Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

H Τύχη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας κρέμμεται από μια κλωστή


Άρθρο του καθηγητού στη Θεολογική Σχολή του Αγίου Σεργίου Nicolas Kazarian, επικεφαλής του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Υποθέσεων (IRIS), που δημοσίευσε στις 21 Ιανουαρίου του 2016 το έγκριτο ηλεκτρονικό θεολογικό περιοδικό Sightings, του Κέντρου του Martin Martey της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγου.




Κατά τη διάρκεια της συναξης των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, η οποία αρχίσε στις 21 Σεπτεμβρίου στην Ελβετία, οι συμμετέχοντες θα δείξουν στον κόσμο κατά πόσο η ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι πιο σημαντική από τις συγκεκριμένες εθνικές επιδιώξεις τους.

Το ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι Προκαθήμενοι είναι αν θα συγκληθει, όπως είχε προγραμματιστεί, η «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας», η Πανορθόδοξη όπως επίσης αποκαλείται Σύνοδος, κατά την εορτή της Πεντηκοστής, τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους.

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος (αν ποτέ πραγματοποιηθεί) θα έχει ιστορική δυναμική, όχι μόνο για τους Ορθόδοξους πιστούς, αλλά και σε παγκόσμιο θρησκευτικό επίπεδο.

Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του θρησκευτικού πλουραλισμού στη διεθνή σκηνή, την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, και την αυξανόμενη εκκοσμίκευση στις ανεπτυγμένες χώρες, η σύγκληση μιας Πανορθόδοξης Σύνοδου εν μέρει, σηματοδοτεί τη συνέχιση της ενότητας της κοινωνίας μεταξύ των δεκατεσσάρων ανεξαρτήτων, ή αυτοκεφάλων, Ορθόδοξων Εκκλησιών.

Η ιδέα της σύγκλησης «Αγίας και Μεγάλης Σύνοδου», της οποίας η ονομασία συνδέεται με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325), άρχισε να συζητείται από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας (1886-1972) ξεκίνησε επίσημα τη διαδικασία προ-συνοδικών συνδιασκέψεων το 1961 με τη διοργάνωση του πρώτου Πανορθόδοξου Συνεδρίου στη Ρόδο. Πέντε Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Συνδιασκέψεις έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα (1976, 1982, 1986, 2009 και 2015).

Ένας από το ρόλους των Προσυνοδικών Συνδιασκέψεων ήταν να προετοιμάσει τα κείμενα, σχετικά με δέκα θέματα που θα έπρεπε να μελετηθούν στην Πανορθόδοξη Σύνοδο (α. Ορθόδοξη Διασπορά, β. Ανακήρυξη Αυτοκεφάλου, γ. Χορήγηση Αυτονομίας – περίπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Φινλανδίας, δ. Δίπτυχα, αν δηλαδή πρέπει να αλλάξει η σειρά μνημόνευσης των προκαθημένων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ε. Το Ημερολόγιο της Εκκλησίας, αφού μερικές Ορθόδοξες εκκλησίες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το παλαιό Ιουλιανό ημερολόγιο – η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, για παράδειγμα – ενώ άλλες έχουν υιοθετήσει το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο – όπως η Εκκλησία της Ελλάδος, στ. τα κανονικά κωλύματα γάμου, ιδίως στην περίπτωση των διαχριστιανικών γάμων, ζ. η Νηστεία, αν δηλαδή θα πρέπει να αλλάξουν οι κανόνες της νηστείας της Τετάρτης και Παρασκευής, η. Οι σχέσεις με τις μη-Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως π.χ. η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, και η Αγγλικανική Κοινωνία, θ. Η οικουμενική κίνηση, και ι. η συμβολή της Ορθοδοξίας στην επικράτηση της ειρήνης, της αδελφοσύνης και της ελευθερίας).

Εκτός όμως από τη μελέτη αυτών των θεμάτων, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος είναι αναγκασμένη να δώσει απάντηση σε τουλάχιστον τρεις προκλήσεις:

Α. Στην αντιμετώπιση το εθνικισμού 

Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 19ου αιώνα, οδήγησε στην επαναξιολόγηση των θρησκευτικών ταυτοτήτων στις περιοχές που ήταν προηγουμένως υπό τον έλεγχό της. Η Ορθοδοξία, ένας παραδοσιακός δείκτης της εθνικής ταυτότητας σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, έγινε αναπόσπαστο τμήμα των εθνικιστικών και αυτονομιστικών αξιώσεων των χωρών αυτών. 

Εθνικιστικά και αποσχιστικά κινήματα στράφηκαν προς την Ορθοδοξία και τα θρησκευτικά της σύμβολα, προκειμένου να εξασφαλίσουν στήριξη για τους πολιτικούς τους στόχους. Παράλληλα με τη διαδικασία οικοδόμησης των εθνών, ένα παρόμοιο «αυτονομιστικό» φαινόμενο παρουσιάστηκε με θρησκευτικούς όρους, το οποίο θα μπορούσε να περιγραφεί και ως δημιουργία εκκλησιών. Αυτό το «αυτονομιστικό» φαινόμενο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία Αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών, μεταξύ άλλων στην Ελλάδα (1833), τη Σερβία (1832), την Εξαρχία της Βουλγαρίας (1870), τη Ρουμανία (1885) κλπ.

Η συγχώνευση εθνοτικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων δημιούργησε ένα πρότυπο εκκλησιαστικών κοινοτήτων με βάση την εθνικότητα, σε αντίθεση με το παραδοσιακό σχήμα της κοινωνίας τοπικών εκκλησιών με βάση την γεωγραφική περιοχή.

Όντας μη ικανοποιημένοι με την ίδρυση παράλληλων ενοριών ή ακόμη και μητροπόλεων σε περιοχές που διοικούνται από τοπικές Εκκλησίες στην Ορθόδοξη Διασπορά, οι εκκλησίες αυτές έθεσαν τις εθνοκεντρικές προτεραιότητες πιο πάνω και από την πνευματική ενότητα της Ορθόδοξης κοινωνίας, αν και η ποιμαντική φροντίδα που παρέχεται στα μέλη με παρόμοια εθνοτική καταγωγή δεν μπορεί να αποκλειστεί τελείως. 

Η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως το 1872 καταδίκασε επισήμως αυτή την τάση του φυλετισμού και των διακρίσεων (που ονομάζεται επίσης εθνοφυλετισμός). Παρά την συνοδική όμως καταδίκη, η καθιέρωση της Ορθοδοξίας ως βασικό σύμβολο της εθνικής ταυτότητας έχει εξαπλωθεί σε όλη την Νοτιοανατολική Ευρώπη. Μία από τις κύριες προκλήσεις για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο είναι να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό, το οποίο υπονομεύει την ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών και συμβάλλει στον κατακερματισμό της.

Β. Η διευθέτηση γεωπολιτικών εντάσεων

Ο Ορθόδοξος χριστιανισμός είναι μια γεωπολιτική πραγματικότητα. Η δικαιοδοσία αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της κανονικής λειτουργίας της. Οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι εδαφικές μονάδες που διαμορφώθηκαν διοικητικά σε ιστορικά δίκτυα. Η εδαφική κυριότητα δεν αποτελεί μόνο χώρο κανονικού δικαίου, αλλά έχει σταδιακά ενσωματωθεί στις θρησκευτικές, εθνοτικές και εθνικές ταυτότητες. Οι Ορθόδοξες εκκλησίες συνεχίζουν να υποστηρίζουν τα συμφέροντα των χωρών καταγωγής τους, εξυπηρετόντας τα ως κέντρα επιρροής. Η Ορθοδοξία συχνά θεωρείται ως μέρος της ήπιας διπλωματίας της εθνικής κυβέρνησης, ιδιαίτερα σε διεθνές επίπεδο.

