Συγγραφέας: Πρωτοπρεσβύτερος Ηλίας Τσιγκλάτζε,
Κληρικός του Πατριαρχείου
Γεωργίας, νομικός, ιστορικός.
Ο
ιδρυτής της αλυσίδας των χειροτονιών στην Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της
Ουκρανίας (με τελευταίο Προκαθήμενο, πριν την Ενωτική Σύνοδο, το Μητροπολίτη
Μακάριο Μαλέτιτς) είναι ο πρώτος Προκαθήμενος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της
Πολωνίας, ο Μακαριώτατος Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας κ.κ.
Διονύσιος Βαλεντίνσκι, ο οποίος μάλιστα ήταν Επίσκοπος του Γεωργιανού
Αρχιμανδρίτη Αγίου Γρηγορίου Περάτζε.
Ο
Μακαριώτατος Μητροπολίτης Διονύσιος το 1932 χειροτόνησε τον Αρχιμανδρίτη
Πολύκαρπο Σικόρκσι σε Επίσκοπο του Λουτσκ. Το Φεβρουάριο του 1942, με την
ευλογία του Μακαριωτάτου Διονυσίου, ο Αρχιεπίσκοπος του Πόλεσκ και Πίνσκ
Αλέξανδρος Ινόζεντσε (από τον Αύγουστο του 1942 είναι Μητροπολίτης, ενώ το 1948
πέθανε στην εξορία στο Μόναχο) και ο Αρχιεπίσκοπος Πολύκαρπος (Σικόρσκι)
ίδρυσαν την Ιερά Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας, χειροτόνησαν
δύο επισκόπους, τον Επίσκοπο Νικάνορα Αμπράμοβιτς και τον Επίσκοπο Ιγκόρ
Γκούμπα. Το ίδιο έτος, παρά τις πιέσεις της γερμανικής κατοχικής πολιτικής, στο
Κίεβο χειροτονήθηκαν κρυφά άλλοι δέκα επίσκοποι. Με τους Αυτοκεφαλιστές ενώθηκε
και ο τότε Μητροπολίτης Χάρκιβ κ. Θεόφιλος Μπουλντόβσκι, ο οποίος μάλιστα ήταν
Ιεράρχης της Εκκλησίας της Ρωσίας. Τελικά η νεοϊδρυθείσα Ιερά Σύνοδος
αποτελούνταν από 14 Αρχιερείς. Ως Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου εξελέγη ο Αρχιεπίσκοπος
Λουτσκ Πολύκαρπος (από το 1946 είναι Μητροπολίτης). Το 1944 η Κυβέρνηση της
Σοβιετικής Ενώσεως κήρυξε πολύ σκληρό πόλεμο κατά των Αυτοκεφαλιστών και
κατάφερε να τους ξεριζώσει από το έδαφος της Ουκρανίας. Όλοι οι Αυτοκεφαλιστές
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, να διαφύγουν στο εξωτερικό και να
συνεχίσουν να ζουν εκεί, διατηρώντας βέβαια την Ιερά Σύνοδο, όπως έγινε και
στην περίπτωση των Ρώσων της Διασποράς (τη λεγόμενη ROCOR). Το 1953, μετά την
κοίμηση του Μητροπολίτη Πολυκάρπου, και έως το 1969 Πρωθιεράρχης και Πρόεδρος
της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ουκρανίας εξελέγη ο Μητροπολίτης Νικάνωρ
(Αμπράμοβιτς). Η χειροτονία του είχε τελεστεί στο Πίνσκ με τη ευλογία του
Μακαριωτάτου Μητροπολίτη Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας κ. Διονυσίου στις 9
Φεβρουαρίου του 1942. Χειροτονήθηκε ως Επίσκοπος του Τσιγκίρινσκ από τους
Αρχιεπίσκοπο Πίνσκ κ. Αλεξάνδρο (Ινόζεμτσεβ), Επίσκοπο Λουτσκ κ. Πολύκαρπο
(Σικόρκσι) και Επίσκοπο Μπρέστ κ. Γεώργιο (Κορενίστοβ). Από το 1944 και ο
Μητροπολίτης Νικάνωρ διέφυγε στο εξωτερικό.
Μετά την κοίμηση του
Μητροπολίτη Νικάνορος, το 1969, Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου εξελέγη ο
Μητροπολίτης Μστίσλαβ (Σκρίπνικ), ο οποίος μάλιστα ως Επίσκοπος του Περιεσλάβ
είχε χειροτονηθεί στις 14 Μαίου του 1942 από τον Αρχιεπίσκοπο Πολύκαρπο. Από το
1944 αναγκαστικά διέμενε στο εξωτερικό, και κατά τα έτη 1947-1950 ήταν
Αρχιεπίσκοπος της Ουκρανικής Αρχιεπισκοπής του Βινιπέγκ και Καναδά. Από το 1950
ο Αρχιεπίσκοπος Μστίσλαβ (Σκρίπνικ) είναι βοηθός του Πρωθιεράρχη της εν Αμερική
Ουκρανικής Επισκοπής, ενώ από το 1971 ο ίδιος είναι Πρωθιεράρχης. Παρά τις
αντιδράσεις του Πατριαρχείου Μόσχας, το 1990 συγκλήθηκε στο Κίεβο η Μεγάλη
Σύνοδος των Ουκρανών Αυτοκεφαλιστών Κληρικών και τον εξέλεξαν ως Πατριάρχη
Κιέβου και πάσης Ουκρανίας. Η ενθρόνιση του νέου Πατριάρχη τελέστηκε στον
Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας Κιέβου. Τότε ο Πατριάρχης Μστίσλαβ ήταν 93
χρονών. Το 1993 κοιμήθηκε. Το 1992 με το Πατριαρχείο Κιέβου ενώθηκε ο τότε
Έξαρχος του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία, ο Μητροπολίτης Φιλάρετος
(Ντενισένκο), ο οποίος τιμωρήθηκε και εκθρονίστηκε διότι υποστήριζε την ιδέα
της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην Ουκρανία, η οποία θα ήταν εντελώς ανεξάρτητη από
την Εκκλησία της Μόσχας. Το 1993, μετά την κοίμηση του Πατριάρχη Μστίσλαβ, ο
Μητροπολίτης Φιλάρετος με τους υποστηρικτές του χωρίστηκε από την Αυτοκέφαλη
Εκκλησία και δημιούργησε την δική του Εκκλησία, οπότε στην Ουκρανία βρέθηκαν οι
δύο Αυτοκέφαλες μη αναγνωρισμένες Εκκλησίες.
Το 1993 οι υποστηρικτές του
Μστίσλαβ εξέλεξαν ως νέο Πατριάρχη τον Επίσκοπο Δημήτριο (Γιαρέμα), ενώ μετά
τον θάνατό του, το 2000, Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου εξελέγη ο Μητροπολίτης
Μεθόδιος (Κουντριάκοβ). Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Μεθοδίου, το 2015, στην
θέση του εξελέγη ο Μητροπολίτης Μακάριος (Μαλέτιτς), ο οποίος μάλιστα διατέλεσε
σε αυτήν την θέση έως τις 15 Δεκεμβρίου του 2018, δηλαδή μέχρι την
Ιστορική Ενωτική Σύνοδο. Ο Μητροπολίτης
Μακάριος προηγουμένως, ως ιερέας, υπηρετούσε στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησίας
υπό το Πατριαρχείο Μόσχας, ενώ το 1989 προσχώρησε στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της
Ουκρανίας, οπότε ο τότε Έξαρχος της Εκκλησίας της Μόσχας Μητροπολίτης Κιέβου κ.
