Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 6 Ιουνίου 2019

(Αριθμ. 17Ν)

Α. 1. Η εορτή της Αναλήψεως του Χριστού είναι το μεθόριο του Πάσχα (σε μία ενότητα με το Τριώδιο) και της Πεντηκοστής. Εξάλλου, εορτολογικά βρίσκεται σε άμεση συνέχεια με το Άγιο Πάσχα με την Απόδοση της εορτής κατά την προτεραία, η οποία και την προκαταγγέλλει, καθώς εναλλάσσονται ο Προεόρτιος Κανόνας της Αναλήψεως, ο πρώτος Κανόνας του Πάσχα με τις Καταβασίες και του Τυφλού, λόγω της Αποδόσεως της εορτής. Κατά ταύτα, είναι ενδεικτικά τα τρία τροπάρια της πρώτης Ωδής του Προεορτίου Κανόνα της Αναλήψεως με την ανακεφαλαίωση της υπέρ ημών Θείας Οικονομίας του Ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός, αναιρέσαντος την προπατορική αποστασία και διαίρεση, ἦχος πλ. α´: α) «Ἄνω πρὸς τὸν Πατέρα, Χριστὸς ἀνέρχεται, καὶ προσάγει τὴν σάρκα, ἣν ἐξ ἡμῶν ἀνέλαβεν· Αὐτὸν ἀνυμνήσωμεν, ἐν αἰνέσει σήμερον, ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντες», β) «Βίβλοι γραφῶν ἐνθέων, καὶ τὰ κηρύγματα, τῶν σοφῶν θεηγόρων, πέρας σαφῶς ἐδέξαντο· μετὰ γὰρ τὴν Ἔγερσιν, ὁ Δεσπότης ἄνεισι, μετὰ δόξης εἰς τὰ οὐράνια», γ) «Γῆ μυστικῶς χορεύει, καὶ τὰ οὐράνια, θυμηδίας πληροῦται, ἐπὶ τῇ Ἀναλήψει Χριστοῦ, τοῦ τὰ πρὶν ἑνώσαντος, διεστῶτα χάριτι, καὶ φραγμὸν τὸν τῆς ἔχθρας λύσαντος». Στην ίδια ερμηνευτική γραμμή με τον Κανόνα του Πάσχα και τον Προεόρτιο της Αναλήψεως προβάλλεται η ενότητα της αποκαλύψεως του Λόγου ασάρκως και ενσάρκως στην προοπτική της προετοιμασίας για το ευχαριστιακό δείπνο του Πνευματικώς ορωμένου Κυρίου της Δόξης και αεί ερχομένου: Κανών α´, Ωδή δ´, ἦχος α´, τροπάριο δ´, του Πάσχα: «Ὁ θεοπάτωρ μὲν Δαυΐδ, πρὸ τῆς σκιώδους κιβωτοῦ ἥλατο σκιρτῶν, ὁ λαὸς δὲ τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος, τὴν τῶν συμβόλων ἔκβασιν, ὁρῶντες, εὐφρανθῶμεν ἐνθέως, ὅτι ἀνέστη Χριστὸς ὡς παντοδύναμος», και Κανών α´ Προεόρτιος της Αναλήψεως, Ωδή ε´, ἦχος πλ. α´, τροπάριο γ´: «Νόμου προσκιάσματα, καὶ τὰ κηρύγματα, τῶν θεηγόρων, Χριστὲ πληρώσας, ἀνῆλθες νεφέλης σε, καθυπολαβούσης, Σωτὴρ πρὸς τὰ οὐράνια», όπως επίσης του αυτού Προεορτίου Κανόνος, Ωδή θ´, τροπάριο γ´ κατά το Αποστολικό Ανάγνωσμα: «Σοῦ τὴν θείαν ἄνοδον, θαυμαζόντων θείων Μαθητῶν, ἐπέστησαν ἐμφανῶς, Ἄγγελοι αὐτοῖς, βοῶντες· ὃν βλέπετε ἀνιόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, οὗτος ἐλεύσεται, μετὰ δόξης κρῖναι ἅπαντας».
2. Με τα Στιχηρά Ιδιόμελα επισημαίνονται η ανακεφαλαίωση του Μυστηρίου της Θείας ενσάρκου Οικονομίας και η προετοιμασία για την έλευση του Αγίου Πνεύματος για την τέλεση του ευχαριστιακού δείπνου. Αυτήν την ερμηνευτική γραμμή αναδεικνύουν τα Προφητικά Αναγνώσματα από τον Ησαΐα και το Ζαχαρία, με τον προφητικό τύπο της Παναγίας ως ὅρους και οἴκου του Θεού[1], και το άκρως ευχαριστιακό δεύτερο Προφητικό Ανάγνωσμα με τον ερχόμενο εξ Εδώμ στα κόκκινα ιμάτια και το πάτημα του ληνού και την ανάδυση του ζώντος ύδατος εξ Ιερουσαλήμ του Κυρίου Βασιλέως «ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν» του τρίτου Προφητικού Αναγνώσματος εκ του Ζαχαρίου, που είναι συγχρόνως ένας προφητικός προχειρισμός και του εν Πνεύματι βαπτίσματος. Εξάλλου, με τις Καταβασίες της εορτής, ήδη με αυτήν της πρώτης Ωδής του δ´ ἤχου, ερμηνεύεται το άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως «Τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν» σε μία ενότητα με τα Θεοφανικά γεγονότα του άσαρκου Λόγου: «Θείῳ καλυφθεὶς ὁ βραδύγλωσσος γνόφῳ, Ἐρρητόρευσε τὸν θεόγραφον νόμον. Ἰλὺν γὰρ ἐκτινάξας ὄμματος νόου, Ὁρᾷ τὸν ὄντα καὶ μυεῖται Πνεύματος, Γνῶσιν, γεραίρων ἐνθέοις τοῖς ᾄσμασιν».

