Ιωάννης Λότσιος Δρ.Θ., Verianet
Από τα βασικά στοιχεία της αποτυχίας της εκκλησιαστικής μοσχοβίτικης πολιτικής, το καίριο και σημαντικό είναι η μη απόδοση τόμου αυτοκεφαλίας και συγχρόνως η μη επίλυση του λεγόμενων αναθεματισμών και αφορισμών κληρικών και λαϊκών από το Πατριαρχείο της Μόσχας. Και αυτό είναι ένα σοβαρό αίτιο απώλειας μιας προσπάθειας της ανάληψης μιας ''συντονιστικής'' διορθόδοξης πρωτοβουλίας. Ως προσπάθεια και ως παράδειγμα αποτελεί απορριπτέο.
Η ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας ως κράτους από την Ρωσία, ανεξάρτητα από τις ορθόδοξες ή χριστιανικές ή ετερόθρηκες πεποιθήσεις του λαού, ανέδειξαν αυτήν ακριβώς την πολιτική καταρχάς ανεξαρτητοποίηση. Φυσικό επακόλουθο ήταν να αιτηθούν και μια αυτοκέφαλη Εκκλησία. Η λεγόμενη ‘’Αυτοκέφαλη ‘’ εκκλησία υπό του Μητροπολίτου Ονουφρίου ήταν στα μάτια πολλών αλλά και των επίσημων κειμένων του Πατριαρχείου της Μόσχας, μια μητρόπολη με ολίγα προνόμια και τίποτα περισσότερο,. Αυτό φαίνεται με τον τρόπο που αντιμετωπίζει το Πατριαρχείο της Ρωσίας, τον ίδιο τον Ονούφριο, όχι ως Προκαθήμενο αλλά ως μέλος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Είναι αλήθεια αυτό που βλέπουμε εκκλησιολογικά και κανονικά, τι είναι αυτοκέφαλος όταν έχει μια Τοπική Εκκλησία Τόμο και όταν δεν έχει. Η εναλλαγή στα επίσημα κείμενα του Πατριαρχείου της Μόσχας για την Εκκλησία του Μητροπολίτου Ονουφρίου είναι ενδεικτικές του γεγονότος και της διαπίστωσης αυτής. Εν σχέση με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες λογίζεται ως αυτοκέφαλη, ενώ εν σχέση με το ίδιο το Πατριαρχείο της Μόσχας, μια εκκλησιαστική ανεξαρτησία. Άρα επομένως το αίτημα για μια ουσιαστική και πραγματική αυτοκεφαλία, ήταν μόνο η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, ήτοι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία προσφέρει τόμο αυτοκεφαλίας με κανονικά και εκκλησιολογικά δεδομένα. Η ανικανότητα της εκκλησιαστικής ηγεσίας του Πατριαρχείου Μόσχας, δεσμευμένη στο ανάθεμα και στον αφορισμό, κληρικών και λαϊκών της Ουκρανίας, χωρίς καν να σκεφθούν να το αναιρέσουν, που θα είχαν τουλάχιστον μια απάλειψη των αντί-ρωσικών συναισθημάτων., έπεσε στο κενό. Το ερώτημα ίστατο μετέωρο για το είδος της αυτοκεφαλίας αν ποτέ δινόταν από την Μόσχα. Ο εγκλωβισμός της εκκλησιολογίας μέσα στα σοβιετικά εθνοφυλετικα συμφέροντα δεν άφησαν καν να δείξουν ένα βήμα πραγματικό. Οι πράξεις απομιμήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το Πατριαρχείο Μόσχας, είναι αρκετές να δείξουν και την ειδοποιό διαφορά.
