Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Graz, Ἄρχοντος Μέγα Πρωτονοταρίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
Ὁμιλία (ἐν περιλήψει) στό 8ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας
Τό γεγονός τῆς συγκλήσεως καί
πραγματοποιήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἀποτελεῖ ἕνα μέγιστο ἱστορικό γεγονός ὄχι μόνον γιά τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά
καί γιά ὁλόκληρο τόν χριστιανισμό, τόν ὁποῖο δέν ἀφορᾶ μόνον ἔμμεσα,
ἀλλά καί ἄμεσα. Εἰσαγωγικά ἐπιθυμῶ νά τονίσω, ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἔχει
πανορθόδοξο χαρακτῆρα καί ἀποτελεῖ τήν ὕψιστη δυνατή αὐθεντία ὁλοκλήρου
τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερον, ἀνεξαρτήτως ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν συμμετεῖχαν
οἰκειοθελῶς καί ἀδικαιολογήτως 4 Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ὅμως
εἶχαν συμφωνήσει καί προσυπογράψει τίς ἀποφάσεις γιά τήν σύγκλησή της,
ἀλλά καί τά σχέδια τῶν Κειμένων τῶν ἀποφάσεών της. Ἐκτός τούτου, καί
στίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς πρώτης χιλιετίας δέν συμμετεῖχαν ὅλοι οἱ
ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε καί ὅλες οἱ Ἐκκλησίες.
Τό θέμα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων δέν
ἀποτελεῖ μόνον ἕνα θεολογικό ἀξίωμα καί μία ἐκκλησιαστική ὑπόθεση
οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρος. Ἡ ἀνάγκη τοῦ Διαλόγου γενικά ἀποτελεῖ καί
βασικό τρόπο συμβιώσεως τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξαρτήτως πολιτικῆς,
ἐκκλησιαστικῆς, οἰκονομικῆς, φιλοσοφικῆς ἤ ὁποιασδήποτε ἄλλης μορφῆς τῆς
ζωῆς των. Ἡ ζωἠ τῶν ἀνθρώπων γενικά ἔχει διαλογικό καί κοινωνικό
χαρακτῆρα, χωρίς τόν ὁποῖο δέν εἶναι δυνατή ἡ ζωή. Ἡ ἀναγκαιότητα αὐτή
δέν διαπιστώνεται μόνον ὅταν ὑπάρχουν ἐντάσεις, προβλήματα καί
συγκρούσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἤ τῶν λαῶν, ἤ τῶν κρατῶν. Γενικώτερα,
ὅλα τά στάδια τῆς ζωῆς καί ὅλες οἱ μορφές τῆς ζωῆς δέν εἶναι δυνατόν νά
πραγματοποιηθοῦν χωρἰς τόν εἰλικρινή καί ἀντικειμενικό διάλογο πρόσωπο
πρός πρόσωπον.
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἀνάγκη τῶν Θεολογικῶν
Διαλόγων μεταξύ τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἀποτελεῖ βασικό ὑπαρξιακό
στοιχεῖο τοῦ βίου αὐτῶν, ἀλλά καί τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν πολλαπλῶν
προβλημάτων καί προκλήσεων, ἐνώπιον τῶν ὁποίων εὑρίσκονται οἱ χριστιανοί
καί κυρίως στήν κρίσιμη συγκυρία τῆς ἐποχῆς μας παγκοσμίως.
Ἐκτός τῆς κοινωνικῆς αὐτῆς καί πολιτικῆς
ἀναγκαιότητος, βασική ἀνάγκη καί ὑποχρέωση δημιουργεῖ ἡ ἐπιθυμία καί
ἐντολή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦπρός ἀποκατάσταση τῆς πλήρους ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας, «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν».
Τό καθῆκον καί τήν ἀναγκαιότητα αὐτή
ἀνεγνώριζε πάντα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπ’ ἀρχαιοτάτων χρόνων, ἀλλά καί
ἡ καθόλου Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέχρι σήμερον, ἡ ὁποία, ἀκριβῶς γιά τόν
λόγο αὐτό, ὅπως ἀναφέρεται καί στίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης
Συνόδου τῆς Κρήτης δέν προσεύχεται μόνον ἀδιαλείπτως ὑπέρ τῆς καταλλαγῆς
καί ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ἀνέλαβε ἀπό μακροῦ χρόνου σοβαρές καί
ἀποτελεσματικές πρωτοβουλίες ἐντός τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου πρός ἐπίτευξη
τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ.[1]
Ὡς ἐκ τούτου ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στήν Οἰκουμενική Κίνηση δέν εἶναι
φιλοξενούμενη καμμιᾶς Ἐκκλησίας καί καμμιᾶς Οἰκουμενικῆς Ὀργανώσεως,
διότι οἱ Ὀργανισμοί αὐτοί εἶναι καί δικοί της Ὀργανισμοί, καθότι εἶναι
καί συνιδρύτρια Ἐκκλησία ἀπ’ ἀρχῆς.
Δηλαδή ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν
ἀνακάλυψε κάτι τό νέο, δέν ἀποφάσισε τήν ἔναρξη ἐκ τοῦ μηδενός τῶν
Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες, ἤ
τήν ἀπαρχήν τῆς συμμετοχῆς της σέ κάποια ὑπάρχουσα Οἰκουμενική Ὀργάνωση,
ἀλλά ἐπικύρωσε μιά ἀναγκαία καί πρό πολλοῦ ἐφαρμοζομένη πράξη καί
πλούσια δραστηριότητά της μέ ἤδη πολλά θετικά ἀποτελέσματα. Τό γεγονός
αὐτό τῆς πανορθοδόξου ἐπικυρώσεως ἔχει μεγίστη σημασία, διότι δέν εἶναι
δυνατόν πλέον νά θεωρεῖται ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό ἱερόν
ἔργον τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος καί ἡ διεξαγωγή τῶν
Θεολογικῶν Διαλόγων ὡς μία μεμονωμένη καί αὐθαίρετη τρόπον τινά
πρωτοβουλία ὁρισμένων προσώπων ἤ ὁρισμένων μόνον τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ
ἐνασχόληση αὐτή ἔχει πλέον, μετά τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης,
πανορθόδοξα κατοχυρωμένη καί ἐπικυρωμένη ἀναγκαιότητα καί πανορθόδοξο
κῦρος. Τοῦτο ἔχει ἀσφαλῶς καί ἐκκλησιαστικές καί κανονικές συνέπειες καί
γιά ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν στήν ἀρνητική των στάση ἤ ἀκόμη
καί ἀντικανονικά καταφέρονται κατά τῆς Συνόδου αὐτῆς καθ’ ἑαυτήν καί
τῶν ἀποφάσεών της.
Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καί οἱ Παρατηρητές τῶν μή ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἀπέδειξε ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία, ὅτι τό αἴτημα τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος σέ
διαλογική συνεργασία μέ τίς ἄλλες μή ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποτελεῖ ἕνα
ἀπό τά σημαντικά μελήματά της μέ τήν πανορθόδοξη ἀπόφαση νά μήν ἀγνοήσει
τίς Ἐκκλησίες αὐτές, ἀλλά νά καλέσει Παρατηρητές ἐκπροσώπους αὐτῶν
ἐπισήμως. Τήν ἀπόφαση αὐτή ὑπέγραψαν ἀνεξαιρέτως ὅλες καί οἱ 14
Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες διά τῶν Προκαθήμενῶν των ἤ διά τῶν
ἐκπροσώπων αὐτῶν ἰδιοχείρως, κατά τήν Ἱεράν Σύναξή των τήν 27ην Ἰανουαρίου 2016 στό Σαμπεζύ τῆς Ἑλβετίας.
Ἔχει μεγάλη σημασία, μέ ἀναμφίβολες
συνέπειες τό γεγονός, ὅτι ὁ ὑπογεγραμμένος Κατάλογος τῶν
προσκληθησομένων Παρατηρητῶν εἶναι σαφής καί σχετικά μέ τόν χαρακτηρισμό
τῶν ἐκπροσώπων Ἐκκλησιῶν. Δηλ. ἡ ἐκπροσώπηση ἀφορᾶ Ἐκκλησίες ἤ Οἰκουμενικούς Ὀργανισμούς Ἐκκλησιῶν, χωρίς καμμία ἐπιφυλακτική ἤ περιοριστική ἑρμηνεία. Ἐκάλεσαν ἐκπροσώπους Ἐκκλησιῶν
καί ὄχι αἱρέσεων ἤ σχισμάτων, διότι σήμερον δέν εἶναι ὀρθόν νά
χαρακτηρίζονται οἱ Ἐκκλησίες αὐτές αἱρέσεις ἤ σχίσματα, παρά τό ὅτι de
facto ὑπάρχει ἀκόμη μυστηριακή ἀκοινωνησία.[2]
Ὀρθότερο χαρακτηρισμό αὐτῶν θεωρῶ, Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες ἤ ἀκόμη καί Ἑτερόδοξες Ἀδελφές Ἐκκλησίες.
Καί μέ ποιά αἰτιολογία; Διότι μέ τά λυπηρά γεγονότα καί μέ τούς
Ἀναθεματισμούς τοῦ 1054 προφανῶς καί δέν ἐδημιουργήθη Μέγα καί ὁριστικό
Σχίσμα μεταξύ τῆς Ἀνατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, δεδομένου ὅτι
δέν καταδικάσθηκαν ἑκατέρωθεν Ἐκκλησίες. Μάλιστα μετά τούς
Ἀναθεματισμούς αὐτούς ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος ἀπαντῶντας πρός τόν
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο τοῦ συνιστᾶ
μετριοφροσύνη γιά νά μή μεγενθυνθεῖ τό χάσμα μεταξύ τῶν Θρόνων
Κωνσταντνουπόλεως καί Ρώμης καί μεταξύ τῶν πιστῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς
Δύσεως, διότι καί αὐτοί εῑναι «ἀδελφοί»μας[3]:
Καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως διαπιστώνει ἐπίσης γιά τόν
Ἀναθεματισμό τοῦ Πατριάρχου Κηρουλαρίου κατά τοῦ Καρδιναλίου, ὅτι «οὔτε
Οἰκουμενική συνεκροτήθη σύνοδος, οὔτε πολυπληθής ἦτο, οὔτε τόν πάπαν
ἀνεθεμάτισεν, οὔτε οἱ πατριάρχαι βεβαιοῦται ὅτι ἐπεψηφίσαντο.»[4] Ἀργότερα θά χαρακηρίσει καί ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός[5] τόν 15ο αἰῶνα τήν Δυτική Ἐκκλησία ὄχι ἁπλῶς Ἐκκλησία, ἀλλά «ἀδελφή Ἐκκλησία».[6]
Καί ἀπευθυνόμενος τότε προσωπικά στόν Πάπα Ρώμης Εὐγένιο ἀνέφερε τά
ἑξῆς: «Διά τοῦτο ἐξήγηρε σέ τόν τῶν ἱερέων αὐτοῦ πρωτεύοντα πρός τήν
ἡμετέραν ταυτηνί κλῆσιν… Ἄρ’ οὐ προφανῶς ταῦτα Θεοῦ δυνάμει καί κρίσει
γεγένηται, καί τό πέρας ὁποῖον ἔσται καλόν καί Θεῷ φίλον, ἐντεῦθεν ἤδη
προοιμιάζεται;»»[7]
Ὄχι μόνον δέν ἀπορρίπτει τήν ἐκκλησιαστική ταυτότητα καί τήν ἱερωσύνη
(ἀρχιερωσύνη) τοῦ Πάπα, ἀλλά τόν ἀποκαλεῖ «τῶν ἱερέων αὐτοῦ (τοῦ
Χριστοῦ) πρωτεύοντα» καί «ἁγιώτατον πάτερ» καί τόν προτρέπτει καί
παρακαλεῖ «ὑπόδεξαι τά σά τέκνα μακρόθεν ἐξ ἀνατολῶν ἥκοντα. περίπτυξαι τούς ἐκ μακροῦ διεστώτας τοῦ χρόνου, πρός τάς σάς καταφυγόντας ἀγκάλας.»[8]
Τί θά συνέβαινε σήμερα, ἐάν κάποιος Μητροπολίτης ἐπαναλάμβανε στόν
σημερινό Πάπα Ρώμης ὅσα εἶπε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός τότε στόν τότε
Πάπα Ρώμης; Καί ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ Β΄ ἐχαρακτήριζε τόν πάπα Εὐγένιο τόν
Δ΄ ἀδελφό,[9]
παρά τίς σοβαρές θεολογικές καί δογματικές διαφορές, τίς ὁποῖες ἀσφαλῶς
καί ἐγνώριζαν. Παρόμοιοι χαρακτηρισμοί ὑπάρχουν μέχρι σήμερα πάμπολλοι,
ἐάν ἀναγνώσει κανείς προσεκτικά τά ἀνταλλαγέντα κείμενα, (ἀλληλογραφία,
ὁμιλίες, Δηλώσεις κ.λπ.) τῶν τελευταίων δεκαετιῶν Ἀρχηγῶν καί
ἐκπροσώπων τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν, Ὀρθοδόξων καί μή. Μεταξύ ἄλλων
ἀναφέρω καί τήν ἄκρως ἀνδιαφέρουσα διαπίστωση τοῦ Πάπα Φραγκίσκου καί
τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου στήν Κούβα στήν κοινή Δήλωσή των κατά τήν
συνάντησή των ἐκεῖ τήν 12ην Φεβρουαρίου 2016: «Δέν εἴμαστε ἀνταγωνιστές, ἀλλά ἀδελφοί στήν πίστη».
Ἄρα ὁ χαρακτηρισμός τῶν μή ὀρθοδόξων καί σέ ἀκοινωνησία μέ τήν Ἐκκλησίαν μας εὑρισκομένων Ἐκκλησιῶν ὡς Ἑτεροδόξων Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι ξένος καί ἄγνωστος στην Ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν καί τῶν Οἰκουμενικῶν Ὀργανισμῶν τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν ἦσαν:
Ἐκ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὁ
Καρδινάλιος Dr. Kurt Koch, Πρόεδρος τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου προωθήσεως
τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος καί ὁ Ἐπίσκοπος Farell Brian.
Ἐκ τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας, ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος Gomidas Ohanian, ἐκ τοῦ Καθολικοσάτου τῆς Κιλικίας καί ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος Yesnik Petrossian, Mother See of Holy Etchmiadzin.
Ἐκ τοῦ Κοπτορθοδόξου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας Αἰγύπτου ὁ Ἐπίσκοπος Ἑλλάδος Παῦλος.
Ἐκ τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἐπίσκοπος Jonathan Goodall.
Ἐκ τῆς Παλαιοκαθολικῆς Ἑνώσεως τῆς Οὐτρέχτης ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Joris Verkamen.
Ἐκ τῆς Παγκοσμίου Λουθηρανικῆς Ὁμοσπονδίας ὁ Ἐπίσκοπος Munib Younan.
Ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιῶν ὁ Γενικός Γραμματεύς Αἰδεσιμ. Fykse Olav Tveit.
Ὁ Διευθυντής τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστις καί Τάξις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὁ Αἰδεσιμ. Dr. Odair Pedroso.
Ἐκ τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν ὁ Πρόεδρος, ὁ Ἐπίσκοπος Christopher Hill.
Ἐκ τοῦ Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς, ὁ Αἰδεσιμ. Mihael Tzalah.
Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας τῆς Γερμανίας ὁ Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου αὐτῆς, Ἐπίσκοπος Dr. Heinrich Bedford-Strohm.
Στήν καταληκτήρια Θεία Λειτουργία στόν
Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Πέτρου καί Παύλου στά Χανιά εἶχε προσκληθεῖ καί
παρευρέθη καί ὁ Ρωμαιοκαθολικός Ἐπίσκοπος Σύρου, Θήρας καί Ἀποστολικός
Τοποτηρητής τῆς Καθολικῆς Ἐπισκοπῆς Κρήτης Πέτρος Στεφάνου.
Ἡ παρουσία τῶν Παρατηρητῶν ἐκ τῶν
Ἑτεροδόξων Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν ὑπῆρξεν στούς χώρους τῆς Συνόδου κατά τήν
ἐναρκτήρια καί καταληκτήρια συνεδρίαση πολύ αἰσθητή. Οἱ πλούσιες
ἐμπειρίες των κατά τίς ἐπισκέψεις τῶν Μητροπόλεων Κρήτης καί τίς
συναντήσεις μέ τούς οἰκείους Μητροπολῖτες, οἱ ὁποῖοι τούς ἐπεφύλαξαν
ἐγκάρδια καί ἀβραμιαία φιλοξενεία, ὑπῆρξαν ἀντικατοπτρισμός τοῦ ζωντανοῦ
οἰκουμενικοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας μας μέ αἰσιόδοξες προοπτικές γιά
τό μέλλον. Ὁμιλῶ ἀπό προσωπικήν πεῖραν, καθότι εἶχα τήν τιμή καί τήν
χαρά νά συνοδεύω τούς Παρατηρητάς ἐπισήμως καί ἐκμέρους τῆς Συνόδου.
Κατά τήν ἄποψή μου, θά μποροῦσαν οἱ Παρατηρητές νά ἔχουν πιό ἔντονη
ἐπικοινωνία μέ τούς Συνοδικούς καί περισσότερες δυνατότητες
παρακολουθήσεως καί τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου. Πολλά τῶν προβλημάτων μας
εἶναι καί παραμένουν κοινά προβλήματα. Ἐλπίζω ὅτι σέ μελλοντικές
συνοδικές συνάξεις ἡ παρουσία καί ἡ συνεργασία μέ Παρατηρητές Ἑτεροδόξων
Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν θά εἶναι περισσότερες καί ἐντατικώτερες, ἄχρι καιροῦ,
ὅταν, Θεοῦ εὐδοκοῦντος, μπορέσουν οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες νά ὑπερβοῦν
τά ὑπάρχοντα προβλήματα καί νά συγκαλέσουν μίαν Οἰκουμενικήν Σύνοδον ὁλοκλήρου τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης ἐπικυρώνει τήν μακροχρόνια οἰκουμενική δραστηριότητα τῆς Ὀρθοδοξίας
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης
ἐπικύρωσε, λοιπόν, τήν μακροχρόνια πράξη καί δραστηριότητα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας πρός συνέχιση τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τίς Ἐτερόδοξες
Ἀδελφές Ἐκκλησίες. Κακῶς λοιπόν καί ὅλως ἀνιστόρητα βάλλουν ὁρισμένοι
ὑπερορθόδοξοι κατά τῆς χρησιμοποιήσεως τοῦ ὅρου Ἐκκλησία γιά τίς μή
ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί μέ τήν διορθωμένη διατύπωση τοῦ τελικοῦ Κειμένου
τῆς Συνόδου, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ πλέον περί «τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας τῶν μή
ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»(6). Ἡ ὀνομασία προϋποθέτει προφανῶς καί τήν ὕπαρξή
των, δεδομένου ὅτι, ὅ,τι δέν ὑπάρχει δέν εἶναι δυνατόν κἄν νά
ἐξονομασθεῖ![10]
Μέ τήν ἀλλαγή, λοιπόν, αὐτήν δέν ἄλλαξε τίποτα ἐπί τῆς οὐσίας τῆς
ὑπάρξεώς των. Παρόλα ταῦτα ἡ ἀλλαγή αὐτή ἔγινε, κατά τήν γνώμην μου,
καλοπροαίρετα, μόνον κατ’ οἰκονομίαν, γιά νά
ἀποφευχθοῦν ἐπιζήμιες συγκρούσεις ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά
ἀπορρίπτεται ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ὅμως
πρέπει νά διαλευκανθεῖ περισσότερον, ὅπως ἀναφέρει καί ἡ Σύνοδος.[11]
Καί ὁ ἅγιος Βασίλειος οἰκονομῶν τήν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς του δέν
ὀνόμασε τό Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν, οὔτε καί ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στό
Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἀμφισβητεῖ ὅμως κανείς τήν ὀρθοδοξίαν τοῦ ἁγίου
Βασιλείου ἤ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου;
Τό κύριο Κείμενο γιά τό θέμα τῶν
Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς Ἑτερόδοξες Ἀδελφές
Ἐκκλησίες εἶναι: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον», τό ὁποῖο ὅμως πρέπει νά συνεξετάζεται καί μέ τά
ἄλλα Κείμενα τῆς Συνόδου πρός καλυτέραν κατανόηση. Ἐπίσης πρέπει νά
λαμβάνεται ὑπ’ὄψιν καί ἡ προϊστορία τῶν Κειμένων, κυρίως ὅμως ἡ πράξη
τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνας, ἡ ὁποία καί ἑρμηνεύει τά Κείμενα, διότι
πρῶτα ἔγινε ἡ πράξη καί μετά ἀκολούθησε ἡ θεωρία, ὅπως συμβαίνει καί
στήν καθόλου ζωή διαχρονικά.
Ἡ ἀνάγκη τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, ὁ χαρακτήρας των, ἡ σημασία των καί ὁ σκοπός των
Ως ἐκ τούτου ἡ ἀνάγκη τῶν Θεολογικῶν
Διαλόγων εἶναι προφανής, δεδομένου, ὅτι ὅταν δέν γίνονται Διάλογοι,
θεωροῦν πολλοί ὅτι τά προβλήματα εἶναι πολλά καί ἄλυτα. Ὅμως ὅταν
γίνονται οἱ διάλογοι μέ ἀντικειμενικότητα καί ἀλληλοεκτίμηση καί
«νουνεχῶς» ἀκούει ὁ ἕνας τόν ἄλλον, τότε διαπιστώνεται πολλές φορές, ὅτι
τά προβλήματα εἶναι ὀλιγώτερα καί ὄχι ἄλυτα, τονίζει καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος
ὁ Εὐγενικός, ὁ ὑπέρμαχος στηρικτής τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τήν
Δυτικήν «ἀδελφήν Ἐκκλησίαν», ὅπως τήν χαρακτήριζε.[12]
Πρώτη καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση
τῆς διεξαγωγῆς καί ἐπιτυχίας τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων εἶναι ἡ εἰλικρινής
θέληση ὅλων πρός ἐπίλυση τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων καί καταλλαγή, ἀλλά
καί πραγματοποίηση τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐάν δέν
θέλομε τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ματαιοπονοῦμε
ἀδίκως!
Οἱ Θεολογικοί Διάλογοι πρέπει νά γίνονται μέ άγάπην ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, τονίζει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός.[13]
Συνιστῶ συνειδητά καί ἐπίμονα νά μελετήσομε καί νά μιμηθοῦμε τήν θετική
στάση τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ πρός τόν Θεολογικόν Διάλογον, ἀλλά
καί τήν μέθοδο, τήν ὁποία ἐφάρμοσε. Εἶμαι βέβαιος ὅτι θά ὠφεληθοῦμε τά
μέγιστα ὅλοι, ἀσφαλῶς καί οἱ ἀρνητές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ὁποῖοι κακῶς
τόν ἐπικαλοῦνται. Ἐάν δέν μιμηθοῦν τό παράδειγμά του ὑπέρ τῶν
Οἰκουμενικῶν Διαλόγων, τότε νά σταματήσουν νά ἐπικαλοῦνται καί νά
καπηλεύονται τό ὄνομά του ἀνιστόριτα, χαρακτηρίζοντάς τον ὡς
«ἀντιοικουμενιστήν». Εὐχομαι καί ὁ ἱερός Ναός τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ
Εὐγενικοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάσθηκε τήν 13η Μαΐου 2018 στά
Κάτω Πατήσια στήν Ἀθήνα νά βοηθήσει στήν καταλλαγή τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως
καί ὁ τιμώμενος στόν Ναό Ἅγιος Μᾶρκος. Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
εἰς τό κατά ἀνομοίων ἔργον του προτρέπει: «Μή τοίνυν πρός ἐκείνους
ἀγριαίνωμεν, μηδέ θυμόν προβαλλώμεθα, ἀλλά μετά ἐπιεικείας αὐτοῖς
διαλεγώμεθα. οὐδέν γάρ ἐπιεικείας καί πραότητος ἰσχυρότερον»[14].
Οἱ Διάλογοι πρέπει νά γίνονται «ἐπί ἴσοις ὅροις», ὅπως ἀποφάσισε ἡ 2η
Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου. Τό αὐτό ἀποφάσισε καί ἡ Β΄ Βατικανή
Σύνοδος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας par cum pari agat στό περί
Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμά της.
Ἡ Σύνοδος δέν ἐγκρίνει τούς Θεολογικούς
Διαλόγους ἐν λευκῷ. Προτείνει συστηματική μέθοδο καί αὐστηρά κριτήρια.
Συνεπής πρός αὐτά, τονίζει, ὅτι «Οἱ διμερεῖς καί πολυμερεῖς θεολογικοί
διάλογοι δέον ὅπως ὑπόκεινται εἰς πανορθοδόξους περιοδικάς
ἀξιολογήσεις.»(9). Ὅπου ὑπάρχει ἐπιτυχία νά συνεχίζονται. ὅπου ὑπάρχουν
διαπιστώσεις λανθασμένης μεθόδου καί πλημμελῶν ἀποτελεσμάτων νά
ἀναζητεῖται διόρθωση τῶν λαθῶν καί βελτίωση τῆς μεθόδου. Δέν εἶναι
δυνατόν, ἐάν ὑπάρχουν λάθη καί σχετικές ἀποτυχίες νά ζητεῖται ἡ παντελής
κατάργηση τῶν Διαλόγων. Ἐάν ὑπάρχουν ἀνίκανοι καί ἀποτυχημένοι
δάσκαλοι, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀπαιτεῖται ἡ κατάργηση τῶν σχολείων!
Οἱ Θεολογικοί Διάλογοι δέν ἔχουν
αὐτοσκοπό καί ὡς ἐκ τούτου δέν ἐπιτρέπεται νά διαιωνίζονται ἄσκοπα.
Πρέπει νά ἀσχολοῦνται μέ συγκεκριμένα θέματα, τά ὁποῖα πρέπει νά
ἀντιμετωπίζουν ἀπό κοινοῦ πρός ὅσον τό δυνατόν καλύτερη καί συντομώτερη
ἐπίλυση. Μέ τούς ἀντικειμενικούς Διαλόγους ἀφενός εἶναι δυνατόν, 1ον νά ἀρθοῦν ὑπάρχουσες τυχόν παρεξηγήσεις,[15] 2ον
νά διαπιστώνονται τά ὑπάρχοντα κοινά σημεῖα τῆς πίστεως καί κυρίως ἡ
κοινότης τοῦ ἰδίου φρονήματος, ἔστω καί μέ διαφορετική διατύπωση,[16] ἀφετέρου δέ 3ον
νά ἐρευνοῦνται ὑπάρχοντα σοβαρά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά προβλήματα,
τά ὁποῖα ὅμως παρεμποδίζουν ἀκόμη τήν πραγματοποίηση τῆς πλήρους
κοινωνίας, γιά νά εὑρεθεῖ κοινή λύση τῶν προβλημάτων αὐτῶν καί νά
ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀλήθεια καί ἡ πλήρης κοινωνία ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί 4ον
σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, στήν παράγραφο 20
τοῦ Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον»: «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται
πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν
κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.»
Αὐτή εῑναι ἡ παράδοσή μας καί ἡ στάση τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας,
οἱ ὁποῖοι διαχρονικά ἐτόνιζαν: «Οὐ γάρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλά
προσλαβεῖν ἀδελφούς, ὧν τῷ χωρισμῷ σπαρασσόμεθα», καθώς τονίζει καί
προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός[17].
Τούς Μεγάλους Πατέρας ἀκολουθοῦσε καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ
ὁποῖος τονίζει: «Ἡμεῖς, ὦ φίλοι πατέρες, οὐκ ἀντιλέγειν ἀλλήλοις ἁπλῶς
οὐδέ τά παρ’ ἀλλήλων λεγόμενα ἀνατρέπειν συνεληλύθαμεν. Τοῦτο γάρ φιλοτιμίας ἔχεται μᾶλλον ἤ τῆς πρός ἀλήθειαν φερούσης ὁδοῦ.
ἀλλ’ ἵνα, κοινῇ συζητοῦντες ἕκαστον τῶν ἀνακυπτόντων εἰς μέσον καί μετά
πάσης ἀκριβείας εἰρηνικῶς τε καί ἁπλῶς καί φιλικῶς αὐτό ἐξετάσαντες,
οὕτω τά ἑξῆς περαίνομεν, ἄχρις ἄν ἐπί τό κοινῇ ζητούμενον ἀμφότεροι
τέλος καταντήσωμεν, ὅπερ ἐστίν ἡ τῆς ἀληθείας εὕρεσις.»[18]
Οἱ Θεολογικοί Διάλογοι δέν ἔχουν μόνον
θεωρητικόν χαρακτῆρα, ἀλλά καί ὑπαρξιακόν καί ἀποβλέπουν στήν πορεία
πρός ἐφαρμογή τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἄρα
πρόκειται καί γιά ἕναν βιωματικό Διάλογο ἤ Διάλογο ζωῆς, ἐφόσον μάλιστα
εἶναι ἀναγκασμένοι πολλοί πιστοί διαφόρων Ἐκκλησιῶν νά συμβιώνουν στόν
ἴδιο γεωγραφικό χῶρο καί μάλιστα ὡς μειονότητες σέ μή χριστιανικό
πολιτικό καί θρησκευτικό περιβάλλον. Ἡ ὀδυνηρή καί αἱματόφυρτη κατάσταση
τοῦ χριστιανισμοῦ στήν ἐμπόλεμη Μέση Ἀνατολή ἀποτελεῖ ἐξόφθαλμη
μαρτυρία.
Οἱ Θεολογικοί Διάλογοι πρέπει ἐπίσης νά
ἔχουν καί ποιμαντικόν χαρακτῆρα καί νά ἀντιμετωπίζουν τίς ἑκάστοτε νέες
προκλήσεις καί τά καθημερινά προβλήματα τῶν πιστῶν στήν κοινωνική των
ζωή. Νέα προβλήματα, ἄγνωστα στό παρελθόν, ἀπαιτοῦν νέες συλλογικές καί
συνοδικές λύσεις. Ἡ Ἐκκλησία διαλεγομένη δέν εἶναι μόνον τηρητής τοῦ
παρελθόντος, οὔτε ὁ φύλακας ἑνός μουσείου, ἀλλά καί ὁ ὑπεύθυνος
διαχειριστής τοῦ παρόντος καί ὁ ὁραματιστής τοῦ μέλλοντος ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι. Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνήργησε στό παρελθόν, ἐνεργεῖ στό παρόν καί
θά ἐνεργεῖ καί στό μέλλον. Ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα ἀπό τά νεώτερα κοινά
ποιμαντικά προβλήματα, τούς ἤδη πολυπλυθεῖς Μικτούς Γάμους μέ ἀρκετές
σοβαρές συνέπειες στήν γενικώτερη θρησκευτική ζωή τῶν οἰκογενειῶν των.
Ἀναγκαία καί τά μάλα ὠφέλιμη ἡ ἐφαρμογή τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας,
ὅπως ὅρισε καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στό περί Γάμου ἀποφασισθέν
Κείμενό της. Δέν ὑπάρχει ἐκκλησιολογική αἰτιολογία παραμελήσεως τοῦ
ζωτικοῦ τούτου προβλήματος, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἰσχύει καί γιά ἄλλα
ἐπίκαιρα καί ζωτικά προβλήματα, π.χ. καί γιά τό θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων
κ.λπ.
Σοβαροτάτη προϋπόθεση τοῦ περιεχομένου
καί τοῦ χαρακτῆρος τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων πρἐπει νά εἶναι ἡ διαπίστωση,
ὅτι δέν ὑπάρχει ἐπίσημη καί ἀνωτάτη τελεσίδικη καταδίκη οὔτε
ἀναθεματισμός τῶν Ἐκκλησιῶν ἑκατέρωθεν, ἐφόσον, καθώς ἐλέχθη, οὔτε τό
1054, οὔτε σέ κάποια ἄλλη ἡμερομηνία ἐπραγματοποιήθη Μέγα καί ὁριστικό
Σχίσμα. Ἄρα οἱ Θεολογικοί Διάλογοι δέν διεξάγονται μεταξύ κατηγόρων καί
κατηγορουμένων, ἀλλά μέ ἀλληλοσεβασμό καί μέ πνεῦμα ἀμοιβαίας ἀγάπης
«ἐπί ἴσοις ὅροις».
Προφανῶς δέν ἀμφιβάλλει κανείς οὔτε
διαπραγματευόμεθα τήν ἀπόλυτη ἐκκλησιολογική μας ταυτότητα, ὅμως μέ ποιά
ἐκκλησιολογική καί κανονική αἰτιολόγηση θεωροῦνται οἱ ἐτερόδοξοι ἐκτός
Ἐκκλησίας, μάλιστα καί ἐκτός Θείας Χάριτος(!) καί ποιός ἤ ποιά
ἐκκλησιαστική συνοδική Ἀρχή καί Αὐθεντία καί πότε ἀποφάσισε τελεσιδίκως,
ὅτι ὅλες οἱ ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες ἀπώλεσαν ἀκόμα καί τόν χαρακτηρισμό
Ἐκκλησία; Τέτοια ἀπόφαση δέν ὑπάρχει. Δικαίως, λοιπόν διερωτᾶται καί ὁ
καθηγητής Γεώργιος Γαλίτης ἤδη ἀπό τό 1976: «Πῶς θά ἀντιμετωπίσωμεν ἐν
τῇ πράξει τό γεγονός, ὅτι οἱ ρωμαιοκαθολικοί δέν ἔχουν ἐπισήμως καί δι’
ἀποφάσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδικασθῆ καί χωρισθῆ ἀπό τῆς ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας;…»[19]
Καί συνεχίζει: «Καί ἐάν πράξωμεν οὕτω μέ τούς ρωμαιοαθολικούς, τί θά
πράξωμεν μέ τούς Ἀγγλικανούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπισκοπᾶτον; ἤ μέ τούς
Σουηδούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπισκόπους μέ ἀποστολικήν διαδοχήν, δέν
γνωρίζουν ὅμως τήν ἱερωσύνην ὡς μυστήριον; ἤ μέ τούς διαμαρτυρομένουςα; …
Δικαιοῦται δέ ἤ οὔ, νά ἀποκλεισθῇ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποστολική ἤ
ἁπλῶς τοπική τις Ἐκκλησία, ἔχουσα μάλιστα ἐπισκόπους μέ ἀποστολικήν
διαδοχήν, μή ἀποκοπεῖσα δέ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας δυνάμει ἀποφάσεως
οἰκουμενικῆς Συνόδου;»[20]
Ὁ Βλάσιος Φειδᾶς διαπιστώνει τά ἑξῆς:
«…οἱ ρωμαιοκαθολικοί, οἱ παλαιοκαθολικοί, οἱ ἀγγλικανοί καί οἱ
προτεστάντες δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι’
ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως ὡς αἱρετικοί, κατά προφανή ἐφαρμογήν τῆς
ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας καί ἐπ’ ἐλπίδι ἀποκαταστάσεως τῆς
μετ’ αὐτῶν ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, διό καί εἶναι ἀβάσιμοι οἱ ὑπό τινων
ἀποδιδόμενοι εἰς αὐτούς χαρακτηρισμοί ὡς αἱρετικῶν, ἀφοῦ μόνον ἡ
Ἐκκλησία δύναται νά χαρακτηρίζει δι’ ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως τά
ἐκτός τῶν ὁρίων αὐτῆς χριστιανικά σώματα ὡς αἱρετικά ἤ ὡς σχισματικά.»[21]
Ἡ αὐθαίρετη ἀπόρριψη τοῦ χαρακτηρισμοῦ «Ἐκκλησίαι» γιά τούς ἑτεροδόξους
ἀποτελεῖ νεωτερισμόν καί νεολογισμόν καί ὡς ἐκ τούτου δέν εἶναι δυνατόν
νά γίνει ἀποδεκτή. Ἡ μακραίωνη καί συνεχής πράξη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
δίδει τήν ὀρθή ἀπάντηση.
