Η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου στην Ιεραρχία για το Ουκρανικό
ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ ΜΑΚΑΡΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΑΘΗΝΩΝ
ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ
(12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019)
ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ
Σεβασμιώτατοι
ἀδελφοί,
Ἡ
Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας ἠσχολήθη ἐντατικῶς μέ τό θέμα τῆς «Αὐτοκεφαλίας»
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Κατάληξις ὅλων αὐτῶν τῶν σκέψεων, ἀπόψεων καί
συζητήσεων ἦταν ἡ παραπομπή του στίς Συνοδικές Ἐπιτροπές τῆς Ἐκκλησίας μας: α)
τήν ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν ζητημάτων καί β) τήν ἐπί τῶν Διορθοδόξων
καί Διαχριστιανικῶν, ὥστε ἀπό κοινοῦ νά εἰσηγηθοῦν δεόντως πρός τήν Ἱερά Σύνοδο
(βλ. Δελτίο Τύπου Δ.Ι.Σ., 7ης Μαρτίου 2019).
Πρός
τόν σκοπό αὐτό, μάλιστα, ὅλες οἱ λαμβανόμενες ἐπιστολές καί τά σχετικά κείμενα,
πού ἐλαμβάνοντο, διεβιβάζοντο στίς δύο αὐτές Ἐπιτροπές, προκειμένου νά ληφθοῦν ὑπ’
ὄψιν κατά τήν ἐξέταση τοῦ ζητήματος.
Ἀναφορά
στό «Οὐκρανικό» ἔγινε καί σέ ἄλλες συνεδριάσεις τῆς Δ.Ι.Σ.
α.
Στίς 2 Ἀπριλίου μέ ἀφορμή τήν ἐπίσκεψη ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν καί τήν σχετική ἐνημέρωση πού ἔγινε
περί αὐτῆς στά μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
β.
Στίς 22 καί στίς 23 Μαΐου μέ ἀφορμή τό Γράμμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.
Ὀνουφρίου, διά τοῦ ὁποῖου προσεκλήθη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά συμμετάσχει στήν
ὀνομαστική του ἑορτή. Καί
γ.
Στίς 27 Ἰουνίου καί στίς 27 Αὐγούστου, πού ἀνεγνώσθησαν οἱ σχετικές ἐπιστολές
τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυθήρων κ. Σεραφείμ.
Ἐν τῷ
μεταξύ, τήν 13η Αὐγούστου ἡ Ἀρχιγραμματεία ἔλαβε τό Κοινό Πόρισμα τῶν δύο
Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν (Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων καί Διορθοδόξων καί
Διαχριστιανικῶν Σχέσεων) καί τό Εἰσηγητικό Σημείωμα ὑπό τόν τίτλο «Τό ζήτημα τῆς
κανονικῆς δικαιοδοσίας στήν Ἱερά Μητρόπολη Κιέβου», τά ὁποῖα καί ἀνεγνώσθησαν
κατά τήν διάρκεια τῆς συνεδριάσεως τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 28ης Αὐγούστου,
ἐπί παρουσίᾳ καί τῶν Σεβασμιωτάτων Προέδρων τῶν δύο Ἐπιτροπῶν, Μητροπολίτου
Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καί Σουφίου κ. Δαμασκηνοῦ καί Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ
κ. Ἰγνατίου.
Ἡ
συζήτηση περί τοῦ Οὐκρανικοῦ στήν ἐν λόγῳ συνεδρία τῆς 28ης Αὐγούστου διήρκεσε
τρεῖς ὧρες καί οἱ δύο ἅγιοι ἀδελφοί Διδυμοτείχουν καί Δημητριάδος, ὡς ἐξετάσαντες
λεπτομερῶς τό θέμα μετά τῶν ὑπολοίπων μελῶν τῶν περί αὐτούς Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν,
ἀπήντησαν σέ ὅλα τά ζητήματα, τά ὁποῖα ἐτέθησαν ἀπό τούς ἁγίους Συνοδικούς, ἕκαστος
τῶν ὁποίων ἐτοποθετήθη καί προσωπικῶς ἐπί τοῦ θέματος κατά τήν διάρκειαν τῆς
συνεδριάσεως.
Τό
πόρισμα τῶν δύο Ἐπιτροπῶν, τό ὁποῖο εὑρίσκεται στή διάθεση κάθε ἀδελφοῦ πού ἐπιθυμεῖ
νά τό μελετήσει, κατέληξε στίς ἑξῆς ἐξ ἐπόψεως νομοκανονικῆς βασικές θέσεις:
α. Οὐδέποτε
τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον παρεχώρησεν εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας τήν
δικαιοδοσίαν του ἐπί τῆς Μητροπόλεως Κιέβου. Ἀνέθετο εἰς τόν Μόσχας ἐπιτροπικῶς
διά Πράξεως τοῦ 1686 «ἵνα ἔχῃ ἐπ’ ἀδείας» καί μόνον τό δικαίωμα τοῦ χειροτονεῖν
καί ἐνθρονίζειν τόν ἑκάστοτε, ὑπό Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως, ἐκλεγόμενον
Μητροπολίτην Κιέβου, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νά μνημονεύει πρωτίστως τοῦ ὀνόματος τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου (Κανών 120 Καρθαγένης).
β. Τό
Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἔχει τό προνόμιον τῆς «ἐκκλήτου προσφυγῆς» καί παρά Ἀρχιερέων
ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος, ἐάν καί ἐφ’ ὅσον ὁ ἐκκαλῶν Ἀρχιερεύς ἤθελε ὑποβάλῃ
σχετικόν αἴτημα (βλ. Φιλάρετος, Μακάριος) (Κανόνες 9 καί 17 Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου).
γ. Ὁ
Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶχε καί ἔχει πάντοτε ἀπαραμείωτον τό κανονικόν
δικαίωμα οὐχί μόνον ὅπως μεριμνᾶ ὀφειλετικῶς διά τήν ὑποστήριξιν τῶν ἐμπεριστάτων
ἤ δοκιμαζομένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί τήν δεσμίαν κανονικήν ὑποχρέωσιν ὅπως
ἀναλαμβάνῃ ἐγκαίρως ὅλας τάς ἀναγκαίας πρωτοβουλίας διά τήν πρόληψιν, τήν ἀποτροπήν
ἤ τήν θεραπείαν τῶν ἐπικινδύνων ἀπειλῶν ἤ δοκιμασιῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ των
σώματος. Ἄλλωστε, ἡ ὅλη ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἤτοι τόσο σέ εὐτυχεῖς,
ὅσο καί εἰς χαλεπούς καιρούς, ἀποτελεῖ ἐν τοῖς πράγμασι μαρτυρίαν τῆς πάντοτε ἀνιδιοτελοῦς
ἤ και θυσιαστικῆς προσφορᾶς του πρός ὅλας τάς ἐμπεριστάτους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας.
δ. Τό
Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἔχει κανονικόν προνόμιον αὐτό μόνον νά ἀνακηρύσσει τό
αὐτοκέφαλον τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (βλ. Γεωργίας 1990. Τσεχίας
1998. Πολωνίας 1924. Ἀλβανίας 1937. Ἑλλάδος 1850. Σερβίας 1878. Ρουμανίας 1885.
Βουλγαρίας 1945 κ.λπ.).
Δυστυχῶς,
ἐπειδή τό Πατριαρχεῖον Μόσχας ἀπουσίασεν ἀπό τάς ἐργασίας τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης,
κατά τό 2016, δέν ἐδόθη ἡ δυνατότης συζητήσεως τοῦ θέματος τῆς χορηγήσεως τοῦ αὐτοκεφάλου
καί οὕτως ἐχάθη ἡ εὐκαιρία ὅπως συναποφαίνεται μετά τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν διά
τήν χορήγησίν του.
ε.
Κατά τό ἄρθρον 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος,
πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὑπάρχει ἀναπόσταστα ἑνωμένη
δογματικά μέ τήν Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης καί μέ κάθε ἄλλη ὁμόδοξη
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· τηρεῖ ἀπαρασάλευτα, ὅπως ἐκεῖνες, τούς ἱερούς ἀποστολικούς
καί συνοδικούς κανόνες καί τίς ἱερές παραδόσεις. Εἶναι αὐτοκέφαλη, διοικεῖται ἀπό
τήν Ἱερά Σύνοδο τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερέων καί ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο πού
προέρχεται ἀπό αὐτή καί συγκροτεῖται ὅπως ὁρίζει ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας,
μέ τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς κθ΄ (29) Ἰουνίου 1850 καί τῆς
Συνοδικῆς Πράξης τῆς 4ης Σεπτεμβρίου 1928».