Είναι περίεργη εκκλησιολογικά η δήλωση του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου. Ιδιαιτέρως πρέπει να προβληματίσει τους Λατίνους θεολόγους, ειδικότερα όσους είναι φύλλα προσκείμενοι στην ρωσική θεολογία. και με σημείωση της συνατήσεως της Μικτής Επιτροπής του Θεολογικού Διαλόγου για το θέμα Πρωτείο και Συνοδικότητα κατά την β' χιλιετία. Η αναφορά στον ''Πάπα'' και τον ΄΄Πατριάρχη'' στην βυζαντινή αυτοκρατορία.... ενέχει την αμφισβήτηση των προνομίων της παλαιάς αλλά και της νέας Ρώμης, τούτα δοθέντα με κανονικές διατάξεις. Η Νέα Ρώμη δεν κατάργησε την Παλαιά, αλλά αποτέλεσε συνέχεια. Δια τούτο όταν συλλειτουργούσαν Πάπας και Πατριάρχης κατα την Α' χιλιετία πρώτος ήταν ο Πάπας. Η σχέση παλαιάς και νέας Ρώμης καθορίστηκε και ω de facto κανονική πραγματικότητα στα προνόμια και την επίλυση προβλημάτων εφ' όλης της Καθόλου Εκκλησίας. Οπωσδήποτε δεν μπορεί να μιλάμε για πρώτη και δεύτερη Ρώμη, αλλά για την Ρώμη και την νέα Ρώμη, altera roma. Η θεωρία της τρίτης λεγομένης δεν θέλει ως εκκλησιολογική και κανονική επιδίωξη, ήδη από την αρχική της δημιουργία. Από τα σκαριά της αυτή η θεωρία είναι σε αποτυχία γιατί στοχεύει σε αντικατάσταση των δύο εδρών, Ρώμης και Κωνσταντινούπολης..με ξεκάθαρα λόγια η επιδιώξεις της θεωρίας αυτής αναφέρονται και στην θέση του Πάπα στην α' χιλιετία...
Στο αυτοκέφαλο της Ουκρανίας, της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, το λεγόμενο επιτίμιο ακοινωνησίας του Πατριαρχείου της Μόσχας,βέβαια ωες σύνηθες πρακτική που ακολουθεί πάντοτε, όπως π.χ. στην χορήγηση τόμου στην Εκκλησία της Πολωνίας, είανι όχι μόνο αδόκιμος αλλά και έξω από κάθε είδους κανονικής αναφοράς. Οι λόγοι τους οποίους εικαλείται το πατριαρχείο Μόσχας δεν είναι φυσικά δογματικοί ή Κανονικοί, οι μερικές αναφορές ή η παρερμηνεία Κανόνων είναι βέβαια μια προσωρινή απάντηση και όχι μια σοβαρή δογματική και κανονική τοποθέτηση, απέναντι στις αυτοκέφαλες εκκλησίες. Αυτή η συμπεριφορά της Μόσχας, δεν ενέδωσε μια αποδοχή γενικότερα. Εντούτοις εγκλωβισμένοι μέσα στα γεωπολιτικά σοβιετικά σχέδια, πολιτικά και εκκλησιαστικά, αποδεικνύει μια άγονη και ξερή τουλάχιστον ως αυτή παρουσιάζεται,- την διάσωση της ενότητας της Εκκλησίας- ως μια συντονιστική διορθόδοξη πρωτοβουλία, έχει αποτύχει αλλά και έχει δείξει στον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο ότι η εκκλησιολογία και η εκκλησιαστική πολιτική της Ηγεσίας του Πατριαρχείου της Μόσχας νοσεί, και νοσεί βαθύτατα. Η ταύτιση λοιπόν του επιτιμίου αυτού με το μεγάλο σχίσμα, έρχεται σε αντιθετική σχέση με την εκκλησιολογία της Ορθοδόξου εκκλησίας, περί της αυτοσυνειδησίας της. Η αναγωγή του επιτιμίου λοιπόν σε μεγάλο σχίσμα, είναι μονομερής και εκφραζόμενο μέσα από μια ρωσική λεγόμενη θεολογία, πάσχουσα και προβληματική στην περιγραφή της εκκλησίας των μυστηρίων και του πρωτείου, ιδίως της συνοδικότητας. Οι γεωπολιτικές στρατηγικές και τα όνειρα της αρπαγής προνομίων, δεν αποτελούν στοιχεία μιας απόρριψης ενός διαλόγου αλλά μιας διορθόδοξης συζήτησης για την μονομερής ανάλωση πρωτοβουλιών του Πατριαρχείου της Μόσχας με εκκλησίες και ομολογίες, χωρίς διορθόδοξη έγκριση, χωρίς διορθόδοξη ενημέρωση. Αυτά τα στοιχεία δεν ελέγχθηκαν και δεν αποτυπώθηκαν τουλάχιστον από τον αντιοικουμενιστικό κόσμο και εκείνες τις εκκλησίες που είναι φύλλα προσκείμενες στο πατριαρχείο της Μόσχας. Το ζήτημα είναι βέβαιο καίριας σημασίας στο κατά πόσο υποβιβάζεται η Εκκλησιολογία σε μια κοινοβουλευτικού τύπου κοινότητα, ως μια συνομοσπονδία .........Το ερώτημα είναι σαφές όταν π.χ. στο κοινό κείμενο περί πρωτείου και συνοδικότητας στο Κιέτι το 2016, γίνεται μνεία περί της λειτουργίας του Εκκλήτου, της τελεσίδικης εκδίκασης υποθέσεων από τις έδρες των πρεσβυγενών πατριαρχείων, πώς δε υπάρχει άρνηση εκ των υστέρων; όπως επίσης στις δηλώσεις περί παπισμού του Πατριάρχη Μόσχας δεν είδαμε ένα σχόλιο, ούτε καν από θεολογικούς κοινούς συνδέσμους ή forum.
Η ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας ως κράτους από την Ρωσία, ανεξάρτητα από τις ορθόδοξες ή χριστιανικές ή ετερόθρηκες πεποιθήσεις του λαού, ανέδειξαν αυτήν ακριβώς την πολιτική καταρχάς ανεξαρτητοποίηση. Φυσικό επακόλουθο ήταν να αιτηθούν και μια αυτοκέφαλη Εκκλησία. Η λεγόμενη ‘’Αυτοκέφαλη ‘’ εκκλησία υπό του Μητροπολίτου Ονουφρίου ήταν στα μάτια πολλών αλλά και των επίσημων κειμένων του Πατριαρχείου της Μόσχας, μια μητρόπολη με ολίγα προνόμια και τίποτα περισσότερο,. Αυτό φαίνεται με τον τρόπο που αντιμετωπίζει το Πατριαρχείο της Ρωσίας, τον ίδιο τον Ονούφριο, όχι ως Προκαθήμενο αλλά ως μέλος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Είναι αλήθεια αυτό που βλέπουμε εκκλησιολογικά και κανονικά, τι είναι αυτοκέφαλος όταν έχει μια Τοπική Εκκλησία Τόμο και όταν δεν έχει. Η εναλλαγή στα επίσημα κείμενα του Πατριαρχείου της Μόσχας για την Εκκλησία του Μητροπολίτου Ονουφρίου είναι ενδεικτικές του γεγονότος και της διαπίστωσης αυτής. Εν σχέση με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες λογίζεται ως αυτοκέφαλη, ενώ εν σχέση με το ίδιο το Πατριαρχείο της Μόσχας, μια εκκλησιαστική ανεξαρτησία. Άρα επομένως το αίτημα για μια ουσιαστική και πραγματική αυτοκεφαλία, ήταν μόνο η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, ήτοι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία προσφέρει τόμο αυτοκεφαλίας με κανονικά και εκκλησιολογικά δεδομένα. Η ανικανότητα της εκκλησιαστικής ηγεσίας του Πατριαρχείου Μόσχας, δεσμευμένη στο ανάθεμα και στον αφορισμό, κληρικών και λαϊκών της Ουκρανίας, χωρίς καν να σκεφθούν να το αναιρέσουν, που θα είχαν τουλάχιστον μια απάλειψη των αντί-ρωσικών συναισθημάτων., έπεσε στο κενό. Το ερώτημα ίστατο μετέωρο για το είδος της αυτοκεφαλίας αν ποτέ δινόταν από την Μόσχα. Ο εγκλωβισμός της εκκλησιολογίας μέσα στα σοβιετικά εθνοφυλετικα συμφέροντα δεν άφησαν καν να δείξουν ένα βήμα πραγματικό. Οι πράξεις απομιμήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το Πατριαρχείο Μόσχας, είναι αρκετές να δείξουν και την ειδοποιό διαφορά.
Είναι περίεργη εκκλησιολογικά η δήλωση του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου. Ιδιαιτέρως πρέπει να προβληματίσει τους Λατίνους θεολόγους, ειδικότερα όσους είναι φύλλα προσκείμενοι στην ρωσική θεολογία. και με σημείωση της συνατήσεως της Μικτής Επιτροπής του Θεολογικού Διαλόγου για το θέμα Πρωτείο και Συνοδικότητα κατά την β' χιλιετία. Η αναφορά στον ''Πάπα'' και τον ΄΄Πατριάρχη'' στην βυζαντινή αυτοκρατορία.... ενέχει την αμφισβήτηση των προνομίων της παλαιάς αλλά και της νέας Ρώμης, τούτα δοθέντα με κανονικές διατάξεις. Η Νέα Ρώμη δεν κατάργησε την Παλαιά, αλλά αποτέλεσε συνέχεια. Δια τούτο όταν συλλειτουργούσαν Πάπας και Πατριάρχης κατα την Α' χιλιετία πρώτος ήταν ο Πάπας. Η σχέση παλαιάς και νέας Ρώμης καθορίστηκε και ω de facto κανονική πραγματικότητα στα προνόμια και την επίλυση προβλημάτων εφ' όλης της Καθόλου Εκκλησίας. Οπωσδήποτε δεν μπορεί να μιλάμε για πρώτη και δεύτερη Ρώμη, αλλά για την Ρώμη και την νέα Ρώμη, altera roma. Η θεωρία της τρίτης λεγομένης δεν θέλει ως εκκλησιολογική και κανονική επιδίωξη, ήδη από την αρχική της δημιουργία. Από τα σκαριά της αυτή η θεωρία είναι σε αποτυχία γιατί στοχεύει σε αντικατάσταση των δύο εδρών, Ρώμης και Κωνσταντινούπολης..με ξεκάθαρα λόγια η επιδιώξεις της θεωρίας αυτής αναφέρονται και στην θέση του Πάπα στην α' χιλιετία...
Στο αυτοκέφαλο της Ουκρανίας, της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, το λεγόμενο επιτίμιο ακοινωνησίας του Πατριαρχείου της Μόσχας,βέβαια ωες σύνηθες πρακτική που ακολουθεί πάντοτε, όπως π.χ. στην χορήγηση τόμου στην Εκκλησία της Πολωνίας, είανι όχι μόνο αδόκιμος αλλά και έξω από κάθε είδους κανονικής αναφοράς. Οι λόγοι τους οποίους εικαλείται το πατριαρχείο Μόσχας δεν είναι φυσικά δογματικοί ή Κανονικοί, οι μερικές αναφορές ή η παρερμηνεία Κανόνων είναι βέβαια μια προσωρινή απάντηση και όχι μια σοβαρή δογματική και κανονική τοποθέτηση, απέναντι στις αυτοκέφαλες εκκλησίες. Αυτή η συμπεριφορά της Μόσχας, δεν ενέδωσε μια αποδοχή γενικότερα. Εντούτοις εγκλωβισμένοι μέσα στα γεωπολιτικά σοβιετικά σχέδια, πολιτικά και εκκλησιαστικά, αποδεικνύει μια άγονη και ξερή τουλάχιστον ως αυτή παρουσιάζεται,- την διάσωση της ενότητας της Εκκλησίας- ως μια συντονιστική διορθόδοξη πρωτοβουλία, έχει αποτύχει αλλά και έχει δείξει στον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο ότι η εκκλησιολογία και η εκκλησιαστική πολιτική της Ηγεσίας του Πατριαρχείου της Μόσχας νοσεί, και νοσεί βαθύτατα. Η ταύτιση λοιπόν του επιτιμίου αυτού με το μεγάλο σχίσμα, έρχεται σε αντιθετική σχέση με την εκκλησιολογία της Ορθοδόξου εκκλησίας, περί της αυτοσυνειδησίας της. Η αναγωγή του επιτιμίου λοιπόν σε μεγάλο σχίσμα, είναι μονομερής και εκφραζόμενο μέσα από μια ρωσική λεγόμενη θεολογία, πάσχουσα και προβληματική στην περιγραφή της εκκλησίας των μυστηρίων και του πρωτείου, ιδίως της συνοδικότητας. Οι γεωπολιτικές στρατηγικές και τα όνειρα της αρπαγής προνομίων, δεν αποτελούν στοιχεία μιας απόρριψης ενός διαλόγου αλλά μιας διορθόδοξης συζήτησης για την μονομερής ανάλωση πρωτοβουλιών του Πατριαρχείου της Μόσχας με εκκλησίες και ομολογίες, χωρίς διορθόδοξη έγκριση, χωρίς διορθόδοξη ενημέρωση. Αυτά τα στοιχεία δεν ελέγχθηκαν και δεν αποτυπώθηκαν τουλάχιστον από τον αντιοικουμενιστικό κόσμο και εκείνες τις εκκλησίες που είναι φύλλα προσκείμενες στο πατριαρχείο της Μόσχας. Το ζήτημα είναι βέβαιο καίριας σημασίας στο κατά πόσο υποβιβάζεται η Εκκλησιολογία σε μια κοινοβουλευτικού τύπου κοινότητα, ως μια συνομοσπονδία .........Το ερώτημα είναι σαφές όταν π.χ. στο κοινό κείμενο περί πρωτείου και συνοδικότητας στο Κιέτι το 2016, γίνεται μνεία περί της λειτουργίας του Εκκλήτου, της τελεσίδικης εκδίκασης υποθέσεων από τις έδρες των πρεσβυγενών πατριαρχείων, πώς δε υπάρχει άρνηση εκ των υστέρων; όπως επίσης στις δηλώσεις περί παπισμού του Πατριάρχη Μόσχας δεν είδαμε ένα σχόλιο, ούτε καν από θεολογικούς κοινούς συνδέσμους ή forum.