Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ (ΑΡΧΙΕΠIΣΚΟΠΟΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ 2007)


Τμήμα απο την Ομιλία κατά την τελετή αναγόρευσής του Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστασίου, Ομοτίμου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Επιτίμου Μέλους της Ακαδημίας Αθηνών σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (Κέρκυρα, 20.3.07)

Το πιο σημαντικό λοιπόν για την πνευματική αντίσταση και δημιουργικότητα της Ευρώπης είναι να ξαναβρεί την καρδιά της, τη ζωντανή χριστιανική πίστη. Σ’ αυτό το σημείο, η ευθύνη της Ορθοδοξίας είναι μεγάλη και η συμβολή της οφείλει να είναι ουσιαστική.
Β. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
1. Σχέσεις μεταξύ των Ορθοδόξων. Δογματικά, οι Ορθόδοξοι τονίζουμε ότι ανήκουμε «εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν», ότι είμαστε αυτή η Εκκλησία. Ασφαλώς, η ευχαριστιακή μας συνείδηση και η επισκοπική αποστολική διαδοχή και δομή εξασφαλίζουν την ενότητα τής Ορθοδοξίας. Πρέπει όμως να ομολογηθεί ότι κάθε τόσο εμφανίζονται ζητήματα που την πληγώνουν. Κατά καιρούς η κατάσταση επιδεινώνεται, όχι λόγω διαφορετικών θεολογικών τοποθετήσεων αλλά ένεκα άλλων, μη καθαρώς εκκλησιαστικών αιτίων.
Αρκετές Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έζησαν σε περιβάλλον ομοιογενές, αποτελώντας τη συντριπτική πλειοψηφία της χώρας (π.χ. Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία). Εξαίρεση σ’ αυτό απετέλεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως – το οποίο, όπως και τα άλλα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, ζει και ακτινοβολεί την Ορθοδοξία σε περιβάλλον αλλόθρησκο. Με τις τελευταίες εξελίξεις, διάφορες Ορθόδοξες ομάδες, συνήθως μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, έχουν μετακινηθεί σε ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, σήμερα πολυάριθμες Ορθόδοξες ενορίες μοιάζουν με νησίδες στο αρχιπέλαγος της Ευρώπης.
Στις συνθήκες αυτές διαμορφώνονται διάφορες τάσεις: Η μία τείνει προς την πλήρη προσαρμογή η και την αφομοίωση με την νοοτροπία τής πλειοψηφίας. Η άλλη τείνει στη δημιουργία γκέτο, για να περισωθεί η Ορθόδοξη ταυτότητα. Έχουμε ευτυχώς και περιπτώσεις, π.χ. στη Γαλλία, όπου έχει αποφευχθεί τόσο το γκέτο όσο και η αφομοίωση.
Καθώς η Ευρώπη εξελίσσεται πολιτικά, διακρίνονται δύο ιδιαίτερες περιοχές: Η Ενωμένη Ευρώπη, αφενός, και αφετέρου, οι χώρες που ακόμη βρίσκονται εκτός, με κύρια πολιτική οντότητα τη Ρωσία. Η Ορθοδοξία μπορεί να αποτελέσει πνευματική γέφυρα που να συνδέει ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, αξιοποιώντας τον πλούτο του πνευματικού πολιτισμού που δημιουργήθηκε τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Η Ορθοδοξία οφείλει να συμβάλει στην προσπάθεια συνδιαλλαγής, στην αρμονική συμβίωση η οποία βασίζεται στον σεβασμό των ιδιαιτέρων παραδόσεων, σε μια ενότητα που στηρίζεται στη συμφιλιωμένη διαφορετικότητα. Βεβαίως, σ’ αυτή την προσπάθεια δεν είμαστε μόνοι μας. Όλες οι χριστιανικές Εκκλησίες της Ευρώπης υπογραμμίζουν αυτό το χρέος.
Συγχρόνως, οι Ορθόδοξοι οφείλουμε να έχουμε το θάρρος για μια σοβαρή αυτοκριτική. Η διαφορά μεταξύ θεωρίας και πράξεως, την οποία παρουσιάζουμε, είναι ενίοτε θεαματική. Υπάρχουν πολλές ασυνέπειες και τραυματικές καταστάσεις που ζητούν διορθωτικές κινήσεις. Π.χ., η κατανόηση των σχέσεων Έθνους και Ορθοδοξίας, τα οποία πολλές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ταυτίζουν. Διάφορα επίσης φολκλορικά στοιχεία αλλοιώνουν την καθαρότητα των παραδόσεων και της λατρευτικής μας ζωής – τόσο, που συχνά να βλέπουμε μια «Ορθοδοξία μπαρόκ».
Ένα άλλο λεπτό θέμα είναι η ερμηνεία και εφαρμογή των Ιερών Κανόνων στη σύγχρονη ζωή. Ορισμένοι τούς επικαλούνται όπως οι Εβραίοι το Ταλμούδ. Οι Κανόνες όμως δείχνουν κατεύθυνση σκέψεως και συμπεριφοράς. Είναι ποιμαντικά μέτρα‐φάρμακα, που σκοπό έχουν τη θεραπεία και την ορθή καθοδήγηση του πάσχοντος ανθρώπου. Η δόση εντούτοις και η τελική χρήση των φαρμάκων επαφίεται στον ιατρό, τελικά σε ένα υπεύθυνο στην Εκκλησία πρόσωπο, στον Επίσκοπο, ο οποίος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού». Υπάρχουν Κανόνες που ήδη στην πράξη έχουν τεθεί από την εκκλησιαστική συνείδηση σε αχρηστία π.χ. ένας Κανών, απαγορεύει με ποινές το να συμφάγει Ορθόδοξος κληρικός με Ρωμαιοκαθολικό…. [«Μεθ’ οιουδήποτε των ετεροδόξων η συνεστίασις γέγονε, μετανοία αξιολόγω ο συνεστιασθείς του εγκλήματος απολέλυται», με ποινή αναλόγως της περιπτώσεως, «εν δυσίν η τρισί τεσσαρακοσταίς»]x.Άλλος Κανών γράφει: «ότι ου δει οδοιπορείν άνευ ανάγκης η βίας εν Κυριακή»xi.
Συχνά η προσοχή πολλών αποσπάται σε επί μέρους και παραθεωρούνται τα βαρύτερα του νόμου: «η κρίσις και το έλεος». Εύκολα υμνούμε τη χριστιανική αγάπη, αλλά την περιορίζουμε στον εαυτό μας, το πολύ‐πολύ, στους δικούς μας, αδιαφορώντας για τον άλλο, τον ξένο, τον διαφορετικό. Εκθειάζουμε τη λιτότητα και την ταπείνωση, ενώ κινούμεθα στους ρυθμούς της ανέσεως, της χλιδής και της αλαζονείας. «Τι δε με καλείτε, Κύριε, Κύριε,», θα μας έλεγε και σήμερα ο Χριστός, «και ου ποιείτε α λέγω» (Λουκ. 6:46).
2. Οι σχέσεις μας με τούς άλλους χριστιανούς έχουν περάσει από διάφορες φάσεις. Σήμερα, διακρίνονται δύο τοποθετήσεις: Την πρώτη εκπροσωπεί μία νοοτροπία κλειστή, καχυποψίας για τούς άλλους, η οποία συχνά ανατρέχει στο παρελθόν με αρνητικά ιδεολογήματα και επισημαίνει τούς κινδύνους από τις επαφές με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Τη δεύτερη εκφράζουν όσοι πιστεύουν στην προσέγγιση και συνεργασία των χριστιανών. Συνήθως οι πρώτοι θέτουν το ερώτημα: Και τι έχουμε να πάρουμε από τη Δύση; Οι δεύτεροι τονίζουν ότι η ορθή τοποθέτηση είναι: Τι μπορούμε εμείς να προσφέρουμε; Και ασφαλώς, πολλά έχουμε να μοιρασθούμε από κοινού. Κάτι αυτονόητο, που όμως εύκολα παραθεωρούν αρκετοί Ορθόδοξοι, είναι ότι οι άλλοι Ευρωπαίοι δεν επέλεξαν, με διάθεση να προσχωρήσουν σε αίρεση, τη χριστιανική ομολογία στην οποία σήμερα ανήκουν, αλλά γεννήθηκαν σε χώρα στην οποία επί αιώνες η ομολογία αυτή επικρατεί. Π.χ. ο Νορβηγός στη Λουθηρανή Εκκλησία, ο Σκωτσέζος στην Πρεσβυτεριανή. Πως τούς κρίνουμε διότι δεν είναι Ορθόδοξοι;
Οι υπερσυντηρητικοί υποστηρίζουν ότι οι επαφές μας με τούς ετεροδόξους απειλούν να αλλοτριώσουν το Ορθόδοξο φρόνημα και ήθος και ότι η συμμετοχή μας στην οικουμενική κίνηση – την οποία άκριτα χαρακτηρίζουν ως «παναίρεση» – είναι προδοσία της Ορθοδοξίας. Δεν δυσκολεύονται μάλιστα να βάλουν στους αντιφρονούντες ετικέτες, όπως «αιρετικοί», «οικουμενιστές» (άγνωστη λέξη στο ελληνικό λεξιλόγιο, πού γνωρίζει από αιώνες μόνο το «οικουμένη», «οικουμενικός»). Πολλοί όμως πιστεύουμε ότι είναι χρέος μας να συμμετέχουμε στους κοινούς προβληματισμούς προσφέροντας την Ορθόδοξη μαρτυρίαxii. Τη γραμμή αυτή έχουν υιοθετήσει από ετών οι Σύνοδοι των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Υπενθυμίζω και τις πρόσφατες διακηρύξεις στην Κωνσταντινούπολη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και τον Πάπα κ. Βενέδικτο ΙΣΤxiii.
Το βασικό ερώτημα είναι, ποιος τελικά αποφασίζει στην Ορθόδοξη Εκκλησία για το εκάστοτε πρακτέο και για το τι είναι αιρετικό; Ο Άλφα η ο Βήτα ευσεβής μοναχός η κληρικός; Διότι τάχα αυτός αυτεπάγγελτα «εκπροσωπεί» τον λαό, χωρίς μάλιστα να τον ρωτά; Μήπως έτσι κινδυνεύουμε να διολισθήσουμε σε ένα τύπο «πρεσβυτεριανής Ορθοδοξίας»; Αλλά ένα τέτοιο είδος δεν το γνωρίζει η Ορθόδοξη παράδοση. Η Σύνοδος των Επισκόπων έχει την ευθύνη να λαμβάνει αποφάσεις στα κρίσιμα θέματα και να καθορίζει την εκάστοτε Ορθόδοξη στάση.
Προφανώς, υπάρχουν πολλά προβλήματα θεολογικά, εκκλησιολογικά, πρακτικά, τα οποία χωρίζουν τούς χριστιανούς τής Ευρώπης. Θα χρειασθεί ασφαλώς υπεύθυνη και συστηματική συζήτηση επί διαφόρων θεμάτων. Κανείς δε από όσους μετέχουμε στις διαχριστιανικές σχέσεις δεν είναι διατεθειμένος να αρνηθεί την Ορθόδοξη ταυτότητά του η να κάνει συμβιβασμούς στην πίστη του προδίδοντας την Ορθόδοξη παράδοση. Άλλωστε, η ουσιαστική συμβολή μας δεν είναι ο συμβιβασμός ή η σιωπή, αλλά η σοβαρή κριτική σκέψη, η προσφορά του θησαυρού τής Ορθόδοξης παραδόσεως και θεολογίας που συνδέει οργανικά το σήμερα με την αποστολική εποχή.
Γενικά, πάντως, θα ήταν τραγικό, ενώ οι πολιτικές, επιστημονικές, πολιτιστικές, οικονομικές δυνάμεις προωθούν την ενότητα των πολιτών τής Ευρώπης στηρίζοντας έτσι την ειρήνη και την ασφάλεια της ηπείρου, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να επιχειρήσουν να υψώσουν παραπετάσματα ανάμεσά τους. Κάτι χειρότερο: Θα ήταν σκάνδαλο.