Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ



π. Δημήτριος Μπαθρέλλος, Δημοσιεύτηκε στη «Σύναξη» 140 (2016), σσ. 67-72.
Η Σελίδα Panorthodox Synod ευχαριστεί το περιοδικό Σύναξη (http://www.synaxi.gr/), για την παραχώρηση

I. Η σύγκληση, η προετοιμασία, και οι εργασίες της Συνόδου

i) Ενότητα και συνοδικότητα

Πολλές και διάφορες ενστάσεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο συνεκλήθη και οργανώθηκε η Μεγάλη Σύνοδος. Παρά την κυριαρχία της επονομαζόμενης ευχαριστιακής εκκλησιολογίας στη σύγχρονη Ορθόδοξη εκκλησιολογική θεωρία, στην πράξη αποδείχθηκε ότι η Σύνοδος δεν στάθηκε ικανή να την αξιοποιήσει επαρκώς. Οι ευχαριστιακές κοινότητες, πρεσβύτεροι και λαός, παρέμειναν κατά κανόνα αμέτοχοι στα τεκταινόμενα της Συνόδου. Αυτό υποβάθμισε τη συνοδικότητά της από τα πρώτα της βήματα. Το έλλειμμα διαβούλευσης των επισκόπων με τους πρεσβύτερους και τον λαό έδωσε ίσως την εντύπωση ότι οι επίσκοποι συμμετείχαν στη Σύνοδο περισσότερο ως ‘άτομα’ και λιγότερο ως ποιμένες των ευχαριστιακών τους κοινοτήτων.
Επιπλέον, στη Σύνοδο δεν έλαβαν μέρος όλοι οι επίσκοποι, αλλά και εκείνοι που έλαβαν δεν είχαν δικαίωμα ψήφου (αν και αυτό το πρόβλημα σε κάποιο βαθμό παρακάμφθηκε, μιας και οι επίσκοποι είχαν de facto τη δυνατότητα να μην υπογράψουν ένα ή περισσότερα συνοδικά κείμενα). Εν πάση περιπτώσει, οι επίσκοποι εμφανίστηκαν όχι τόσο ως αντιπρόσωποι του κλήρου και του λαού των επισκοπών τους, αλλά μάλλον ως εκπρόσωποι των αυτοκέφαλων Εκκλησιών τους, οι οποίες και μόνο είχαν δικαίωμα ψήφου. Όπως οι επίσκοποι εκλέγονται από την Ιεραρχία των Εκκλησιών τους και στη συνέχεια χειροτονούνται και αποστέλλονται, ως κατά κάποιο τρόπο εκπρόσωποί της, στις επισκοπές, έτσι και στην περίπτωση αυτή απεστάλησαν για να εκπροσωπήσουν την Ιεραρχία τους στις εργασίες της Συνόδου. Η όλη διαδικασία αντανακλά μια τάση συγκεντρωτισμού, η οποία ενδημεί ευρύτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία εδώ και αιώνες, και συνεχίζει να προελαύνει, απειλώντας τώρα πια να προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις. Η ευχαριστιακή εκκλησιολογία, που ορθώς χρησιμοποιείται ως πολύτιμο πολεμικό εργαλείο εναντία στη θεωρία του παπικού πρωτείου, δεν έχει αφεθεί να μεταμορφώσει επαρκώς τις δικές μας εκκλησιαστικές δομές και προτεραιότητες.
Ένα επιπρόσθετο πλήγμα στο συνοδικό χαρακτήρα της Συνόδου προέκυψε από την άρνηση συμμετοχής τεσσάρων αυτοκέφαλων Εκκλησιών, οι οποίες περιλαμβάνουν σχεδόν το ήμισυ των Ορθοδόξων χριστιανών παγκοσμίως. Δοθέντος ότι δεν περιμέναμε και πολλά πράγματα από τα κείμενα και τις αποφάσεις της Συνόδου, αυτό που κυρίως προσδοκούσαμε ήταν η έκφραση, ο συμβολισμός, και η ενδυνάμωση της εκκλησιαστικής ενότητας, που θα προετοίμαζε τον δρόμο για τη στενότερη συνεργασία των αυτοκέφαλων Εκκλησιών και στο μέλλον, στο πλαίσιο ενός νέου, πολυκεντρικού, διεθνούς πολιτικού, πολιτιστικού, και εκκλησιαστικού περιβάλλοντος. Αντ’ αυτού, αντικρίσαμε την εκδήλωση της δυσαρμονίας – για να μην χρησιμοποιήσουμε άλλη λέξη – των Ορθοδόξων. Υπό την έννοια αυτή, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία απέτυχε να συγκροτήσει Σύνοδο, ακόμα και μετά από ένα σχεδόν αιώνα προετοιμασίας. Είναι σαφές ότι η αποτυχία αυτή αντανακλά αρνητικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και, ακόμη περισσότερο, στην Εκκλησία της Ρωσίας.
Από την άλλη βέβαια μεριά, κατά τις εργασίες της Συνόδου ο Οικουμενικός  Πατριάρχης ανταποκρίθηκε στα καθήκοντα της προεδρίας της Συνόδου με άψογο τρόπο. Σε όλους τους επισκόπους δόθηκε η δυνατότητα να μιλήσουν και να ακουστούν. Από την άποψη αυτή, η συνοδικότητα λειτούργησε.

ii) Η πρόκληση του φονταμενταλισμού

Η Σύνοδος όμως δοκίμασε την εσωτερική ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών και σε ένα άλλο επίπεδο. Έδωσε αφορμή να ακουστούν και πάλι οι ανατριχιαστικές κραυγές της φονταμενταλιστικής παράνοιας εναντίον όσων δεν συμμερίζονται τις ιστορικές και ιδεολογικές της φαντασιώσεις. Αυτό βέβαια οφείλεται σε μια μόνιμη εκκλησιαστική και θεολογική κακοήθεια, για την οποία η Σύνοδος δεν φέρει ευθύνη, παρόλο που, άθελά της, ανέδειξε τη μεγάλη της δύναμη. Από πού αντλεί ο Ορθόδοξος φονταμενταλισμός τη δύναμη αυτή; Σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι αρκετοί Ορθόδοξοι αισθάνονται ότι έχουν χάσει τη μάχη με την ιστορία – και δεν το αντέχουν. Όντας, αρκετά συχνά, πληγωμένοι και αδαείς, καταντούν μειονεκτικοί, υπερευαίσθητοι, καχύποπτοι, συνομωσιολόγοι, και με ισχυρά αντανακλαστικά αμυντισμού. Έχουν μικρή εμπιστοσύνη στις συνόδους και τους επισκόπους, στις εκλογές των οποίων, άλλωστε, δεν παίρνουν μέρος. Το φάντασμα της Φερράρας – Φλωρεντίας διατηρεί στο συλλογικό φαντασιακό δεσπόζουσα θέση. Ο ήρωας των φονταμενταλιστών είναι ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός – όπως εκείνοι βέβαια τον κατανοούν και τον ερμηνεύουν. Οι ορθοδοξαμύντορες φιλοδοξούν να καταστούν υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας εναντίον των Συνόδων. Ο διάλογος και το θεολογικό επιχείρημα, καθώς βασίζονται στη γνώση και τη λογική, είναι συνήθως καταδικασμένα σε ήττα όταν έχουν να συγκρουστούν με την υπέρτερη δύναμη των παθών και των συναισθημάτων. Ο φόβος, ο θυμός, και ο φανατισμός εύκολα υπερισχύουν. Ο εθνικισμός και ο φονταμενταλισμός ανατροφοδοτούνται συνεχώς από το θυμικό και παραμένουν οι δύο μεγαλύτεροι εχθροί της ενότητας της Εκκλησίας.

iii) Η απουσία των θεολόγων

Η Σύνοδος δεν αξιοποίησε επαρκώς νέους και δημιουργικούς θεολόγους (η συνάντηση μιας μικρής ομάδας θεολόγων στην Κωνσταντινούπολη λίγους μήνες πριν από την πραγματοποίηση της Συνόδου δεν αλλάζει αισθητά την εικόνα). Τα κείμενα της Συνόδου θα μπορούσαν να είναι καλύτερα εάν κάποιοι ακόμα από τους σημαντικότερους θεολόγους μας είχαν προσκληθεί έγκαιρα να συμμετάσχουν στις εργασίες της. Αλλά η Ορθόδοξη Εκκλησία στις μέρες μας δίνει μάλλον λίγη σημασία στους θεολόγους – κι αυτό φυσικά αποβαίνει εις βάρος της.

ΙΙ. Η θεματολογία, οι αποφάσεις, και τα κείμενα της Συνόδου

Η Σύνοδος συζήτησε μόνο έξι θέματα, και για κάποια από αυτά δεν είχε σχεδόν τίποτα καινούργιο να πει. Η απαίτηση ομοφωνίας για τα πάντα κατέστησε τη συζήτηση επί σημαντικών αλλά αμφιλεγόμενων θεμάτων αδύνατη. Έστω και έτσι, καθώς τώρα διαθέτουμε τα τελικά συνοδικά κείμενα, ας αποπειραθούμε να τα σχολιάσουμε, έστω και με κάποια σύντομα και κάπως αποσπασματικά σχόλια.
i) Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον. Το κείμενο αυτό υπαγορεύτηκε από την κοινή λογική. Αναγνωρίζει την εγκυρότητα των καθιερωμένων κανόνων της νηστείας, ενώ ταυτόχρονα αφήνει επαρκή περιθώρια για την κατά περίπτωση εφαρμογή της οικονομίας. Αυτό δεν αποτελεί αμελητέο επίτευγμα, δοθέντος ότι αφενός στον ετερόδοξο χριστιανικό κόσμο η νηστεία έχει σχεδόν καταργηθεί και αφετέρου ορισμένες προτάσεις που είχαν κατατεθεί σε παλαιότερα προσχέδια του συνοδικού κειμένου για τη νηστεία την υπονόμευαν με απαράδεκτο τρόπο. Από την άλλη βέβαια μεριά, σε εύλογα ερωτήματα, όπως η διακύμανση της διάρκειας της νηστείας των Αγίων Αποστόλων ή η νηστεία πριν από τη Θεία Κοινωνία, δεν δόθηκαν από τη Σύνοδο ικανοποιητικές απαντήσεις. 
ii) Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον. Το έγγραφο αυτό έχει συνταχθεί με μεγάλη προσοχή και βρίσκεται σε γενικές γραμμές στη σωστή κατεύθυνση. Η απόφαση ορισμένων επισκόπων να μην το υπογράψουν μοιάζει αδικαιολόγητη, οι δε λόγοι τους οποίους επικαλέστηκαν είναι άλλοτε μη πειστικοί και άλλοτε τελείως παράλογοι. Η παράγραφος 22 έχει εξαιρετική σημασία: ‘Η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέαν πάσαν διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας, υπό ατόμων ή ομάδων, επί προφάσει τηρήσεως ή δήθεν προασπίσεως της γνησίας Ορθοδοξίας’. Η κύρια αδυναμία του εγγράφου έγκειται σε μια τάση υπερτονισμού της Ορθόδοξης αποκλειστικότητας και, κατά συνέπεια, θριαμβολογίας (η τάση αυτή εμφανίζεται και σε άλλα κείμενα). Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι μέχρις ενός σημείου κατανοητό, αλλά δεν φαίνεται να λαμβάνει πλήρως υπόψιν το γεγονός ότι σχεδόν το 90% των χριστιανών του πλανήτη δεν είναι Ορθόδοξοι. Ποια είναι η σχέση αυτών των χριστιανών με τη ‘μία, αγία, καθολική, και αποστολική Εκκλησία’;
iii) Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού. Πρόκειται για σύντομο και τεχνικό κείμενο, εντελώς αδιάφορο για τους περισσότερους Ορθοδόξους.
iv) Η Ορθόδοξος Διασπορά. Το έγγραφο αυτό περιλαμβάνει τον Κανονισμό Λειτουργίας των Επισκοπικών Συνελεύσεων – έναν πρόσφατο και χρήσιμο θεσμό. Προξενεί, ωστόσο, απογοήτευση το γεγονός ότι η εκκλησιολογική ανωμαλία της επονομαζόμενης ‘Διασποράς’ θα συνεχίσει να υφίσταται, εφόσον η Σύνοδος δεν έλαβε επ’ αυτού τολμηρές αποφάσεις.
v) Το μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αυτού. Σε γενικές γραμμές, ένα προσεχτικά διατυπωμένο κείμενο, που αναφέρεται με όμορφο τρόπο στο μυστήριο του γάμου και επιχειρεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στην ακρίβεια και την οικονομία όσον αφορά πολύ ευαίσθητα ζητήματα.
vi) Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω. Πρόκειται για το εκτενέστερο έγγραφο της Συνόδου, το οποίο περιλαμβάνει πολλές θαυμάσιες σκέψεις αλλά και πολλές κοινοτοπίες. Είναι αξιοσημείωτο ότι το κείμενο εκφράζει σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα (που ενίοτε επικρίνονται από Ορθόδοξους θεολόγους) – παρόλο που το Μήνυμα της Συνόδου ορθώς θα προσθέσει ότι ‘τό ὀρθόδοξο δέον περί ἀνθρώπου ὑπερβαίνει τόν ὁρίζοντα τῶν καθιερωμένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων’, εφόσον ‘«μείζων πάντων» εἶναι ἡ ἀγάπη’. Το κείμενο, πολύ σωστά, αφενός ασκεί κριτική στην αποηθικοποιημένη λειτουργία της οικονομίας και αφετέρου τονίζει ότι ‘η Εκκλησία έχει δικαίωμα ίνα διακηρύττη την μαρτυρίαν της διδασκαλίας της εις τον δημόσιον χώρον’. Ωστόσο, στο κείμενο περιλαμβάνονται και θέσεις που γεννούν ερωτήματα. Για παράδειγμα, στην παράγραφο ΣΤ΄, 7, η Σύνοδος εκφράζει την ανησυχία της για το γεγονός ότι ‘ὁ καταναλωτισμός […], ἐν συνδυασμῷ μετά τῆς ἐκκοσμικευμένης παγκοσμιοποιήσεως, τείνει νά ὁδηγήσῃ τούς λαούς εἰς τήν ἀπώλειαν τῶν πνευματικῶν καταβολῶν αὐτῶν, εἰς τήν ἱστορικήν ἀμνησίαν καί εἰς τήν λήθην τῶν παραδόσεων’. Είναι άραγε δικαιολογημένη αυτή η υπερτιμημένη αξιολόγηση των εθνικών παραδόσεων γενικά και αόριστα; Υπάρχουν πολλές αναληθείς και αμαρτωλές εθνικές παραδόσεις, και στην περίπτωση αυτή δεν αποτελεί πραγματική απώλεια το να τις λησμονήσει κανείς ή το να τις εγκαταλείψει – μάλλον το αντίθετο. 
    Το Μήνυμα της Συνόδου συνιστά σε μεγάλο βαθμό περίληψη ορισμένων σημείων από τα προαναφερθέντα κείμενα. Όταν διαβάζουμε ότι ‘βασική προτεραιότητα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου υπήρξε η διακήρυξη της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας’, αναλογιζόμαστε ότι στην πραγματικότητα αυτό που ‘πέτυχε’ η Σύνοδος ήταν μάλλον να αναδείξει κάποια από τα προβλήματα που σχετίζονται με τη διακηρυχθείσα ενότητά της. Η δήλωση ότι η ενότητα αυτή είναι ‘στηριγμένη στη θεία Ευχαριστία και την Αποστολική Διαδοχή των Επισκόπων’, χωρίς αναφορά στην πίστη, προβληματίζει (αν και, βέβαια, επαρκείς αναφορές στην Ορθόδοξη πίστη υπάρχουν σε πολλά άλλα σημεία των κειμένων της Συνόδου). Ο ισχυρισμός ότι ‘η συνοδικότητα διαπνέει την οργάνωση, τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις και καθορίζεται η πορεία της [της Ορθόδοξης Εκκλησίας]’ δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα.   
    Τέλος, η Εγκύκλιος της Συνόδου αποτελεί χρήσιμη ανακεφαλαίωση της διδασκαλίας της. Αν και καλογραμμένη, κάποιες αναφορές της θα μπορούσαν να είχαν διατυπωθεί προσεχτικότερα. Θεωρώ, για παράδειγμα, ότι η αναφορά της Εγκυκλίου στην παγκοσμιοποίηση δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική. Αντιθέτως, θεωρώ πολύτιμη τη διασάφηση ότι η μαρτυρία της Εκκλησίας είναι ‘ουσιαστικώς πολιτική’.