Φιλάρετος (Ντενισένκο) τον έθεσε σε αργία. Ο Μακάριος (Μαλέτιτς) χειροτονήθηκε
Επίσκοπος το 1996 από τον Πατριάρχη Δημήτριο (Γιαρέμα), τον Αρχιεπίσκοπο Ιγκόρ
(Ισιτσένκο) και τον Αρχιεπίσκοπο Μεθόδιο (Κουντριάκοβ). Είναι αξιοσημείωτο ότι
ο Δημήτριος (διάδοχος του Πατριάρχη Μστίσλαβ Σκρίπνικ) είχε χειροτονηθεί στις 5
Σεπτεμβρίου του 1993 από τους Αρχιερείς της Ιεράς Συνόδου του Μστίσλαβ. Την εις
Επίσκοπο χειροτονία του Πατριάρχη Δημητρίου τέλεσαν οι εξής: ο Επίσκοπος του
Λβιβ κ. Πέτρος (Πετρούς), ο Επίσκοπος Μπλεοτσέρκοβ και Ουμάνσκ κ. Μιχαήλ
(Ντουτκέβιτς), ο Επίσκοπος Λουτσκ και Βόλινσκ κ. Θεόκτιστος (Περεσάντα) και ο
Επίσκοπος Χάρκιβ και Πόλταβ κ. Ιγκόρ (Ισιτσένκο).
Από το 1990 η εν Καναδά
Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήχθη στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, ενώ το 1995 η εν Αμερική Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία με καθεστώς
αυτονομίας υπήχθη πάλι στον Οικουμενικό Θρόνο, επί των ημερών του τότε διαδόχου
του Πατριάρχη Μστίσλαβ, του Μητροπολίτη Κωνσταντίνου Μπαγάν. Το 2012 κοιμήθηκε
ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος και από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού
Πατριαρχείου εξελέγη ο Μητροπολίτης Αντώνιος (Σέρμπα).
Έτσι λοιπόν, οι φανατικοί
ρωσόφιλοι και οι Ρώσοι ιμπεριαλιστές ισχυρίζονται ψευδώς ότι δεν έχουν τη χάρη
της κανονικής χειροτονίας και ότι η αποστολική τους διαδοχή είναι ένα μεγάλο
ψέμα, απορρίπτοντας είτε ηθελημένα είτε ακούσια τα ιστορικά γεγονότα και
παραποιώντας την πραγματική ιστορία. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 1921-1950
υπήρχε μια θρησκευτική ομάδα των «Σαμοσβιατιστών» (δηλαδή αυτοχειροτονήτων),
που αυτοαποκαλούνταν επίσης ως «Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας», οι
οποίοι δεν είχαν απολύτως καμία κανονική χειροτονία. Η ιστορία αυτή ξεκινάει ως
εξής: το 1917, με την πτώση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας των Ρομανώφ, ένα μεγάλο εθνικοαπελευθερωτικό
κίνημα άρχισε να εμφανίζεται στην Ουκρανία για να αποκαταστήσει την κρατική
υπόσταση, να απελευθερώσει την Ουκρανική Εκκλησία από τη Μόσχα και να αποκτήσει
το Αυτοκέφαλο. Το μεγαλύτερο μέρος των Ουκρανών κληρικών υποστήριζαν την ίδρυση
της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι οι Επίσκοποι
στην Ουκρανία ήταν σχεδόν όλοι εθνικά Ρώσοι και υποστηρικτές του ρωσικού
ιμπεριαλισμού, γι’ αυτό το λόγο οι ιερείς παρέμειναν χωρίς τους Επισκόπους.
Το 1919 ο Καθολικός –
Πατριάρχης πάσης Γεωργίας κ. Λεωνίδας (Οκροπιρίτζε) υποσχέθηκε στους Ουκρανούς
Αυτοκεφαλιστές ότι θα βοηθούσε. Εάν έστελναν τους υποψήφιους στην Γεωργία, τότε
ο Καθολικός – Πατριάρχης κ. Λεωνίδας στον Καθεδρικό Ναό της Μτσχέτας θα τελούσε
την εις επίσκοπο χειροτονία τους και θα τους έστελνε στην Ουκρανία για την
ίδρυση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας που θα είχε και τους Επισκόπους
για την συγκρότηση της τοπικής Ιεράς Συνόδου. Δυστυχώς, λόγω του συνεχιζόμενου
εμφυλίου πολέμου στα εδάφη της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας, δύο υποψήφιοι
Επίσκοποι, ο Πρωτοπρεσβύτερος Στέφανος (Όρλικ) και ο Παύλος (Πογορέλκο), δεν
μπόρεσαν να πάνε στη Γεωργία και η χειροτονία τους δεν τελέστηκε. Αυτό το
εμπόδιο όμως δεν κατάφερε να σταματήσει τους Αυτοκεφαλιστές και το 1921 στον
Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας Κιέβου οι ιερείς τέλεσαν την «χειροτονία» του
Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου (Όρλικ). Αυτό το γεγονός όμως ήταν αντικανονικό και
δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτή η χειροτονία κανονική. Το γεγονός αυτό
υποτίμησε πολύ το ουκρανικό κίνημα των αυτοκεφαλιστών, το οποίο δημιούργησε την
«Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία» (στα ουκρανικά: Українська
автокефальна православна церква), ή όπως αλλιώς τους αποκαλούσαν την «Εκκλησία
των Σαμοσβιατιστών – Αυτοχειροτόνητων», για αυτό και βρέθηκε εκτός
κανονικότητας. Ως επισκεφαλής της μη κανονικής Εκκλησίας εξελέγη ο
Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος (Λιπκόβσκι). Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του
1920, το ένα πέμπτο των ορθόδοξων ενοριών της ΕΣΣΔ στην Ουκρανία υπαγόταν σε
αυτήν την μη κανονική Εκκλησία. Το 1925, οι σοβιετικές αρχές άρχισαν να διώκουν
την ιεραρχία του Βασιλείου Λιπκόβσκι, κατηγορώντας την για εθνικισμό και
αντισημιτικές ενέργειες, που τελικά οδήγησε στη σταδιακή εκκαθάριση αυτής της
μη κανονικής Εκκλησίας, η οποία έπαψε να υπάρχει στην Ουκρανία το 1937.
Από την ομάδα του Λιπκόβσκι ο
τελευταίος στην Αμερική ψευδεπίσκοπος Ιωάννης Θεοδώροβιτς το 1951 ενώθηκε με
την Ιερά Σύνοδο της κανονικής εν Αμερική Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, ο
οποίος μάλιστα αναχειροτονήθηκε σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο. Ένα παρόμοιο
κανονικό πρόβλημα προέκυψε το 1990, όταν ο ενωθείς με την Αυτοκέφλαη Εκκλησία
της Ουκρανίας Επίσκοπος Ιωάννης Μπονταρτσούκ, ο οποίος ήταν Ιεράρχης της
Εκκλησίας της Ρωσίας, χωρίς την άδεια του Μητροπολίτη κ. Μστίσλαβ Σκρίπνικ,
μαζί με έναν ψευδεπίσκοπο (με επίθετο Τσεκάλιν) χειροτόνησαν τέσσερεις νέους
επισκόπους, αλλά ο Μητροπολίτης Μστίσλαβ κήρυξε άκυρες τις χειροτονίες τους και
έστειλε τον Επίσκοπο Αντώνιο Σέρμπα (τώρα Μητροπολίτη του Οικουμενικού
Πατριαρχείου) για να τους αναχειροτονήσει και να επιλύσει αυτό το κανονικό
πρόβλημα.
Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τους
Ιερούς Κανόνες, οι χειροτονίες των Ουκρανών Αυτοκεφαλιστών Αρχιερέων τελέστηκε
από πλέον των δύο επισκόπων, οπότε ιστορικά είναι διατηρημένη η Αποστολική
Διαδοχή και δεν υπάρχει καμία διακοπή.
Φωτογραφίες των ιστορικών προσώπων