασμού, αλλά καρπό συνεχούς διαλόγου, κοινωνίας και αγάπης. Όπως το έργο του Χριστού κορυφώνεται στον Σταυρό και στην Ανάσταση, η χριστιανική πίστη προϋποθέτει έγνοια και διαρκή μέριμνα για την αποκατάσταση της ενότητας. Ο διάλογος της αλήθειας προϋποθέτει τον διάλογο της αγάπης. Συνεπώς, το πρώτο και κύριο στοιχείο του μηνύματος της Νίκαιας στην εποχή μας είναι ο θεολογικός λόγος ως διάλογος για την αλήθεια και εμπειρία της Εκκλησίας που μπορεί να οδηγεί στην ενότητα και καθολικότητά της, η οποία συμπεριλαμβάνει τόσο την τοπική όσο και την ανά την οικουμένη Εκκλησία.
Η σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου
Η συνοδική δραστηριότητα εξέφραζε και προϋπέθετε την ευχαριστιακή κοινωνία μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών. Ο αποκλεισμός από τη Θεία Ευχαριστία αλλά και η μέριμνα για την αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας άρχισαν να αφορούν τις ευρύτερες επαρχιακές συνόδους. Ωστόσο, ο αφορισμός από την ευχαριστιακή κοινωνία θεωρούνταν πολύ σοβαρό ζήτημα ώστε να αφεθεί μονάχα στην ευθύνη της τοπικής Εκκλησίας, καθόσον όφειλε να μην συμβαίνει για λόγους προσωπικής μικροψυχίας ή αντεκδίκησης. Τέτοιες καταστάσεις μπορεί να οδηγούσαν ακόμη και σε σχίσματα, τα οποία δεν ήταν δυνατό να θεραπευθούν εύκολα και διαιωνίζονταν μέσα στον χρόνο, τραυματίζοντας σοβαρά την ενότητα της Εκκλησίας. Συνάμα, η επίμονη ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας για την υπέρβαση των παρεξηγήσεων ή την επιστροφή και αποκατάσταση των σχισματικών ή των αιρετικών ομάδων, προετοίμαζε και τελικά συγκαλούσε ευρύτερες συνόδους ώστε μέσω των θεολογικών διαλόγων και συζητήσεων να επέλθει η συμφιλίωση και η ενότητα στην Εκκλησία.
Για τον λόγο αυτό ακριβώς οι αρχαίες γενικές σύνοδοι, και κυρίως οι οικουμενικές, ασχολήθηκαν με ζητήματα τάξεως και ορθοδοξίας της πίστεως, εκφράζοντας την κοινωνία των κατά τόπους Εκκλησιών, χωρίς όμως να υποκαθιστούν τις τοπικές Εκκλησίες. Εξ ου και η μέριμνα να συμμετάσχουν σε αυτές όσο το δυνατόν περισσότεροι επίσκοποι, εκπροσωπώντας τις τοπικές Εκκλησίες και το πλήρωμά τους. Από την άποψη αυτή οι σύνοδοι είναι συνελεύσεις τοπικών Εκκλησιών δια της συμμετοχής των επισκόπων τους. Αυτό εξηγεί και την επισκοπική σύνθεσή τους και ασφαλώς όχι η δια της χειροτονίας των επισκόπων ατομική μεταβίβαση διοικητικής ή άλλης ιεροκρατικής εξουσίας. Η δια των επισκόπων αποστολική διαδοχή αφορά συγκεκριμένες εκκλησιαστικές κοινότητες, το δε σώμα των επισκόπων δεν υφίσταται παρά μόνο άρρηκτα συνδεδεμένο με τις κατά τόπους Εκκλησίες.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο μέριμνας για την αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας ανά την οικουμένη, όταν τα θεολογικά και εκκλησιολογικά προβλήματα που δημιούργησε ο Άρειος στην Αλεξάνδρεια επεκτάθηκαν και αναστάτωσαν πολλές άλλες τοπικές Εκκλησίες, οδήγησαν εξ ανάγκης στη σύγκληση και διεξαγωγή μιας εντελώς νέας μορφής συνόδου, μόλις δώδεκα έτη μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων. Η διδασκαλία του Αρείου αναστάτωσε όχι μόνο την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και της Βόρειας Αφρικής, αλλά σχεδόν ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, καθώς συνδύαζε επιλεκτικά στοιχεία από την αλεξανδρινή και από την αντιοχειανή θεολογική ερμηνευτική παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας. Επρόκειτο, συνεπώς, για ένα θεολογικό ζήτημα το οποίο αφορούσε την Εκκλησία ανά την οικουμένη, καθώς ανέτρεπε πλήρως την παραδεδομένη αποστολική και καθολική πίστη της. Έτσι το 324 ο Αλέξανδρος επίσκοπος Αλεξανδρείας εισηγήθηκε στον Όσιο επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, ο οποίος απολάμβανε την προσωπική εμπιστοσύνη του Μ. Κωνσταντίνου, την «κατεπείγουσα» διεξαγωγή μιας ευρύτερης γενικής συνόδου.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο επίσκοπος Κορδούης Όσιος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ενώπιον του αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος αρχικά εξέλαβε ως «ελάχιστον ζήτημα» τη διένεξη του Αρείου με τον επίσκοπό του Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, το οποίο θα μπορούσε να επιλυθεί συναινετικά στο επίπεδο της τοπικής αυτής Εκκλησίας. Ο Όσιος Κορδούης, έχοντας την εμπειρία σύγκλησης μεγάλων συνόδων στη Δύση όπως της Ελβίρας (305-306) ή ακόμη της Ρώμης (313) και της Αρελάτης (314) επηρέασε τον Μ. Κωνσταντίνο να θεωρήσει την Εκκλησία ως την αυτοκρατορία του Χριστού επί της γης και να παραλληλίσει την ειρήνη της με την ειρήνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Παράλληλα, αρκετές γενικές σύνοδοι πραγματοποιήθηκαν και στην Ανατολή, ενώ οι ευρύτερες σύνοδοι στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια το 324 λειτούργησαν ως προσυνοδικές διασκέψεις για την οργάνωση και διεξαγωγή της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια το 325. Ο Μ. Κωνσταντίνος χρηματοδότησε και υποστήριξε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, αφήνοντας ελεύθερη την Εκκλησία να αποφασίσει για τα δικά της θέματα. Τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή είχε διαμορφωθεί η αντίληψη περί ενότητας της Εκκλησίας σε ένα υπερτοπικό επίπεδο το οποίο καλούνταν χριστιανική οικουμένη. Η Εκκλησία είναι ένα ενιαίο σώμα σε όλους τους τόπους, είναι η «καθολική Εκκλησία κατά την οικουμένην» .
Μια νέα συνοδική δομή, η Οικουμενική Σύνοδος, αναδύθηκε ως κρίσιμος σταθμός στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας, διακρατώντας τα μόνιμα στοιχεία της συνοδικής έκφρασης και ζωής και συνάμα αναπτύσσοντας νέες μορφές συνοδικότητας, παράλληλα με τις εκάστοτε πολιτικές, πολιτισμικές και γεωγραφικές συνθήκες μέσα στις οποίες η αρχαία Εκκλησία εξέφραζε την αλήθεια και ενότητά της. Αντιμετωπίζοντας τον Αρειανισμό, η σύνοδος της Νίκαιας κατέληξε στο περίφημο Σύμβολον της Πίστεως, για τη συγκρότηση του οποίου ελήφθησαν υπόψη τα βαπτισματικά σύμβολα και οι λειτουργικοί τύποι της Θείας Ευχαριστίας που χρησιμοποιούνταν στις κατά τόπους Εκκλησίες και περιείχαν σύντομες εμπειρικές ομολογίες πίστεως και δοξολογικές επικλήσεις στην Αγία Τριάδα, στον Θεό και Πατέρα, στον Κύριο Ιησού Χριστό και στο Άγιο Πνεύμα.
