Ιερά Μητρόπολη Βελγίου
Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑποταγῆς, ἀδελφοί μου, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι τὸ «πλήρωμα τοῦ νόμου» καὶ ἡ «καθ’ ὑπερβολὴν ὀδός». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν «Πρώτη πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή»
του καὶ συγκεκριμένα στὸν περίφημο ὕμνο τῆς Ἀγάπης, τὴν περιγράφει καὶ
τὴν ἀναλύει, ὄχι στὴ φύση της – διότι αὐτὴ εἶναι θεία καὶ ἀκατάληπτη –
ἀλλὰ στὶς ἐνέργειές της.
Μελετώντας τὸν βίο τῆς Παναγίας μας
συμπεραίνουμε ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεὸ ἀνοίγει
παράθυρα θεάσεως τοῦ παραδείσου. Πολὺ ὄμορφα καὶ παραστατικὰ μᾶς μιλᾶ
γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτὴ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Νὰ ἔχετε τὸ νοῦ
σας συνέχεια στὸ Θεό. Ὅταν ἀνάψει ἡ πνευματικὴ ἀγάπη φλογίζεται ὅλο τὸ
στῆθος. Καίγεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ μεγάλη γλυκειὰ φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ, πετάει, ἀγαπάει μὲ ἀγάπη πραγματική. Αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ φλόγα, τὴν
ὁποία ἀνάβει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀγάπη Του, θερμαίνει τὸ σῶμα πολὺ
περισσότερο ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ φωτιὰ καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ καίει κάθε
σκουπίδι, κάθε κακὸ λογισμὸ καθὼς καὶ κάθε κακὴ ἐπιθυμία καὶ ἄσχημη
εἰκόνα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει πόσο ἀγαπάει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο! Ἡ
ἀγάπη του δὲν συγκρίνεται μὲ τίποτε. Δὲν ἔχει ὅρια. Εἶναι τόσο μεγάλη
πού, κάτι ἐλάχιστο ἄν αἰσθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν ἀγάπη αὐτή, ἡ πήλινη
καρδιά του δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀντέξει, διαλύεται, γιατὶ εἶναι πηλός.
Ὄταν δώσει κανεὶς τὴν καρδιά του στὸν Θεό, ὅλα τὰ ἀγαπάει ὄχι μόνον
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν κτήση».
Ἡ ἀμόλυντη καὶ καθαρὴ καρδιὰ τῆς μικρῆς
παιδούλας μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ποθεῖ μόνο τὸν Θεό. Ἡ ἀγάπη της γιὰ
τὸν Θεό, κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, ἦταν τόσο δυνατή, ποὺ «ἀπορρόφησε κάθε ἄλλη ἐπιθυμία καὶ ἐπεσκίαζε κάθε ἄλλη ἔφεση τῆς ψυχῆς της».
Ἡ δική της ὡραιότητα ἀνέδειξε ὡραῖα καὶ τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη φύση. Τὸ
εὔωσμον ἄνθος τῆς πίστεώς μας μὲ ἄκρα σιωπή, συνεχὴ πνευματικὸ ἀγώνα καὶ
ταπείνωση βυθίσθηκε ὅλη μέσα στὸ ἀστείρευτο πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ
καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ὑπέροχο. Ἡ προτεραιότητά της σὲ ὅλη τὴ
διάρκεια τῆς ἐπιγείου ζωῆς της ἦταν νὰ εὐαρεστεῖ τὸν Κύριο, φανερώνοντας
ἔτσι ὅτι ὑπεράνω ὅλων λειτουργοῦσε γι’ αὐτὴν ἡ Ἀγάπη Ἐκείνου. Καὶ εἶναι
πράγματι, ἀδελφοί μου, ἡ βασικότερη ἀλήθεια γιὰ τὴν Παναγία μας, ὅτι
εἶναι ἀδύνατον νὰ κατανοηθεῖ ἡ θαυμαστὴ ζωή της χωρὶς τὴν κινητήρια αὐτὴ
δύναμη τῆς μεγάλης ἀγάπης -ὡς ἐκλεκτοῦ καρποῦ τῆς πίστεως– πρὸς τὸν
Κύριο. Ἔκανε πράξη κυριολεκτικὰ τὴν πρώτη ἐντολή «Ἀγαπήσεις Κύριον
τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ
ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου».
Κάθε φορὰ ποὺ μεθᾶμε ἀπὸ τὸ πνευματικὸ
νέκταρ, τὸ ὁποῖο πηγάζει ἀπὸ τὸ βίο τῆς Παναγίας μας στὸ νοῦ μας
ἔρχονται τὰ ὑπέροχα λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα ἐξυμνεῖ τὴν Βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων
ὁ Ὄσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης καὶ παράλληλα μᾶς χαροποιεῖ γιὰ τὴν Ἀγάπη
τῆς Παναγίας μας πρὸς τοὺς ἀγωνιζόμενους πνευματικὰ ἀνθρώπους: «Ἡ
ἀγάπη της γιὰ τὸν Θεό ἦταν ἰσχυρότερη καὶ φλογερότερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν
Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφείμ, κι ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν ἀγγέλων καὶ
ἀρχαγγέλων ἐκπλήττονται μ’ Αὐτήν. Παρ’ ὅλο ὅμως ποὺ ἡ ζωή τῆς Θεοτόκου
σκεπαζόταν θὰ λέγαμε ἀπὸ τὴν ἁγία σιγή, ἐντούτοις ὁ Κύριος φανέρωσε στὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πὼς ἡ Παναγία ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη της ὅλο τὸν
κόσμο καὶ βλέπει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς καὶ ὅπως ὁ
Υἱός της, σπλαχνίζεται καὶ ἐλεεῖ τοὺς πάντες. Ω!!! καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο
ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσοι τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ πόσο
στενοχωριέται γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! … Ἀληθινά, Αὐτὴ εἶναι ἡ
βοήθειά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο τὸ ὄνομά της χαροποιεῖ τὴ ψυχή.
Ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ χαίρονται μὲ τὴν ἀγάπη της.
Ἀξιοθαύμαστο πρᾶγμα. Ζεῖ στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπει ἀδιάκοπα τὴν δόξα τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ κι ἐμᾶς τοὺς φτωχοὺς καὶ ἀγκαλιάζει μὲ τὴν
εὐσπλαχνία της ὅλη τὴ γῆ κι ὅλους τοὺς λαούς. Κι αὐτὴ τὴν Ἄχραντη Μητέρα
Του ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε σέ ἐμᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα καὶ βρίσκεται κοντά μας κατὰ τὴ φύση
ὡς ἄνθρωπος, καὶ κάθε χριστιανικὴ ψυχὴ ἐλκύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν».
Αὐτὸ εἶναι τὸ θαυμαστό, ἀδελφοί μου, ἀγαπώντας ἀληθινὰ τὸν Θεό, ἡ
ἀστείρευτη ἀγάπη της ἐκχέεται καὶ πρὸς ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ
Δημιουργοῦ καὶ βεβαίως πρὸς τὸν ἄνθρωπο ὡς στοργικὴ Μητέρα. Δὲν
κουράζεται νὰ ὑψώνει ἱκετευτικὰ τὰ ἄχραντα χέρια της πρὸς τὸν Υἱόν της
ὑπὲρ ὅλων μας, κάνοντας πράξη τὴ δεύτερη ἐντολή: «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κάθε ψυχή, κάθε νοῦς,
ἔχοντάς την πρότυπο καὶ ὁδηγό, πορεύεται πρὸς τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ
τὴν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση. Μαθαίνει νὰ ἀγαπάει θυσιαστικὰ, ὅπως πολύ
εὔστοχα μᾶς νουθετεῖ ὅ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἄν μεθύσει
πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ θεῖο κρασί, ἡ ζωή του ἐδῶ στὴ γῆ γίνεται
μαρτυρική, μὲ τὴν καλὴ ὅμως ἔννοια. Ἀχρηστεύεται γιὰ τὸν κόσμο,
ἀδιαφορεῖ γιὰ κάθε τι γήινο καὶ ὅλα τὰ θεωρεῖ σκύμβαλα. Ὅλη ἡ βάση στὴν
πνευματικὴ ζωὴ ἐδῶ εἶναι νὰ ξεχνάω τὸν ἑαυτό μου μὲ τὴν καλή ἔννοια καὶ
νὰ σκέφτομαι τὸν ἄλλο, νὰ συμμετέχω στὸν πόνο, στὴ δυσκολία τοῦ ἄλλου.
Ὅσοι ἔχουν πνευματικὴ ἀγάπη, ἀγαποῦν χωρὶς νὰ σκέπτονται ἄν τοὺς ἀγαποῦν
ἤ δὲν τοὺς ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι, οὔτε ζητοῦν ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς
ἀγαποῦν. Θέλουν ὅλο νὰ δίνουν καὶ δίνονται. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι
ἀγαπιοῦνται ἀπ’ ὅλους ἀλλὰ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὸν ὁποῖον καὶ
συγγενεύουν … Γιὰ νὰ χαίρεται κανεὶς ἀληθινά, πνευματικά, πρέπει νὰ
ἀγαπάει καὶ γιὰ νὰ ἀγαπάει πρέπει νὰ πιστεύει. Δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἀγαποῦν, δὲν θυσιάζονται καὶ δὲν χαίρονται. Ἄν
πίστευαν, θὰ ἀγαποῦσαν, θὰ θυσιάζονταν καὶ θὰ χαίρονταν. Ἀπὸ τὴ θυσία
βγαίνει ἡ μεγαλύτερη χαρά». Μελετώντας αὐτὰ τὰ ὑπέροχα λόγια στὸ
μυαλό μας, ἀδελφοί μου, ξετυλίγεται σὰν σὲ εἰλητάριο ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη
ποὺ ἐπέδειξε καὶ ἐπιδεικνύει ἡ Παναγία μας πρὸς τὰ παιδιά της ὡς
Θεοτόκος, ὡς Μεσίτρια ὡς Καταφυγή.
