Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Byzantine_eagle

Χριστίνα Π. Μέλλιου
Διδάκτωρ Οικονομικής Γεωγραφίας-Γεωπολιτικής


Η Ν/Α Μεσόγειος και τα Βαλκάνια αποτελούν περιοχές που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη Ιστορία και οι οποίες στις παρούσες συνθήκες συνδέονται με τον παράγοντα «ενέργεια» και τον παράγοντα «ενεργειακοί πόροι». Στην Ν/Α Μεσόγειο και τα Βαλκάνια επίσης, η Ορθοδοξία αποτελεί βασικό συνδετικό κρίκο που ενώνει από τα χρόνια του Βυζαντίου έως σήμερα τους πληθυσμούς των περιοχών αυτών με ένα ενιαίο θρησκευτικό παρελθόν.
Η διασύνδεση επομένως «Ορθοδοξίας» και «Γεωπολιτικής» είναι πέρα ως πέρα αληθινή και υπαρκτή. Ο «δεσμός» αυτός είναι σε θέση να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο η Ορθοδοξία μπορεί να αναγνωρισθεί ως ενεργός παράγοντας του σύγχρονου παγκόσμιου γίγνεσθαι.
H ιστορία της Ευρώπης έχει εξελιχθεί με βάση διάφορους γεωγραφικούς «πυρήνες»:
Β/Δ Ευρώπη, Ν/Δ Ευρώπη, Κεντρική Ευρώπη, Ν/Α Ευρώπη, Ανατολική Ευρώπη-Ρωσία. Από αυτούς τους «πυρήνες» θεωρούμε ότι, σχετικά με την παρούσα μελέτη, αυτός της Ανατολικής Ευρώπης-Ρωσίας χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης από κοινού με αυτόν της Ν/Α Ευρώπης- Ν/Α Μεσογείου.
Η ανατολική πλευρά της Ευρώπης αποτελείται από τέσσερις, ιδιαιτέρων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, «κόσμους»: τον ρώσο-ουκρανικό, τον βαλτικό, τον κέντρο-ευρωπαϊκό, και τον βαλκανικό. Η ανατολική πλευρά της Μεσογειακής λεκάνης αποτελείται, από άποψη θρησκειών, από τρεις «κόσμους»: τον χριστιανικό, τον μουσουλμανικό και τον ιουδαϊκό. Η πολιτική σταθερότητα αυτών των «κόσμων», αποτελεί ζήτημα υψίστης σημασίας για την οικονομική ευημερία της Δύσης, μιας και αυτές οι περιοχές αποτελούν τον «ομφάλιο λώρο» μεταξύ της αναπτυγμένης οικονομικά Ευρώπης και των περιοχών που «στηρίζουν» την ανάπτυξη αυτή. Ταυτοχρόνως, οι τελευταίες αυτές περιοχές αποτελούν τον ξεχασμένο «μη υλιστικό πυρήνα» από τον οποίο άντλησε η Δυτική Ευρώπη όλες τις πνευματικές, ηθικές, θρησκευτικές αντιλήψεις που την βοήθησαν στην οικοδόμηση εκείνων των πτυχών του πολιτισμού της, οι οποίες στάθηκαν επωφελείς για τον άνθρωπο.
Στη Ν/Α Μεσόγειο και τα Βαλκάνια η Ορθοδοξία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της πολιτισμικής ταυτότητας των πληθυσμών. Αποτελεί συνδετικό κρίκο που ενώνει, από τα χρόνια του Βυζαντίου έως σήμερα, τους πληθυσμούς αυτούς με ένα ενιαίο θρησκευτικό παρελθόν. Είναι σημείο αναφοράς στις παραδόσεις και τις τέχνες των λαών αυτών και αποτελεί, εν μέρει, την πηγή της εθνικής τους αφύπνισης αλλά και διαθέτει σημαντική επιρροή των πολιτικών τους σχεδιασμών. Η Ορθοδοξία στον χώρο της Ν/Α Μεσογείου και των Βαλκανίων, με τον εδώ και αιώνες διμερή ανταγωνισμό της με τον μουσουλμανικό κόσμο αλλά και τον δυτικό χριστιανισμό, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, αποτέλεσε και αποτελεί οργανικό στοιχείο ποικίλων εθνικών αναγεννήσεων και εθνικών ανεξαρτησιών. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η έννοια της εθνικής ταυτότητας στον παραπάνω γεωγραφικό χώρο, αλλά και του εθνικού γεωγραφικού προσδιορισμού, δεν μπορεί να έχει νόημα δίχως την μόνιμη αναφορά στην πολιτισμική και θρησκευτική επιρροή. Και ειδικότερα, τόσο τα εδαφικά στοιχεία όσο και τα εθνικά ιδεολογήματα που έχουν εν μέρει διαμορφωθεί από τις θρησκευτικές πραγματικότητες, τις οφειλόμενες στην Ορθοδοξία. Η Ν/Α Μεσόγειος και τα Βαλκάνια αποτελούν περιοχές που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη Ιστορία και οι οποίες στις παρούσες συνθήκες συνδέονται με έναν από τους σπουδαιότερους παράγοντες που σχετίζονται με την διατήρηση του υψηλού βιοτικού επιπέδου, το οποίο η ανθρωπότητα με πολλούς κόπους έχει κατορθώσει να διασφαλίσει: τον παράγοντα «ενέργεια» και «ενεργειακοί πόροι». Σύμφωνα με τα παραπάνω, η εξασφάλιση του «υλικού» παράγοντα -δηλ. της «ενέργειας»- συνδέεται με την εξασφάλιση «ηρεμίας» στις προαναφερθείσες «πολιτισμικές» περιοχές, στις οποίες τα πάθη -δηλ. η μη λογική- μπορούν να αποτελέσουν το φυτίλι διαφόρων κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών εκρήξεων. Ένα σκίρτημα και μόνο στην παραπάνω περιοχή, περιοχή όπου η Ορθοδοξία διαδραματίζει έναν από τους πιο σημαντικούς πολιτιστικούς ρόλους στον κόσμο, αρκεί για να μεταβληθεί η γεωπολιτική ισορροπία σε παγκόσμιο γεωπολιτικό κυκλώνα. Και ακριβώς επειδή η Ορθοδοξία αποτελεί τον αιώνιο καταλύτη υποφωσκουσών συμπεριφορών, γίνεται αντιληπτό ότι η Ορθοδοξία μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την ομαλή επίλυση των σοβαρών προβλημάτων της ανθρωπότητας, επειδή έχει την δυνατότητα να προσφέρει την πνευματική διάσταση που τόσο λείπει σήμερα.
Σε αυτό το σημείο, προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα προαναφερόμενα, πραγματοποιούμε μια περιγραφή του γεωπολιτικού χάρτη της λεκάνης της Μεσογείου, όπως αυτός εμφανίζεται με τα σημερινά δεδομένα.
Η Μεσόγειος ορίζει έναν οριζόντιο άξονα αγγλοσαξονικής επιρροής με 4 «σημεία στήριξης»:
a) Γιβραλτάρ
β) Μάλτα
γ) Κρήτη
δ) Κύπρος
Σημαντικοί οδοί εμπορίου, επικοινωνιών αλλά και στρατηγικής σημασίας,
είναι οι 2 κάθετοι ως προς τον οριζόντιο άξονα:
α) Αδριατική
β) Αιγαίο
Στην περίπτωσή μας θα επικεντρωθούμε στον άξονα του Αιγαίου και στο ανατολικό άκρο του οριζόντιου άξονα.
i) Αιγαίο: Είναι αδιαμφισβήτητο και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η περιοχή του Αιγαίου αλλά και της «θύρας» του Βοσπόρου καθόρισαν σημαντικές γεωπολιτικές εξελίξεις ήδη από την εποχή του Χαλκού. Πολλώ δε μάλλον, τον 20ο αιώνα, όταν και διαμορφώθηκε η σημερινή πολιτικό-οικονομική ισχύς της Δύσης, η οποία στηρίχτηκε στην εκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού και των φυσικών πρώτων υλών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Ειδικότερα σε ό,τι έχει να κάνει με την σχέση Ελλάδος/Τουρκίας -σχέση που υπαγορεύεται πρωτίστως από γεωγραφικούς λόγους- μπορεί κάποιος εύκολα να παρατηρήσει ότι η περιοχή του Αιγαίου δεν αξιοποιήθηκε από ελληνικής πλευράς όσο έπρεπε, χρησιμοποιούμενη ως γεωπολιτικό διακύβευμα, σε αντίθεση με την Τουρκική πλευρά, η οποία διεκδικούσε μερίδιο της κυριαρχίας της επί του Αιγαίου, χρησιμοποιώντας ως «μοχλό» την σπουδαιότητα του διαύλου Βοσπόρου-Δαρδανελίων. Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία συνέχισε και συνεχίζει την επιτυχημένη πολιτική η οποία εδράζεται στο ότι αυτή αποτελεί την μοναδική «γέφυρα»1 μεταξύ δυο ηπείρων: Ευρώπης και Ασίας. Εμφανίζεται δε η Τουρκία ιδιαιτέρως ενισχυμένη στην άσκηση της πολιτικής αυτής όχι μόνο επειδή προβάλει επιτυχώς τα τελευταία 80 χρόνια την κοινή αντίληψη πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών ιθυνόντων, περί κοινού οφέλους και κινδύνων, αλλά και διότι εκμεταλλεύτηκε όσο το δυνατόν καλύτερα την νέα διαμόρφωση ισορροπιών που προέκυψαν μετά το 1991 και το 2003 τόσο στην Μέση Ανατολή όσο και στην πρώην Ανατολική Ευρώπη.
Στο πλαίσιο του παγκοσμίου «παιγνίου» ισορροπιών ισχύος, μια από τις σημαντικές παραμέτρους της άσκησης εξωτερικής πολιτικής ήταν και είναι αυτή του πολιτισμού. Στην έννοια του πολιτισμού βεβαίως εμπεριέχεται και η θρησκεία. Η σημασία της θρησκείας για το σύμπλοκο της Ν/Α Μεσογείου, και ειδικότερα για την Ελλάδα, γίνεται εύκολα κατανοητή, αν σκεφτούμε ότι στις περιοχές αυτές διαβιούν κοινωνίες οι οποίες έχουν δομηθεί βάσει αριστοτελικών και ιουδαϊκών προτύπων. Άρα οι κοινωνίες αυτές προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο «συναίσθημα» ως παράγοντα δημιουργίας κοινωνικών σχέσεων και κατ΄ επέκταση, πολιτικής.
ii) Ανατολικό άκρο αγγλοσαξονικού άξονα επιρροής (Ν/Α Μεσόγειος)
Η σημασία της περιοχής αυτής είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις εξελίξεις στον προαναφερθέντα γεωγραφικό χώρο, δηλαδή αυτόν του Αιγαίου. Ως Ν/Α Μεσόγειο θα ορίσουμε την περιοχή που περιλαμβάνει την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Η Κύπρος προβάλει ως «παρατηρητήριο» απ’ όπου εποπτεύονται τα τεκταινόμενα σε έναν τεράστιο γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνει τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία, την λεγόμενη Ν/Δ Ασία (Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράν, Περσικό Κόλπο) και βεβαίως τα κράτη που ανήκουν στα απέναντι από την Κύπρο παράλια (Συρία, Λίβανο, Ισραήλ). Βεβαίως, στην περιοχή της Ν/Α Μεσογείου καταλήγουν (αλλά και σχεδιάζονται) σημαντικότατοι ενεργειακοί αγωγοί οι οποίοι από κοινού με την διώρυγα του Σουέζ κρατούν την ευημερία και την οικονομική επιβίωση της Δύσης στα σημερινά επίπεδα. Επίσης, ιδίας και ίσως σπουδαιότερης σημασίας είναι το γεγονός ότι στην Ν/Α Μεσόγειο εντοπίζεται ο νέος «εχθρός» της Δύσης, δηλαδή το Ισλάμ, όπως αυτό ερμηνεύεται και παρερμηνεύεται για την επιδίωξη στρατηγικών και άλλων σκοπών.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Τουρκία είναι σχεδόν υποχρεωμένη να ασκεί επιθετική εξωτερική πολιτική, ακολουθώντας τις «γραμμές» της νέας παγκόσμιας τάσης που υπαγορεύει ότι τον σημαντικότερο ρόλο σήμερα διαδραματίζουν οι ιδέες/ιδεοληψίες και οι «πολιτισμικές/πολιτιστικές επιθέσεις».
Μεσούσης της παγκόσμιας ανακατανομής ισορροπιών ισχύος το 1991, εκλέγεται στον Οικουμενικό Θρόνο ο κ. Βαρθολομαίος. Από εκείνη τη στιγμή παρατηρείται ένα εντυπωσιακό «άνοιγμα» του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επικεντρωμένο κυρίως στις σημαντικές οικολογικές -και όχι μόνο- δραστηριότητες του Πατριάρχη.
Οι δραστηριότητες αυτές είχαν ως πυρήνα τα λεγόμενα «Εν Πλω» οικολογικά Συνέδρια -που διεξήχθησαν τα έτη 1995, 1997, 1999, 2002 και 2003 στις περιοχές του Αιγαίου, Μαύρης Θάλασσας, Δούναβη, Αδριατικής και Βαλτικής αντιστοίχως υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου- και αξίζει να τονιστεί ότι ο στόχος τους ήταν υψηλός, όπως επίσης και η επιρροή τους αν δει κάποιος το status των συμμετεχόντων. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα όλων – των μέχρι τώρα- πραγματοποιηθέντων Συνεδρίων είναι ότι εκτός από την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας για τα ζητήματα περιβάλλοντος, έγινε πραγματικότητα και η εμπλοκή διεθνών θεσμικών δρώντων που διαθέτουν ιδιαίτερο κύρος στις περιοχές που πραγματοποιήθηκαν τα «Εν Πλω» Συνέδρια.
Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο αναβαθμίστηκε το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά του δόθηκε η δυνατότητα να έρθει σε επαφή με εγνωσμένης ικανότητας και επιρροής άτομα, τα οποία θα μπορέσουν να αντιληφθούν τον ρόλο που επιθυμεί να διαδραματίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πέρα από το πρόδηλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η ουσία των Συνεδρίων, με όλες τις προεκτάσεις που κάτι τέτοιο μπορεί να λάβει, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πραγματοποίησε μια προσπάθεια «ανοίγματος», μια αναζήτηση νέων οριζόντων και νέας λογικής επικοινωνίας στον σύγχρονο Ευρωπαϊκό, και όχι μόνο, κόσμο. Με βάση λοιπόν τα θέματα που ενώνουν τους ανθρώπους, όπως η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναζητεί δρόμους που θα το οδηγήσουν στην επέκταση της επιρροής του, πέρα από τα όρια της πνευματικής του δικαιοδοσίας. 2 Στόχος λοιπόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν πάνω από όλα η εύρεση θεμάτων προβληματισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια, έτσι ώστε να μπορέσει να είναι βέβαιη η επέκταση της πνευματικής του επιρροής ακόμα σε χώρες ή σε Εκκλησίες με τις οποίες οι σχέσεις του περνούσαν κρίση.
Το άνοιγμα που επιχειρεί ο Οικουμενικός Θρόνος αποδεικνύει ότι η κεφαλή της Ορθοδοξίας έχοντας γεωπολιτική συνείδηση και παρακολουθώντας τις παγκόσμιες εξελίξεις, διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στον τομέα της πολιτισμικής, και όχι μόνο, γεωγραφίας τόσο στην Ν/Α Μεσόγειο και τα Βαλκάνια όσο και σε εκείνα τα σημεία του πλανήτη όπου υπάρχουν Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την Ν/Α Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, άξια προσοχής είναι η αντιπαράθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος. Μια αντιπαράθεση που επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στο ζήτημα των λεγομένων «Νέων Χωρών», κάτι που έχει παρουσιαστεί ξανά στο πρόσφατο παρελθόν.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως αν κάποιος συμβουλευτεί έναν εκκλησιαστικό χάρτη που παρουσιάζει τα εκκλησιαστικά σύνορα -τα σύνορα, δηλαδή, που διαχωρίζουν τις εκκλησιαστικές έδρες του Οικουμενικού Πατριαρχείου από αυτές της Εκκλησίας της Ελλάδος- τότε παρατηρεί ότι η πραγματική δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος σταματά στον άξονα Ολύμπου -Άρτας, ενώ οι περιοχές των λεγομένων «Νέων Χωρών» (Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη και νησιά Β. Αιγαίου) και των Δωδεκανήσων μαζί με την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης ανήκουν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η δε ελληνική Πολιτεία επωμίζεται απλώς τα έξοδα διαχείρισης. Με αυτόν τον τρόπο διαγράφεται ο σημαντικός ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη γεωγραφική περιοχή των λεγομένων «Νέων Χωρών» όταν -και αν- περιέλθει αυτή εξ’ ολοκλήρου στην διοικητική δικαιοδοσία του, χρησιμεύουσα ως δίαυλος επικοινωνίας του Οικουμενικού Θρόνου με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε, θα έχουμε μια εκκλησιαστική οντότητα της οποίας η έδρα θα βρίσκεται εκτός ΕΕ, το νομικό της καθεστώς θα ορίζεται, επίσης, από μια χώρα που δεν αποτελεί μέλος της ΕΕ, αλλά οι ζωτικές της εκκλησιαστικές έδρες θα βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως, η όλη αυτή κατάσταση ομαλοποιείται στην περίπτωση που η Τουρκία ενταχθεί στους κόλπους της ευρωπαϊκής «οικογένειας». Πέρα όμως από το τί συνεπάγεται πολιτικά η εξ’ ολοκλήρου διοικητική υπαγωγή των εκκλησιαστικών εδρών των «Νέων Χωρών» στον Οικουμενικό Θρόνο, σπουδαίο σημείο αναφοράς αποτελεί επίσης και ο περιορισμός της επέκτασης της πνευματικής επιρροής του Πατριαρχείου Μόσχας αποκλειστικά και μόνο στα Σλαβικά κράτη της Βαλκανικής. Στην περίπτωση αυτή θα οριοθετηθεί ένας εκκλησιαστικός χάρτης, στον οποίο η πνευματική επιρροή του Πατριαρχείου Μόσχας θα σταματά στην συνοριακή γραμμή που χωρίζει την Ελλάδα από τα λοιπά βαλκανικά κράτη, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα εξασκεί διοίκηση και θα προβάλλει την πνευματική επιρροή του στις περιοχές της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θράκης, ανατολικού και βορείου Αιγαίου και Κρήτης. Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Πατριαρχείο Μόσχας, η κατάσταση φαίνεται πιο ξεκάθαρη από την στιγμή που οι δυο μεγάλοι πόλοι της Ορθοδοξίας θεωρούν ως μελλοντική τους προοπτική την εξάπλωση της πνευματικής τους επιρροής στον κεντροευρωπαϊκό χώρο και στον χώρο της Βαλτικής. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, σε αντίθεση με την Εκκλησία της Ελλάδος, συνειδητοποίησε από νωρίς ότι θα πρέπει να διαθέτει μια βάση, πέρα από αυτή στην Κων/πολη, στην Δυτική Ευρώπη με πιθανό στόχο την διεκδίκηση εκτεταμένης κανονικής (δηλ. εκκλησιαστικής) δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου στο μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της ΕΕ, γεγονός που δυσχεραίνει η ύπαρξη πολλών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών στον συγκεκριμένο χώρο.
Η πιθανότητα αυτή, μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι ενισχύεται από δύο γεγονότα: 1) την ίδρυση από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο της Αυτόνομης Εκκλησίας της Εσθονίας που αποτελείται από μια ομάδα που έχει αποσχισθεί από το Πατριαρχείο Μόσχας και 2) της ανακήρυξης της Αυτοκέφαλης Εκκλησία της Ουκρανίας, η οποία στηρίζεται από τον νέο Πρόεδρο της Ουκρανίας, Βίκτωρ Γιουτσένκο. Μάλιστα, μετά από αίτημα του τελευταίου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσβλέπει στην επανάληψη του «σεναρίου της Εσθονίας» αναγνωρίζοντας την Εκκλησία αυτή ως πραγματική τοπική Εκκλησίας της Ουκρανίας, η οποία όμως θα βρίσκεται υπό την ανώτατη διοίκησή του. Έτσι τίθεται στο περιθώριο η κύρια τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας, η Αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, που βρίσκεται σε πνευματική κοινωνία με το Πατριαρχείο Μόσχας. Τα ήδη προαναφερθέντα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ενδείξεις σχετικά με τον μελλοντικό στόχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο οποίος θα είναι η διεύρυνση της κανονικής του δικαιοδοσίας και η εξάπλωση της πνευματικής του επιρροής στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι του Πατριαρχείου Μόσχας. Όμως, η πραγματοποίηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενός παρόμοιου «σχεδίου» προϋποθέτει ως πρώτο βήμα την επιβεβαίωση της δικαιοδοσίας του στις μητροπόλεις της Ορθόδοξης διασποράς στην Ευρώπη και ως δεύτερο βήμα, εξίσου σημαντικό, το να καταστεί η Τουρκία μέλος της ΕΕ, μιας και είναι η χώρα που ορίζει το νομικό του καθεστώς.
Η Ορθοδοξία, πέρα από το σύμπλοκο της Ν/Α Μεσογείου και των Βαλκανίων, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της διπλωματικής και ευρύτερης πολιτικής σκηνής των τελευταίων αιώνων και σε όλη την Ευρώπη. Η ιστορική αυτή αλήθεια στηρίζεται στο γεγονός ότι η Ορθοδοξία ήταν ταυτισμένη με την Ρωσία, που με την σειρά της ασκούσε μεγάλη επιρροή στα ορθόδοξα Βαλκάνια3 . Βεβαίως, η Ρωσία διέθετε «εξ’ αντανακλάσεως» επιρροή και στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, μέσω της χρησιμοποίησης της ισχύος της στα Βαλκάνια. Η επιρροή αυτή δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, είτε επρόκειτο για χώρες της Δυτικής Ευρώπης είτε για την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στην σύγχρονη εποχή δύο γεγονότα έχουν επιταχύνει τις «εκκλησιαστικές»
εξελίξεις: 1) η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η επανεμφάνιση του Πατριαρχείου Μόσχας (της μεγαλύτερης σε πληθυσμό ορθόδοξης εκκλησίας) στο παγκόσμιο προσκήνιο και 2) η ύπαρξη σε ένα από τα πιο νευραλγικά σημεία του πλανήτη (Βαλκάνια και Ν/Α Μεσόγειο) ορθόδοξων κρατών ή κρατών που έχουν ενάριθμη ορθόδοξη μειονότητα στο εσωτερικό τους. Αυτές οι πραγματικότητες δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες από τον σύγχρονο ερευνητή, πόσο μάλιστα από τα παγκόσμια κέντρα στρατηγικής.
Η Ελλάδα, παρά την σπουδαιότητα του θέματος, ουδέποτε κατέβαλε προσπάθεια να αναλύσει τον ρόλο και τις δυναμικές της Ορθοδοξίας μέσα στον σύγχρονο Ευρωπαϊκό χώρο, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά τους Βαλκανικούς και Παγκόσμιους Πολέμους. Ειδικότερα δε από το 1980 και έπειτα, η Ελλάδα αποτελούσε την μοναδική ορθόδοξη χώρα στους κόλπους αρχικά της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και αργότερα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρ’ όλα αυτά δεν κατεβλήθη καμία προσπάθεια προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση μεταξύ Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος και Ευρώπης. Η Εκκλησία της Ελλάδος άργησε αισθητά προτού κάνει τα πρώτα βήματά της προς την ΕΕ, ενώ και από την πλευρά της η ελληνική Πολιτεία δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με το θέμα αυτό.
Η κατάρρευση όμως της Σοβιετικής Ένωσης, έκανε την Εκκλησία της Ελλάδος να συνειδητοποιήσει γρήγορα πως η απουσία της εκπροσώπησής της στην ΕΕ θα μπορούσε να καλυφθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναιρώντας την δράση της ως αυτοκέφαλης Εκκλησίας και μετατρέποντάς την απλά σε ένα θεσμό που υπάγεται στον Οικουμενικό Θρόνο. Πρώτος αντιλήφθηκε αυτό το γεγονός ο νυν Αρχιεπίσκοπος Ελλάδος Χριστόδουλος, ο οποίος για τον λόγο αυτό δημιούργησε πριν από λίγα χρόνια το γραφείο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλες.
Η πρόσφατη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ μπορεί να βάλει
τέλος στην μοναχική, ανύπαρκτη και χωρίς πυξίδα πορεία της Εκκλησίας της
Ελλάδος στην ευρωπαϊκή πολιτική κονίστρα.
Αυτό όμως που χρειάζεται σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος και κατ’επέκταση η Ορθοδοξία προκειμένου να διαδραματίσει σοβαρό και σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, είναι η απόκτηση γεωπολιτικής συνείδησης. Όσο «κοσμικό» και αν ακούγεται, η ορμή των παγκόσμιων εξελίξεων καθιστά επιτακτική την ανάγκη άμεσης διασύνδεσης της Εκκλησίας της Ελλάδος με τα κέντρα αποφάσεων, δηλαδή Βρυξέλλες-Ουάσιγκτον. Υπό το πρίσμα αυτό, και δεδομένου ότι η Εκκλησία της Ελλάδος εμβιοί σε ένα από τα πιο νευραλγικά τμήματα της «ζώνης παγκόσμιων εξελίξεων», θεωρούμε ότι οφείλει να συνειδητοποιήσει: α) τον κίνδυνο απομόνωσής της από το διεθνές γίγνεσθαι και β) το ότι μπορεί να διαμορφώσει εξελίξεις και όχι να υποτάσσεται σε αυτές. Συμπερασματικά, η διατήρηση της ισορροπίας και της ειρήνης στην συγκεκριμένη περιοχή περνά από την κατανόηση των ιδιαιτέρων συναισθηματικών/ ιδεολογικών παραμέτρων που διαμορφώνουν τις κοινωνικές δομές των λαών της Ευρώπης, της Βαλκανικής και της Μέσης Ανατολής. Η κατανόηση αυτή μπορεί να βασίζεται μόνο σε πολιτιστικά/ πολιτισμικά θεμέλια και όχι σε εξαγγελίες περί οικονομικών δεικτών.
Η διασύνδεση επομένως «Ορθοδοξίας» και «Γεωπολιτικής» φρονούμε ότι είναι πέρα ως πέρα αληθινή και υπαρκτή. Και μάλιστα ο «δεσμός» αυτός, όταν αναγνωσθεί χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της λαϊκίστικης υστερίας, θα μπορέσει να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο η Ορθοδοξία μπορεί να αναγνωριστεί ως ενεργός παράγοντας του σύγχρονου παγκόσμιου γίγνεσθαι, αποδεικνύοντας πως η θρησκεία και πιο συγκεκριμένα η Ορθοδοξία, φέρει μαζί της μια βαριά κληρονομιά και ένα μεγάλο όραμα: την διατήρηση και εξασφάλιση της ισορροπίας και της ειρήνης στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Πηγή