Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας
Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου,
Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Κυριακὴ Γ´ Ματθαίου, 17 Ιουνίου 2018 (Αριθμ. 22)
Tα Αναγνώσματα της τρίτης Κυριακής του Ματθαίου έχουν ένα κοινό σημείο
αναφοράς, τη δικαιοσύνη του Θεού, που προέρχεται από
την πίστη. Πρόκειται για ένα θέμα δύσκολο, αν ερμηνευθεί ανεξάρτητα από
το συνολικό ερμηνευτικό πρόγραμμα της κηρυγματικής πράξης της Αποστολικής
κοινότητας. Η δικαιοσύνη του Θεού και η δικαίωση του ανθρώπου συνδέθηκε στους
νεότερους χρόνους της δυτικής χριστιανοσύνης με μία μεμονωμένη ερμηνευτική
προσέγγιση, η οποία ξεπήδησε από το ερώτημα για το, αν η σωτηρία πηγάζει μόνο
από τη χάρη του Θεού, οπότε ο άνθρωπος έχει προδιαγεγραμμένο τον προορισμό του,
ή είναι αποτέλεσμα των «καλών έργων», με εκπλήρωση των θεϊκών επιταγών,
νοουμένων ως ανταπόκρισης στη θεία δικαιοσύνη. Οι δύο εκδοχές οδήγησαν τη
δυτική χριστιανοσύνη στον απόλυτο
προορισμό και, κατά συνέπεια, το σύγχρονο αποχριστιανισμό των δυτικών
κοινωνιών ως επανάσταση απέναντι στη θρησκευτική τους «καταπίεση». Από την
άλλη, η εισαγωγή μιας υστερογενούς παραγωγής σκέψης, που προήλθε από αυτές τις
κοινωνίες, σε μία αδύναμη Θεολογία, που αλλοιώθηκε από την κατεπιταγήν
εκπλήρωση «θρησκευτικών» καθηκόντων, μετέτρεψε τη σχετική θεματολογία σε
κοινωνιολογική ανάλυση και πολιτική διαμεσολάβηση παρασκηνιακής άσκησης
εξουσίας, ή μοιράσματος της πολιτικής εξουσίας, ανεξαρτήτως του γεγονότος της
εκκλησιαστικής συνέχειας, ακόμα και σε περιπτώσεις που γίνεται μία δραματική
επίκληση του εκκλησιαστικού γεγονότος, ή ακόμη κι αν πρόκειται για ένα αφελή κοινωνικό προφητισμό.
Ωστόσο, τα δύο μείζονα
θέματα των Αναγνωσμάτων δεν μπορεί να ερμηνευθούν ανεξάρτητα από την ένταξή
τους στο Μυστήριο της Θείας Οικονομίας, όπως έγινε και εκτυλίσσεται λειτουργικά
μέσα στον ενιαύσιο κύκλο της Εκκλησίας, ούτε, ασφαλώς, να γίνει μία προσέγγιση
αποσπασματική εν σχέσει με τα συμφραζόμενα. Τέτοια πράγματα κάνανε οι αρχαίοι
αιρετικοί, τα κάνουν και ουκ ολίγοι σύγχρονοι.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
προέρχεται από την ενότητα του Αναγνώσματος της Προηγούμενης Κυριακής. Ο
Χριστός, μετά την εκλογή των πρώτων μαθητών του και τις πρώτες περιοδείες στις
Συναγωγές της Γαλιλαίας και την προσέλευση κόσμου ακόμη και από τη Δεκάπολη, τα
Ιεροσόλυμα, την Ιουδαία- αυτό κι αν ήταν ταπείνωση για τους Ιουδαίους, που
περηφανεύονταν ότι αυτοί ήταν οι γνήσιοι εκφραστές του Νόμου. Ο Ματθαίος
σημειώνει ότι προσέτρεχαν κι άνθρωποι καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου (Ματθ. δ, 25. Μετά από αυτήν, λοιπόν, την
κοσμοσυρροή, ο Χριστός ανήλθε στο όρος και είπε τους Μακαρισμούς, που είναι η τελείωση
του Νόμου του Μωϋσέως, όπως καταγράφεται στην ενότητα Ματθ. ε´, 13- ζ´, 29, μέρος της οποίας και το σημερινό Ευαγγελικό
Ανάγνωσμα, ή η ανακεφαλαίωση. Στην ίδια ενότητα
ανήκει και το Πάτερ ἡμῶν.
Μετά τους Μακαρισμούς ό Χριστός είπε ότι οι
ακροατές του είναι το ἅλας της γης και το φως του κόσμου (Ματθ.
ε´, 13-16), και γι᾽ αυτό ομιλεί εδώ περί οφθαλμού,
ως λύχνου του σώματος, στο σημερινό Ανάγνωσμα, καθώς η όραση είναι εκείνο το
όργανο που στέλνει στο νου τις πληροφορίες, για να παραχθεί η γνώση και η
ευθύνη από τα λογικά όντα. Γι᾽ αυτό, εξάλλου, στη μακρά μας νηπτική παράδοση,
που βλέπει τον άνθρωπο ως ενότητα αισθητού και νοητού, γίνεται λόγος για «γεγυμνασμένα
αἰσθητήρια», όπως επίσης και από τα παραδείγματα που
χρησιμοποιήθηκαν, για να πάρουμε μια συγκαταβατική ιδέα, μία παραστατική
έκφραση, της τριαδικότητας άμα τε και ομοουσιότητος των τριών προσώπων της
Αγίας Τριάδος, οι Πατέρες της Εκκλησίας μας χρησιμοποίησαν το παράδειγμα του
φωτός.
Θέτει, λοιπόν, ο Χριστός,
ως προϋπόθεση για την αποδοχή του έργου του, ως ένσαρκου Λόγου, την κάθαρση των
οφθαλμών των ακροατών του, ώστε να δουν τις θεοσημείες που είχε ήδη αρχίσει να επιτελεί, να
αντιληφθούν ποιός είναι, ποιά είναι η πίστη τους και ότι ο ίδιος είναι αυτός
που εκπληρώνει, ανακεφαλαιώνει, τις προφητείες του Μωϋσή και το Νόμο που
παρέδωσε ο Θεός στο Μωϋσή, είναι ο ίδιος που αποκαλύφθηκε στο Μωϋσή, του οποίου
η όραση κατά την παράδοση του Νόμου παρακαλύφθηκε από μία πέτρα, για να έλθει ο Απόστολος Παύλος και να ειπεί,
με μια πολύ απλή παραστατική εικόνα, αυτήν της πέτρας, ότι «ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός», δηλαδή ο ένσαρκος Λόγος. Γι᾽ αυτό λέγει ο Χριστός για την απλότητα
του οφθαλμού και κλείνει με την προτροπή να μην είναι ολιγόπιστοι.
Aυτήν τη λέξη
την επαναλαμβάνει ο Χριστός σ᾽ όλη τη διάρκεια της ένσαρκης Αποκαλύψεώς του,
και με ένταση μετά την Ανάστασή του, για να ενεργοποιήσει τους Μαθητές του,
ώστε να δώσουν τη μαρτυρία ότι είναι ο ίδιος που αποκαλύφθηκε στον Αβραάμ, τους
Προφήτες και το Μωϋσή, ότι είναι ο Θεός του Ισραήλ και Δημιουργός και Κύριος
του παντός.
Μετά, λοιπόν, τους Μακαρισμούς,
που είναι η εκβολή, η έκβαση, η ανακεφαλαίωση του Νόμου, το πλήρωμα του Νόμου,
ο Χριστός δεν θέτει στο πλήθος, που προσήρχετο μαζικά, ως προϋπόθεση την
εβραϊκότητα, ομιλεί για ό,τι αφορά σ᾽ όλους τους ανθρώπους και επεξηγεί εν
συνεχεία ότι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι δεν εκπροσωπούν την προφητική
παράδοση και τις επαγγελίες του Ισραήλ.