Μέ πλήρη πεποίθηση καί λογική συνέπεια
τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος, θεωρῶ ὡς ἐκ τούτου ἀναγκαῖον νά
συνειδητοποιήσομεν, ὅτι οἱ Θεολογικοί Διάλογοι δέν διεξάγονται μεταξύ
ἀποξενωμένων καί τελείως ἀλλοτρίων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά μεταξύ χριστιανικῶν
Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες «μποροῦν νά νοηθοῦν ὡς ἐκφράσεις ἐκκλησιαστικῆς
πραγματικότητας, ἀκόμη καί ἄν ἡ πλήρης εὐχαριστιακή κοινωνία δέν εἶναι
ἀκόμη δυνατή», συμπεραίνει ὁ Paul Meyendorff, βασιζόμενος σέ μιά
«βαπτισματική ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία ὡς βασισμένη
στό Βάπτισμα τῶν μελῶν της … ἕνα σωστό Βάπτισμα στό ὄνομα τῆς Ἁγίας
Τριάδος.»[22] Ἐνδιαφέρουσα εἶναι π.χ. ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὅρου αἱρετικός,
τήν ὁποίαν δίδει ὁ Θεόδωρος Στουδίτης ἀκολουθώντας τόν Μέγα Βασίλειον:
«…ὅτι αἱρετικούς ὁ ἀποστολικός κανών ἐκείνους ἔφη, τούς μή εἰς ὄνομα
Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος βαπτισθέντας ἤ βαπτίζοντας. Καί
τοῦτο ἐκ θείας φωνῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου διδασκόμεθα…»[23]
Αὐτός ὁ ὁρισμός θά πρέπει νά εἶναι καί γιά μᾶς σήμερα καθοριστικός καί
γιά τόν χαρακτηρισμό τῶν Ἑτεροδόξων Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν. Γιά τό κῦρος τοῦ
Βαπτίσματος τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν Διαμαρτυρομένων ἀπήντησεν καί ἡ
Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τό 1903 στήν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
τοῦ 1902, τά ἑξῆς: «Πιστεύομεν ἐπί τήν εἰλικρίνειαν τῆς πίστεως αὐτῶν
(δηλ. τῶν Λατίνων καί τῶν διαμαρτυρομένων) εἰς τήν παναγίαν καί
ζωαρχικήν Τριάδα, διό καί δεχόμεθα τό βάπτισμα τούτων τε καί ἐκείνων.»
Γιά τήν ἀναγνώριση τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ἀνάφερε:
«Τιμῶμεν τήν ἀποστολικήν διαδοχήν τῆς λατινικῆς ἱεραρχίας καί τούς εἰς
τήν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν ἐρχομένους ἐξ αὐτῆς κληρικούς παραδεχόμεθα ἐν τῷ
ὅν φέρουσι βαθμῷ (ὡς παραδεχόμεθα καί τούς Ἀρμενίους, Κόπτας,
Νεστοριανούς κλπ. τούς μή ἀπολέσαντας τήν ἀποστολικήν διαδοχήν).»[24] Παρομοίως ἀπήντησαν καί οἱ ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἤδη πρίν πάνω ἀπό ἑκατόν χρόνια!
Οἱ Θεολογικοί Διάλογοι διαξάγονται δηλαδή
μεταξύ χριστιανκῶν Ἐκκλησιῶν μέ «ἐκκλησιαστική πραγματικότητα», ἐντός
τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ, γιά νά λυθοῦν τά ἐντός τῆς Ἐκκλησίας
δημιουργηθέντα θεολογικά, δογματικά, ἐκκλησιολογικά καί κανονικά
προβλήματα, στά ὁποῖα ὀφείλεται ἡ ὑπάρχουσα ἀκοινωνησία μεταξύ τῶν μελὼν
τοῦ Σώματος τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας δηλ. καί μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν,
ἐφόσον δέν ἔχουν δημιουργηθεῖ ἀκόμα οἱ ἀναγκαῖες προϋποθέσεις.
Καί διευκρινίζω: Ἐντός τῆς Μιᾶς
Ἐκκλησίας, ὡσάν ἐντός «ἑνός τεράστιου Ναοῦ μέ πολλά ἐσωτερικά
παρεκκλήσια, τά ὁποῖα εἶναι μεταξύ των εἴτε μέ μεσότοιχους εἴτε μέ
κιγκλιδώματα χωρισμένα, χωρίς ὅμως ὁ χωρισμός αὐτός νά φθάνει μέχρι τήν
ὀροφή, ἀπό ὅπου ὅλοι ἔχουν πρόσβαση πρός τόν οὐρανό», ὅπως τονίζει ὁ
Ἰωάννης Καρμίρης, παραπέμπων καί στόν Μητροπολίτη Κιέβου Πλάτωνα;[25]
Ἤ ὡσάν ἐντός ἑνός πλοίου, τῆς νηός Ἐκκλησίας, στό ὁποῖο εὑρίσκονται
ὅλες οἱ Ἐκκλησίες καί κατευθύνονται ἐν κύμμασι καί κινδύνοις, ἤ ἐνίοτε
καί ἐν γαλήνῃ καί νηνεμίᾳ πρός τόν τελικό σκοπό, στά Ἔσχατα τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐπ’ αὐτοῦ καί ὁ καθηγητής Λεωνίδας Φιλιππίδης,
ἀναφερόμενος στήν «χριστιανική συνείδηση τῶν πρώτων χριστιανικῶν
χρόνων», ὁμοιάζει τήν Ἐκκλησίαν «πρός ὁλκάδα, ἤτοι πρός ναῦν, πρός
πλοῖον, πρός σκάφος» καί τονίζει: « Κυβερνήτης τοῦ πλοίου ὁ Χριστός.
Πλήρωμα τοῦ πλοίου πάντες οἱ χριστιανοί οἱ τῆς χθές, οἱ τῆς σήμερον, οἱ
καί τῆς αὔριον….Ἐπί δέκα περίπου αἰῶνας τό πλήρωμα ΤΗΣ ὁλκάδος ταύτης,
ΤΗΣ Ἐκκλησίας, ἦτο ἡνωμένον διά τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, καίτοι
μεταξύ τῶν μελῶν του ὑπῆρχον καί ἀνεφύοντο διαφωνίαι ὡς πρός τά θέματα
πίστεως καί διοικήσεως….Ἀλλ’ ἀπό τοῦ δεκάτου περίπου αἰῶνος.καί
ὠξύνθησαν αἱ διαφωνίαι… ἐριστικαί διαθέσεις καί βαρύταται ἐκφράσεις ἀπό
καταψυγεισῶν καρδιῶν ἐξοτονώθησαν εἰς κεραυνίους ἐκρήξεις μέ φυσικόν
πλέον ἐπακολούθημα τήν διάσπασιν τῆς ἀρχικῆς ἑνότητος τοῦ πληρώματος εἰς δύο ὁμάδας.
Ἀλλά καί ἡ διάσπασις αὕτη ΤΟΥ πληρώματος ΤΗΣ Ἐκκλησίας συνέβη ἐντός αὐτῆς, ἐντός τῆς ὁλκάδας, ἐντός τοῦ ἀρχικοῦ πλοίου, ἐντός τῆς αὐτῆς ΜΙΑΣ πάντοτε Ἐκκλησίας.
Ἕν μέρος τότε ΤΟΥ πληρώματος αὐτῆς συνεσπειρώθη εἰς τό ἕν ἄκρον τοῦ πλοίου..καί ἕν μέρος ΤΟΥ πληρώματος αὐτῆς-τό ὑπόλοιπον-συνεσπειρώθη εἰς τό ἄλλο ἄκρον τοῦ πλοίου: ἀνατολική ὁμάς ΤΗΣ Ἐκκλησίας, δυτική ὁμάς ΤΗΣ αὐτῆς Ἐκκλησίας. ἀλλά, καί πάλιν, τό ὅλον πλήρωμα, καίπερ διεσπασμένον εἰς ἀλληλοαφοριζόμενα μέρη, εὑρίσκετο πάντοτε ἐντός τοῦ αὐτοῦ πλοίου-ἐντός ΤΗΣ ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας.»[26]
Ἐάν, λοιπόν, δέν συνεργασθεῖ ὁλόκληρο τό πλήρωμα τοῦ πλοίου τῆς Μιᾶς
Ἐκκλησίας ὑπάρχει ὁ κίνδυνος στίς κρίσιμες ἐποχές πού διερχόμαστε καί
στίς ἰσχυρές τρικυμίες καί καταιγίδες, στίς ὁποῖες ζοῦμε, νά βυθισθεῖ
καί νά καταποντισθεῖ τό πλοῖο. Καί τότε αὐτό τό βύθισμα θά ἀφορᾶ
ὁπωσδήποτε ὁλόκληρο τόν χριστιανισμό!
Ἡ μία αὐτή Ἐκκλησία εὑρίσκεται, λοιπον,
παρά τάς διασπάσεις καί τά τραύματα, πολλάκις τά αἱματηρά, σέ ἕνα
σύνολο, ἐντός μιᾶς πραγματικότητος ὡσάν ἐντός μιᾶς φυσιολογικῆς
οἰκογενείας, τῆς ὁποίας τά μέλη εὑρίσκονται μεταξύ των σέ ἁρμονία καί
ἀγάπη, ἀλλά ὄχι σπάνια σέ ἐντάσεις καί συγκρούσεις καί σέ ἐγκληματική
διάσταση ἀλληλοεξοντώσεων, χωρίς ὅμως ποτέ νά χάσουν τήν ἐξ αἵματος
συγγένειαν. Ἔτσι καί τά διεστῶτα μέλη τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας ἀνήκουν παρ’
ὅλα ταῦτα, παρά τίςς θεολογικές καί δογματικές διαφορές σέ μίαν, δηλ.
τήν χριστιανικήν οἰκογένεια, χωρίς νά χάσουν τήν ἐξ αἵματος συγγένειαν
αὐτῶν, τήν ὁποίαν ἀποκτοῦν ἀμεταβλήτως διά τοῦ ἑνός καί ἀνεπανάληπτου
Βαπτίσματος εἰς τό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Οἰ Ἐκκλησίες αὐτές δέν
εἶναι, ὡς ἐκ τούτου «πρός ἀλλήλας ξέναι καί ἀλλότριαι», ἀλλά «συγγενεῖς
καί οἰκεῖαι ἐν Χριστῷ.»[27]
Βάσει αὐτῆς τῆς πραγματικότητος,
διαπιστώνει ὁ Καρμίρης, «δέν ἐδίστασε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον νά
ἀπευθύνῃ τό περίφημον διάγγελμα αὐτοῦ τοῦ ἔτους 1920 «πρός τάς ἁπανταχοῦ
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χαρακτηρίσαν τάς χριστιανικάς Ὁμολογίας ὡς
«Ἐκκλησίας» καί τονίσαν «ὅτι ἐπιβάλλεται ἵνα ἀναζωπυρωθῇ καί ἐνισχυθῇ
πρό παντός ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, μή λογιζομένων ἀλλήλας ὡς ξένας
καί ἀλλοτρίας, ἀλλ’ ὡς συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ καί
«συγκληρονόμους καί συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ
(Ἐφεσ. 3,6).»[28]
Κατ’ ἀκολουθίαν, τονίζει ὁ Ἰωάννης Καρμίρης: «Πάντες οἱ χριστιανοί
λογίζονται ὅτι ἀνήκουσιν εἰς τήν ἐν εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ Ἐκκλησίαν, νοουμένην
καί οὖσαν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον εἶναι ἕν, ἄρα δέ καί ἡ
Ἐκκλησία εἶναι μία, ὡς ὁρίζει αὐτήν τό ἱερόν Σύμβολον τῆς πίστεως
Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ ὄντι… εἶναι προφανές, ὅτι καί οἱ
ἑτερόδοξοι ἀνήκουσιν εἰς τήν μίαν ἡνωμένην οὐσιωδῶς Ἐκκλησίαν του, ἐν ᾗ
δύνανται νά τύχωσι τῆς σωτηρίας»[29]
Ἄρα καί πάλιν τονίζω, τά προβλήματά μας εἶναι κοινά καί ὀφείλομεν ἐντός
τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας διαλεγόμενοι νά τά λύσομε. Δέν φέρω γλαύκας εἰς
Ἀθήνας, ἀλλά ἐπαναφέρω στήν μνήμη μας τήν ἀρχαίαν καί πατερική Παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἰσχύει μέχρι σήμερον, μακράν τῶν
προκαταλήψεων καί τοῦ μίσους.
Ἔτσι ἀλλάζει τελείως ἡ ἐκκλησιολογική
προοπτική καί συνειδητοποιεῖται περισσότερον τό κοινό καθῆκον καί ἡ
κοινή ἀδιαμφισβήτητη εὐθύνη ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὅλων τῶν χριστιανῶν,
τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Στά Κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γίνεται ἀναφορά καί στήν ἀναγκαιότητα τοῦ Διαθρησκειακοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ἀλλά καί τοῦ Διαλόγου μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως[30]
πρός ἀντιμετώπιση τῶν πολλαπλῶν κοινωνικῶν, πολιτικῶν, οἰκονομικῶν καί
οἰκολογικῶν προβλημάτων στίς σύγχρονες δύσκολες καιρικές συγκυρίες πρός
προστασία τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, πρός εἰρηνικήν
συνύπαρξη τῶν λαῶν καί πρός διαφύλαξη καί προστασία τῆς Δημιουργίας τοῦ
Θεοῦ. «Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ σημαντικόν ὅπως
ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἐμπνεόμενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ
Εὐαγγελίου, προσπαθήσωμεν νά δώσωμεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ
συγχρόνου κόσμου, μίαν ὁλοπρόθυμον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν,
βασιζομένην εἰς τό πρότυπον τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου.»[31]
Γιά τήν ἐπιτυχή ἔκβαση τῶν Θεολογικῶν
Διαλόγων ὅλων τῶν διαστάσεων εἶναι ἀπόλυτα χρήσιμος καί ὁ Διάλογος
μεταξύ τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν,[32]
ἡ δημιουργία «ἀδελφῶν» Θεολογικῶν Σχολῶν, ἀνταλλαγή καθηγητῶν καί
φοιτητῶν. Κοινά συνέδρια, κοινές ἐκδόσεις κλπ. Ἐπίσης συνεργασία καί
διαλογικές πρωτοβουλίες σχολείων καί διδασκάλων τῶν θρησκευτικῶν,
συνεργασία καί κοινές ἑορταστικές ἐκδηλώσεις ἐφημεριακῶν ἐνοριῶν καί
Ἐπισκοπῶν καί Μητροπόλεων θά δημιουργήσουν αἴσθημα κοινῆς κληρονομιᾶς,
ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, ἀλλά καί κοινῆς εὐθύνης γιά τό παρόν καί τό
μέλλον τῶν Ἐκκλησιῶν μας, «ὥστε «σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες» (Φιλ. β΄
2-3), νά χωρήσωμεν μετά τοῦ Παύλου ἐπί τά πρόσω «τά μέν ὀπίσω
ἐπιλανθανόμενοι τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι» (Φιλ. γ΄ 14), καθώς
ἐτόνισεν ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος
προσφωνώντας τόν Πάπα Ρώμης Φραγκῖσκον τήν 30ήν Νοεμβρίου 2014 στήν
Κωνστανινούπολη στήν ἕδρα τοῦ σεπτοῦ μας Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τό
παρόν καί τό μέλλον ἀνήκουν στίς κοινές περιοχές ἀναγκαίας φροντίδας καί
δραστηριότητος τῶν Ἐκκλησιῶν μας.
Ὅ,τι γίνεται ἀποδεκτόν εἶναι δυνατόν,
κατόπιν συμφωνίας καί ἐφ’ ὅσον δέν παραγκωνίζονται βασικές Ἀρχές καί
κεντρικά σημεῖα τῆς πίστεώς μας, ὅπου τοῦτο εἶναι δυνατόν, νά
ἐφαρμόζεται ἄμεσα καί στήν πράξη. Ὡς ἐκ τούτου οἱ Θεολογικοί Διάλογοι
δέν πρέπει νά παραμένουν μόνον στά δογματικά θέματα, ἀλλά νά
ἐπεξεργάζονται καί πρακτικά θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Παρά τό ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί
κατά τήν προετοιμασία της στά τελευταῖα χρόνια πρίν ἀπό τήν σύγκλησή
της δέχθηκε κατ’ ἐπανάληψη ἀντιοικουμενικές ἐπιθέσεις καί προσπάθησε, ὡς
ἐκ τούτου, νά τηρήσει συντηρητικώτερη στάση καί χωρίς νά προβεῖ σέ
λεπτομερεῖς ἀπαντήσεις καί ρυθμίσεις σέ διάφορα θέματα, ἐν τούτοις οἱ
ἀποφάσεις της εἶναι σαφεῖς καί ὑπέρ τῆς συνεχίσεως τοῦ ἱεροῦ ἔργου τῆς
καταλλαγῆς, τῆς συνεχίσεως τῶν Θεολογικῶν Οἰκουμενικῶν Διαλόγων ἀφ’ ἑνός
μέν γιά νά πληροφορηθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι καλύτερα τά τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως, ἀφ’ ἑτέρου ὅμως γιά νά προωθηθεῖ καί τελικά νά ἐπιτευχθεῖ καί ὁ
τελικός σκοπός, δηλαδή ἡ πραγματοποίηση τῆς πλήρους ἐκκλησιαστικῆς καί
μυστηριακῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἐντός τοῦ ἑνός
Σώματος τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καθώς
τονίζει καί ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης: «Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατά τήν
διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική
ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος.»[33]
Ἀκριβῶς γιά τό ἔργο αὐτό εἴμεθα εὐγνώμονες πρός τόν Τριαδικό Θεό καί σέ
ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν στήν σύγκληση καί πραγματοποίηση
τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου στήν Κρήτη καί πρώτιστα στόν Οἰκουμενικό
Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, ὁ ὁποῖος μέ σύνεση καί τόλμη δέν ἐδίστασε νά
προχωρήση στήν ἐφαρμογή τῆς πανορθόδοξης ἀποφάσεως, δηλ. στήν σύγκληση
καί διεκπεραίωση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ δρόμος εἶναι ἀνοικτός καί δέν ἀπομένει
παρά νά ἀναλάβομε τίς εὐθῦνες μας ὅλοι πρός ἐφαρμογή τῶν ἀποφασισθέντων.
Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής καί δέν ἔχομε καμμία ἐναλλακτική λύση
ἀπό τήν συνέχιση τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς καταλλαγῆς, ὅπως ἀκούραστα
ἐπαναλαμβάνει καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Ἐπιθυμῶ καί
ἐδῶ νά ἐπαναλάβω μία εἰλικρινή διαπίστωση τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ
Εὐγενικοῦ, τοῦ συνειδητοῦ καί τολμηροῦ ἐργάτου τῆς καταλλαγῆς, ὅταν
ἀπευθύνεται πρός τόν Πάπα: «Οὐ γάρ ἀνέχεται ἡ κεφαλή Χριστός ὁ Θεός
ἐφεστάναι διῃρημένῳ τῷ σώματι…»[34]
Καί καταλήγω μέ τήν ὀδυνηρή ἐρώτηση τοῦ ἴδιου ἁγίου Μάρκου τοῦ
Εὐγενικοῦ: «Μέχρι τίνος οἱ τοῦ αὐτοῦ Χριστοῦ καί τῆς αὐτῆς πίστεως
βάλλομεν ἀλλήλους καί κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οἱ τῆς αὐτῆς Τριάδος
προσκυνηταί δάκνομεν ἀλλήλους καί κατεσθίομεν, ἕως ἄν ὑπ’ ἀλλήλων
ἀναλωθῶμεν καί ὑπό τῶν ἔξωθεν ἐχθρῶν εἰς τό μή εἶναι χωρήσωμεν;»[35]
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης
ἔδωσε τήν ὀρθήν ἀπάντηση, τήν ὁποία πρέπει νά σεβαστοῦμε καί νά
πραγματοποιήσομε ὅλοι. «Δεόμεθα ὅπως οἱ Χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό
κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν
ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ‘γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν’
(Ἰω. 10,16)»[36]
Ἡ προσευχή αὐτή τῆς Συνόδου στό τέλος τοῦ
Κειμένου περί τῶν Σχέσεων τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι
καί προσευχή μας καί ἐλπίδα μας καί πεποίθησή μας.
[1]
Τό σχετικό Κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου εἶναι: «Σχέσεις της
Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ἡ ἀναφορά ἐδῶ
στήν παρ. 4. «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς
τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς
διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν
σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν
εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς
ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω
ἐξέλιξιν αὐτῆς».
[2] Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Αἵρεση καί σχίσμα, http://www.amen.gr/article/airesi-kai-sxisma. Τό ἴδιο, ἐν. Σύναξη, Τεῦχος 143, 2017, 5-18.
[3]
«XIV. Καλόν γάρ πρός τό καλοθελές ὁρῶντας ἡμᾶς καί μᾶλλον, ἔνθα μή Θεός
ἤ πίστις τό κινδυνευόμενον, νεύειν ἀεί πρός τό εἰρηνικόν τε καί
φιλάδελφον, ἀδελφοί γάρ καί ἡμῶν οὖτοι.» Πρβλ. τά κείμενα τῶν ἐπιστολῶν στό: Μεθοδίου Γ. Φούγια, Ἀρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων καί Μεγάλης Βρεταννίας, Μητροπολίτου Πισιδίας,
Ἡ ἐκκλησιαστική ἀντιπαράθεσις Ἑλλήνων καί Λατίνων ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ
Μεγάλου Φωτίου μέχρι τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας (858-1439), ἔκδ. Β΄,
Ἀθήνα 1994, 240: «XVII. Καί ἴδε, τιμιώτατε δέσποτα, ὅπως τά πολλά τῶν
παρά τοῖς ἡμετέροις πεπλημμελημένων περιφρονοῦντες, ἤ καί παραθεωροῦντες
ἐμμελέστερον σπερμολογοῦμεν καί πολυπραγμονοῦμεν τά ἀλλότρια.», σελ.
241. «XXI. Καί παρακαλῶ καί ἱκετεύω καί δέομαι καί νοερῶς τῶν σῶν ἁγίων
ἐφάπτομαι ποδῶν, ἵνα τοῦ ἄγαν άκριβοῦς ἡ θεοειδής ἐνδοῦσα μακαριότης σου
συνέλθῃ τοῖς πράγμασι. Δέος γάρ μήποτε ράψαι τό διερρωγός βουλομένη
χεῖρον τό σχίσμα ποιήσῃ καί τό καταπεπτωκός ἀνορθῶσαι σπουδάζουσα
μείζονα τήν πτῶσιν ἐργάζηται. Σκόπησον δέ, εἰ μή φανερῶς ἐντεῦθεν ἤγουν
ἐκ τῆς μακρᾶς ταύτης διαστάσεως καί διχονοίας καί τοῦ τῆς καθ’ ἡμᾶς
ἁγίας ἐκκλησίας τόν μέγαν τοῦτον καί πρῶτον καί ἀποστολικόν θρόνον
ἀπορραγῆναι συνέβη πᾶσαν ἐν τῷ βίῳ κακίαν πληθυνθῆναι καί σύμπαντα
κόσμον ἔχειν κακῶς καί ὅπως αἱ βασιλεῖαι πάσης τῆς γῆς τεταραγμέναι εἰσί
καί πανταχοῦ θρῆνος καί οὐαί πολύ καί λιμοί καί λοιμοί (κα΄) συνεχεῖς
κατά χώραν καί πόλιν καί οὐδαμῇ οὐδαμῶς ὡς ἐπί πάντα τά ἡμέτερα
εὐοδοῦνται στρατόπεδα.» «XXV. Παρακαλῶν παρακαλέσαι τήν σήν ἡγιασμένην
ψυχήν. Καί πεῖσαι, μετριώτερόν τε καί συγκαταβατικώτερον συνελθεῖν σε
τοῖς πράγμασι, καί μᾶλλον, οῠ μή ἐστι θεός, ὡς ἔφθην εἰπών, τό
περιφρονούμενον». Πρβλ. καί PG 120, 800.
[4] Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος, τ. Β΄, 33, 34, 79 ἑξ.
[5] Τήν Κυριακή 13η
Μαΐου 2018 ἔγιναν τά ἐγκαίνια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ
Εὐγενικοῦ στά Κάτω Πατήσια στήν Ἀθήνα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἀνδρούσης κ.
Κωνστάντιο.
[6] AG σ. 52. Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Κατερίνη 1999, 59 καί σημ. 76.
[7] Μάρκου Εὐγενικοῦ, Τῷ
μακαριωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, Μάρκος ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἐφέσῳ
τῶν πιστῶν παροικίας, ἐν: SFÂNTUL MARCU EVGHENICUL, Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ
Εὐγενικός, OPERE Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα, Vol. I, Precuvantâre de P.S.
Lucian, Episcopul Caransebeşuluiu…Coordinator: Cristian Chivu, Editura
Pateres 2009, 197 ἑξ.
[8] Ὅπ. παρ.
[9] Μᾶρκος Εὐγενικός, Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα V, 28, ἔκδ. ὑπό V. Laurent, Les
„memoires“ du Grand Ecclésiarque de l´ Eglise de Constantinople
Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439) Vol. IX
(Concilium Florentinum Documenta et Scriptores. Editum Consilio et
Impensis Pontificii Instituti Orientalium Studiorum), Rom 1971, 230.
Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ’Ανατολῆς καί Δύσεως, 61.
[10] Τό θέμα Ἐκκλησία καί Ἐκκλησίες ἔχω ἐπεξεργασθεῖ καί ἀλλοῦ. Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη,
Ἐκκλησία καί Ἐκκλησίες. Σέ σχέση μέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
http://www.amen.gr/article/ekklisia-kai-ekklisies·Πρβλ. καί Στυλιανοῦ Τσομπανίδη,
Ἐκκλησία καί Ἐκκλησίες. Ἡ θέση τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν στήν
ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στό πλαίσιο τοῦ
οἰκουμενικοῦ διαλόγου, Ἀθήνα 2013.
[11]
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».
Παρ. 6 «Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν
ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων
χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας
σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι
ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ
θέματος.» ὡς ἐκ τούτου καταφαίνεται καί πάλιν ἡ ἀναγκαιότης τοῦ
Θεολογικοῦ Διαλόγου.
[12] «ὅτε διίστανται τινές ἀλλήλων καί οὐ χωροῦσι πρός λόγους, δοκεῖ μεῖζον εἶναι καί ἡ μεταξύ τούτων διαφορά.ὅτε
δ’ εἰς λόγους συνέλθωσι καί ἑκάτερον μέρος νουνεχῶς ἀκροάσηται τά παρ’
ἑκατέρου λεγόμενα, εὑρίσκεται πολλάκις ὀλίγη ἡ τούτων διαφορά.» Μᾶρκος Εὐγενικός, Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα V, 28, ἔκδ. ὑπό V. Laurent, Les
„memoires“ du Grand Ecclésiarque de l´ Eglise de Constantinople
Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439) Vol. IX
(Concilium Florentinum Documenta et Scriptores. Editum Consilio et
Impensis Pontificii Instituti Orientalium Studiorum), Rom 1971, 282.
[13]
«Χρή μετά ἀγάπης τούς λόγους ποιεῖσθαι, ἐπεί καί περί εἰρήνης ἐστίν ὁ
λόγος καί ταύτην κατέλιπεν ὁ Κύριος ἡμῖν ὥσπερ τινά κλῆρον….καί ἀπ’
ἀρχῆς ἄχρι τέλους τῶν λόγων τήν ἀγάπην τηρεῖν.» Μᾶρκος Εὐγενικός, Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα, VI, 27, σελ. 326.
[14] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί άκαταλήπτου, ἀπόντος τοῦ ἐπισκόπου, πρός ἀνομοίους, λόγ. 1, 6, PG 48, 708. Πρβλ. καί Ἰωάννου Καρμίρη, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν Διαλόγῳ μετά τῶν ἑτεροδόξων, Ἀθῆναι 1975, 12 ἑξ.
[15] Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γράφει πρός τούς Ἀντιοχεῖς: «Ἀλλά καί περί τῆς κατά σάρκα οἰκονομίας τοῦ Σωτῆρος, ἐπειδή καί περί τούτου ἐδόκουν φιλονικεῖν τινές πρός ἀλλήλους, ἀνεκρίναμεν καί τούτους κἀκείνους. Καί ἅπερ ὡμολόγουν οὗτοι συνετίθεντο κἀκεῖνοι, ὅτι … Ἐξ ὧν καί πάντα τά ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ οὕτω νοοῦντες, τό αὐτό φρονεῖν περί τῆς σαρκώσεως καί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου διεβεβαιώσαντο.» Μ. Ἀθανασίου,Τόμος πρός Ἀντιοχεῖς, 7, PG 26, 804 ἑξ. ΒΕΠ 31, 127.
[16] Πρβλ. Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ,
Λόγος 43, 68,Εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον, PG 36, 588C: «Αὐτοῖς μέν γάρ
οὐδεμίαν εἶναι ζημίαν, ὑπαλλατομένων μικρόν τῶν λέξεων, καί φωναῖς
ἄλλαις τό ἴσον διδασκομένοις. Οὐδέ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν εἶναι τήν σωτηρίαν μᾶλλον ἤ πράγμασιν».
[17] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 41, Εἰς τήν Πεντηκοστήν, 8, PG 36, 440Β.
[18] Μᾶρκος Εὐγενικός,AG 187. Πρβλ. περισσότερα: Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Κατερίνη 1999.
[19] Γεωργίου Γαλίτη,
Παρατηρήσεις ἐπί τοῦ καταλόγου θεμάτων τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης
Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἐκκλησία 1, 15 (1976) 400.
[20] Γεωργίου Γαλίτη, Παρατηρήσεις, ὅπ. παρ. 400.
[21] Βλασίου Φειδᾶ, Τό ζήτημα τῆς συμπροσευχῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων κατά τούς ἱερούς κανόνας, ἐν Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Κων. Σκουτέρη, Βλ. Φειδᾶ, Ἡ συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους κατά τήν ὀρθόδοξη θεολογική Παράδοση, Θεσσαλονίκη 2011, 143.
[22] Paul Meyendorff, Τό
Μυστήριο τῆς Φιλοξενίας. Ἡ σπουδαιότητα τῆς βαπτισματικῆς
Ἐκκλησιολογίας, Θεολογία, 88(2017)19. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ διαπίστωσή
του, ὅτι τό Βάπτισμα, τό τελούμενο ἔξω ἀπό τά κανονικά ὅρια τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ἔχει ἀξία γιά ἐκείνους πού προσέρχονται στήν
Ὀρθοδοξία μόνον κατ’ οἰκονομίαν, ἐπειδή τοῦ δίδεται ἡ ἀξία ἀπό τήν ἀξία
τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλά διότι ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει αὐτό πού εἶναι ἀληθινό
καί αὐθεντικό -ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος – ἔξω ἀπό τά κανονικά της ὅρια,
γνωρίζοντας βέβαια, ὅτι «δέν ὑπάρχει σαφής συναίνεση ἐπί τοῦ θέματος
αὐτοῦ στήν Ὀρθοδοξία σήμερα».
[23] Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή 40, PG 991052D. Πρβλ. καί Θεοδώρου Ξ. Γιάγκου, Ἡ συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους. Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Οἰκουμενικός διάλογος, 2004, 150. Πρβλ. καί Βασιλείου Τσίγκου, Ἐκκλησιολογικές θέσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Αὐθεντία καί πρωτεῖο, Θεσσαλονίκη 1999, 114, σημ.3.
[24]
Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί περί ἄλλων
γενικῶν ζητημάτων Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ 1902. Αἱ εἰς
αὐτήν Ἀπαντήσεις τῶν Ἁγίων Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἡ
Ἀνταπάντησις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκ τοῦ
Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου 1904, 27 ἑξ.
[25] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973, 242, σημ. 2.
[26] Λεωνίδου Ἰω. Φιλιππίδου, Ἡ
ἀπό παλαιᾶς καί νέας Ρώμης κίνησις πρός ἐπάνοδον τοῦ πληρώματος τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν ἀρχικήν ἑνότητα, Ἀθῆναι 1970, 9ἑξ.
Ὁλόκληρη ἡ ἐργασία αὐτή εἶναι ἄξια μελέτης.
[27] Ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920.
[28] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, 242.
[29] Ἰωάννου Καρμίρη,
Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, Ἀνάτυπον ἐκ τῶν
Πρακτικῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τόμ. 56, Ἀθῆναι 1981, 404 ἑξ.
[30] Πρβλ. «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον. Ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης,τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν, καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων: 3-4:«Ὡς
προϋπόθεσις μιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειμένῳ συνεργασίας δύναται νά
χρησιμεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ
κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι δυνατόν νά συμβάλουν εἰς τήν
διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν
καί κοινωνικήν συμβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε
θρησκευτικόν συγκρητισμόν.Ἔχομεν τήν πεποίθησιν ὅτι ὡς«Θεοῦ συνεργοί» (Α’
Κορ. γ’, 9), δυνάμεθα νά προχωρήσωμεν εἰς τήν διακονίαν ταύτην ἀπό
κοινοῦ μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως, τῶν ἀγαπώντων τήν κατά
Θεόν εἰρήνην, ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας ἐπί τοπικοῦ, ἐθνικοῦ
καί διεθνοῦς ἐπιπέδου. Ἡ διακονία αὐτή εἶναι ἐντολή Θεοῦ (Ματθ. ε’, 9).
Πρβλ. Grigorios Larentzakis, Einheit der Menschheit –
Grundvoraussetzung für das Zusammenleben im multireligiösen Kontext.
Patristische und aktuelle orthodoxe Perspektiven, in: Patristica et
Oecumenica, Festschrift für Wolfgang A. Bienert, hg. von Peter
Gemeinhardt und Uwe Kühneweg, Marburg 2004, 211-237. Καί Grigorios Larentzakis, Die Orthodoxe Kirche. Ihr Leben und ihr Glaube, 3. Auflage, Lit Verlag, Wien, Münster 2012, 205 ἑξ.
[31]
«Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».
(24). Πρβλ. στό Μήνυμα τῆς Συνόδου, 4 καί στήν Ἐγκύκλιο 17 και 18.
[32] Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Οι Θεολογικοί Διάλογοι και ο ρόλος των Θεολογικών Σχολών στην Οικουμένη του 21ου αιώνα. Στό: Ο Οικουμενικός Διάλογος στόν 21ο
αιώνα, Πραγματικότητες-Προκλήσεις-Προοπτικές, Τιμητικό Αφιέρωμα στον
Ομότιμο Καθηγητή Πέτρο Βασιλειάδη, Επιμέλεια Ι. Πέτρου, Στ. Τσομπανίδη,
Μ. Γκουτζιούδη, Θεσσαλονίκη 2013, 133-159.
[33] «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» 12.
[34] Μάρκου Εὐγενικοῦ, Τῷ
μακαριωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, Μάρκος ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἐφέσῳ
τῶν πιστῶν παροικίας, ἐν: SFÂNTUL MARCU EVGHENICUL, Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ
Εὐγενικός, OPERE Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα, Vol. I, Precuvantâre de P.S.
Lucian, Episcopul Caransebeşuluiu…Coordinator: Cristian Chivu, Editura
Pateres 2009, 197 ἑξ.
[35] Ὅπ. παρ.
[36] «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» 24.