ΙΙΙ. Η κληρονομιά της Συνόδου

Η σύγκληση και η διεκπεραίωση των εργασιών της Συνόδου ήταν έργο δύσκολο και απαιτητικό. Πολλοί άνθρωποι συνέβαλαν σ’ αυτό και τους αξίζει αναγνώριση, ίσως και ευγνωμοσύνη. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αποτελεί τώρα πια ‘ιστορία’. Είναι σημαντικό το ότι η Σύνοδος αυτή, επιτέλους, πραγματοποιήθηκε, παρόλο που τα αποτελέσματά της φαίνεται να είναι πενιχρά. Η Σύνοδος δεν αποκλείεται να αποδειχθεί ένα σημαντικό πρώτο – και για τον λόγο αυτό, δικαιολογημένα, κάπως αδέξιο – βήμα προς την κατεύθυνση μιας στενότερης συνεργασίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία ενδέχεται να ενδυναμώσει την εκκλησιαστική ενότητα και να προωθήσει τη συνοδικότητα. Είναι όμως ίσως εξίσου πιθανό η Σύνοδος να αποδειχθεί κάτι που οι Εκκλησίες πολύ σύντομα θα θελήσουν να ξεχάσουν. Ήδη κάποιοι την χαρακτηρίζουν απλώς και μόνο ως ‘σύναξη’, ενώ αρκετοί ακόμα εκφράζουν ενστάσεις και διαφωνίες. Αν οι τάσεις αυτές υπερισχύσουν, η πρόταση που διατυπώθηκε στο Μήνυμα της Συνόδου, δηλαδή ‘η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος να καταστεί επαναλαμβανόμενος θεσμός’, δεν θα είναι εύκολο να εφαρμοστεί. Μπορεί να περάσουν άλλα εκατό χρόνια μέχρι τη σύγκληση της επόμενης ‘Αγίας και Μεγάλης Συνόδου’.