Σημειώνω ότι ομιλεί από
ένα ύψωμα, και εκεί είχαν προστρέξει άνθρωποι κι άνθρωποι και, προφανώς, όχι
μόνο Ισραηλίτες, όχι όπως στις Συναγωγές, όπου προσήρχοντο Ιουδαίοι και
προσήλυτοι, μόνο, δηλαδή, τα μέλη, αλλά ανοιχτά όσοι τρέχανε να ακούσουν αυτόν
που είχε φτάσει η φήμη των θαυμάτων του και πέραν του Ιορδάνη! Ομιλεί σα να
έχει απέναντί του όλο το ανθρώπινο γένος λέγοντας για τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη,
που καταργεί όλες τις συμβάσεις της ζωής και ό,τι είχε στήσει ο άνθρωπος, για
να διαχειριστεί ιδιοτελώς τα κοινά αγαθά της δημιουργίας. Γι᾽ αυτό λέγει ο
Χριστός: Ματθ. στ´, «33 ζητεῖτε δὲ
πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν
δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. 34 Μὴ οὖν
μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ
ἡ κακία αὐτῆς». Ο,τι, δηλαδή, αποτελούσε κοινό αγαθό της δικαιοσύνης του
αποκαλυφθέντος Θεού εν τω Ισραήλ, είναι αγαθό για όλη την ανθρωπότητα.
Ακριβώς την ίδια
αντιστοιχία έχουμε στο Αποστολικό Ανάγνωσμα, όπου η δικαιοσύνη,
δικαίωση, του Ισραήλ εκβάλλει στην πίστη που τη χαρίζει το Άγιο Πνεύμα,
στο οποίο προσήγαγε τους Μαθητές και όλους τους ανθρώπους ο Χριστός: Ρωμ. ε´, 2 : «δι᾽ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει
εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν», καθώς Ρωμ. ε´, 5: «ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν».
Δεν πρόκειται για μια
πίστη ατομική, εδώ πρόκειται για την πίστη των Προφητών, των Αποστόλων και των
Αγίων, που δίνουν μαρτυρία του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, όπως
καταγράφεται και ερμηνεύεται σε μία συνέχεια στην Εκκλησία με ένα τρόπο που περιλαμβάνει
όλη την ανθρωπότητα και την ιστορία από κτίσεως κόσμου και εις τους άπειρους
αιώνας, γιατί ο Χριστός ένωσε όλο το ανθρώπινο γένος, παλαιό και νέο Ισραήλ, ζώντες
και κεκοιμημένους, γιατί η πίστη αυτή είναι ελπίδα και
λόγος οικουμενικός χάριτος, δωρεά και έλεος, γι᾽ αυτό και είναι ένας
λόγος ανατρεπτικός και αντίθετος σε κάθε ανθρώπινη σύμβαση και ιδιοτέλεια.
Είναι μαζί πίστη, δικαιοσύνη και χάρη και όχι
αποκλεισμός και αποκλειστικότητα!
Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα: Ῥωμ. ε´1-10: «1 Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν
πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 2 δι᾽ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν
ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾽ ἐλπίδι
τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες
ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα,
5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις
ἡμῶν διὰ Πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. 6 ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν
ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις
ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. 8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι
ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. 9 πολλῷ οὖν μᾶλλον
δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾽ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 εἰ
γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ
μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ
αὐτοῦ».
Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Ματθ. στ´, 22-33, «22 Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός.
ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου
φωτεινὸν ἔσται· 23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου
σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος
ἐστί, τὸ σκότος πόσον; 24 Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα
μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει·
οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. 25 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί
φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν
τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; 26 ἐμβλέψατε εἰς
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ
συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς
μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; 27 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν
ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; 28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει·
29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.
30 Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον,
ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς,
ὀλιγόπιστοι; 31 μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί
περιβαλώμεθα; 32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ·
οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. 33 ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην
αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. 34 Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν
αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς».