Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ ΥΠΟ ΤΗ ΜΟΣΧΑ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ;

ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ ΥΠΟ ΤΗ ΜΟΣΧΑ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ;
Μία ἀπάντηση γιὰ τὴ σύγχρονη Κιεβινή ἐκκλησιαστικὴ κρίση.
τοῦ καθηγητή  Ἀριστείδη Πανώτη
                          Μ. Ἱερομνήμονα-ἱστορικοῦ-συγγραφέα                                  

Ἡ παρατεταμένη τριχοτόμηση τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οὐκρανία καὶ οἱ διχογνωμίες καὶ τὰ ἀκολουθοῦντα συμβάντα συγχνὰ ἀποτελοῦν θέματα ποικίλλων σχολιασμῶν στὸ    διεθνὴ Τύπο.Δυσμενεῖς εἶναι οἱ κρίσεις γιὰ ὃσους συνοικοῦν στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη ποὺ οἱ τοπικὲς τους Ἐκκλησίες τοὺς τελευταίους αἰῶνες ὑπέκυψαν στὴν ἐθνοφυλετικὴ διαίρεση αὐτὴ ποὺ καλλιεργοῦσαν οἱ ἀντιμαχώμενες κρατικὲς ἐξουσίες.

Ἡ ἐξοικονόμιαση, μετὰ τὴν κατάλυση τῆς φιλόχριστης βασιλείας τὸ 1453, τῆς κατὰ ὀρθόδοξα ἒθνη ἐκκλησιαστικῆς διοικητικῆς ἀνεξαρτησίας, συνετέλεσε στὴν διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐξ αὐτοῦ καὶ μέσα στὴν αὐτὴν παραδοσιακὴ δικαιοδοσία τοῦ κλίματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Νέας Ρώμης ἐκτράφηκε ἡ κακαδοξία ὃτι ἀποτελοῦν ὁμοσπονδίας Ἐκκλησιῶν, κάτι ποὺ ἀντιστρατεύεται στὴ Μία ἑνότητα τῆς Καθολικῆς ὈρθοδόξουἘκκλησίας. Αὐτὸ ἒχει ὡς συνέπεια νὰ ὑπάρχει κυρίως λατρευτικὴ ἑνότητα καὶ νὰ δυσκολεύονται τὰ τελευταία ἑκατό χρόνια ἀπὸ διάφορες αἰτίες καὶ παρεμβάσεις νὰ συγκροτήσουν μιὰ Γενικὴ Σύνοδο γιὰ νὰ ἐπιλύσουν τὰ πολλὰ ἐσωτερικὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ποὺ χρονίζουν καὶ διασαλεύουν κάθε τάξη καὶ πειθαρχία γιὰ τὴν ὁμαλή ἐκκλησιαστικὴ ζωή τῶν ἁπανταχοῦ ὀρθόδοξων πληρωμάτων τῆς Μιᾶς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας.Ἑνα ἀπὸ τὰ ζητήματα αὐτὰ, ἐκτὸς τοῦ «Ἡμερολογιακοῦ» ποὺ «αἲσια» διαιωνίστηκε(1923-2016) εἶναι πολλὰ ἂλλα, καθὼς καὶ ἡ τριχοτόμιση τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν Οὐκρανία. Παρόμοια τριχοτόμηση εἶχε καὶ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 καὶ παρ’ ὃτι οἱ διίστάμενοι μὲ τὸν πατριάρχη Τύχωναν ἒφεραν στὴν ἐπιφάνεια σοβαρά διορθόδοξα προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν καὶ τὴν Ἐκκλησία στὴ Ρωμανία, τὸ πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ καὶ τὸ Φανάρι στήριξαν τὸν κανονικὸ πατριάρχη Τύχωνα καὶ ἐπιχείρησαν νὰ ἐκτονώσει τὸ ζῆλο τῶν Ρώσων καὶ Ρουμάνων ἀνακαινιστῶν καὶ ἐσπευσμένα συνεκάλεσε «ἐκ τῶν ἐνόντων» τὸ Συνέδριο τῆς Κων/πόλεως τὸ 1923. Οἱ τότε ἀπουσιάσαντες Πατριᾶρχες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καταγράφηκαν στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία ὡς οἱ «αὐτομολήσαντες γιὰ προσωπικοὺς λόγους ἀπὸ τὶς εὐθῦνες τῆς διακονίας τους».
           Ἃς ἀναδιφήσωμεν τώρα τὴν Ἱστορία γιὰ νὰ δοῦμε πὼς ἒχει τὸ λεγόμενο Κιεβινὸ ζήτημα. Εἶναι γνωστὸ πὼ τὰσλαβικὰ φύλα κατοικούσαν ἑκατέρωθεν τοῦ Δνείπερου καὶ τοῦ Βόλγα καὶ σὲ κομβικὰ σημεῖα συνιστοῦν ὀχυρὰ γιὰ νὰ προστατεύουν τὶς παραποτάμιες ἀγορές τους. Ἔτσι κάπως σχηματίστηκε ἡ πολίχνη τοῦ Κιέβου τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. ὡς σταθμὸς έκείνων ποὺ κατέβαιναν πρὸς στὴ Μαύρη Θάλασσα καὶ ἔφθαναν στὸ μέγιστο κέντρο τῆς ἐποχῆς, τὴν Κων⁄πολη. Ἡ ἐπικοινωνία αὐτὴ ἔφερε τὴν βασίλισσα Ὄλγα ἀπὸ τὸ Κίεβο στὴ Πὀλη καὶ τὴ σχέση της μὲ τὴν ἐκεῖ Ἐκκλησία καὶ τὴν βάπτισή της τὸ 957. Ὅμως οἱ συμπατριῶτες της ἀρχίζουν νὰ δέχονται τὴ χριστιανικὴ πίστη περὶ τὸ 975. Ἡ πρόοδος τους στὴν χριστιανικὴ πίστη ἔφερε πλησίον τους τὸ 988 μιὰ ὀργανωμένη ἱεραποστολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ποὺ διαδίδει πλέον συστηματικὰ τὸ Εὐαγγέλιο στὸν Κιεβινὸ λαό, ὥστε τὸν ἐπόμενο χρόνο νὰ βαπτιστεῖ στὸ Δνείπερο ἀφοῦ εἶχε βαπτιστεῖ καὶ ὁ ἡγεμόνας τους Βλαδίμηρος. Τὸ 991 ὑπάρχει σταθερὸ χριστιανικὸ ποίμνιο καὶ ὁ Πατριάρχης Κων⁄πόλεως Νικόλαος Β΄, ὁ Χρυσοβέργης (984-996) χειροτονεῖ ὡς πρῶτο μητροπολίτη τῆς χώρας τοῦ Κιέβου τὸν Μιχαήλ ἤ Λέοντα, σύμφωνα μὲ τὸν 28ον κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 451, καὶ τοῦ παρέχει προνόμιο αὐτόνομης ἱεραποστολικῆς δράσεως πρὸς τὶς περιοχὲς τοῦ Νόβγκοροντ, τοῦ Βόλγα, τῆς Λευκῆς Θάλασσας, μέχρι καὶ στὰ Οὐράλια. Τὸ 1037 ὁ πατριάρχης Ἀλέξιος ὁ Στουδίτης ((1025-1043) ἐντάσσει τὴν μητρόπολη Κιέβου στὴν τάξη τῶν θρόνων του καὶ κατέχει πλέον τὴν 61η θέση τοῦ Συνταγματίου του. Ἔτσι τὸ Κίεβο καθιστᾶται τὸ ἐκκλησιαστικὸ κέντρο τῆς χώρας μὲ ἐνδεικτικὴ ὀργάνωση τῆς ἀκμῆς του. Στὸν μητροπολίτη του ὑπάγονται οἱ 12 ἐπισκοπὲς τῶν ἀνατολικῶν περιοχῶν τῆς Ρωσίας καὶ οἱ 7 ἐπισκοπὲς πρὸς τὴν δυτικὴ πλευρὰ τῆς Λευκορωσίας καὶ κτίζονται καὶ διακοσμοῦνται σπουδαῖοι βυζαντινοὶ ναοὶ μὲ ἐπιρροὴ ἀπὸ τὴν βασιλεύσα Νέα Ρώμη. Τὸ 1169 Ἱεραπόστολοι μοναχοὶ τῆς Ἐκκλησίας Κων⁄πόλεως εὐαγγελίζονται τοὺς λαοὺς τῆς Βαλτικῆς θάλασσας, τοὺς Καρελίους, Λάπωνες, Περμίους, Βοτιάκους καὶ Μάρους καὶ τοὺς προσελκύουν στὴν Ὀρθοδοξία. Τὸν 13ο αἰώνα ἡ ἡγεμονία τοῦ Κιέβου διασπᾶται στὰ τέσσερα μέρη καὶ ἡ Οὐκρανία ὑποτάσσεται τὸν 14ο αἰώνα στὴ Λιθουανία, ποὺ διατελεῖ ὑπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπιρροὴ τῆς ἐκλατινισμένης πλέον Παλαιᾶς Ρώμης. Τὸ 1300 ἡ μητρόπολη Κιέβου μετατίθεται στὸ Βλαδίμηρο καὶ τὸ 1302 ὁ πατριάρχης Ἰωάννης ΙΒ΄ (1294-1304) συνιστᾶ τὴν β΄ μητρόπολη Γαλλίτζης στὴ Γαλλικία τῆς Ρωσίας γιὰ νὰ προστατευθεῖ ὁ ὀρθόδοξος βορρᾶς ἀπὸ τὴν ἐκ δυσμῶν ἀπειλή. Τὸ 1308 τὸ Πατριαρχεῖο συνιστᾶ τὴν γ) μητρόπολη «πάσης Ρωσίας» μὲ ἕδρα τὴ Μόσχα. Ὁ μητροπολίτης ὅμως χειροτονεῖται κατὰ τὴν τάξη στὴν Κων⁄πολη ἀπὸ τὸν πατριάρχη Νήφωνα Α΄ (1311-1315). Τὸ 1416 Σύνοδος 9 Ορθοδόξων ἐπισκόπων στὸ Νόβγκοροντ ἀποφασίζει αὐθαίρετα τὸν χωρισμὸ τῶν μητροπόλεων Κιέβου καὶ Μόσχας καὶ ἐκλέγουν ὡς ἴδιο μητροπολίτη Κιέβου τὸν Γρηγόριον Τσαμβλάκου τὸν ὁποῖο δὲν ἐπικυρώσει ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ Β΄ ( 1416—1439) γιὰ νὰ τὸν χειροτονήσει. Τὸ 1433 ὁ ἴδιος πατριάρχης ἐκλεγέντος τοῦ ἐπισκόπο Σμολένσκης Γερασίμου ὡς μητροπολίτη Κιέβου ἐπικύρωσε τὴν ἐκλογή του καὶ ἐγκρίνει τὴν «κυριαρχία» του ἐφ’ ὅλης τῆς λεγόμενης «Μικρὰ Ρωσία». Τὸ 1448 ὁ ἐκλεγεὶς ἀπὸ τοπικὴ Σύνοδο ὡς μητροπολίτης Μόσχας Ἰωνᾶς, ἐνῶ ξεκινᾶ γιὰ τὴν μετάβαση στὴν Κων⁄πολη γιὰ τὴν ἀναγνώρισή του, πληροφορεῖται τὰ τῆς Φλωρεντίας καὶ τὴν προσχώρηση σ’ αὐτὴν τοῦ Κιέβου Ἰσιδώρου καὶ ἐπιστρέφει στὴν ἕδρα του ἀναμένοντας τὶς ἐξελίξεις. Τὰ χρόνια μετὰ τὴν Ἅλωση δημιουργοῦν προβληματισμοὺς γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς διακονίας του καὶ ἡ ἐν Ρωσίᾳ Ἐκκλησία ἀνεξαρτοποιεῖται αὐτόβουλα.   Τὸ 1458 ὁ «ἔκπτωτος» πατριάρχης Γρηγόριος Γ΄ ὁ Μάμμας χειροτονεῖ στὴ Ρώμη ὠς μητροπολίτη Λιθουανίας τὸν «ἑνωτικὸ» Γρηγόριο, γεγονὸς ποὺ προβλημάτισε τοὺς Ρώσους μέχρι τὴν καταδίκη τῆς «φλωρεντιανῆς ἑνώσεως » μέχρι τὸ 1484,



          
Τὸ 1510 ἀρχίζει ἡ διάδοση τῶν ἰδεῶν περὶ τῆς 3ης Ρώμης καὶ τὸ 1518 ὁ πατριάρχης Θεόληπτος Α΄ (1513-1522) ἀποστέλλει στὴ Μόσχα πολυμελὴ πατριαρχικὴ ἀντιπροσωπεία ὑπὸ τὸν Ζιχνῶν Γρηγόριο στὴν ὁποία συμμετέχει καὶ ὁ Μάξιμος Τριβώλης (Γραικὸς) γιὰ τὴν ἀνανέωση τῶν δεσμῶν Κων⁄πόλεως καὶ Ρωσίας. Τὸ 1525 ὁ Μάξιμος ὁ Γκαικὸς ὑπερασπίζεται τὴν κανονικὴ τάξη στὴ Ρωσία καὶ τὴν ἐκεῖ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ καταδιώκεται σκληρὰ ἀπὸ τοὺς «αὐτοκεφαλιστές» τῆς Συνόδου ὑπὸ τὸν Μόσχας Δανιήλ! Τὸ 1551 συγκαλεῖται στὴ Μόσχα ἡ Σύνοδος τῶν «Ἑκατὸν Κεφαλαίων», ποὺ ἀπηχεῖ τὴν φωτισμένη ἐπιρροὴ τοῦ Μαξίμου τῦ Γραικοῦ. Τὸ 1589 πράξη του πατριάρχη Ἱερεμία Β΄ (1572-1595) ἀποστέλλει στὸ Κίεβο τὸν Μονεμβασίας Ἱερόθεο καὶ Μιγλενῶν Θεοφάνη μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ ἐκκαθαρίσουν τὸ κανονικὸ πρόβλημα ἐκ τῆς ἐκλογῆς κάποιου Ὀνησιφόρου καὶ νὰ ἐκλέξουν καὶ νὰ χειροτονήσουν νέο μητροπολίτη στὸ Κίεβο. Ἐκλέγεται καὶ καθίσταται μητροπολίτης «πάσης Ρωσίας» ὁ ἀρχιμανδρίτης Μιχαήλ, προφανῶς ἐκ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ἕνα χρόνο μετὰ, τὸ   1590, μὲ συνοδικὸν χρυσόβουλο τοῦ πατριάρχη Ἱερεμία Β΄ καὶ μὲ τὴν συμφωνία τῶν πατριαρχῶν Ἀντιοχείας Ἰωακείμ, Ἰεροσολύμων Σωφρονίου καὶ ὀγδοήκοντα ἑνὸς μητροπολιτῶν, ἀρχιεπισκόπων καὶ ἐπισκόπων, ἀναγνωρίζεται ἡ πατριαρχικὴ ἀξία στὸν μητροπολίτη Μόσχας ὑπὸ τὸν βασικὸ ὅρο ὅτι: «ὡς κεφαλὴν καὶ ἀρχὴν ἔχει αὐτὸς τὸν Ἀποστολικὸν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου πόλεως ὡς καὶ οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι»καὶ ὅτι πλέον θὰ προΐσταται μόνον τῆς ἰδίας Μοσχοβίτικης ἱεραρχίας.. Τὸ 1594-1596 ἡ ἀνάδεξη τῆς Μόσχας σὲ Πατριαρχεῖο ὄξυνε τὶς σχέσεις μὲ τοὺς Λευκορώσουν Ρουθήνους ἐπισκόπους ποὺ προσχώρησαν στὴν Παλαιᾶ Ρώμη μὲ τὴ Σύνοδο τῆς Βρέστης τοῦ 1595 καὶ μὲ τὴν ἀποστασία καὶ ἄλλων ἐπισκόπων. Τὸ 1620 ὁ πατριάρχης Τιμόθεος Β΄ (1613-1620) ἀπέστειλε ἀπὸ τὸ Φανάρι στὸ Κίεβο μὲ ἐξουσιοδότιση τὸν Ἰεροσολύμων Θεοφάνη γιὰ νὰ χειροτονήσει τὴν νέα Ὀρθόδοξη ἱεραρχία στὴ μητρόπολη Κιέβου. Ἔτσι ἐκλέχθηκαν ὡς μητροπολίτης Κιέβου ὁ Ἰώβ, ὡς ἀρχιεπίσκοποι οἱ Πολότσκης Μελέτιος καὶ Βλαδιμήρου Ἰωσήφ καὶ ἐπίσκοποι οἰ Λούτσκης Ἰσαάκιος, Περεμίσχλης Ἠσαΐας, Χόλμης Παΐσιος καὶ Πίνσης Ἀβράμιος καὶ ἀπένειμα τὴν Σταυροπηγιακὴ ἀγία στὴν μεγάλη ἀδελφότητα τῶν Θεοφανείων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου.

             Ἡ «αὐτοτέλεια» τῆς Κιεβινῆς Ἐκκλησίας διήρκεσε μέχρι τὸ 1686, ὅταν ἡ πόλη καὶ ἡ χώρα τέθηκε ὑπὸ τὸ σκῆπτρο τῶν τσάρων τῆς Μόσχας ποὺ τὴν ἐνέταξαν αύθαίρετα πλέον στὸ κράτος τους ὡς Ἐξαρχία, δίχως βέβαια Τόμο ἤ Πράξη τῆς Μητρός της Μεγάλης Ἐκκλησίας, δεδομένου ὃτι πηγὴ τῆς ἐκκλησιολογικῆς ὑποστάσεως ὃλων τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ βορρᾶ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως καὶ ὂχι ὁ τσαρισμὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας. Καὶ δὲν ἦταν μόνον αὐτὴ ἡ διασάλευση τῆς κανονικῆς τάξεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ κοσμικὴ ἐξουσία τῶν τσάρων κατέστησε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία στὴ Ρωσία ὂργανο τῶν δικῶν της διπλωματικῶν σκοπιμοτήτων, κάτι ποὺ πληρώθηκε πολὺ ἀκριβά μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 μὲ τὴ πολυετὴ αἰχμαλωσία της ἀπὸ τὸν κρατικὸ μαχητικὸ ἀθεϊσμό! Φαίνεται ὃτι αὐτὴ ἡ συμφορὰ δὲν φρονημάτισε τὴν μεγαλαυχία τῶν ἐπικεφαλῆς ἐκεῖ λειτουργῶν ποὺ καὶ στὶς ἡμέρες μας ἐπιδιώκουν νὰ ἐπιβάλλουν τὸν ἐθνοφυλετισμό τους συνεχὼς πολυρευόμενοι νὰ ὑποκαταστήσουν στὶς εὐθῦνες του τὸν «Πρῶτο» τῆς δικαιοδοσίας του ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κων/πόλεως, ποὺ περιφρουρεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν 28ον κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Τὸν κανόνα αὐτὸν πλήττουν μὲ τὶς αὐτόβουλες χορηγίες διοικητικῆς ἀνεξαρτησίας σὲ ἀνύπαρκτες ἐκκλησιολογικὰ «Ἑκκλησίες» καὶ μὲ τὶς αὐθαίρετες μνημονεύσεις ὡς κανονικῶν τῶν ἀρχιεπισκόπων τους! Δυστυχῶς οἱ Μοσχοβίτες ἐκκλησιαστικοὶ ἀδιαφοροῦν ἂν διαταράσσουν τὴ κανονικὴ ἑνότητα τῶν Δίπτυχων τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ προκαλοῦν ἐνδορθόδοξα προβλήματα μὲ τοὺς Ρουμάνους, τοὺς Οὐκρανοὺς καὶ τώρα τοὺς Τσέχους γιὰ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν τὶς παλιὲς ἀκάνονες πονηρὲς τακτικὲς τοῦ «αὐτοκρατορικοῦ» μεγαλείου τους.

           Τώρα ποὺ ἀπέκτησε πάλι ἡ Οὐκρανία ἲδια κρατικὴ ὑπόσταση ἐρίζουν περὶ τὴ κυριότητα τῆς ἀρχαίας Κιεβινῆς Ἐκκλησίας τρεῖς ὀρθόδοξες κοινωνίες, Ὑπάρχει καὶ τέταρτη, ἡ οὐνιτικὴ, ποὺ γιὰ νὰ μὴν ὑποταγεῖ στὸν τσάρο, αὐτομόλησε πρὸς τὴν Παλαιὰ Ρώμη. Οἱ τρεῖς αὐτὲς διοικήσεις ἠδη κατακερματίζουν τὸν ἐκεῖ Ὀρθὀδοξο λαὸ τοῦ Θεοῦ. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔχει κοινωνία μόνον μὲ τὴν Ἐξαρχία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅμως ἡ κυβέρνηση καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιθυμοῦν κανονικὴ συνένωση τῶν διοικήσεων τους καὶ αὐτὴ ἡ διακονία ἀνήκει ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ τὴν Ἱστορία στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.                           Α.Π.