Συμερασματικὰ θὰ λέγαμε, ἀδελφοί μου,
ὅτι ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου στηρίζεται στὴν ἀληθινή ἀγάπη γιὰ τὸν
Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὰ εἶναι τὰ φτερά ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀληθινὴ
χαρά! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἔθεσε ὡς βάση τοῦ παντὸς τὴν ἀγάπη. Μὲ ἀγάπη
καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη δημιούργησε τὰ πάντα. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη μεταμορφώνει τὸν
ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει θεάνθρωπο. Καταργεῖ τὰ σύνορα, τὰ φύλα, τὶς
φυλές, τὸ χωρόχρονο, ὑπολογισμούς, ἰδιοτέλειες καὶ κάθε τι ποὺ χωρίζει
καὶ διασπᾶ. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη θυσιάζεται ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς μεγαλύτερους
ἐχθρούς της, ὅπως ἔπραξε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ βαθιὰ ἀγάπη περνάει
πάντα ἀπὸ τὸ σταυρὸ. Τέτοια ἀγάπη θέλουμε σήμερα! Εἰλικρινή, βαθιά,
ἔμπρακτη μοσχοβολισμένη ἀπὸ τὴν πίστη, ὅπως μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ Ἅγιος
Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος: «Τί τὸ ὄφελος ἀδελφοί μου, ἐὰν πίστιν λέγη τις
ἔχει, ἔργα δὲ μὴ ἔχει; Μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; … ἡ πίστις ἐὰν
μὴ ἔργα ἔχη, νεκρὰ ἐστὶν καθ’ ἑαυτήν».
Ἡ ἄλλη ἀγάπη ποὺ ἔχει μόνο προσωπίδα,
ἐπιφάνεια, χωρὶς οὐσία, ποὺ προφέρεται μὲ τὰ χείλη χωρὶς ὅμως συμμετοχή
τῆς καρδιᾶς, κουράζει καὶ τελικὰ καταστρέφει. Τίποτε ἄλλο δὲν ἔχει
μεγαλύτερη ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος σήμερα ὅσο τὴν ζυμωμένη μὲ τὴν πίστη, τὴν
ὑπομονή, καὶ τὴν μετάνοια, θυσιαστικὴ ἀγάπη, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ
λαμπάδα ποὺ λειώνει γιὰ νὰ φωτίζεται ὁ κόσμος καὶ νὰ διαλύεται τὸ
σκοτάδι. Ὅταν δὲν τὴν βρίσκει, γίνεται θηρίο, προβάλει τὸ ἐγώ του
κτίζοντας τείχη γύρω του· τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, ἡ ἐπιδερμικότητα καὶ τὸ
ἀνικανοποίητο καθίστανται ὁ μόνιμος σύντροφός του.
Ἡ Παναγία μας, τὸ αἰώνιο πρότυπο τῆς
ἀληθινῆς ἀγάπης, εἴθε νὰ μᾶς ἐμπνέει, ἀδελφοί μου, καὶ φωτίζει εἰς τὸ νὰ
κατανοήσουμε καὶ ἐνστερνισθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἐὰν
ὑποθέσουμε ὅτι ὁμιλῶ τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καὶ τῶν ἀγγέλων,
δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπη, οἱ λόγοι μου ἀκούονται ὡς χάλκινος κώδωνας ἤ
ἀλαλαγμὸς κυμβάλου. Καὶ ἐὰν ἔχω τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ κατέχω ὅλα
τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλη τὴ γνώση, καὶ ἐὰν ἀκόμη ἔχω ὅλη τὴν πίστη,
ὥστε νὰ μετακινῶ ὄρη, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δὲν εἶμαι τίποτε. Καὶ ἐὰν
διαθέσω τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς πτωχούς, καὶ ἐὰν παραδώσω τὸ σῶμα μου γιὰ
νὰ καῶ, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δὲν ὠφελοῦμαι σὲ τίποτε ἀπ’ αὐτὲς τὶς
θυσίες. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπάει εἶναι μακρόθυμος κι ἀνεκτικός, εἶναι
καλωσυνάτος, εὐεργετικὸς καὶ ὠφέλιμος, δὲν ζηλοφθονεῖ, δὲν
ὑπερηφανεύεται, δὲν φέρεται μὲ ἀλαζονεία καὶ προπέτεια, δὲν πράττει
ἄσχημα, δὲν ζητεῖ τὰ δικά του συμφέροντα, δὲν ἐρεθίζεται ἀπὸ θυμὸ καὶ
ὀργή, δὲν σκέπτεται ποτὲ κακὸ κατὰ τοῦ πλησίον, οὔτε λογαριάζει τὸ κακὸ
ποὺ ἔπαθε ἀπ’αὐτὸν. Δὲν χαίρεται ὅταν βλέπει νὰ διαπράττεται ἀδικία,
χαίρεται ὅμως ὅταν βλέπει τὴν ἀλήθεια νὰ ἐπικρατεῖ. Ἡ ἀγάπη τὰ πάντα
ἀνέχεται, στὰ πάντα ἐμπιστεύεται, γιὰ πάντα ἐλπίζει, τὰ πάντα ὑπομένει» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 1-8).
† ὁ Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος Ἰωακεὶμ