Η εισήγηση του Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Συνέδριο με θέμα «Προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» (3-5 Δεκεμβρίου 2015)
Του Χρυσοστόμου Σταμούλη,
Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι η «εκτός απροόπτου» σύγκλιση της «από μακρού αναμενομένης»[1] Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελείγεγονός χαρμόσυνο. Και τούτο διότι μετά από αιώνες η Ορθόδοξη Εκκλησία θα έχει τη δυνατότητα «να μαρτυρήσει την ενότητά της», καθώς «και την ευθύνην και την στοργήν της προς τον σύγχρονον κόσμον»[2], μέσα από την πράξη της συνοδικότητας, η οποία συνιστά την καρδιά της εκκλησιολογικής της αυτοσυνειδησίας, αφού υπενθυμίζει στον κόσμο την εσχατολογική της ταυτότητα και ως εκ τούτου προοπτική.
Τη σημαντικότητα του γεγονότος επιτείνει η απόφαση-δήλωση «άπασαι αι αποφάσεις, τόσον κατά τας εργασίας της Συνόδου, όσον και κατά τα προπαρασκευαστικά στάδια αυτής, να λαμβάνωνται καθ’ ομοφωνίαν»[3], καθώς και ότι «Εκάστη Αυτοκέφαλος Εκκλησία διαθέτει μίαν φωνήν»[4]. Δύο σημεία, που βάζουν δύσκολα στους εκπροσώπους των Εκκλησιών, αλλά τους δίνουν ταυτόχρονα και την «ευλογημένην ευκαιρίαν» να επαναβεβαιώσουν την ενότητά τους μέσα από το μυστήριο της «κοινωνίας και της συνεργασίας»[5].
Βέβαια, το θέμα της ομοφωνίας, σε πείσμα πολλών, δεν είναι καινούργιο. Πέρα από το γεγονός ότι έχει τις ρίζες του στη βιβλική παράδοση της Εκκλησίας -στη Σύνοδο των Ιεροσολύμων οι αποφάσεις, καθώς σημειώνεται με σαφήνεια στις Πράξεις των Αποστόλων (15,25), ελήφθησαν «ομοθυμαδόν», δηλαδή με ομοφωνία-[6], στο consensus patrum και την οικουμενική συμφωνία-ομοφωνία (consensio) των Εκκλησιών της αρχαίας Εκκλησίας[7], στον καιρό μας μετρά ήδη είκοσι εννέα χρόνια ζωής και εφαρμογής, καθώς αποτέλεσε βασικό και απαράβατο όρο του κανονισμού λειτουργίας των Προσυνοδικών Πανορθόδοξων Διασκέψεων, ο οποίος συγκροτήθηκε στη Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Σαμπεζύ, από τις 28 έως και τις 6 Νοεμβρίου του 1986. Δύο χρόνια ακριβώς πριν από την υιοθέτηση της πρακτικής του consensus για τη λήψη των αποφάσεων από το Π.Σ.Ε. Γεγονός που περίτρανα αποδεικνύει το ψευδές εκείνης της άποψης που υποστηρίζει ότι η ομοφωνία είναι αποτέλεσμα επιδράσεων που η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχθηκε από το Π.Σ.Ε.. Η αλήθεια είναι ότι το consensus, την αρχή ουσιαστικά της συναίνεσης, εισηγήθηκαν στο Π.Σ.Ε. και διεκδίκησαν με ένταση οι εκπρόσωποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκειμένου να αποφευχθεί η κυριαρχία των Προτεσταντών, η οποία χτίστηκε πάνω στην αρχή της ποσοτικής πλειοψηφίας[8], στο πρότυπο ή σε αναλογία με την αρχή της αρχαίας Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η «της των πλειόνων ψήφος κρατείτω».
Μάλιστα, στον ίδιο κανονισμό γίνεται εκτενής αναφορά για το θέμα της μη επιτεύξεως ομοφωνίας και τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν σε μια τέτοια περίπτωση. Σύμφωνα με αυτές, θέματα στα οποία δεν θα επιτευχθεί συμφωνία σε προπαρασκευαστικό στάδιο δεν θα εισαχθούν προς συζήτηση στην Προσυνοδική Διάσκεψη του 2015 και βεβαίως ούτε στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 2016[9] -όπερ και εγένετο.
Εντούτοις και παραδόξως, η σημαντικότητα της «ομοφωνίας» έγκειται ακριβώς σε αυτό το σημείο, καθώς διεκδικεί εκ των προτέρων το επίμονο και επίπονο της ασκητικής του διαλόγου, που ενισχύει το συνοδικό θεσμό και πέρα από τα όρια των κατά τόπους Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Πολύ σωστά, με αφορμή δηλώσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, έχει τονιστεί ότι αν και «το συνοδικό σύστημα» που «είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη φύση και τη ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας […] τηρήθηκε και τηρείται και σήμερα κατά το μάλλον και ήττον πιστά εντός των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, απουσιάζει ωστόσο εξολοκλήρου στις μεταξύ τους σχέσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργεί την εικόνα μιας Ορθοδοξίας πολλών Εκκλησιών και όχι μιας Εκκλησίας»[10]. Είναι, όμως, αυτή η ίδια αναγκαιότητα της Προσυνοδικής ομοφωνίας, η οποία εισάγει τον κίνδυνο θέματα μείζονα για τη λειτουργία της Εκκλησίας -όχι μόνον στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και σε κάθε αντίστοιχη μελλοντική-, να μένουν άχρι καιρού ή και εσαεί εκτός συνοδικής συζητήσεως.
Βέβαια, ενώ στον προαναφερόμενο κανονισμό γίνεται εκτενής αναφορά για το θέμα της μη επιτεύξεως ομοφωνίας και τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν σε μια τέτοια περίπτωση, δεν υπάρχει διατύπωση για την ακριβή λειτουργία της. Γεγονός που ξεσήκωσε κάποιες δίκαιες εν πολλοίς ή εν μέρει αντιδράσεις. Πρόκειται, όμως, για μία αδυναμία, η οποία κάτω από προϋποθέσεις μπορεί και να αποδειχθεί τελικά ως εκείνη η πραγματικότητα που επιτρέπει στο Πνεύμα της αληθείας να ανατρέψει τους δεσμευτικούς χειρισμούς των θεσμικών διαδικασιών που εγκλωβίζονται στην άσκηση της εξουσίας, αλλά και των γενικότερων ανθρώπινων σχεδιασμών που αδυνατούν να συνδέσουν την Σύνοδο με την ενεργοποίηση των χαρισμάτων του σώματος. Σε μια τέτοια περίπτωση η Εκκλησία θα έχει και πάλι τη δυνατότητα να αποδείξει τον εαυτό της ως χώρα του αχωρήτου που μένει ανοιχτή στο θαύμα και σε όσα αυτό υπόσχεται. Και το λέγω αυτό διότι δεν είναι λίγες εκείνες οι περιπτώσεις φόβου στην ιστορία της Εκκλησίας που ανάγκασαν το καράβι της Ορθοδοξίας που είχε αναχωρήσει για το μεγάλο συνοδικό ταξίδι να επιστρέψει στο λιμάνι της φαινομενικής ασφάλειας, στο λιμάνι της απραξίας και της ατολμίας. Γεγονός που αποδεικνύει σε πολλές περιπτώσεις το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος και στην επιμονή σε θέματα που σχετίζονται αποκλειστικά και μόνο με την τυπική ορθότητα και την κανονική σύγκληση μιας συνόδου, που θεωρούν πολλοί πως αποτελούν «το μοναδικό κριτήριο γνησιότητας και αλήθειας»[11]. Με τον τρόπο αυτό, όμως, αγνοείται καθώς σημειώνει ο Νίκος Ματσούκας, πως «η τυπική ορθότητα πολλές φορές αρκεί μονάχα στις καθαρά νομικές και κοσμικές κοινωνίες. Αρκετές φορές μάλιστα η τυπική ορθότητα σ’ αυτές τις κοινωνίας δολοφονεί την ουσιαστική ορθότητα. Όμως στο σώμα της Εκκλησίας οι κοσμικές ή τυπικές διαδικασίες απαραίτητα συνταιριάζονται με το ουσιαστικό περιεχόμενο της ζωής της»[12].
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο το οποίο πρέπει να τονισθεί με έμφαση, στο σημείο αυτό, προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές παρεξηγήσεις και παρερμηνείες, είναι το γεγονός ότι η μεθοδολογία, στην περίπτωσή μας η ομοφωνία, δεν αποτελεί απλά και μόνο ένα εξωτερικό και μαζί τυπικό εργαλείο με το οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, αλλά συνδέεται πλήρως με τον πυρήνα της εκκλησιολογίας και συνεπώς με όσα από αυτήν απορρέουν. Σκοπός της ομοφωνίας είναι ή οφείλει να είναι η συναίνεση και εξάπαντος όχι η δέσμευση της ελευθερίας της σκέψης των μελών των αντιπροσωπειών των Εκκλησιών-μελών της Συνόδου. Η ομοφωνία με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να «λειτουργήσει ως ταφόπλακα του εμπνευσμένου λόγου, άρα και της ανάληψης ευθύνης για το λόγο που θα καταθέτουν οι συνοδικοί Ιεράρχες»[13]. Αντίθετα οφείλει να αποτελέσει εκείνη τη νέα αρχή η οποία θα σημάνει την αναχώρηση των Εκκλησιών από τις επικίνδυνες ατραπούς της εξουσιαστικότητας και της ισχύος, που δίχως άλλο συνδέονται με υπόγεια ρεύματα με την πληγή του εθνοφυλετισμού, αλλά και φαινόμενα νεόκοπων φονταμενταλισμών, που ακυρώνουν στην πράξη το μυστήριο της ενότητας.
Όσον αφορά, τώρα, στο θέμα της μίας ψήφου που θα έχει η κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία, η οποία θα εκπροσωπείται από έναν αριθμό επισκόπων που δεν θα ξεπερνά τον αριθμό εικοσιτέσσερα, και το οποίο σαφώς συνδέεται με το θέμα της ομοφωνίας, θα πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για διαδικασία νέα, που εφαρμόζεται για πρώτη φορά και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Και τούτο διότι με μια τέτοια πρακτική φαίνεται να υπάρχει διάθεση σφυρηλάτησης τόσο της ενότητας των τοπικών Εκκλησιών όσο και της ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο σύνολό τους, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει ο δρόμος για την αποφυγή εφαρμογής πληθυσμιακών και εθνοφυλετικών κριτηρίων στη λήψη των αποφάσεων.
Ωστόσο, η «ευλογημένη ευκαιρία» δεν σχετίζεται μόνον ή δεν θα έπρεπε να σχετίζεται μόνον με τις προσπάθειες που θα γίνουν για την επίτευξη συμφωνίας σε υψηλό επίπεδο. Έχω την αίσθηση ότι η μεγάλη και ευλογημένη ευκαιρία έχει να κάνει κυρίως με τη βάση της Εκκλησίας. Μια βάση ξεκομμένη από την πληροφόρηση και συνεπώς τη συμμετοχή σε όλα όσα την αφορούν άμεσα και αποτελούν ως μη όφειλε αντικείμενο χειρισμών αποκλειστικά της κορυφής. Το μέγα θέμα ως εκ τούτου ήταν και συνεχίζει να είναι η αγαπητική δραστηριοποίηση ολόκληρου του πληρώματος της Εκκλησίας, «τότε έδοξε τοις αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη Εκκλησία», διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων (15,22), η ενεργοποίηση όλων των χαρισμάτων του Σώματος που πηγάζουν από το Άγιο Πνεύμα και ως εκ τούτου η άνθιση του μυστηρίου της συνυπευθυνότητας. Εάν διαπιστώνεται, λοιπόν, ένα έλλειμμα αυτό βρίσκεται στην ενημέρωση της βάσης, στην ενημέρωση των λαϊκών, αλλά και των κληρικών τόσο των δύο πρώτων βαθμίδων, όσο και των επισκόπων των τοπικών Εκκλησιών. Φαίνεται έτσι να λησμονείται ή να παραθεωρείται, πως «η Σύνοδος δεν συνέρχεται για τον εαυτό της∙ συνέρχεται για όλο το λαό του Θεού, για όλο τον κόσμο», καθώς «“είναι εκ του σώματος”, “εν τω σώματι”, “διά το σώμα”»[14].
Ως εκ τούτου, οι ενστάσεις οι οποίες και εδώ διατυπώθηκαν από μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι χωρίς έρεισμα. Όντως, η συγκεκριμένη διαδικασία είναι αμάρτυρη εντός της ιστορίας της Εκκλησίας. Όντως φαίνεται να αγνοείται το ιστορικό κεκτημένο που θέλει τον κάθε επίσκοπο να έχει μία ψήφο. Όντως φαίνεται να αντικαθίσταται ο επίσκοπος από τον πρώτο και να υποχωρεί η ιδιαιτερότητα του προσώπου για χάρη του καθόλου της Τοπικής Εκκλησίας[15]. Να χάνεται στ’ αλήθεια «η ενότητα εν τη ποικιλία»[16]. Ή ακόμη πιο σκληρά η υιοθέτηση της μίας ψήφου να αποτελεί τον «θρίαμβο του ατομοκεντρικού τύπου των “συμβάσεων”»[17].
Και δεν χωρά καμία αμφιβολία πως σε όλα τα παραπάνω θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλα. Να πούμε για παράδειγμα ότι με την αποδοχή της ομοφωνίας, αλλά και της μίας ψήφου ηττάται η Εκκλησιολογία της συνοδικότητας, βιάζεται η παράδοση της Εκκλησίας και περιθωριοποιείται η ίδια η ζωή. Οφείλουμε, όμως, να ομολογήσουμε ότι η οποιαδήποτε κριτική θα πρέπει να προσλάβει λυτρωτικά τον ενδιάμεσο χρόνο που έχει τρέξει από την έβδομη οικουμενική σύνοδο έως και σήμερα, αλλά και ολάκερη την ιστορία με τις αλλαγές που αυτή έχει επιφέρει στο σύγχρονο κόσμο αλλά και στη ζωή της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου θα πρέπει να προσλάβει και τα τραύματα του σώματος, κυρίως αυτά, και να επιλέξει το φάρμακο που αυτό έχει πλέον ανάγκη. Η αναφορά και μόνον στα κεκτημένα του παρελθόντος δεν αρκεί για τη διάβαση του παρόντος. Απαιτούνται νέες πρακτικές και νέοι δρόμοι. Ίσως αυτοί να είναι η ομοφωνία και η «καινοφανής» μία ψήφος για κάθε τοπική Εκκλησία, που αποκαλύπτουν τη διάθεση να λειτουργηθεί η ενότητα τους και μαζί να κηρυχθεί ο ανένδοτος, η ανοιχτή μάχη με τον θάνατο της διαίρεσης. Έναν θάνατο τον οποίο η Εκκλησία πολέμησε από την ίδρυσή της ακόμη με κάθε τρόπο, κατανοώντας την παράδοση ως μία ζώσα διαδικασία και εξάπαντος όχι ως μαυσωλείο πραγμάτων οριστικά τελειωμένων. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα την «προκλητική» και μαζί «αντιπαραδοσιακή» χρήση κατά τους αιρετικούς των όρων Θεοτόκος και ομοούσιον, προκειμένου να εκφράσει την αλήθεια της πίστεώς της, τουτέστιν την εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος. Στα πλαίσια μιας τέτοιας κατανόησης, η παρουσία όλου του πληρώματος δεν θα «νοείται, φυσικά απλώς και μόνο αριθμητικά, με τη σημασία της ολοκληρωμένης εκπροσώπησης μελών, αλλά συνάμα και απαραίτητα ως έκφραση του ζωντανού περιεχομένου της πίστης»[18]. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε καλά, όταν κινδυνεύει το καράβι ο καπετάνιος διαλέγει να πετάξει στη θάλασσα εκείνα που θεωρεί λιγότερο σημαντικά προκειμένου να σωθούν τα μείζονα. Σε μια τέτοια περίπτωση η απώλεια, ως ενσυνείδητη αντικατάσταση της μεγάλης ακρίβειας με την οικονομία, μοιάζει λυτρωτική, καθώς ανοίγει το δρόμο της ανακατασκευής του οίκου με τα υλικά που προσφέρει η δύναμη της στιγμής[19].
Συμποσώνοντας τούτη την μικρή εισήγηση, και μένοντας επ’ ελπίδι θα μπορούσα να πω ότι επί του παρόντος η Ορθόδοξη Εκκλησία κινήθηκε με τόλμη. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο δρόμος που διανύθηκε δεν είναι πολύς∙ και ίσως να έχουν δίκαιο, ίσως και όχι. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε καταπώς λέγει ο ποιητής του Άξιον εστί, ότι «η απόσταση από το “τίποτε” στο “ελάχιστο” είναι πολύ μεγαλύτερη παρ’ ό,τι από το “ελάχιστο” στο “πολύ”»[20]. Και τώρα ήλθε ο «καιρός του ποιήσαι». Εάν η Ορθόδοξη Εκκλησία, υποκύπτοντας στις φωνές του φονταμενταλισμού και του εθνοφυλετισμού, στις φωνές της εσωστρέφειας και της αποκλειστικότητας, αρνηθεί αυτή της την κλήση, τότε θα καταγράψει τη μεγαλύτερη ήττα στην πολύχρονη και πολύπαθη ιστορία της.
[1] Μήνυμα Συνάξεως Προκαθημένων Ορθοδόξων Εκκλησιών (Φανάριον, 9 Μαρτίου 2014).
[2] ΄Ο.π.
[3] ΄Ο.π.
[4] ΄Ο.π.
[5] ΄Ο.π.
[6] Βλ. σχετικά, N. Ruffieux, Προετοιμασία και αποδοχή της Συνόδου, Καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν… Η μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος. Ζητήματα –διλήμματα-προοπτικές, επιμέλεια: P. De Mey-Μ. Σταύρου, εκδ. Εν πλω, Αθήνα 2015, σ. 27.
[7] Βλ. σχετικά. Γ. Φλορόφσκυ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοση, Έργα 1, μετάφραση Δ. Τσάμη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 130-143.
[8] Βλ. Σ. Τσομπανίδη, Υπέρ της Οικουμένης. Μελέτες για την Οικουμενική Κίνηση και την αποστολή της Εκκλησίας στο σημερινό κόσμο, εκδ. Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 99εξ.
[9] Αποφάσεις Συνάξεως Προκαθημένων Ορθοδόξων Εκκλησιών (Φανάρι 8 Μαρτίου 2014).
[10] Γ.Δ. Μαρτζέλου, Η αναγκαιότητα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων (Εισήγηση που έγινε στα πλαίσια της 21ης Επετειακής Γενικής Συνέλευσης της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ορθοδοξίας που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα μεταξύ 25-30 Ιουνίου 2014), σ. 7.
[11] Ν.Α. Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Γ. Ανακεφαλαίωση και αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 293.
[12] Ν.Α. Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Γ. Ανακεφαλαίωση και αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας, σ. 293-294.
[13] Α. Βλέτσης, Ένα έρωτημα, Σύναξη 133(2015), σ. 66.
[14] Α. Παπαδερός, Η Σύνοδος σε σχέση με το πλήρωμα της Εκκλησίας και τον κόσμο(Εισήγηση στο Παγκρήτιο Θεολογικό Συνέδριο-Ηράκελιο, 20-23, Αυγούστου 1977), Χανία 1978, σ. 7, 15.
[15] Βλ. σχετικά, Α. Βλέτσης, Ένα έρωτημα, Σύναξη 133(2015), σ. 65-67.
[16] Σ. Γιαγκάζογλου, Ένα έρωτημα, Σύναξη 133(2015), σ. 67-69.
[17] Χ, Γιανναράς, Ένα έρωτημα, Σύναξη 133(2015), σ. 69-71.
[18] Ν.Α. Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Γ. Ανακεφαλαίωση και αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας, σ. 292.
[19] «Ώσπερ γαρ η την θάλασσαν ναυτιλλόμενοι, χειμώνος επικειμένου και κινδυνευούσης της νεώς, αλύοντες αποφορτίζονται τινα υπέρ του σώσαι τα λοιπά∙ ούτως και ημείς εν τοις πράγμασιν, όταν μη εξή το λίαν ακριβές αποσώζειν, παρορώμέν τινα, ίνα μη του παντός πάθωμεν ζημίαν […] Εγείρει δε προς αχάλινον του πράγματος επιθυμίαν φιλοδοξία διάκενος πικρόν έχουσα το τέλος», Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επιστολή 46, PG 77, 320B.
[20] Ο. Ελύτη, Δολώματα για τον κανένα.