Πολλά από τα ζητήματα που τέθηκαν κατά τη διάρκεια της προσυνοδικής διαδικασίας είχαν γεωπολιτικές επιπτώσεις, οι οποίες ανάγκασαν τους Προκαθημένους να αντιμετωπίσουν ανοικτά θέματα τοπικής αυτοδιοικήσεως και εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας.

Όσον αφορά τις γεωπολιτικές εντάσεις, το κύριο ζήτημα παραμένει εκείνο της Ορθοδοξης διασποράς. Λόγω των μεταναστευτικών ροών όλο τον 20ο αιώνα, το κέντρο βάρους της Ορθοδοξίας μετατοπίστηκε από τον παραδοσιακό ορθόδοξο κόσμο σε μη-ορθόδοξες χώρες, ειδικά στη Δύση.

Η πραγματικότητα αυτή, σε συνδυασμό με τη σημερινή νέα γεωπολιτική πραγματικότητα, έχει σε μεγάλο βαθμό βαρύνει την προσυνοδική διαδικασία. Παράγει εντάσεις, ή ακόμα και αντιθέσεις, μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Primus inter Pares, της πρώτης μεταξύ ίσων στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουππόλεως.

Γ. Η αντιμετώπιση του φονταμενταλισμού

Ο Ορθόδοξος φονταμενταλισμός αποτελεί μια άλλη πρόκληση που δημιουργεί ιδιαίτερη ανησυχία. Κατά τον καθ. Γεώργιο Δημακόπουλο του Πανεπιστημίου Fordham των ΗΠΑ, «όπως και άλλα φονταμενταλιστικά κινήματα, ο Ορθόδοξος φονταμενταλισμός συνοψίζει όλη τη θεολογική διδασκαλία σε ένα υποσύνολο θεολογικών αξιωμάτων και στη συνέχεια μετρά την αξία των άλλων σύμφωνα με αυτά». 

Το θέμα είναι πόση επιρροή θα έχει αυτό το πιο ριζικά συντηρητικό τμήμα στις αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Σύνοδου σε θέματα όπως τα κανονικά κωλύματα γάμου, τις σχέσεις με τις ετερόδοξες εκκλησίες και την οικουμενική κίνηση; Οι αποφάσεις αυτές θα είναι το αποτέλεσμα έντονων διαπραγματεύσεων. Στο πρόσφατο παρελθόν, οι πιο συντηρητικές αυτές φωνές έχουν αποδειχθεί ότι είναι αρκετά ισχυρές, ειδικά σε θέματα όπως οι οικουμενικές σχέσεις.

Λόγω του γεγονότος ότι όλες οι αποφάσεις της Πανορθοδόξου πρέπει να λαμβάνονται ομόφωνα, η φονταμενταλιστική μειονότητα θα μπορούσε να ασκήσει βέτο, να ασκήσει πίεση στην διαδικασία, και να επηρεάσει την τελική διατύπωση. Ο Ορθόδοξος φονταμενταλισμός συχνά χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο και προκαλεί τη δημιουργία νέων συμμαχιών, καθιστώντας έτσι τον δύσκολο στόχο της συνέχισης της Ορθόδοξης ενότητας πιο περίπλοκη.

Στην καλύτερη περίπτωση οι φονταμενταλιστές θα συμβάλουν στο μήνυμα της ενότητας της Πανορθοδόξου, ενώ στη χειρότερη θα μπορούσαν να μετατρέψουν τη διαδικασία σε μια σύγκρουση πολιτισμών, σε ένα σχίσμα, και να αρχίσει θεολογική διχογνωμία παρόμοια με εκείνην που σημειώθηκε κατά την Β΄Βατικανή Σύνοδο. 

***



Η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τον Ιούνιο, παρά τις διάφορες εντάσεις θα στείλει ένα ισχυρό μήνυμα ενότητας. Το αν θα γίνει ή όχι θα αποφασιστεί από τη Σύναξη των Προκαθημένων που συνεδριάζει αυτές τις μέρες. Τριακόσια εκατομμυρίων Ορθοδόξων σε όλο τον κόσμο και αμέτρητοι φίλοι τους περιμένουν την απόφασή τους.