Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

ΟIΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

 

 

Ἀπόσπασμα ἀπό: Νίκου Ἀθ. Ματσούκα, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση στούς ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς τοῦ Δ´, E´, ΣT´ αἰώνα, (Θεολογία και Οικουμένη 14), Εκδόσεις Κυριακίδη: Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 228-238, Κεφάλαιο Γ´, 3. (Πρώτη ἔκδοση 1981, δεύτερη 1992). Ἠλεκτρονική ἐπεξεργασία, ἄδεια καὶ ὑπογραμμίσεις ἀπὸ Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

Ἤδη στούς ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς, πού ἐξετάζουμε, καί στά ἴδια τά γεγονότα καί τίς καταστάσεις, πού περιγράφονται, διαφαίνεται καθαρά αὐτό πού λέμε βυζαντινό πολίτευμα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας. Φυσικά εἶναι εὐκρινής καί ἡ μεταξύ τους σχέση, ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτικῆς ἐξουσίας. Ἴσως ἐδῶ, γιά νά καταλάβουμε καλά τούτη τή σχέση, ὅπως παρουσιάζεται στά ἴδια τά διαδραματιζόμενα γεγονότα, δέν εἶναι ἀνάγκη ν᾽ ἀναλύσουμε τά δυό ἐκκλησιαστικοπολιτικά σχήματα, τά ὁποῖα ἀπό τούς νεότερους ἱστορικούς ἔχουν καθιερωθεῖ ὡς τεχνικοί ὅροι, ἀνεξάρτητα ἀπό τό κατά πόσο ἐκφράζουν τήν πραγματικότητα σέ ὅλες τίς λεπτομέρειες. Τό πρῶτο εἶναι ἡ λεγόμενη παποκρατία, κατά τήν ὁποία ἡ πολιτική ἐξουσία εἶναι στά χέρια τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων· τό δεύτερο εἶναι ὁ καισαροπαπισμός, κατά τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται στήν κοσμική ἐξουσία. Δέν εἶναι λίγοι οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί πού ἀποδίδουν τό πρῶτο στή Δυτική Ἐκκλησία τοῦ Μεσαίωνα, καί τό δεύτερο στό Βυζάντιο. Δέν θά συζητήσουμε ἐδῶ λεπτομέρειες ἤ ἄν οἱ παραπάνω ἐκτιμήσεις εἶναι σωστές. Εὐθύς ἐξαρχῆς, ὡστόσο, λέμε ὅτι ὁ καισαροπαπισμός μόνο ὡς τάση ἤ κατάχρηση μπορεῖ νά παρατηρηθεῖ στήν περίοδο πού ἐξετάζουμε, ὅπως φυσικά καί στίς ἑπόμενες φάσεις τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Στήν προκειμένη περίπτωση, ἤδη στήν περίοδο, πού περιγράφουν οἱ ἐκκλησιαστικοί ἱστορικοί, διαμορφώνεται γιά καλά τό πρότυπο ἑνός «συστήματος», τό ὁποῖο καθορίζει τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Χρειάζεται, ὅμως, νά καταλάβουμε ὅτι αὐτό τό πρότυπο, πού δημιουργεῖται, πρέπει νά κατανοηθεῖ μέσα στά εὐρύτερα πλαίσια τοῦ νέου πολιτισμοῦ πού ἤδη ἔφτανε τότε στήν ἄνδρωσή του. Δέν ἦταν μόνο ὁ ρωμαϊκός καί ὁ ἑλληνικός πολιτισμός μέ ἀρκετά στοιχεῖα τῆς Ἀνατολῆς· ἦταν καί ἡ χριστιανική ζωή πού μέ τήν Ἐκκλησία διαποτίζει καί συνθέτει ἕνα καταπληκτικό ἀμάλγαμα ἑνός νέου πολιτισμοῦ.

Πρῶτα πρῶτα ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία ἔχει μιά καταφάνερη ἰδιοτυπία, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ μόνο μέ τά στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ πού προηγήθηκε ἀπό τό Χριστιανισμό. Εἶναι σαφής ἡ θεοκρατική μορφή, ἀλλά σαφής ἐπίσης καί ἡ ἰδιαιτερότητα. Ὁ Εὐσέβιος ὑποστηρίζει, βασισμένος σέ μιά πραγματικότητα, πού τήν ξέρει καί τήν ἑρμηνεύει πετυχημένα, ὅτι ὁ βασιλιάς εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καί κυβερνάει κατά μίμηση τῆς θείας φιλανθρωπίας[65]. Ἡ ἄποψη αὐτή μπορεῖ νά παρεξηγηθεῖ ἀπό πρόχειρες ἐκτιμήσεις καί a priori προκαταλήψεις. Ἐδῶ, βέβαια, ἡ ἐξουσία ἔχει τό χρίσμα ἀπό τό Θεό[66]ἀλλά ἡ φιλία τούτη τοῦ αὐτοκράτορα πρός τό Θεό τόν ὑποχρεώνει νά εἶναι πάντοτε μαζί μέ τό λαό, ὁ ὁποῖος τελικά, ὡς χριστιανικός, εἶναι ὁ κατεξοχήν φίλος τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεοκρατία τούτη, ὅσο καί νά φαίνεται παράδοξο κάτι τέτοιο, ἔχει λαϊκή βάση. Δέν μπορεῖ ὁ αὐτοκράτορας νά κάνει κάτι πού δέν ταιριάζει στό λαό ἤ δέν τό θέλει ὁ λαός. Ἔτσι μόνο μποροῦμε νά καταλάβουμε, γιά ποιό λόγο στό Βυζάντιο οὔτε στήν πράξη οὔτε στή θεωρία ὑπῆρξε κληρονομική βασιλεία. Ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία δυνάμει καί θεωρητικά, μιά καί ἀνῆκε ὀργανικά σέ ὅλο τό σῶμα τοῦ λαοῦ, μποροῦσε νά περάσει στά χέρια ὁποιουδήποτε ὑπηκόου τῆς Αὐτοκρατορίας[67]Ἡ βασική τούτη ἀρχή, πού στήν ἱστορία πάμπολλες φορές πραγματώθηκε, σίγουρα δέν εἶναι κάτι τό τυχαῖο, ἀλλά ἀποτελεῖ τό πεντόσταγμα αὐτοῦ τοῦ πολιτεύματος πού λέγεται θεοκρατική αὐτοκρατορική ἐξουσία. Ἡ διαφορά της εἶναι ἴσως ριζική σέ σχέση μέ ἄλλες τέτοιες ἐξουσίες τῆς Ἀνατολῆς.

Ἄν δέν πάρουμε σωστά τούτη τή βάση, δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε τόσο τήν ἰδιοτυπία τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας ὅσο καί τή σχέση της πρός τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία. Ὅλη, λοιπόν, ἡ Αὐτοκρατορία εἶναι ἡ Ἐκκλησία[68], μιά καί ὁ λαός, ὡς κυρίαρχο σῶμα, εἶναι αὐτός πού ἀνήκει στό κράτος καί συνάμα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα. Ἡ κυβέρνησή του καταρχήν γίνεται ἀπό τό Θεό. Ὁ αὐτοκράτορας, πού ἔχει τό χάρισμα νά κυβερνήσει, εἶναι χρισμένος ἀπό τό Θεό καί συνάμα ἀπό τό λαό, γιατί ὅλοι μαζί, λαός καί αὐτοκράτορας, εἶναι φίλοι τοῦ Θεοῦ[69]. Ἔτσι καί ἡ κυβέρνηση, κατά μίμηση τῆς θείας κυβέρνησης εἶναι ἕνα κομμάτι ἀπό τή θεία οἰκονομία. Ἡ θεία οἰκονομία δέν εἶναι τίποτα ἄλλα παρά ἡ κυβέρνηση τοῦ σύμπαντος καί τῆς ἱστορίας μέ μιά τέτοια τάξη, ἡ ὁποία ὅλα τά διευθετεῖ κατά τό συμφέρον, καί ἑπομένως σημασία δέν ἔχει ἡ ἀκαμψία τῆς τάξης– ἡ ὁποία ἀκαμψία, βέβαια, κυριαρχεῖ– ἀλλά ἡ θεραπεία κάθε δυσκολίας καί ἡ τελείωση τῶν πάντων. Ὁ Εὐσέβιος στίς ἀρχές τοῦ ἔργου του κιόλας τονίζει πώς κέντρο τῆς ἱστορίας του εἶναι ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ σωτήρα, ἡ ὁποία εἶναι αὐτή πού διευθετεῖ τά πάντα μέ φιλανθρωπία καί εὐμένεια[70].

Ἑπομένως ἡ κυβέρνηση τόσο τῆς Πολιτείας ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας μιμεῖται τήν τάξη τῆς θείας φιλανθρωπίας· τό καθετί πρέπει νά γίνεται γιά τήν προκοπή τοῦ λαοῦ. Οἱ δυό, λοιπόν, ἐξουσίες, ἡ αὐτοκρατορική καί ἡ ἐκκλησιαστική, ἔχουν καταρχήν αὐτή τήν κοινή βάση ἀπό τό ἕνα μέρος, καί δέν διαφοροποιοῦνται, βέβαια, ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ πρώτη ἐνδιαφέρεται γιά τά ἐγκόσμια καί ἡ δεύτερη γιά τά οὐράνια ἀπό τό ἄλλο. Τέτοιες «σχιζοφρενικές» διασπάσεις μόνο στή σκέψη σύγχρονων ἐρευνητῶν ὑπάρχουν καί ὄχι φυσικά στό πρότυπο πού ἐξετάζουμε. Ἡ διαφοροποίηση ἀναφέρεται σέ δυό βασικές λειτουργίες· ἡ ἐκκλησιαστική ἐξουσία εἶναι καθαρά χαρισματική, θεραπευτική καί ἑπομένως ἀσκεῖται μέ ἰαματικούς κανόνες[71], ἐνῶ ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία ἀσκεῖται μέ νόμους. Καί ὅλοι ξέρουμε τί εἶναι νόμος.Ἐπίσης, ἐνῶ καί οἱ δυό ἐξουσίες τή θεία οἰκονομία ἀκολουθοῦν, ἡ ἐκκλησιαστική εἶναι εὐέλικτη, εὔκαμπτη καί ἐφαρμόζει τό κατ’ οἰκονομίαν μέ κίνητρα τήν ἀγάπη καί τήν ἐπιδίωξη γιά διόρθωση καί ὄχι φυσικά γιά κατάλυση τῆς τάξης· ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ αὐτοκρατορική ὡς πρός τήν οἰκονομία ἀκολουθεῖ τήν ἀπαρασάλευτη ἐφαρμογή τοῦ νόμου μέ τέτοιες μόνο ἐξαιρέσεις, οἱ ὁποῖες δέν ἀλλοιώνουν τήν τάξη καί προέρχονται ἀπό ἕνα «λαϊκό» δίκαιο κατ’ ἐπιταγή ἑνός καθολικοῦ συμφέροντος. Ἔτσι διαχωρίζονται σαφῶς οἱ δυό ἐξουσίες καί εἶναι παράλληλες, ὥστε ἡ μιά νά μήν ἐπιτρέπεται (καί νά μή μπορεῖ) νά μεταπηδάει στήν ἄλλη. Οὔτε ὁ αὐτοκράτορας σφετερίζεται ἀτιμώρητα καί ἀνεξέλεγκτα τήν ἱερατική ἐξουσία, οὔτε κατά τόν ἴδιο λόγο καί ὁ ἱερέας σφετερίζεται τήν πολιτική. Ἡ Ἐκκλησία αὐτοδιοικεῖται σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν προκοπή τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία εἶναι συνυφασμένη καί μέ τήν πολιτική ζωή καί ὄχι μόνο μέ τήν οὐράνια, καί ἡ Πολιτεία ἀσκεῖ ἐξουσία σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν πολιτική ζωή.

Τό παράλληλο τοῦτο τῶν ἐξουσιῶν, ἕνα ρωμαλέο καί θαυμάσιο πρότυπο, ἐξασφαλίζει καταρχήν τήν ἀνεξαρτησία τῆς κάθε ἐξουσίας, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη μεριά διευκολύνει ἄνετα τήν ἐπίδραση τοῦ ἑνός κόσμου πάνω στόν ἄλλο. Ἔτσι ἡ Πολιτεία παίρνει πάμπολλα πνευματικά στοιχεῖα, ὥστε νά βελτιώνει τίς δομές της στήν ὅλη ὀργάνωση[72]· ἀπό τό ἄλλο μέρος καί ἡ Ἐκκλησία αὐτή τήν πνευματική καλλιέργεια, πού ἀσκεῖ στό λαό, δέν τήν περικλείει σέ μιά ζωή μόνο γιά τόν οὐρανό– πώς μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ ἱστορικά κάτι τέτοιο–; ἀλλά τήν ἐπεκτείνει σέ ὅλες τίς κοινωνικές δραστηριότητες. Θεωρητικά καί πρακτικά, λοιπόν, αὐτό εἶναι τό βυζαντινό πρότυπο (καί ὄχι ὁ καισαροπαπισμός) μέ πολλές ἴσως τάσεις καί ἀρκετές καταχρήσεις στήν πράξη καί ἀπό τίς δυό μεριές. Ἡ κατάχρηση, ὅμως, μαζί μέ τίς τάσεις δείχνει ἀκριβῶς ὅτι κεῖται ἕνα πρότυπο, ἕνας κανόνας, κάποιο «σύνταγμα». Ἀλλιώτικα εἶναι ἀδιανόητο νά συζητοῦμε γιά καταχρήσεις καί παραβάσεις. Καί οἱ καταχρήσεις αὐτές, ὅπως ξέρουμε ἀπό τήν ὅλη ἱστορία τῆς Αὐτοκρατορίας, προκάλεσαν ἐξεγέρσεις, σκληρές ἀναμετρήσεις, ταραχές καί ἐπαναστάσεις. Ἀλλά ἀκριβῶς ὅλα αὐτά πείθουν γιά τήν ὕπαρξη τοῦ προτύπου. Διαφορετικά δέν θά μπορούσαμε νά ἐξηγήσουμε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ποικιλόμορφες ἀντιδράσεις. Ἤδη τήν ἐποχή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ὑπῆρχαν τέτοιες τάσεις καταστρατήγησης τοῦ προτύπου. Καί φυσικά οἱ εὐκαιρίες ὑπῆρχαν νά συντελεστεῖ κάτι τέτοιο. Θά μποροῦσε κανείς σχηματικά καί μέ δυό κουβέντες νά πεῖ ὅτι, ἄν ἐξετάσουμε μικροσκοπικά τήν ἱστορική σχέση αὐτοκρατορικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε καισαροπαπισμό. Ἄν, ὅμως, δοῦμε τά ἱστορικά δεδομένα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὡς συνολικοῦ σώματος σ’ ὅλες τίς ἐκφάνσεις, μέ ἄλλα λόγια μακροσκοπικά, τότε δέν μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε καισαροπαπική κυριαρχία. Ἐπί παραδείγματι σέ θέματα πολύ σοβαρά, ζωῆς καί θανάτου θά λέγαμε, πού ἀφοροῦσαν ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς αὐτοκρατορίας, τόν τελικό λόγο τόν εἶχε τοῦτο τό συνολικό σῶμα. Ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία, λόγου χάρη, δέν μπόρεσε νά ἐπιβάλει τήν ἑνότητα μέ διατάγματα «μονοφυσιτικά» καί «μονοθελητικά», δέν ἐπέβαλε τήν εἰκονοκλαστική φιλοσοφία, μήτε τήν ἕνωση Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.

Στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐπιστολή τοῦ Ὁσίου Κορδούης, ὁ ὁποῖος γράφει καί συμβουλεύει τόν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο νά προσέχει πολύ, ὥστε νά μήν παραβεῖ τήν ἴδια τή θεία τάξη. Γιατί ὁ αὐτοκράτορας τήν ἐξουσία πού ἔχει, ἀπό τό Θεό τήν πῆρε, τό ἴδιο καί οἱ ἐπίσκοποι πῆραν τήν ἐξουσία ἀπό τό Θεό γιά τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως, λοιπόν, ἡ εἰσπήδηση στήν αὐτοκρατορική ἐξουσία εἶναι παράβαση θείας τάξης, ἔτσι καί ὁ ὁποιοσδήποτε σφετερισμός ἀπό τό μέρος τοῦ αὐτοκράτορα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας θά εἶναι μεγάλο παράπτωμα[73]. Ξέρουμε ἀπό ἄλλες ἀφορμές ὅτι ὁ Ὅσιος Κορδούης εἶχε χρηματίσει μεσολαβητής, μέ τήν ἔγκριση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἀνάμεσα στή διαμάχη Ἀλέξανδρου καί Ἀρείου. Πρόκειται γιά πρόσωπο σεβαστό καί ἔμπιστο στούς αὐτοκράτορες. Ἑπομένως ἡ ἐπέμβασή του σημαίνει δυό ξεκάθαρα πράγματα· ὅτι ὑπῆρχε τουλάχιστον ἡ τάση γιά εἰσπήδηση τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας στήν ἐκκλησιαστική καί τό δεύτερο ὅτι μιά τέτοια συμβουλή θά ἦταν ἀδιανόητη, ἄν δέν ὑπῆρχε ἤδη στήν πράξη διαμορφωμένο τό παραπάνω πρότυπο τῆς παράλληλης σχέσης τῶν δύο ἐξουσιῶν κατά τήν τάξη τῆς θείας οἰκονομίας.

Παράλληλες, λοιπόν, ἦταν οἱ δυό ἐξουσίες, μέ ἰδιαίτερο τρόπο κυβέρνησης καί συνάμα μέ μιά θαυμαστή ἀλληλοπεριχώρηση σέ τόσα θέματα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἄλλωστε, καί ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀλληλοπεριχώρησης προκαλοῦνταν κατά αὐτονόητο τρόπο πολλές συγκρούσεις. Ὡστόσο, στήν κυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀσκεῖται κατά βάση μέ τούς κανόνες, ὑπάρχει τάση ἡ ἀκρίβεια τοῦ κανόνα νά σπάζει καί νά προβάλλει ἡ φιλανθρωπία τοῦ κατ’ οἰκονομίαν ὄχι, βέβαια, γιά καταστρατήγηση τῶν κανόνων· κάθε καταστρατήγηση ἀποτελεῖ παράβαση καί ὁποιαδήποτε ἐπίκληση τοῦ κατ’ οἰκονομίαν ἀποτελεῖ καρικατούρα τῆς παραπάνω ἀρχῆς. Ἡ οἰκονομία, λοιπόν, στήν Ἐκκλησία ἔχει εὔκαμπτα καί διευρυνόμενα ὅρια στό ἔπακρο. Ἔτσι ἡ ἀκρίβεια πολλές φορές γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι βλάβη. Ἔχουν μείνει περιώνυμοι οἱ λόγοι τοῦ Παφνούτιου στήν ὁμήγυρη τῶν πατέρων τῆς πρώτης οἰκουμενικῆς συνόδου ἐξαιτίας μιᾶς πρότασης νά καθιερωθεῖ ἡ γενική ἀγαμία τοῦ κλήρου: «Μή τῇ ὑπερβολῇ τῆς ἀκριβείας, μᾶλλον τήν Ἐκκλησίαν προσβλάψωσιν»[74]. Σημασία ἐδῶ ἔχει ὄχι τόσο τό περιστατικό ὅσο οἱ λόγοι τοῦ μοναχοῦ Παφνούτιου. Ἡ ἀκρίβεια καί ἡ ὑπερβολή της περισσότερο μποροῦν νά βλάψουν τήν Ἐκκλησία. Τό ἔργο της εἶναι καθαρά ἰαματικό· παρέχει ἰαματικά φάρμακα καί συμβουλές ὄχι νόμους καί κατ’ ἀκρίβειαν ἐφαρμογή τῶν νόμων. Ἀπεναντίας ἡ Πολιτεία, μολονότι βρίσκεται στήν ἴδια θεία τάξη τῆς οἰκονομίας, ἀσκεῖ ρόλο κυβερνήτη καί δικαστῆ μέ κατ’ ἀκρίβειαν ἐφαρμογή τῶν νόμων.

Σέ μιά συνεστίαση ἐπισκόπων τῆς Αὐτοκρατορίας ὁ Μ. Κωνσταντίνος εἶπε τά ἑξῆς περιώνυμα, πολυσυζητημένα καί ὄχι λίγο παραποιημένα ἀπό τούς ἑρμηνευτές καί ἐρευνητές λόγια: «Ἀλλ᾽ ὑμεῖς μέν τῶν εἴσω τῆς Ἐκκλησίας, ἐγώ δέ τῶν ἐκτός ὑπό Θεοῦ καθεσταμένος ἐπίσκοπος ἄν εἴην»[75]Συζητήθηκαν πολύ οἱ ἑρμηνεῖες τούτης τῆς φράσης. Εἶπαν ὅτι πρόκειται γιά τούς ἐθνικούς ἤ τούς ὑπηκόους ἤ τά ἐκτός πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καί ἄλλα παρόμοια. Νομίζουμε ὅτι ἡ φράση αὐτή πρέπει νά ἐξηγηθεῖ ἁπλά, πάντοτε, ὅμως, σύμφωνα μέ ὅσες προϋποθέσεις εἴπαμε παραπάνω. Στή συνείδηση τῶν τότε ἀνθρώπων ἡ Ἐκκλησία, ὡς κοινότητα λαοῦ, ταυτιζόταν μέ τήν Αὐτοκρατορία. Τελικά καί ἡ ἴδια ἡ Αὐτοκρατορία ἦταν Ἐκκλησία. Ἡ αὐτή, λοιπόν, Ἐκκλησία ἔχει δυό βασικές λειτουργίες, παράλληλες, ἀλληλοπεριχωρούμενες καί συνάμα ὀργανικές ἐκφάνσεις ἑνός καί τοῦ ἴδιου σώματος, πού εἶναι ἡ Αὐτοκρατορία καί ἡ Ἐκκλησία. Ἑπομένως «τά εἴσω» καί «τά ἐκτός» εἶναι οἱ δυό ἐξουσίες, ὅπως παραπάνω τίς καθορίσαμε καί ὅπως τίς προσδιόριζε τό τότε ἤδη διαμορφωμένο πρότυπο τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Τό πρότυπο τοῦτο ἄλλαζε καί τό χαρακτήρα τῆς θεοκρατίας, ἔτσι ὥστε νά διαφοροποιεῖται ἀπό ἄλλες σκοτεινές ἀποχρώσεις τῶν ἀνατολικῶν ἀντιλήψεων γιά παρόμοιου εἴδους ἐξουσίες. Ἐδῶ ἡ θεοκρατία ἔχει ὡς βάση τό θρησκευόμενο πλήρωμα καί τίς ἐφέσεις του. Γι᾽ αὐτό ἡ ἐκκλησιαστική ἐξουσία προάγει καί προστατεύει αὐτό τό πλήρωμα σέ ὅλες του τίς σχέσεις καί τίς ἐξαρτήσεις του ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία. Ὅπως ἤδη τό τονίσαμε, εἶναι ἀνιστόρητος καί φυσικά ἔξω ἀπό τά πράγματα ὁ πρόχειρος ἰσχυρισμός ἱστορικῶν ὅτι ἡ Αὐτοκρατορία αὐτή εἶχε ὑπηκόους πού ζοῦσαν γιά τό ὑπερπέραν καί τόν οὐρανό. Ἡ κρίση μας αὐτή δέν πρέπει νά νομιστεῖ ὡς ἀπολογητική, ἀλλά ὡς καθαρή προσπάθεια γιά μιά σωστή ἐπιστημονική τοποθέτηση τῶν πραγμάτων. Ἄλλωστε, δέν χρειάζονται καί πολλά ἐπιμέρους ἐπιχειρήματα. Ἕνας πολιτισμός, μέσα σέ ἀπίστευτες ἀναστατώσεις, συγκρούσεις καί ἀναρίθμητες ἐξωτερικές προσβολές, δέν θά μποροῦσε νά ζήσει χίλια χρόνια, ἄν ἦταν πολιτισμός τοῦ ὑπερπέραν καί τοῦ οὐρανοῦ.



[65]. Εὐσεβίου, Εἰς Κωνσταντῖνον τόν βασιλέα τριακονταετηρικός 2 PG 20, 1325AB.

[66]. Σωζομένου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία (Λόγος πρός τόν αὐτοκράτορα ΘεοδόσιονPG 67, 845ΑΒ. «Σύ δέ, ὦ κράτιστε βασιλεῦ Θεοδόσιε, συλλήβδην εἰπεῖν, πᾶσαν ἐπήσκησας ἀρετήν διά Θεοῦ, ἀλουργίδα δέ καί στέφανον πρός τούς θεωμένους σύμβολον τῆς ἀξίας περικείμενος, ἔνδοθεν ἀεί τόν ἀληθῆ κόσμον τῆς βασιλείας ἠμφίεσαι τήν εὐσέβειαν καί τήν φιλανθρωπίαν».

[67]Ἡ βασιλική ἐξουσία κρίνεται μέ αὐστηρά κριτήρια. Βλ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 22 PG 67, 785Α: «Πρῶτον μέν γάρ ἐν βασιλείᾳ τεχθείς καί τραφείς οὐδέν ἐκ τῆς ἀνατροφῆς εἶχε βλακῶδες». Πρόκειται γιά τό Θεοδόσιο τόν Μικρό. Μέ τήν ἴδια κριτική διάθεση γιά τά βασιλικά πράγματα γράφει καί ὁ Μ. Βασίλειος. Βλ. Εἰς τήν Ἑξαήμερον PG 29, 173Α: «Καί ἔστιν ἐν αὐταῖς οὐ χειροτονητός ὁ βασιλεύς (πολλάκις γάρ ἀκρισία δήμου τόν χείριστον εἰς ἀρχήν προεστήσατο), οὐδέ κληρωτήν ἔχων τήν ἐξουσίαν (ἄλογοι γάρ αἱ συντυχίαι τῶν κλήρων ἐπί τόν πάντων ἔσχατον πολλάκις τό κράτος φέρουσαι), οὐδέ ἐκ πατρικῆς διαδοχῆς τοῖς βασιλείοις ἐγκαθεζόμενος (καί γάρ καί οὗτοι ἀπαίδευτοι καί ἀμαθεῖς πάσης ἀρετῆς διά τρυφήν καί κολακείαν ὡς τά πολλά γίνονται), ἀλλ’ ἐκ φύσεως ἔχων τό κατά πάντων πρωτεῖον». Ἐδῶ ὁ Μ. Βασίλειος, κάνοντας λόγο γιά τό βασίλειο τῶν μελισσῶν, ἀναπτύσσει τίς πολύ ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις μιᾶς πολιτικῆς φιλοσοφίας.

[68]. Εὐσεβίου, Εἰς τόν βίον τον μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 4, 56 PG 20, 1208ΑΒ. Σέ ἐκστρατεία του ἐναντίον τῶν Περσῶν ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἔφερε μαζί του σκηνή σέ σχῆμα ἐκκλησίας· εἶχε ἐπίσης καί ἐπισκόπους. Αὐτό μοιάζει σάν τή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Ἰσραήλ.

[69]. Ἡ εἰρήνη εἶναι πολύτιμο ἀγαθό τόσο στό χῶρο τῆς Πολιτείας ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διασάλευση τῆς εἰρήνης καί τῆς τάξης δέν εἶναι κάτι πού ἀναφέρεται σ’ ἕνα μικρό μέρος τῆς Αὐτοκρατορίας· τή συγκλονίζει ὁλάκερη. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ αὐτοκράτορες ἐπεμβαίνουν σέ κάθε ἐκκλησιαστική ταραχή. Βλ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1, 8 PG 67, 60D-61A«Δι᾽ ἀμφότερα τοίνυν ὁρῶν ὁ βασιλεύς ταραττομένην τήν Ἐκκλησίαν σύνοδον οἰκουμενικήν συνεκρότει».

[70]. Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1, 1 PG 20, 49Α: «… καί τήν ἐπί πᾶσιν ἵλεω καί εὐμενῆ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἀντίληψιν γραφῇ παραδοῦναι προηρημένος, οὐκ ἄλλοθεν ἤ ἀπό πρώτης ἄρξομαι τῆς κατά τόν Σωτήρα καί Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν τόν Χριστόν τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας».

[71]. Ὁ δεύτερος κανόνας τῆς Πενθέκτης καθορίζει ἐπιγραμματικά τό σκοπό τῶν ἱερῶν κανόνων: «Πρός ψυχῶν θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν».

[72]Ἐδῶ θά ἀναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα, παρμένα ἀπό τούς ἱστορικούς. Εὐσεβίου, Εἰς τόν βίον τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 2, 13 PG 20, 992BC. ὁ Μ. Κωνσταντίνος ἔδειξε ἔμπρακτα τά ἀνθρωπιστικά του αἰσθήματα, τά ὁποῖα ἔτσι μποροῦσαν νά γίνουν ἀρχές, πρός τούς αἰχμαλώτους πολέμου. Πρόκειται γιά ἕνα ζήτημα πού ἀπασχόλησε μέ συμβάσεις τό δικό μας φωτισμένο αἰώνα. Βλ. ἐπίσης στό ἴδιο ἔργο 4, 26 PG 20, 1173Β-Β. Τούς ἄτεκνους τιμωροῦσε νόμος, τόν ὁποῖο κατάργησε ὁ αὐτοκράτορας. Βλ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5, 18 PG 67, 609B-612A-C. Ὑπῆρχαν στή Ρώμη οἱ λεγόμενοι «μάγκιπες» (mancipes), οἱ ὁποῖοι στά προάστια τῆς πόλης εἶχαν οἰκήματα, ὅπου παρασκεύαζεν τό ψωμί. Στά ἐνδότερα εἶχαν καπηλιά μέ πόρνες, ὅπου παγίδευαν κυρίως τούς ξένους, τούς αἰχμαλώτιζαν καί τούς χρησιμοποιοῦσαν ὡς δούλους γιά τίς δουλειές τῶν μύλων. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος, ὅταν βρέθηκε στή Ρώμη, ἔμαθε τήν ὕπαρξη αὐτῶν τῶν οἰκημάτων ἀπό ἕνα στρατιώτη πού εἶχε δραπετεύσει. Ἀμέσως διέταξε νά καταργηθοῦν ἐκεῖνα τά ἄντρα τῆς τυραννίας καί τῆς ἐκμετάλλευσης. Ἴδιες ἀπάνθρωπες συνθῆκες ἐπικρατοῦσαν καί γιά τίς μοιχαλίδες, οἱ ὁποῖες ἀναγκαστικά ἔπρεπε νά ἐγκλειστοῦν σέ πορνεία τῶν προαστίων. Ἔξω ἀπό τίς πόρτες τους ὑπῆρχαν κουδούνια (τά λεγόμενα σείστρα), τά ὁποῖα, γιά λόγους ἑλκυστικῆς διαφήμισης, χτυποῦσαν κάθε φορά πού πήγαιναν πελάτες πρός αὐτές τίς πόρνες. Καί τό τυραννικό τοῦτο καθεστώς, σάν τό ἔμαθε, τό κατάργησε ἀμέσως ὁ Θεοδόσιος.

[73]. Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Πρός μοναχούς PG 25, 745D«Μή τίθει σεαυτόν εἰς τά ἐκκλησιαστικά μηδέ σύ περί τούτων ἡμῖν παρακελεύου, ἀλλά μᾶλλον παρ’ ἡμῶν σύ μάνθανε ταῦτα. Σοί βασιλείαν ὁ Θεός ἐνεχείρισεν, ἡμῖν τά τῆς Ἐκκλησίας ἐπίστευσε· καί ὥσπερ ὁ τήν σήν ἀρχήν ὑποκλέπτων ἀντιλέγει τῷ διαταξαμένω Θεῷ, οὕτω φοβήθητι μή καί σύ τά τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἑαυτόν ἕλκων ὑπεύθυνος ἐγκλήματι μεγάλῳ γένῃ».

[74]. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1, 11 PG 67, 104Α: «Μή βαρύν ζυγόν ἐπιθεῖναι τοῖς ἱερωμένοις ἀνδράσι· τίμιον εἶναι καί τήν κοίτην καί αὐτόν ἀμίαντον τόν γάμον λέγων...».

[75]. Εὐσεβίου, Εἰς τόν βίον τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 4, 24 PG 20, 1172ΑΒ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.