3. Κατά ταύτα, πέραν από τα Αγιογραφικά Αναγνώσματα, στὰ οποία καταγράφεται η μαρτυρία των Αποστόλων και Ευαγγελιστών, η εορτή πλημμυρίζεται από την απάντηση της Εκκλησίας προς τοὺς χριστομάχους όλων των εποχών για την πίστη της στο πρόσωπο του Χριστού, ποὺ διακρατεί και συνέχει το ανθρώπινο γένος από τη δημιουργία και μέχρι τους άπειρους αιώνες. Ο Χριστός ως Αρχή και Μέση και Τέλος, ο αεί Ων, ο Παντοκράτωρ, όπως τον έθεσε συγκλονιστικά στον τρούλλο των εκκλησιών η Ορθόδοξη Αγιογραφία μετά των Προφητών, των Αποστόλων, μετά των Αγγέλων, Φως απρόσιτο, οικών τα σύμπαντα και παρέχων τη διαλλαγή της κτίσης με τον Κύριο και Θεό, τον παρέχοντα την ειρήνη, που υπερβαίνει το νου των λογικών πλασμάτων του.

 

Β. 1. Χρειάστηκαν περίπου χίλια χρόνια, για να ερμηνευθεί μία και μόνο πρόταση του Συμβόλου της Πίστεως («καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός»), η παραγωγή μιας πρωτόγνωρης νηπτικής πράξης και ερμηνευτικής καταγραφής, η εκκαθάριση από τις ανθρώπινες συμπεριφορές μιας άκρως υποκριτικής ηθικής, κατά βάση καταδυναστευτικής και απάνθρωπης, της οποίας οι απαρχές ανάγονται στο ίδιο το γεγονός της αρχέγονης αποστασίας και της θεοποιήσεως του ανθρώπου κατά την ιστορική του περιπέτεια, χρειάστηκαν περίπου χίλια χρόνια, να «πέσει» μία αυτοκρατορία, για να αφομοιωθεί λειτουργικά «ἐν ἀνθρώποις» το γεγονός της εν Αγίω Πνεύματι παρουσίας του Χριστού στην ιστορία και τα έσχατα με κέντρα το Άγιο Όρος, τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Εννοώ, βέβαια, τα κατορθώματα της πίστεως των ησυχαστών Πατέρων με προηγό τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, για να βγει το συμπέρασμα ότι η σωτηρία είναι δωρεά του Θεού και όχι κατάκτηση του ανθρώπου δι᾽ ιδίων μέσων και δυνάμεων, και ιδίως, λόγω μιας υποκριτικής «καθαρότητος», που ήταν ο κύριος πυρήνας της ανθρώπινης αρετολογίας του αρχαίου κόσμου, της αυτοθέωσης του ανθρώπου.

 

Γ. Τόσο το Αποστολικό όσο και το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα συμπίπτουν κατά συγγραφέα, ενπολλοίς και κατά περιεχόμενο, αφού το ένα είναι συνέχεια του άλλου, ή το Αποστολικό λειτουργεί ως εισαγωγική περίληψη του Ευαγγελικού, το οποίο είναι, δηλαδή, και η κατακλείδα του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου.

Τα δύο Αναγνώσματα δομούνται υπό συγκεκριμένο άξονα:

α) την τελευταία όραση του Αναστάντος Χριστού από τους Μαθητές, οι οποίοι σιγά σιγά ξαναμαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα, στην Ιουδαία, καθώς είχαν σκορπίσει στα προτερινά τους μέρη στη Γαλιλαία μετά την απογοήτευσή τους από το σταυρικό θάνατο του Δασκάλου τους.

β) την παραγγελία, άμα τε και υπόμνηση περί της «ἐπαγγελίας» του Πατρός, η οποία δεν είναι μία αφηρημένη ιδέα, έννοια, (σαν αυτές που γράφονται από θεολόγους), αλλά συγκεκριμένη πράξη. Εξηγούμαι: Πρόκειται για το γεγονός του βαπτίσματος ἐν Πνεύματι Αγίω (Πράξ. α´, 6). Εξάλλου, ο Χριστός πρώτα έπραττε και ύστερα δίδασκε, όπως σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο Αποστολικό Ανάγνωσμα «ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν», Πράξ. α´, 1. Μάλιστα, σημειώνεται ότι αυτό το βάπτισμα, το οποίο θα τους συμβεί στα Ιεροσόλυμα, όπου πρέπει να περιμένουν («καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾽ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους», Λουκ. κδ´, 49), είναι υπέρβαση του δι᾽ ύδατος βαπτίσματος του Ιωάννη, υπέρβαση, δηλαδή, του Νόμου, και γι᾽ αυτό τους υποδεικνύεται και η έξοδος προς όλη την Οικουμένη, όπου δεν θα χρειάζονται, δηλαδή, να βαπτίζουν τους χριστιανούς στα ύδατα του Ιορδάνη: «ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς», Πράξ. α´, 8.

γ) Τα «πολλά τεκμήρια» του Αναστάντος Χριστού του Αποστολικού Αναγνώσματος (Πράξ. α´, 3) αντιστοιχούν στα γεγονότα των οράσεων του Αναστάντος Χριστού μέχρι και της εστιάσεώς του με ψάρι και μέλι, σύμφωνα με το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, προκειμένου να αντιληφθούν οι Μαθητές ότι είναι ο Ενανθρωπήσας Θεός, περί του οποίου ομίλησε ο θεόπτης Μωϋσής, οι Προφήτες, οι Ψαλμοί, αλλά και ότι η μαρτυρία τους πρέπει να απλωθεί σ᾽ όλη την Οικουμένη.

δ) Η κατενώπιον των Μαθητών ολοσώματη Ανάληψη του Αναστάντος Χριστού στους ουρανούς και η εκ δεξιών του Πατρός καθέδρα του γίνονται για όλο το ανθρώπινο γένος. Το ανθρώπινο εγγυητικά και προκαταβολικά εισέρχεται στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Αυτό το γεγονός ερμήνευσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας σε μία σειρά συνόδων από την Τρίτη Οικουμενική και μέχρι τις Ησυχαστικές Συνόδους του 14ου αιώνα, σε μία συνέχεια νήψεως, δοξολογίας, φωτοχυσίας και υπέρ νουν θεωρίας.

ε) Γι᾽ αυτό η υμνολογία της ημέρας είναι μία υμνολογική ερμηνεία της συνοδικής πράξης της Εκκλησίας, η οποία θα πρέπει να ξαναγίνει το κέντρο της ζωής των χριστιανών, αν δεν θέλουμε να πνιγούμε στις ατέρμονες φλυαρίες, που αφορούν ουσιαστκώς σ᾽ ένα κατακερματισμένο ακόμη και εν εαυτώ άνθρωπο στον ιδιοτελή ιδιασμό του. Παραθέτω ενδεικτικά από τον Κανόνα α´, ᾨδὴ η´, ἦχος πλ. α´, τον εἱρμό, που είναι σύνοψη του εις ημάς μυστηρίου της Θείας Οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός, ως υμνολογική ερμηνευτική συνόψιση του Συμβόλου της Πίστεως και των Όρων των Οικουμενικών Συνόδων: «Τὸν ἐκ Πατρὸς πρὸ αἰώνων, γεννηθέντα Υἱὸν καὶ Θεόν, καὶ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν χρόνων σαρκωθέντα ἐκ Παρθένου Μητρός, ἱερεῖς ὑμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Τὸν ἐν δυσὶ ταῖς οὐσίαις, ἀναστάντα ζωοδότην Χριστόν, εἰς οὐρανοὺς μετὰ δόξης καὶ Πατρὶ συγκαθεζόμενον, ἱερεῖς ὑμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Τὸν ἐκ δουλείας τὴν κτίσιν, τῶν εἰδώλων λυτρωσάμενον, καὶ παραστήσαντα ταύτην, ἐλευθέραν τῷ ἰδίῳ Πατρί, σὲ Σωτὴρ ὑμνοῦμεν, καὶ σὲ ὑπερυψοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Τὸν τῇ αὐτοῦ καταβάσει, καθελόντα τὸν ἀντίπαλον, καὶ τῇ αὐτοῦ ἀναβάσει, ἀνυψώσαντα τὸν ἄνθρωπον, ἱερεῖς ὑμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Πράξ. α´, 1-12: «1 Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν 2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· 3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾽ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 4 καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· 5 ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. 6 οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; 7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, 8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. 9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, 11 οἳ καὶ εἶπον· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾽ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. 12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς Ἱερουσαλὴμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν».

 
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: (Ἑωθινόν στ´): Λουκ. κδ´, 36-53: «36 Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 37 πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. 38 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 39 ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. 40 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. 41 ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; 42 οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, 43 καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. 44 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. 45 τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, 46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, 47 καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. 48 ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. 49 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ' ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. 50 Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. 51 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾽ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. 52 καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, 53 καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν






[1]. Ἡσ. β´, 2: «Ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, ἐμφανὲς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἐπ ἄκρων τῶν ὀρέων, καὶ ὑψωθήσεται ὑπεράνω τῶν βουνῶν, καὶ ἥξουσιν ἐπ᾽ αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ πορεύσονται λαοὶ πολλοί, καὶ ἐροῦσι· Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ, καὶ ἀναγγελεῖ ἡμῖν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ».