Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, 6 Σεπτεμβρίου 2020, Ἡ ἀνάμνησις τοῦ γεγονότος θαύματος ἐν Κολασσαῖς, ἤτοι ἐν Χώναις, παρὰ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐδοξίου, Ζήνωνος, Ῥωμύλου, τῶν Αγίων ἑκατὸν τεσσάρων καὶ χιλίων στρατιωτῶν καὶ Καλοδότης


Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, 6 Σεπτεμβρίου 2020, Ἡ ἀνάμνησις τοῦ γεγονότος θαύματος ἐν Κολασσαῖς, ἤτοι ἐν Χώναις, παρὰ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐδοξίου, Ζήνωνος, Ῥωμύλου, τῶν Αγίων ἑκατὸν τεσσάρων καὶ χιλίων στρατιωτῶν καὶ Καλοδότης, (Αριθμ. 37Ν)


Α. 1. Μετά την εορτή της Αποδόσεως της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, επανέρχεται η χρήση της Παρακλητικής, όπως επίσης η προσεχής περίοδος χαρακτηρίζεται από τον προχειρισμό της εορτής της Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ (14 Σεμπτεμβρίου) και της Γεννήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου). Έτσι, επανέρχονται στις Καταβασίες οι εἱρμοί «Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς, ἐπ’ εὐθείας ῥάβδῳ, τὴν Ἐρυθρὰν διέτεμε, τῷ Ἰσραὴλ πεζεύσαντι, τὴν δὲ ἐπιστρεπτικῶς, Φαραὼ τοῖς ἅρμασι, κροτήσας ἥνωσεν, ἐπ’ εὔρους διαγράψας, τὸ ἀήττητον ὅπλον, διὸ Χριστῷ ᾄσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται», οι οποίοι άρχισαν να ψάλλονται στον Όρθρο της Μεταμορφώσεως, με διακοπὴ κατὰ την περίοδο της Κοιμήσεως, ενώ ο προχειρισμός της Γεννήσεως επισημαίνεται με την εισαγωγή του Κοντακίου: «Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ὀνειδισμοῦ ἀτεκνίας, καὶ Ἀδὰμ καὶ Εὔα ἐκ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου, ἠλευθερώθησαν Ἄχραντε, ἐν τῇ ἁγίᾳ Γεννήσει σου. Αὐτὴν ἑορτάζει καὶ ὁ λαός σου, ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων, λυτρωθεὶς ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἡ στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν». Εξάλλου, προ της Γεννήσεως της Θεοτόκου η μνήμη του Αγίου και Θεόπτη Προφήτη Μωϋσέως, στις 4 Σεπτεμβρίου, σηματοδοτεί την ενότητα της θεοπτικής μαρτυρίας των Αγίων της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης περί του ενός και του αυτού Κυρίου της Δόξης.

2. Η ανάμνηση του θαύματος εν Χώναις δίνει την ευκαιρία στον περίφημο υμνογράφο Όσιο Ιωσήφ (816-886) να συνθέσει έναν από τους πλέον έξοχους Κανόνες της Εκκλησίας για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, σε μία περίοδο που η Εκκλησία ανασυνθέτει λειτουργικά τις αποδείξεις των Αγίων Προφητών και των Αποστόλων με τη συνοδική, πατερική και νηπτική της μαρτυρία σε ένα εικονόφιλο πανόραμα απεικόνισης των νοητών και των αισθητών. Γνώστης της θεολογικής παραγωγής του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού ο Όσιος Ιωσήφ περιλαμβάνει στον Κανόνα όλες τις καταγραφές της παρουσίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Πρωταγγέλου, από την απομάκρυνση από τον παράδεισο μέχρι την κατακλείδα της προφητικής μαρτυρίας, για να αναδειχθεί εν συνεχεία η διακονία του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στον ιδιαίτερο γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Λόγου.


Β. Ερχόμενη στα Αναγνώσματα της ΙΓ´ Κυριακής του Ματθαίου σημειώνω ότι αυτά βρίσκονται σε μία συνέχεια με τα Αναγνώσματα της προηγούμενης Κυριακής. Έτσι, αφού με το Αποστολικό Ανάγνωσμα της προηγούμενης Κυριακής ο Απόστολος Παύλος τόνισε την ταυτότητα της πίστης των Αποστόλων, σε αντίθεση, δηλαδή, με τα σχίσματα και τις ομαδούλες, τις οποίες είχαν κάνει οι Κορίνθιοι, στην κατακλείδα της Α´ Προς Κορινθίους Επιστολής, που αποτελεί το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα, επισημαίνει ότι πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή και σταθερή εγρήγορση με φρόνημα ανδρείο, σοβαρό και γενναίο και να ενεργούν πάντα με αγάπη. Και όταν λέει με αγάπη, ασφαλώς, δεν εννοεί την παρωδία της αγάπης, αλλά την αγάπη που δεν ζητεί τα εαυτής, και σαν τέτοια φέρνει ως παράδειγμα την οικία Στεφανά, η οποία «εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς». Αυτήν την αγάπη ο Απόστολος Παύλος την ταυτίζει με την πίστη προς το Χριστό, σε τέτοιο βαθμό που, όποιος δεν είναι φίλος του Χριστού, «ἤτω ἀνάθεμα»[1], να αποκόπτεται, δηλαδή, από το κοινό εκκλησιαστικό σώμα, ενώ η παράθεση της διατύπωσης «μαρὰν ἀθᾶ= ὁ Κύριος ἐγγύς, κοντά», δεν έχει να κάνει με καμιά φοβέρα, όπως συνήθως διαστρέφεται ο Αποστολικός λόγος, αλλά με την υπόμνηση της εγρηγόρσεως για την αποδοχή της αγάπης του Χριστού ως σημείου της ελεύσεως της βασιλείας του.





Γ. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα λειτουργεί ως μετάβαση στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, το οποίο βρίσκεται στήν ίδια γραμμή που εκδιπλώνεται από την εορτή της Μεταμορφώσεως υπό το θεματικό άξονα της βασιλείας και της κρίσεως του Θεού, όχι μόνο ως πραγματικότητα των εσχάτων, γιατί αυτό θα ήταν η απάτη του Ευαγγελίου, αλλά ως πραγματικότητα στην ιστορία, από το «γενηθήτω φῶς» της δημιουργίας προς τα έσχατα, εν πορεία, της τελειώσεως.





Δ. Μετά το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της προηγούμενης Κυριακής από το δέκατο ένατο κεφάλαιο, κατά το οποίο ο Χριστός υπογράμμισε ότι «δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν», μεσοβαλούν για το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα η συζήτηση με τους Μαθητές για τη θέση τους στην παλιγγενεσία και την κρίση των δώδεκα φυλών του Ισραήλ και στο εικοστό κεφάλαιο η παραβολή της ομοιώσεως της βασιλείας των ουρανών με τον οικοδεσπότη που μίσθωσε τον αμπελώνα του σε εργάτες, με συμπερασματικές δύο προτάσεις αντιστοίχως: «Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι» (Ματθ. 19, 30), «Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί» (Ματθ. 20, 16). Ακολουθεί η ανάβαση στα Ιεροσόλυμα, κατά την οποία η μητέρα των αδελφών Ζεβεδαίου, η μετέπειτα Μυροφόρος Σαλώμη, δηλαδή η μητέρα των Αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννου, η οποία ήταν συγγενής της Παναγίας, ζητά από το Χριστό να καθήσουν τα παιδιά της ό ένας δεξιά κι ο άλλος στα αριστερά του στη βασιλεία των ουρανών: «Εἰπὲ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι οἱ δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Ματθ. 20, 21), η θεραπεία των δύο τυφλών και στην αρχή του εικοστού πρώτου κεφαλαίου η είσοδος στα Ιεροσόλυμα πάνω στο γαϊδουράκι με την προφητική αναφορά: «εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου» (Ματθ. 21, 5. Πρβ. Ἡσ. 62, 11 και Ζαχ. 9,9). Ακολουθεί η εκδίωξη των εμπόρων από το Ναό, η θεραπεία χωλών και τυφλών, το επεισόδιο με τη νέκρωση της συκής, και η συζήτηση με τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους εν ποία εξουσία έκανε όλα αυτά μέσα στο ιερό («ἐν τῷ ἱερῷ», Ματθ. 21, 15), στους οποίους είπε την παραβολή του ανθρώπου με τα δύο τέκνα, που τα έστειλε να εργασθούν στον αμπελώνα του, προκειμένου να τους ελέγξει για την ασυνέπειά τους ως προς την πίστη, τονίζοντας ότι «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 32 ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δὲ ἰδόντες οὐδὲ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ».