Τα σύμβολα αυτά μαζί με την ίδια την Αγία Γραφή αποτέλεσαν τις αυθεντικές πηγές πάνω στις οποίες η αρχαία Εκκλησία εξέφραζε την πίστη και διδασκαλία για τον Θεό, τον κόσμο, τον άνθρωπο, την Εκκλησία, την ιστορία και τα έσχατα της Βασιλείας. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, υιοθετώντας ως κείμενο βάσης το παλαιότερο Σύμβολο της Αντιόχειας του 268, αλλά και τα Σύμβολα των συνόδων της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας του 324, συνδυάζοντας αρμονικά τις θεολογικές παραδόσεις της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, ερμήνευσε και διακήρυξε ορθόδοξα το «ομοούσιον» του Υιού προς τον Πατέρα. Μολονότι ο όρος αυτός δεν προέρχεται από την Αγία Γραφή, ωστόσο διασαφηνίζει το πνεύμα και τη «διάνοια» των Γραφών για τη συναΐδια σχέση Πατρός και Υιού . Το έργο αυτό των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν ήταν αυτόνομο και ανεξάρτητο από τη δοξολογική και ευχαριστιακή έκφραση της πίστης, λατρείας και ζωής της Εκκλησίας. Το
Έχοντας ολοκληρώσει το δογματικό έργο της, η σύνοδος της Νίκαιας όρισε τον κοινό για όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες εορτασμό του Πάσχα, πρόβλημα το οποίο ήδη από τον 2ο αι. ταλάνιζε τις Εκκλησίες της Ανατολής, προκάλεσε έντονη διένεξη με τη Ρώμη και πλέον αποτελούσε κοινό πρόβλημα των κατά τόπους Εκκλησιών. Συνάμα, η σύνοδος της Νίκαιας προχώρησε σε αποφάσεις για την επίλυση διαφόρων σχισμάτων τα οποία ταλάνιζαν την ενότητα της Εκκλησίας (Νοβατιανό, Σαμοσατιανό και Μελιτιανό). Οι κανόνες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου επιλύουν καίρια εκκλησιολογικά προβλήματα και συνάμα επιβεβαιώνουν ότι απορρέουν από την ευχαριστιακή συγκρότησή της Εκκλησίας και συνδέονται άρρηκτα με τη δογματική διδασκαλία της ως ενότητα πίστεως και ζωής. Έτσι το «ομοούσιον», πέραν της τριαδολογικής και χριστολογικής σημασίας του, εφαρμόζεται κατά κάποιο τρόπο και εκκλησιολογικά ως κοινωνία και ενότητα των κατά τόπους Εκκλησιών.
Επισημαίνουμε δε ότι η εκκλησιολογική διάσταση ενότητας και ετερότητας με ρητή αναφορά στην Αγία Τριάδα υπήρχε ήδη στον 34ο κανόνα των Αποστόλων, ο οποίος προέρχεται από παράδοση που ανάγεται στον 2ο – 3ο αι. Με εκκλησιολογική και ποιμαντική διάκριση οι είκοσι κανόνες της Νίκαιας αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα σε ζητήματα που αφορούν στην ιερωσύνη και στο ήθος των κληρικών, στην εκλογή των επισκόπων, στο επιτίμιο της ακοινωνησίας, στην τάξη των μητροπολιτικών εδρών και στα πρεσβεία τιμής, στον τρόπο αποδοχής των σχισματικών, των αιρετικών και των πεπτωκότων, ορίζουν δε τη σταθερή σύγκληση των επαρχιακών συνόδων δύο φορές τον χρόνο, φροντίζοντας πάντοτε να διαφυλάσσεται και να μην διασπάται η ενότητα της Εκκλησίας.
Η κανονικοποίηση της σύγκλισης των επαρχιακών συνόδων διαμορφώνει πλέον μία σταθερή δομή συνοδικότητας σε κάθε τοπική Εκκλησία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο έκτακτος χαρακτήρας των συνόδων παύει να υπάρχει, ή ότι μονάχα ο έκτακτος χαρακτήρας σύγκλησης τους διέσωζε και τον χαρισματικό χαρακτήρα τους. Με την ίδια λογική και η σταθερή ευχαριστιακή σύναξη δεν μπορεί να αποτελεί χαρισματικό γεγονός, αλλά μονάχα θεσμική έκφραση. Στον συνοδικό θεσμό της Εκκλησίας, όμως, συμβαίνει κάτι πιο σύνθετο. Λόγω της παρουσίας και έμπνευσης του Αγίου Πνεύματος ο θεσμός αποβαίνει συνάμα και χαρισματικό γεγονός.
Η επικαιρότητα της Νίκαιας στην εποχή μας
Η σύγχρονη θεολογική έρευνα θέτει μια σειρά από ερωτήματα για την πατερική γραμματεία που σχετίζονται με την παρακαταθήκη της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το αρχικό Σύμβολο της Πίστεως μπορεί να απαντήσει στα νέα θεολογικά προβλήματα; Ποιες είναι οι έγκυρες φωνές στους μετά τη Νίκαια Πατέρες; Πώς είναι δυνατό το Σύμβολο της Πίστεως της Νίκαιας να λειτουργεί και να παρέχει απαντήσεις σε μεταγενέστερες εποχές και σε άλλα προβλήματα; Η διερεύνηση παρόμοιων ζητημάτων αφορά το σύνολο της πατερικής θεολογίας και χρειάζεται να γίνεται πάντοτε στο ιστορικοδογματικό πλαίσιο κάθε εποχής αλλά και σε σχέση με την ποιμαντική και σωτηριολογική μέριμνα και ευθύνη της Εκκλησίας.
Η ιστορική και θεολογική ερμηνευτική των οικουμενικών συνόδων στην εποχή μας δύναται να διερευνά παρόμοια ζητήματα και οφείλει να φωτίζει και τις παραγνωρισμένες θεολογικές πτυχές ή ακόμη και τα πρόσωπα τα οποία βρέθηκαν για ποικίλους λόγους στο περιθώριο. Ωστόσο, η Νίκαια άνοιξε τον δρόμο και για τις επόμενες οικουμενικές συνόδους και κυρίως για τη μεγάλη εποποιία της πατερικής θεολογίας ως ερμηνευτική της συνέχειας, η οποία αναπτύσσει και επεκτείνει διαρκώς τη σταθερή και αμετάβλητη δογματική βάση της. Το χριστολογικό δόγμα θεμελιώνεται στη Νίκαια, αλλά η ερμηνευτική του διεύρυνση επεκτείνεται σχεδόν μέχρι την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία πραγματοποιείται και πάλι στη Νίκαια το 787. Ως γνωστόν, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί την περί ακτίστων ενεργειών διδασκαλία ως «ανάπτυξη» της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Έτσι από την Νίκαια του 325 έως τη Νίκαια του 787 ή τις ησυχαστικές συνόδους του 14ου αιώνα, δεν έχουμε μεταβολή του δόγματος, αλλά διαρκή ερμηνευτική του επέκταση σύμφωνα με τα εκάστοτε αναφυόμενα ζητήματα. Όλες οι σύνοδοι οικοδόμησαν το έργο τους με βάση ακριβώς την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, δικαιώνοντας τον αγώνα του Μ. Αθανασίου, αλλά και το έργο των Καππαδοκών Πατέρων. Έτσι η σύνοδος της Χαλκηδόνας, επικυρώνει το Σύμβολο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο ήταν η ερμηνευτική συνέχεια του Συμβόλου της Νίκαιας. Μάλιστα, η δογματική ανάπτυξη της Χαλκηδόνας αναγνωρίστηκε ότι οφείλεται στην καίρια σημασία της Νίκαιας ως γνήσιας και αυθεντικής έκφρασης της πίστης της Εκκλησίας.
Ένα τέτοιο λεπτό ζήτημα αφορά τον σύγχρονο θεολογικό διάλογο της Ορθόδοξης Εκκλησίας π.χ.με τις Προ-Χαλκηδόνιες Εκκλησίες και τα συναφή εκκλησιολογικά προβλήματα που εμφάνισε μετά την ολοκλήρωσή του. Είναι σημαντικό να αναπτύξουμε μία θεολογική ερμηνευτική η οποία θα βαίνει αφενός επί της ενιαίας κανονιστικότητας της πατερικής παράδοσης, την οποία επιβάλλουν οι Σύνοδοι, σε διαλεκτική σχέση με την πολυφωνία της κληρονομιάς των Πατέρων, αλλά και σε σχέση με τη διαρκώς διογκούμενη θεολογική γραμματεία. Το γόνιμο ερώτημα για εμάς σήμερα είναι: πώς μπορούμε να ξαναδούμε την πολυφωνία και τον πλουραλισμό του παρελθόντος σε σχέση με την ομοφωνία της πατερικής κληρονομιάς; Η περίφημη καταδίκη των Τριών Κεφαλαίων στην 5η Οικουμενική Σύνοδο, έθεσε ποικίλα ζητήματα.
Μεταξύ άλλων, πώς γίνεται να καταδικάζονται αναδρομικά ως αιρετικοί εκκλησιαστικά πρόσωπα που έζησαν και πέθαναν εντός της κοινωνίας και ειρήνης της Εκκλησίας; Η αυθεντία κρύβεται απλώς μέσα σε ένα κείμενο; Η αλήθεια είναι απλώς «κειμενική» υπόθεση; Η πατερική θεολογία είναι απλώς μια κωδικολογία και παραδοσιολογία; Κατ’ επέκταση, μήπως σήμερα η περίφημη αυθεντία των Πατέρων προβάλλεται για να αξιοποιηθούν απλώς ιδιωτικές ή γραμματολογικές ή ακόμη χειρότερα φονταμενταλιστικές θεολογικές κατασκευές;
Ποια είναι, λοιπόν, η σημασία του γνωστού Leitmotiv των συνοδικών ρήσεων «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι» στην εποχή μας; Μήπως χρειαζόμαστε μια διαρκή και εκ νέου κάθε φορά ερμηνευτική πρόσληψη της κληρονομιάς των Πατέρων της Εκκλησίας, προκειμένου να διαμορφώσουμε χώρο στη δημιουργική οικειοποίηση και ανανέωση της σύγχρονης θεολογικής έκφρασής μας; Συνεπώς, το καίριο και σημαντικό είναι τι θα έλεγαν οι Πατέρες, αν ζούσαν στην εποχή μας. Σημασία έχει το φρόνημα και το ήθος και όχι απλώς το γράμμα της πατερικής θεολογίας, όχι μια εννοιολογική κατασκευή, αλλά η ζώσα πίστη και μαρτυρία της κοινότητας της Εκκλησίας, όπως έλεγε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ο οποίος επέμενε ότι η Εκκλησία συνεχίζει να έχει Πατέρες και σήμερα!
Η θεώρηση αυτή, όμως, χρειάζεται να επαναφέρει στο κέντρο του θεολογικού μας στοχασμού την κριτική και θεραπευτική σημασία της ανοικτής ιστορίας της σωτηρίας μέσω της Εκκλησίας! Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ έλεγε ότι «Όποιος μένει απαθής ενώπιον της ιστορίας, αυτός δεν μπορεί ποτέ να είναι καλός χριστιανός». Για να προσεγγίσουμε ολοκληρωμένα το Σύμβολο της Πίστεως οφείλουμε να εντοπίσουμε την ιστορική και θεολογική σημασία του δόγματος κατά τη εποχή του και ακολούθως να διερευνήσουμε ερμηνευτικά τη διαχρονική του σημασία με έμφαση στη δική μας εποχή.
Η οικουμενικότητα των συνόδων δεν σχετιζόταν εξαρχής με τον αριθμό των συμμετεχόντων επισκόπων, αλλά με την ορθοδοξία και με την αποδοχή των αποφάσεών τους από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Έτσι σύνοδοι που συνεκλήθησαν ως οικουμενικές, απέβησαν εν τέλει ληστρικές, και άλλες που πραγματοποιήθηκαν ως τοπικές ή γενικές, εξελήφθησαν ως όντως οικουμενικές. Το διάταγμα των Μεδιολάνων, δηλαδή μία πολιτική πράξη, συνέβαλε στην αλλαγή της στάσεως της αυτοκρατορίας, αλλά και ολόκληρου του ελληνορωμαϊκού κόσμου και πολιτισμού έναντι της Εκκλησίας.
Η επίσημη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη πέντε έτη μετά τη Νίκαια, η είσοδος στους κόλπους της Εκκλησίας μεγάλου αριθμού ανθρώπων, αλλά και του ίδιου του αυτοκράτορα, αναδιάταξαν πλήρως το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μια νέα πολιτική θεολογία άρχισε να διαμορφώνεται με κέντρο το πρόσωπο του εκάστοτε Χριστιανού αυτοκράτορα στο οποίο συναντάται η πολιτική εξουσία με την ιερωσύνη. Ο αυτοκράτορας διεκδικώντας τη διπλή αυτή ιδιότητα, συχνά επιχειρούσε να αναμιχθεί και σε δογματικά θέματα. Το αν η αυτοκρατορική εξουσία προσπάθησε να κατευθύνει ουκ ολίγες φορές τις αποφάσεις των συνόδων και μάλιστα συχνά αντίθετα προς την ορθοδοξία της πίστεως της Εκκλησίας, συνιστά διαφορετικό πρόβλημα και πάντως αφορά ευρύτερα τις σχέσεις της Εκκλησίας με την πολιτική εξουσία, τον πολιτισμό και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής.
Είναι βέβαιο ότι ρόλος του Μ. Κωνσταντίνου περιορίστηκε στην οργάνωση και διευκόλυνση της συνόδου της Νίκαιας, η δε πρωτοκαθεδρία του σε αυτήν υπήρξε τιμητική, καθώς στις εργασίες της προέδρευαν εκ περιτροπής ο Ευστάθιος Αντιοχείας και ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος. Ασφαλώς, η αυτοκρατορική διευκόλυνση στη διεξαγωγή κρίσιμων συνόδων συχνά λειτούργησε και κατά τρόπο αρνητικό. Οι διάδοχοι του Μ. Κωνσταντίνου υποστηρίζουν δίχως προσχήματα τον Αρειανισμό και αναμιγνύονται πειθαναγκάζοντας τις συνοδικές αποφάσεις. Ο Αρειανισμός φουντώνει επικίνδυνα και μετά την Νίκαια, ενώ ο Μ. Αθανάσιος διενεργεί έναν διηνεκή θεολογικό αγώνα σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του για να αναδείξει τη σημασία των αποφάσεων της Νίκαιας. Ακολουθούν οι εκκλήσεις των Καππαδοκών και του Ιωάννη Χρυσοστόμου για επίλυση του αρειανικού προβλήματος που συνέχιζε να διαταράσσει την Εκκλησία της Ανατολής με διεξαγωγή αλλεπάλληλων συνόδων, πολλές από τις οποίες επιχειρούν να ανατρέψουν τις αποφάσεις της Νίκαιας. Εν τέλει, μετά από έναν και πλέον αιώνα έντονων αναταράξεων, η πρόσληψη και η ισχύς της Νίκαιας θα σημάνει τη σταδιακή ενσωμάτωση στους κόλπους της Εκκλησίας σχεδόν όλων των μετριοπαθών τάσεων και την περιθωριοποίηση ή και εξαφάνιση των αντιτριαδικών αιρετικών ομάδων.
Ασφαλώς η ακμή της συνοδικότητας στην Ανατολή σχετιζόταν και με την αυτοκρατορική υποστήριξη στο πλαίσιο της προνεωτερικής χριστιανικής και πολιτικής οικουμένης. Ο προνεωτερικός Χριστιανικός κόσμος και πολιτισμός έχει σχεδόν υποχωρήσει ενώπιον της καλπάζουσας νεωτερικότητας και της συνακόλουθης εκκοσμίκευσης. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πολεμώντας τη νεωτερικότητα δεν έχει τη θέση που είχε άλλοτε. Το ίδιο συμβαίνει και με τον προτεσταντικό κόσμο, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε για τη δημιουργία του ΠΣΕ. Ο Χριστιανισμός στην εποχή μας δεν είναι μία ενιαία φωνή που μπορεί να εισακουστεί σε παγκόσμια βάση. Η στασιμότητα της συνοδικότητας σε διορθόδοξο επίπεδο οφείλεται εν πολλοίς στις ιστορικές περιστάσεις αλλά και στις δυσκολίες συνεννόησης μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες ανέπτυξαν ένα είδος της αυτάρκειας, ενδοστρέφειας, αντιδυτικισμού και εθνοκεντρισμού. Αντίβαρο στον ιδιότυπο αυτό εθνικισμό και στην ιδεολογική εσωστρέφεια, που αγγίζει κάθε πτυχή της εκκλησιαστικής ζωής, αποτελούν σταθερά οι πρωτοβουλίες και οι εργώδεις προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες οδήγησαν εν τέλει ύστερα από προσπάθειες πολλών δεκαετιών τις 10 από τις 14 κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες στη διεξαγωγή της Πανορθόδοξης Συνόδου, τη σύγκλιση της οποίας χρόνια περιμέναμε.
Επίλογος
Το διαχρονικό μήνυμα της Νίκαιας δεν είναι μόνον η θεολογική θεμελίωση του Τριαδικού δόγματος, αλλά και η σωτηριολογική και ανθρωπολογική συνέπεια του ομοουσίου ως της εν Χριστώ κοινωνίας του ανθρώπου με τη ζωή του Τριαδικού Θεού. Η ενανθρώπηση του ομοούσιου και προαιώνιου Υιού και Λόγου πραγματοποιήθηκε «δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν». Καθώς εξηγεί ο Μ. Αθανάσιος «Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Το μήνυμα αυτό καθίσταται επίκαιρο στην κατεξοχήν ανθρωπολογική εποχή μας, όπου ο σύγχρονος άνθρωπος επιχειρεί εκ νέου ένα είδος αποθέωσης του στην ιστορία και στον πολιτισμό του, αυτή τη φορά μέσω της προηγμένης τεχνολογίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης και μάλιστα σε έναν κόσμο ο οποίος διαιρείται μέσα από συνεχείς διαμάχες και συγκρούσεις. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος κληροδότησε στην Εκκλησία μία σημαντική θεολογική παρακαταθήκη για να αντιμετωπίζονται συνοδικά τα εκάστοτε θεολογικά, εκκλησιολογικά και ανθρωπολογικά ζητήματα. Η ίδια η εξέλιξη της συνοδικής πορείας της Εκκλησίας δείχνει ότι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν καθιέρωσε ένα είδος άτεγκτης αμεταβλητότητας, αλλά κυρίως την ορθή θεολογική βάση για την αυθεντική ερμηνεία της βιβλικής και πατερικής παράδοσης.
Η επικαιρότητα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου για τον σύγχρονο διηρημένο χριστιανικό κόσμο, τις Εκκλησίες και τις χριστιανικές Ομολογίες, έγκειται στην ανάγκη επανάκτησης της ενότητας, της οικουμενικότητας και της καθολικότητα της χριστιανικής πίστης. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι και κυρίως η Α΄ Σύνοδος της Νίκαιας χρειάζεται να αποτελέσουν υποδείγματα στη σύγχρονη οικουμενική κίνηση με επίκεντρο την αναθέρμανση της συνοδικότητας και της επέκτασής της σε όλα τα επίπεδα. Ο δρόμος της ενότητας είναι μακρύς και δύσκολος. Μπορούμε όμως να ξεκινήσουμε από τη βάση της Νίκαιας. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος έδειξε πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις μέσα από τη θεσμική και αντιπροσωπευτική λειτουργία του συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας, καλλιεργώντας τον διάλογο, τη συναίνεση και τη διαμεσολάβηση για την επίλυση των κρίσεων και των συγκρούσεων. Η συνοδικότητα της Εκκλησίας, προερχόμενη από την ευχαριστιακή και κοινοτική βάση συγκρότησή της, όταν αναπτύσσεται και λειτουργεί πλήρως, είναι περισσότερο συμβατή με το πνεύμα της σύγχρονης δημοκρατίας, παρά με το μοναρχικό πολίτευμα των αυτοκρατοριών του παρελθόντος.
Στη μετανεωτερική συνθήκη του σύγχρονου κόσμου έντονη είναι η ανάδυση του μερικού και αποσπασματικού έναντι του οικουμενικού. Συχνά μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών κυριαρχεί η αυτάρκεια και η απομόνωση του απόλυτου αυτοκεφαλισμού, η οποία συνεπικουρείται και από τοπικά πολιτισμικά ή και εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά. Απέναντι σε μια πυραμιδοειδή και παγκόσμια εκκλησιολογία ή σε μια απόλυτη και αυτονομημένη αυτοκεφαλία, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος κομίζει το μήνυμα του κόσμου και της Εκκλησίας ως οικουμένης, ως συνύπαρξης της ενότητας και της κοινωνίας μέσα στην ποικιλία των κατά τόπους Εκκλησιών.
Στη μετανεωτερική εποχή μας, το καθολικό και το οικουμενικό παραγκωνίζονται από την υποκειμενικότητα, από το μερικό και το ίδιον κατά τρόπο αντιθετικό. Η νεωτερικότητα ως κοινός και ορθός λόγος καταρρέει από την ανάδυση του μερικού και του αποσπασματικού. Ο θρίαμβος του μερικού, η αυτονόμηση των ποικίλων ιδιαιτεροτήτων και οι διάφορες διεκδικήσεις των επιμέρους κοινωνικών ομάδων συχνά αντιτίθενται στις κατακτήσεις της νεωτερικότητας, όπως είναι τα δικαιώματα του ανθρώπου. Ακόμη και το επιστημονικό πνεύμα παραγκωνίζεται προς όφελος των απίθανων θεωριών συνωμοσίας και των ατομικών δοξασιών.
Η υποκειμενικότητα, ο πρακτικός μηδενισμός και η ψυχολογία του ατόμου μοιάζει να κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ο δυτικός κόσμος και πολιτισμός κατακερματίζεται ακόμη και γεωπολιτικά, αφήνοντας κατά μέρος το οικουμενικό αίτημα ειρηνικής συμβίωσης, ενότητας και συνεννόησης μεταξύ των κρατών που προέκυψε από την τραγωδία των δύο παγκόσμιων πολέμων. Ζούμε ήδη την εκ νέου ανάδυση των εθνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων σε μια νέα γεωπολιτική στρατηγική των εθνικών και οικονομικών συμφερόντων, της πολυδιάσπασης και της σύγκρουσης μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Οι τελευταίες εξελίξεις μεταξύ Αμερικής, Ευρώπης, Ασίας και Ρωσίας επιβεβαιώνουν, αν μη τι άλλο, αυτή την πολυδιάσπαση και αναδιανομή του σύγχρονου κόσμου με μοναδικό κριτήριο τη στρατιωτική και οικονομική ισχύ. Σε όλο αυτό το διαμορφούμενο γεωπολιτικό σκηνικό η Ορθοδοξία δεν μπορεί να είναι παθητικά αδρανής ή και άκριτα συμμέτοχος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.