Αφιέρωμα στην 28ετία
της πατριαρχίας της Α.Θ.Π. του Πατριάρχου μας
Περί της
αντικανονικότητος της «Υπερόριας Δικαιοδοσίας» της ρωσικής πατριαρχίας
Κανονική
απόφανση του 1927 του Αλεξανδρείας Μελετίου Β΄
Τραγικότατες ήταν οι ημέρες επικρατήσεως το 1917 των ακραίων επαναστατών
στην Ρωσία. Οι άφρονες επαναστατικές θεωρίες κατέστησαν την Εκκλησία
εχθρό του λαού και ο φθόνος, το μίσος και η αρχομανία
παρέσυρε τα πλήθη στην κατάλυση κάθε αξίας της ζωής στην στυγερή εξολόθρευση
παντός αντιφρονούντος θρησκευτικού λειτουργού και θρησκευόμενου. Το
μένος των Μπολσεβίκων απείλησε την ζωή ποιμένων και ποιμαινόμενων και όσοι
είχαν την δυνατότητα έφυγαν εκ της πατρίδος τους αναζητούντες σωτηρία.
Αρκετοί κατέφυγαν στο σλαβογενές σερβικό κράτος και μάλιστα στην
ιστορική πόλη του Κάρλοβιτς όπου το 1699 υπογράφηκε η Συνθήκη που σημάδεψε
την αρχή της Οθωμανικής παρακμής.
Τότε αναδείχθηκε η Αυστρία
κυρίαρχη δύναμη της κεντρικής Ευρώπης μέχρι που το 1918 διαλύθηκε
και συγκροτήθηκαν τα νεότερα κράτη της περιοχής, της Σερβίας, της Ουγγαρίας,
της Σλοβακίας, της Δαλματίας και της Τρανσυλβανίας που αποτέλεσαν
από το 1923 την Γιουγκοσλαβία.
Στο Κάρλοβιτς συγκεντρώθηκαν πολλοί αρχιερείς και παλαιοί στρατιωτικοί
εραστές του τσαρικού μεγαλείου κοντά στον φυλετικά συγγενικό λαό των
Σέρβων. Εκεί, με την άδεια του μητροπολίτη Βελιγραδίου και πατριάρχη των
Σέρβων Δημητρίου (1920-!930) συνέρχεται ένα «Αρχιερατικό Συμβούλιο» που
αποφασίζει την μεταφορά από τη Σταυρούπολη της Νοτιοδυτικής Ρωσίας της «Προσωρινής
Ανώτατης Εκκλησιαστικής Διοικήσεως» στο έδαφος της σερβικής
Μητροπόλεως του Καρλοβιτσίου, υπό τον πρώην Κιέβου Αντώνιο. Οι εκπατρισθέντες
Ρώσοι επικαλέστηκαν τον 38ον κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής
Συνόδου περί των προνομίων των εμπερίστατων Κυπρίων ιεραρχών να εγκατασταθούν
στην Ελληνοπόντιον επαρχίαν της Μητροπόλεως Κυζίκου και να συστήσουν την
νέαν «Ιουστινιανούπολη». Όμως η συσταθείσα εκεί Ιερά Σύνοδος ξεπέρασε τα
όρια της Εκκλησίας των Σέρβων και επιδίωξε κατά την τσαρική κακόδοξη
Εκκλησιολογία αυθαίρετη «Υπερόρια Δικαιοδοσία» επί των «εμιγκρέδων»,
δηλαδή των αυτοεξόριστων Ρώσων φυγάδων στην Δυτική Ευρώπη.
προς σύσταση «Υπερόριας Συνοδικής Διοικήσεως». Οι εκ Ρωσίας
διασπαρέντες στην Ευρώπη αρχιερείς, χωρίς ορθόδοξα εκκλησιολογικά
κριτήρια επιδιώκουν να ανασυστήσουν εκεί αυθαίρετα την διαλυθείσα «Αυτοκρατορική
Εκκλησία»! Όμως, στην Ευρώπη κανονικά είχε συστήσει το Οικουμενικό
Πατριαρχείο στην Ιταλία εκ παλαιού την Μητρόπολη Φιλαδελφείας (Βενετία) και
μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω του διωγμού του ποιμνίου του εκ της
Ανατολής, δύο νέες Μητροπόλεις με ευρεία περιφέρεια δικαιοδοσίας, όπως την Μητρόπολη
Θυατείρων με έδρα το Λονδίνο και την Μητρόπολη Κεντρώας Ευρώπης με έδρα την
Βιέννη.
Τότε ο πατριάρχης Μόσχας Τύχωνας λόγω των διωγμών και της
αδυναμίας αμέσου επικοινωνίας κατέστησε ελεύθερο της κανονικής εξαρτήσεως του
τον ενδιατρίβοντα στο Βερολίνο αρχιεπίσκοπο Βολυβίας Ευλόγιο Γκερογκιέφσκυ, ο
οποίος το 1920 μετέβη στο Φανάρι και εκτιμήθηκε η προσωπικότητά του. Μετά ο ίδιος
επισκέφθηκε τους ομογενείς του ιεράρχες στο Κάρλοβιτς και εκεί
διαπίστωσε τους αλυσιτελείς σχεδιασμούς των συναθροισθέντων και το
1921 ζήτησε επαφή με τους εμιγκρέδες Ρώσους της Γαλλίας που τον
μετακάλεσαν στο Παρίσι. Το 1922 ο Τύχων τον κατέστησε μητροπολίτη.
αλλά εκείνος επιδίωξε να ασχοληθεί πλέον με την εκπαίδευση του ορθοδόξου
κλήρου. Πλησίον του άρχισαν να συγκεντρώνονται πολλοί
διαφυγόντες εκ της Ρωσίας ακαδημαϊκού επιπέδου κληρικοί και
θεολόγοι που άρχισαν να παραδίδουν διαλέξεις περί κλάδων της ορθοδόξου
θεολογίας που εκτιμήθηκαν πολύ. Ο μητροπολίτης Ευλόγιος εξασφάλισε μόνιμη στέγη
από Λουθηρανούς και ιδρύθηκε το 1927 «το Ινστιτούτο Ορθοδὀξου Θεολογἰας του Αγἰου
Σεργίου» μέσα στα όρια της συσταθείσας το 1922 Μητροπόλεως Θυατείρων και
Μεγάλης Βρεταννίας. Τότε η σύσταση αυτής της θεολογικής κυψέλης προκάλεσε
το ενδιαφέρον της Συνόδου του Καρλοβιτσίου και θέλησε να την προσεγγίσει,
ενώ ο μητροπολίτης Ευλόγιος είχε απομακρυνθεί από εκείνους από το 1926 και
τούτου αρνηθέντος τον κατέστησαν υπόδικον!
Το Φανάρι το 1927 ζούσε την πρώτη φάση της Μεταλωζάννειας αιχμαλωσίας του και αδυνατούσε να παρέμβει στην διένεξη μεταξύ των δύο ομογενών μητροπολιτών και την παρέπεμψε την υπόθεση στον σοφό περί το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας μας και έμπειρο των ρωσικών νεολογισμών και διενέξεων, πρώην Κων/πόλεως και τότε πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο Β΄ τον Μεταξάκη (1926-1935), τον μέχρι σήμερα εμπαθώς υβριζόμενον από φαιδρούς και αδιάβαστους, για την πολλαπλή διακονία του στην Εκκλησία.
Τα μέλη του Αρχιερατικού Συνεδρίου στο Κάρλοβιτς υπό τον πρ. Κιέβου Αντώνιο. |
Το Φανάρι το 1927 ζούσε την πρώτη φάση της Μεταλωζάννειας αιχμαλωσίας του και αδυνατούσε να παρέμβει στην διένεξη μεταξύ των δύο ομογενών μητροπολιτών και την παρέπεμψε την υπόθεση στον σοφό περί το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας μας και έμπειρο των ρωσικών νεολογισμών και διενέξεων, πρώην Κων/πόλεως και τότε πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο Β΄ τον Μεταξάκη (1926-1935), τον μέχρι σήμερα εμπαθώς υβριζόμενον από φαιδρούς και αδιάβαστους, για την πολλαπλή διακονία του στην Εκκλησία.
Ο Μελέτιος ξεκίνησε από
την Αντιόχεια, Κύπρο, Άγιον Όρος, Ελλάδα και Κων/πολη τη διακονία του και
ήταν δόκιμος κανονολόγος και προσωπικά έμπειρος γνώστης της
επιθετικότητος εκ Ρωσίας προς εξαγορά των Αραβοφώνων της Μ. Ανατολής.
Ο τότε δευτερόθρονος Πατριάρχης, ως εκ τιμής «κριτής της Οικουμένης»,
ανέλαβε τους φακέλους από το Φανάρι προς μελέτη της υποθέσεως και
ύστερα από διάσκεψη μετά των μελών της Ιεράς του Συνόδου εξήτασε την διένεξη ως
εμβριθής γνώστης των μετά το 1870 πεπραγμένων του ρωσικού εθνοφυλετισμού στην
Μέση Ανατολή και το Άγιον Όρος και τις Η.Π.Α και έπεμψε την απόφανσή του προς
τον πρ. Κιέβου Αντώνιον «και τους συν αυτώ Ρώσσους αρχιερείς» με Κανονικήν
Επιστολήν (Εξ Αλεξανδρείας την 22/9 Ιουλίου 1927 δημοσιευθείσα στο
περιοδικό «Πάνταινος» Αλεξανδρείας, τ. 1927. σελ. 514-516 και στην «Ορθοδοξία» Κπ.
τ. ΚΓ΄,1948, σελ. 228-231). Σε αυτήν μελέτησε:
1. Ποία η υπόσταση
αυτής ταύτης της Ρωσικής Συνόδου εμφανιζόμενης στο Κάρλοβιτς ως εκκλησιαστική
αρχή των έξω των ορίων της Ρωσίας ορθοδόξων φυγάδων κατά τους αποστολικούς και
Συνοδικούς κανόνες.
2.
Εξήτασε την κανονική
αξία των αποφασισθέντων διοικητικών και νομικών αποφάσεων περί του
μητροπολίτη
Ευλογίου και κατέληξε στο «ανυπόστατο πάσης ανεξέλεγκτης υπερόριας
δικαιοδοσίας», δεδομένου ότι από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και «εκ
παλαιού» κάθε αποστολική καθέδρα Πατριαρχείου ή ανεξάρτητη τοπική
Εκκλησία ἐχει εξ ορισμού της υποστάσεώς της κανονικόν όριο ασκήσεως της
διαποιμάνσεως της υπό τον ένα επίσκοπο, τον οποίον αυτός δεν δύναται να
υπερβεί. Οι Ιεροί Κανόνες και η Ιστορία της Εκκλησίας δεν αναγνωρίζουν
ουδαμού «υπερόρια Εκκλησία» και στηρίζουν στην εντολή «μη μεταίρειν
όρια αιώνια, τα οποία προ ημών έθεντο οι Πατέρες» και ενδεικτικός είναι ο
35ος Αποστολικός Κανόνας που απειλεί ποινή «κατά των τολμούντων έξω
των εαυτών όρων ποιήσουν χειροτονίας» και με τον 2ο κανόνα της Β΄
Οικουμενικής Συνόδου οι επίσκοποι μιάς διοικήσεως δεν επιτρέπεται να
«υπερβαίνουν
τα όρια της διοικήσεώς τους και μεταβαίνουν άκλητοι σε άλλην διοίκηση
ίνα «μη συγχέειν τας εκκλησίας» και διαταράσσεται η
ειρήνη της ενότητός των. Στους προγεγραμμένους και φυλαττόμενους
κανόνες
περί διοικήσεως μόνον μία και μοναδική υπάρχει εξαίρεση από την Δ΄
Οικουμενική Σύνοδο δια τον αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως καταγεγραμμένη στον
28ον
κανόνα της. Είναι ο μόνος Πατριάρχης που έχει υπερόριο καθήκον να
μεριμνά
τις κανονικές υποθέσεις των «εν τοις βαρβαρικοίς έθνεσι εκκλησιών» και
ουδείς άλλος Πατριάρχης ή αρχιεπίσκοπος. Απόδειξη έμπρακτη είναι
ότι μόνον
μέσα στην δικαιοδοσία του Κων/πόλεως συνεστήθησαν από τον 16ον αιώνα
νεογενείς ελεύθερες διοικήσεις (αυτοκεφαλίες) και ουδαμού αλλού
παρουσιάζονται και μάλιστα εκείνες που ακάνονα συνεστήθησαν
από δοτή και δευτερογενή πατριαρχία, παραμένουν εσαεί ακοινώνητες στα
Ιερά
Δίπτυχα της Ορθοδοξίας (Ιεροί Κανόνες. Αμίλκ. Αλιβιζατου, β΄εκδ. 1949
Αθήναι σελ. 35-36).
Ουδαμού στην Εκκλησιαστική Ιστορία αναφέρονται σχολάζοντες αρχιερείς να συγκροτούν εκκλησιαστική αρχή όπως είναι η Σύνοδος του Καρλοβιτσίου, γιατί όσοι αντιποιούνται δικαιώματα κανονικής τελείας Συνόδου και κατέχουν και ασκούν εξουσία μη εξαιρούμενων και των «Πρώτων» της Κων/πόλεως και της Αντιοχείας εκτός του καθωρισμένου κλίματός τους, τιμωρούνται με την ποινή καθαιρέσεως (16ος Κανόνας της Αντιόχειας). Η αντιποίηση κανονικών δικαιωμάτων δίχα αποφάνσεως τελείας Συνόδου, είναι πράξη κολάσιμη εκκλησιαστικά. Επειδή η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος είχε αναγνωρίσει το αυτοκέφαλο της Κύπρου κρίθηκε ορθό να μοιραστεί η μεγάλη επαρχία της Κυζίκου ώστε να διατηρηθεί εν εξορία ως ανεξάρτητη επαρχία για να εγκατασταθεί ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου με το πλήρωμά του σε «ενόριο» χώρο και προς τούτο διατυπώθηκε ο 9ος Κανόνας της Πενθέκτης. Ο πατριάρχης της Σερβίας μπορούσε να παραχωρήσει την Σιρμία επαρχία του με την πόλη του Καρλοβιτσίου στον Κιέβου Αντώνιο για να οργανώσει αυτός εκεί επαρχιακή Σύνοδο υποκείμενη στον πατριάρχη Βελιγραδίου Δημήτριο, αντί της «κινήσεως κεφαλής» στους ανά την οικουμένη λαούς και λειτουργούσα ως παρασυναγωγή προς διασάλευση της τάξεως της Εκκλησίας. Η θλιβερή εξέλιξη μετά τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον της ιστορίας της δήθεν «Εκκλησίας» του Καρλοβιτσίου, είχε πλήθος θλιβερών εξελίξεων εις χείρας αλλοτρίας με σιμωνικές χορηγήσεις της Αρχιερωσύνης και άλλες αντιεκκλησιαστικές πράξεις που πρόσφατα ανεξέλεγκτα συγχωρήθηκαν υπό της ρωσικής πατριαρχίας. Έτσι ενώ το έργο του μητροπολίτη Ευλογίου φωταγώγησε την Εσπερία με προσωπικότητες που έδωσαν μαρτυρία του ορθοδόξου πνεύματος και πολλούς εκκλησιαστικούς και θεολογικούς στοχασμούς που ενίσχυσαν το οικουμενικό κύρος της Εκκλησίας μας, ενώ τα υπερόρια σκιρτήματα των απογόνων των Καρλοβιτσιανών μόνον σκάνδαλα και φαντασιοδοξίες πρόσφεραν όπου άνθισαν, όπως σε μας οι τρίβολοι των δήθεν «γνησίων»οπαδών της «ψευδοδοξίας» κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ουδαμού στην Εκκλησιαστική Ιστορία αναφέρονται σχολάζοντες αρχιερείς να συγκροτούν εκκλησιαστική αρχή όπως είναι η Σύνοδος του Καρλοβιτσίου, γιατί όσοι αντιποιούνται δικαιώματα κανονικής τελείας Συνόδου και κατέχουν και ασκούν εξουσία μη εξαιρούμενων και των «Πρώτων» της Κων/πόλεως και της Αντιοχείας εκτός του καθωρισμένου κλίματός τους, τιμωρούνται με την ποινή καθαιρέσεως (16ος Κανόνας της Αντιόχειας). Η αντιποίηση κανονικών δικαιωμάτων δίχα αποφάνσεως τελείας Συνόδου, είναι πράξη κολάσιμη εκκλησιαστικά. Επειδή η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος είχε αναγνωρίσει το αυτοκέφαλο της Κύπρου κρίθηκε ορθό να μοιραστεί η μεγάλη επαρχία της Κυζίκου ώστε να διατηρηθεί εν εξορία ως ανεξάρτητη επαρχία για να εγκατασταθεί ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου με το πλήρωμά του σε «ενόριο» χώρο και προς τούτο διατυπώθηκε ο 9ος Κανόνας της Πενθέκτης. Ο πατριάρχης της Σερβίας μπορούσε να παραχωρήσει την Σιρμία επαρχία του με την πόλη του Καρλοβιτσίου στον Κιέβου Αντώνιο για να οργανώσει αυτός εκεί επαρχιακή Σύνοδο υποκείμενη στον πατριάρχη Βελιγραδίου Δημήτριο, αντί της «κινήσεως κεφαλής» στους ανά την οικουμένη λαούς και λειτουργούσα ως παρασυναγωγή προς διασάλευση της τάξεως της Εκκλησίας. Η θλιβερή εξέλιξη μετά τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον της ιστορίας της δήθεν «Εκκλησίας» του Καρλοβιτσίου, είχε πλήθος θλιβερών εξελίξεων εις χείρας αλλοτρίας με σιμωνικές χορηγήσεις της Αρχιερωσύνης και άλλες αντιεκκλησιαστικές πράξεις που πρόσφατα ανεξέλεγκτα συγχωρήθηκαν υπό της ρωσικής πατριαρχίας. Έτσι ενώ το έργο του μητροπολίτη Ευλογίου φωταγώγησε την Εσπερία με προσωπικότητες που έδωσαν μαρτυρία του ορθοδόξου πνεύματος και πολλούς εκκλησιαστικούς και θεολογικούς στοχασμούς που ενίσχυσαν το οικουμενικό κύρος της Εκκλησίας μας, ενώ τα υπερόρια σκιρτήματα των απογόνων των Καρλοβιτσιανών μόνον σκάνδαλα και φαντασιοδοξίες πρόσφεραν όπου άνθισαν, όπως σε μας οι τρίβολοι των δήθεν «γνησίων»οπαδών της «ψευδοδοξίας» κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ο Μητροπολίτης Ευλόγιος |
Τιθέμενος ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Β΄ υπεράνω παντός προσώπου και
μερίδος αποφάνθηκε με βάση στην ολότητά του τον 2ο κανόνα της Β΄
Οικουμενικής Συνόδου.
1. Η
απαρτισθείσα υπό τον Κιέβου Αντώνιο στο Κάρλοβιτς και αυτοκαλούμενη Αρχιερατική
Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας στο Εξωτερικό είναι αντικανονική, ως
άντικρυς αντικείμενη εις τους Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνες
και την πράξη της Εκκλησίας.
2. Ο
Μακαριώτατος Πατριάρχης Σερβίας δικαιούται ν’ αναγνωρίσει εις τους
Ρώσους μητροπολίτες και επισκόπους το δικαίωμα του διδάσκειν και ιερουργείν
εντός του Σερβικού εδάφους και μόνον.
3. Ουδεμίαν
εξουσίαν έχουν να χειροτονούν και εγκαθιστούν αρχιερείς επί των
βαρβαρικών χωρών και εν γένει εκτὀς της Ρωσίας, εις επαρχίας κανονικώς
υπαγομένας εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως εν Ευρώπη, ένθα υπάρχει ήδη
κανονική Αρχιερατική Αρχή νομίμως εγκατεστημένη .
4. Ουδέν
δικαίωμα έχει να καλεί τον μητροπολίτη Ευλόγιο εις απολογίαν και να δικάζει και
καταδικάζει αυτόν, υπαγόμενον εις την Σύνοδον της περιφερείας εις την οποίαν η
χώρα εκκλησιαστικά υπάγεται.
5. Ο
μητροπολίτης Ευλόγιος, αντικανονικώς εγκατεστάθη εις Παρισίους ἐνθα άλλος
ορθόδοξος αρχιερεύς υπήρχε νόμιμα εγκαταστημένος.
Προς διασφάλιση της
εκκλησιαστικής διακονίας και του έργου της ορθοδόξου θεολογικής παρουσίας
στη Δυτική Ευρώπη του μητροπολίτη Ευλογίου, ο Πατριάρχης Κων/πόλεως
Φώτιος ο Β΄ συνέστησε με Τόμο στις 17 Φεβρουαρίου 1931 την Εξαρχία των
Ρώσων της Δυτικής Ευρώπης, την οποίαν εύορκα διοίκησε ο Ευλόγιος μέχρι του
θανάτου του στις 8 Αυγούστου του 1946, αφού ανέδειξε σε καθίδρυμα ακαδημαϊκού
κύρους το Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, παρά την οδόν Κριμαίας
του βόρειου Παρισιού. Την αίγλη της Σχολής αυτής επεδίωξε να πλησιάσει
μεταπολεμικά και το Πατριαρχείο Μόσχας ιδρύοντας αντικανονικά μία «υπερόρια»
δική του «Εξαρχία», στην οποία το 1962 έθεσε επικεφαλής τον
αρχιεπίσκοπον Σούροζ Αντώνιο Μπλούμ, συνεχίζοντας από το 1952 την
έκδοση του τριμηναίου περιοδικού «Αγγελιοφόρος» και συνιστώντας το
εργαστήριο μελέτης και σπουδής της θεολογίας της ορθοδόξου εικονογραφίας υπό
τον Λεωνίδα Ουσπένσκυ.
Οι «Εξαρχίες» και οι «Αυτοκεφαλίες» που
αυτόβουλα συνέστησε η Εκκλησία της Ρωσίας, εκτός των κανονικά καθορισμένων ορίων
παρά τους Ιερούς Κανόνες είναι πράξεις ανατρεπτικές της κανονικής Τάξεως. Ο
θρόνος της Εκκλησίας Κων/πόλεως είναι ακλόνητος γιατί το αληθινό και το
δίκαιο από τη φύση τους έχουν θεϊκή και μεγαλύτερη δύναμη από το ψέμα και το
άδικο.