Ε. Όπως στη Συναγωγή στη Γαλιλαία ο Χριστός άρχισε το κήρυγμά του με τη μετάνοια, κατά τον αυτόν τρόπο αρχίζει τη συζήτηση με τους αρχιερείς στην Ιουδαία πάλι με τη μετάνοια, μία ευθεία προσφυγή στην προφητική μαρτυρία περί του αποκαλυφθέντος σ᾽ αυτούς ασάρκου Λόγου, και για να κάνει πιο σαφή το λόγο του ότι ενεργεί ως ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός και βασιλεύς της δόξης, παραθέτει μία παραβολή για τη βασιλεία των ουρανών, που είναι, όμως, ευθεία προσφυγή στο λόγο του Ἡσαΐα: «ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησεν πύργον» (Ἡσ. 5, 1 και 27, 2), όπως επίσης και το συμπέρασμά της: «λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν;» (ενδεικτικά Ἡσ. 8, 14 και 28, 16: Ψαλμ. 2, 6-8 και 118, 22).





ΣΤ. Κατά το σημερινό, λοιπόν, Ευαγγελικό Ανάγνωσμα ο Χριστός συνεχίζει το θεοφανικό του έργο με ένα παράδειγμα, μια παραβολή, παρμένη από τον καθημερινό βίο των ανθρώπων, εν προκειμένω το γεωργικό αλλά, συγχρόνως, και με προβολή στην προφητική παράδοση. Ένας οικοδεσπότης φύτεψε ένα αμπέλι, το περίφραξε, έκανε πατητήρι και πύργο, για να είναι ασφαλσμένο το αμπέλι του, το νοίκιασε σε γεωργούς και ο ίδιος ξενιτεύθηκε. Όταν ήταν ο καιρός του τρύγου, έστειλε τους δούλους του, για να λάβει τους καρπούς του αμπελιού. Οι γεωργοί κακοποίησαν μέχρι και σκότωσαν τους πρώτους δούλους και εν συνεχεία και τους δεύτερους. Για τρίτη φορά στέλνει ο οικοδεσπότης τον ίδιο το γιο του, μήπως και ντραπούν, αλλά οι γεωργοί βλέποντας το μοναχογιό θεώρησαν ότι αυτό ήταν η ευκαιρία της ζωής τους, να τον σκοτώσουν, για να κληρονομήσουν όλη την κατάσταση. Οι αρχιερείς κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν τί εννοεί ο Χριστός, γιατί στην ερώτηση τί θα κάνει τους γεωργούς ο κύριος, όταν επιστρέψει, οι ίδιοι απαντούν με ένα λόγο τάχα απλοϊκό αλλά και νομικίστικο συγχρόνως: Θα τους εξαφανίσει από προσώπου γης και θα νοικιάσει το αμπέλι σ᾽ άλλους γεωργούς, που θα του αποδώσουν τους καρπούς. Επειδή, όμως, ο Χριστός στην αρχή της παραβολής χησιμοποίησε το λόγο του Προφήτη Ησαΐα, εννοώντας τον ίδιο, γιατί και οι αρχιερείς του είχαν ζητήσει το λόγο, με ποιά εξουσία, δηλαδή, ενήργησε στο ιερό όσα είχε ενεργήσει, γι᾽ αυτό τους ελέγχει λέγοντάς τους ότι είναι ο λίθος, που έχουν προτυπώσει οι Προφήτες, που οι τάχα οἰκοδομοῦντες το λαό του Ισραήλ αρχιερείς τον απορρίπτουν, αλλά που ο ίδιος θα γίνει το θεμέλιο, η κεφαλή για ένα νέο ναό, είναι, κατά τους Προφήτες, μπροστά στα μάτια τους. Και ο Χριστός προχωρά ένα βήμα παραπέρα, λέγει ευθέως ότι η βασιλεία του Θεού θα παρθεί από τον Ισραήλ και θα δοθεί στα έθνη, που θα φέρουν καρπούς.





Ζ. Στη συνάντηση με τους αρχιερείς ο Χριστός, ως γνώστες όπως θα έπρεπε να είναι των Γραφών, τοποθετείται ευθέως ως προς την ταυτότητά του, αλλά, επιπλέον, επανακαθορίζει απέναντί τους και το άνοιγμά του προς όλα τα έθνη κατά το κήρυγμα των Προφητών, που έσπασαν την ιουδαϊκή αποκλειστκότητα σε μία προτυπική μαρτυρία της οικουμενικότητας των προφητικών οράσεων περί της βασιλείας του Χριστού, η οποία συνιστά την παλιγγενεσία του ανθρώπινου γένους και αφορά στον κάθε άνθρωπο και όχι σε ένα κλειστό κύκλο ενός λαού, ή μιας ομάδας, που σφετερίζεται το κοινό αγαθό του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας ως βασιλείας νῦν καὶ ἀεί.


Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Κορινθ. 16 (ιστ´), 13-24: «13 Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε. 14 πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω. 15 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς· 16 ἵνα καὶ ὑμεῖς ὑποτάσσησθε τοῖς τοιούτοις καὶ παντὶ τῷ συνεργοῦντι καὶ κοπιῶντι. 17 χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φορτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμῶν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν· 18 ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. Ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους. 19 Ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας. ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τῇ κατ' οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ. 20 ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ. 21 Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου. 22 εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ. 23 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ᾽ ὑμῶν. 24 Ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ἀμήν».


Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. 21(κα´), 33-43: «33 Ἄλλην παραβολὴν ἀκούσατε. ἄνθρωπος τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησεν πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς, καὶ ἀπεδήμησεν. 34 ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. 35 καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. 36 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. 37 ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. 38 οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. 39 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν. 40 ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; 41 λέγουσιν αὐτῷ· Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. 42 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; 43 διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ᾽ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς».


[1]. Αυτήν τη σημασία έχει ο όρος ἀνάθεμα στη συνοδική πράξη της Εκκλησίας και όχι αυτήν που προβάλλουν οι σύγχρονες παρεκκλησιαστικές και οι ποικίλες προσωποληπτικές ομαδούλες, προτεσταντικής εμπνεύσεως καρικατούρες, που αυτοανακηρύσσονται, μάλιστα, αμύντορες της Ορθοδοξίας. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι αραδειάζουν κανόνες, ενώ αγνοούν παντελώς τη συνοδική και λειτουργική πράξη που βλέπει το Χριστό του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας και όχι ένα είδωλο ακατανόητων εντολών και αποκλειστικοτήτων για ψυχωτικούς ανθρώπους μιας φαρισαϊκής-ηθικιστικής καθαρότητος ποικίλων εξυπηρετήσεων.