Καί
κατέληγε τό κοινόν Πόρισμα τῶν δύο Ἐπιτροπῶν στά ἑξῆς:
«Κατόπιν
τῶν ἀνωτέρω θεωρήσαντες τό θέμα τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἐξ
ἐπόψεως κανονικῆς, οὐ μήν ἀλλά καί νομικῆς, εὐσεβάστως εἰσηγούμεθα ὅτι οὐδέν τό
κωλῦον τήν ἀναγνώρισιν τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας καί τήν ἀπόλυτον
ἐναρμόνισιν καί συμπόρευσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου».
Κατόπιν
τούτων, ὅπως ἀνεγράφη καί στό Δελτίο Τύπου τῆς 28ης Αὐγούστου, ἡ Διαρκής Ἱερά
Σύνοδος μετά ἀπό ἐκτενῆ συζήτηση ἀνεγνώρισε «τό κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν παραχώρηση
τοῦ Αὐτοκεφάλου, καθώς καί τό προνόμιον τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
νά χειρισθεῖ περαιτέρω τό ζήτημα τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας».
*
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι ἡ διοικητική ὀργάνωσις τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τῶν ἀποστολικῶν ἤδη
χρόνων ἀπεσκόπει εἰς τήν διαφύλαξιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἰς τοπικήν,
περιφερειακήν καί οἰκουμενικήν προοπτικήν καί εἰς τήν πρόληψιν ἤ ἀποτροπήν τῶν
αἱρετικῶν ἤ σχισματικῶν ἀπειλῶν διά τήν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι ἡ διοικητική ὀργάνωσις τῆς Ἐκκλησίας συνεδέθη πάντοτε ἀρρήκτως
πρός τόν συνοδικόν θεσμόν διά νά βεβαιοῦται συνεχῶς ἡ ἀποστολική διαδοχή
πίστεως καί τάξεως. Ἄλλωστε, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ διάδοχοί τους ἐπίσκοποι εἶναι
οἱ κατ’ ἐξοχήν φορεῖς τῆς μεταδοθείσης εἰς αὐτούς ὑπό τοῦ Χριστοῦ ἐξουσίας του
διά τοῦ «ἐμφυσήματός» του διά νά ἐγγυῶνται ὄχι μόνον τήν βεβαιότητα τῆς θείας Εὐχαριστίας
εἰς ἑκάστην τοπικήν ἐκκλησίαν, ἀλλά καί τήν ἑνότητα ὅλων τῶν κατά τόπους ἐκκλησιῶν
εἰς τήν κοινωνίαν τῆς πίστεως καί εἰς τόν σύνδεσμον τῆς ἀγάπης.
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι ἡ διάδοσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας «εἰς πάντα τά ἔθνη» (Μτθ. 28, 18-20) καί
«ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1, 7-8)
κατέστησεν ἀναγκαίαν τήν εἰσαγωγήν τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τῆς Αὐτοκεφαλίας ὑπό τῆς
Α’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (325) εἰς ὅλας τάς ρωμαϊκάς ἐπαρχίας τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ
κόσμου διά τόν συνοδικόν ἔλεγχον τῆς ἐκλογῆς,
τῆς χειροτονίας καί τῆς κρίσεως ὅλων τῶν ἐπισκόπων ἑκάστης ἐπαρχίας.
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι αἱ προκλητικαί αὐθαιρεσίαι τόσο τῶν μητροπολιτῶν, ὅσο καί τῶν Ἐπαρχιακῶν
συνόδων ἐπέβαλον τήν ἄρσιν τῆς Αὐτοκεφαλίας τῶν μητροπολιτῶν διά τῆς ὑπαγωγῆς αὐτῶν
εἰς τήν ὑπερέχουσαν αὐθεντίαν τῶν ἐξάρχων τῶν ρωμαϊκῶν Διοικήσεων ἤ τῶν πέντε
Πατριαρχῶν διά ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν συνόδων.
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι ὅλοι οἱ ἀποδεχθέντες τήν χριστιανικήν πίστιν λαοί ἀπό τήν
βυζαντινήν Ἱεραποστολήν (Γεωργιανοί,
Βούλγαροι, Σέρβοι κ.ἄ.) προέβαλον ἀμέσως τήν ἀξίωσιν τῆς ἀποδόσεως ὑπό τῆς
Μητρός Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς ἐκκλησιαστικῆς Αὐτοκεφαλίας
αὐτῶν διά τήν ἐνίσχυσιν καί τῆς ἐθνικῆς των ταυτότητος.
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι ἡ μετά τήν προτεσταντικήν Μεταρρύθμισιν τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος προβολή
τῆς ἐκκοσμικευμένης ἐθνοκρατικῆς ἰδεολογίας
τῶν νέων φιλοσόφων τοῦ Διαφωτισμοῦ ἐπηρέασεν ὅλα τά νεοσύστατα κράτη τῶν ἀπελευθερωθέντων
ἀπό τόν ὀθωμανικόν ζυγόν ὀρθοδόξων λαῶν καί ἐξεφράσθη διά τῆς ἀκρίτου ἀξιώσεως
τῆς ἐκκλησιαστικῆς των Αὐτοκεφαλίας ἀπό τήν δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου.
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον παρεχώρει πάντοτε προθύμως καί ἀνιδιοτελῶς
τήν Αὐτοκεφαλίαν τῆς Ἐκκλησίας ἑνός ἀνεξαρτήτου κράτους, ἄν βεβαίως εἶχον τάς ἀπαραιτήτους
κανονικάς προϋποθέσεις, διά τήν κάλυψιν τῶν ἀμέσων καί ἐπιτακτικῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν
εἰς ἕν ἐκκοσμικευμένον κράτος καί ὑπό μίαν δυναστικήν ὀρθόδοξον κρατικήν ἐξουσίαν,
ἐνῷ δέν παρεχώρει τήν ἐκκλησιαστικήν Αὐτοκεφαλίαν εἰς ὀρθοδόξους λαούς, οἱ ὁποῖοι
δέν εἶχον εἰσέτι ἀποκτήσει κρατικήν ἀνεξαρτησίαν.
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπήγετο συνήθως ἐπί αἰῶνας ὑπό
τήν διαδοχικήν δυναστικήν κυριαρχίαν εἴτε τῆς Πολωνίας, εἴτε τῆς Μεγάλης
Ρωσσίας, ἀλλ’ ὅμως παρέμεινε πάντοτε εἰς τήν κανονικήν ἐκκλησιαστικήν
δικαιοδοσίαν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀφοῦ δέν ἦτο
δυνατόν νά ἀμφισβητηθῇ ἀζημίως διά τά κυρίαρχα κράτη ἡ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου.
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι τό Πατριαρχεῖον Μόσχας ἀποδοκιμάζει ὡς ἀντικανονικάς πράξεις,
μετά μεγάλης μάλιστα ὀξύτητος, τήν ὀφειλετικήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου διά τήν ἀνακήρυξιν τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας,
ὡς ἐάν αὐτή ἀνῆκε κανονικῶς εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας.
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς φιλόστοργος Μήτηρ Ἐκκλησία τῆς
Μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας ἐπί μίαν ὁλόκληρον χιλιετίαν, ὄχι μόνον
εἰς οὐδέν ὠφελεῖται, ἀλλά καί παραιτεῖται ἐκ τῆς κανονικῆς ἐκκλησιαστικῆς
δικαιοδοσίας αὐτοῦ διά νά ἐνταχθῇ δικαίως ἡ μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας τῶν
40 περίπου ἑκατομμυρίων ὀρθοδόξων πιστῶν εἰς τήν κοινωνίαν τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν καί νά ἀναπτύξῃ ἐλευθέρως τήν ποιμαντικήν διακονίαν τοῦ δοκιμαζόμενου
εὐλαβοῦς οὐκρανικοῦ λαοῦ, ἀνεξαρτήτως ὁποιασδήποτε ἔξωθεν ἐπεμβάσεως.
Ὅλοι
γνωρίζομεν ὅτι ἡ ἀνακήρυξις τῆς ἐκκλησιαστικῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας
εἶναι ἰδιαιτέρως ἐπωφελής διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, θά ἀποδειχθῇ δέ καί
πολύτιμος διά τήν ἐνίσχυσιν τῶν σχέσεων τῶν δύο ἀδελφῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,
τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῆς Οὐκρανίας.
Ὑπό
τό πνεῦμα αὐτό, εἰσηγοῦμαι τήν ἀναγνώρισιν ὑπό τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας τῆς Αὐτοκεφαλίας
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀνεξαρτήτου Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας.