Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β’ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΟΥΜΕΝΟΣ – ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ «Π»

Η ελληνόφωνη τουρκική εφημερίδα της Κύπρου. Έτσι… βάφτισε τον «Πολίτη» πριν από πολλά χρόνια ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’. Με τον προκαθήμενο της Εκκλησίας της Κύπρου ουδέποτε είχαμε καλές σχέσεις ως εφημερίδα. Ουκ ολίγες φορές επικρίναμε τη στάση του απέναντι στα γεγονότα και τελευταίως είχαμε αποκαλύψει ότι δέχτηκε χρηματοδότηση ύψους 310 χιλ. ευρώ από τον πασίγνωστο Μαλαισιανό Jho Low για τη διαμεσολάβησή του στην απόκτηση κυπριακού διαβατηρίου. Δεν του χαριστήκαμε, αλλά ούτε κι εκείνος μας χαρίστηκε. Φαίνεται όμως πως ήρθε η ώρα της ανακωχής. Αν και ο ίδιος στη μεγάλη συνέντευξη που μας έδωσε δεν φιλά σταυρό ότι η ανακωχή είναι δα και Ευαγγέλιο. «Τον τελευταίο καιρό έτυχε να μας έχετε γνωρίσει λίγο περισσότερο στον ‘Πολίτη’. Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι είμαστε η ελληνόφωνη τουρκική εφημερίδα όπως μας βαφτίσατε;», τον ρωτήσαμε. Κι αυτός, ετοιμόλογος όπως πάντα: «Εάν πιάσετε το ίδιο μοτίβο όπως πρώτα εν θα δυσκολευτώ να σας το ξαναπώ»…


Δεν φοβάμαι τον θάνατο
Ο Αρχιεπίσκοπος ολοκληρώνει αυτές τις μέρες έναν νέο κύκλο χημειοθεραπείας και αρχές του νέου χρόνου θα πάει στην Αμερική για ιατρικούς σκοπούς. Παρ’ όλα αυτά ακολουθεί σχεδόν πιστά το καθημερινό, αρκετά βεβαρημένο του πρόγραμμα πλην της ημέρας που κάνει χημειοθεραπεία. Γι’ αυτό άλλωστε μας δέχτηκε στο γραφείο του. Για να ζήσουμε μαζί του μια μέρα και να γίνουμε αυτόπτες μάρτυρες ότι αυτή είναι η στάση ζωής του, να παλεύει, να μην τα βάζει κάτω. Αυτή η μέρα είναι η 5η Δεκεμβρίου. Την ώρα που βρισκόμαστε μαζί του στη λιμουζίνα και πάμε προς τον ιερό ναό Της του Θεού Σοφίας, όπου προέστη της τελετής επαναπατρισμού των οστών έξι Ελλαδιτών πεσόντων της εισβολής, συζητάμε για τον καρκίνο.

Ακολουθείτε κανονικά το πρόγραμμά σας παρότι κάνετε χημειοθεραπείες;
Μάλιστα. Έστω και αν είμαι και λίγο άρρωστος. Θα μπορούσε αν ήταν άλλος να μην πάει. Θα μπορούσα να στείλω έναν επίσκοπο. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι έδωσαν τη ζωή τους. Εμείς να μην τους τιμήσουμε με ένα τρισάγιο;

Πότε ανακαλύψατε ότι πάσχετε από αυτήν την ασθένεια;
Δυστυχώς την είχα ενάμιση χρόνο πάνω μου χωρίς να κάνω τίποτα. Μου έλεγε ο γιατρός, «έλα και έχεις κάτι πολύ σοβαρό» και εγώ το έπαιρνα στο σορολόπ. Έλεγα «εκείνο που ήθελα να κάνω στην Εκκλησία το έκανα. Και να φύγω δεν με νοιάζει».

Χωρίς εκκρεμότητες

Δεν σας φοβίζει ο θάνατος;
Φιλοσόφησα τον θάνατο από μικρός. Το πιο βέβαιο από τη στιγμή που θα γεννηθείς είναι ότι θα πεθάνεις. Τα άλλα όλα στη ζωή σου μπορεί να συμβούν, μπορεί και όχι. Ο θάνατος όμως θα συμβεί. Έτσι δεν με πειράζει. Από τη στιγμή που γεννήθηκα θα έρθει η ώρα που θα φύγω.

Σας έφερε πιο κοντά στον Θεό και στον άνθρωπο η ασθένειά σας;
Βεβαίως. Και μάλιστα με έκανε και πιο αυστηρό. Και με τους υπαλλήλους. Διότι προηγουμένως και κάποιος να μην έκανε και τόσο καλά τη δουλειά του δεν με πείραζε και τόσο. Με τον καρκίνο τώρα δεν ξέρω πότε φεύγω. Μπορεί να φύγω γρήγορα, μπορεί να φύγω αργά. Αλλά αν φύγω γρήγορα; Δεν θέλω να αφήσω μια Αρχιεπισκοπή με κουσούρια. Για αυτό είμαι πιο αυστηρός. Ο καθένας θέλω να κάνει τη δουλειά του. Αν δεν κάνει τη δουλειά του να ανοίξει την πόρτα να φύγει.

 
«Ως παιδί οραματιζόμουν να γίνω ένας εξέχων μοναχός. Να γίνω εσωτερικός έφορος της μονής ή σύμβουλος επί εξωτερικών θεμάτων. Να μην είμαι από τους τελευταίους μοναχούς. Να έχω κάποια θέση. Δεν σκέφτηκα ότι θα πάω να σπουδάσω, να γίνω ηγούμενος, ή και κάτι περαιτέρω. Ήμουν προσγειωμένος».

Η αυτοκριτική

Τι είναι αυτό που σας γαληνεύει;
Στη ζωή σου όταν δεν κάνεις λάθη αισθάνεσαι άνετα. Όταν κάνεις λάθη και μπορείς να τα διορθώσεις πάλι γαληνεύεις. Όταν δεν μπορείς να τα διορθώσεις δυσκολεύουν τα πράγματα.

Εσείς κάνατε λάθη;
Έχω κάνει δύο μεγάλα λάθη ως Αρχιεπίσκοπος και ας ήμουν μεγαλύτερος από αυτούς που με ανάγκασαν εν γνώσει μου να τα κάνω. Το ένα το διόρθωσα με τον θάνατο του Αγίου Κυρηνείας. Είχα κάνει λάθος που του έδωσα τέσσερις ενορίες μέσα στην καρδιά της Λευκωσίας χωρίς μητροπολιτικό ναό. Στον νέο μητροπολίτη έδωσα ενορία στην Κοκκινοτριμιθιά, όπου έχει και καθεδρικό. Να έχει έναν ναό να αισθάνεται δεσπότης. Το δεύτερο λάθος ήταν που δέχτηκα να ονομαστεί η μητρόπολη του Νικηφόρου Κύκκου και Τηλλυρίας παρότι διαφωνούσα. Κάναμε και άλλους ηγουμένους επισκόπους αλλά δεν πήραν το όνομα της μονής…

Διορθώνεται αυτό το λάθος;
Το είπα και στη Σύνοδο πως ο Νικηφόρος θα είναι ο τελευταίος με αυτό το όνομα. Μπορεί η μητρόπολη να φέρει τον τίτλο του επισκόπου Μυριανθέως ή Μαραθάσης.

Διάδοχος μετά θάνατον

Προετοιμάζετε τον διάδοχό σας;
Δεν μπορώ. Ο διάδοχος εκλέγεται από τον κυπριακό λαό, ο οποίος πώς θα με ακούσει όταν εγώ πια δεν θα ζω;

Θα είναι πάλι Πάφου;
Αυτό μόνο ο Θεός το ξέρει…

Ξεκίνησε ο προεκλογικός;
Όσοι πιστεύουν ότι μπορούν να μανουβράρουν τα πράγματα και δεν αφήνουν τον Θεό να ενεργήσει, ποτέ τους δεν θα γίνουν Αρχιεπίσκοποι. Θα μείνουν μεσόστρατα. Όπως και έμειναν. Να μάθουν τις ελπίδες τους να τις εναποθέτουν στον Θεό και όχι στους ανθρώπους. Επάθαν την τζαι νουν εν εβάλαν.
Ως μητροπολίτης Πάφου μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α’ και άλλους ιερωμένους.

«Είμαι ειλικρινής, δεν θέλω να είμαι ψεύτης» – Δεν τον ενοχλεί η αρνητική κριτική, αλλά τον ενδιαφέρει η υστεροφημία του

Σε αυτή τη συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο, δύο συναντήσεις κατ’ ακρίβεια, δεν γνωρίσαμε μόνο τον ίδιο, αλλά και τους στενούς του συνεργάτες, οι οποίοι μας μίλησαν για τα έργα και κυρίως για τον χαρακτήρα του. Τα καλά του, τα κακά του, τις συνήθειές του, τους λόγους που τον αγαπούν, τον σέβονται και τον θαυμάζουν και γιατί πιστεύουν πως είναι παρεξηγημένος. Από την πρώτη στιγμή, λόγω του ότι προερχόμασταν από τον «Πολίτη» και θεωρούσαν δεδομένο πως θα είχαμε αρνητική εικόνα για τον προκαθήμενο της Εκκλησίας, ήθελαν να γίνει η ανατροπή. Να φύγουμε με τις καλύτερες εντυπώσεις. Και αργότερα ήταν περίεργοι να μάθουν τι γεύση μας άφησε αυτή η πολύωρη «εξομολόγηση» του Μακαριωτάτου…

«Δεν θέλω να περιπαίζω»…
Τη δημόσια εικόνα του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου του Β’ δεν τη διαμορφώνει η δική μας άποψη, αλλά οι αφηγήσεις, οι απόψεις του, η συμπεριφορά του και ο τρόπος ζωής του. Από την παρουσίαση διαφόρων πτυχών του χαρακτήρα του Χρυσοστόμου του Β’ αντιλαμβανόμαστε πως πέρα από το μοναστήρι, όπου μπήκε παιδί ακόμη, δώδεκα χρονών, αυτά που διαμόρφωσαν τις πεποιθήσεις και την προσωπικότητά του ήταν και η ιδιαίτερη καταγωγή του αλλά και οι συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε μέχρι τότε ο Ηρόδοτος Δημητρίου, όπως είναι το κοσμικό του όνομα. Από τα λεγόμενά του μπορεί κανείς να διακρίνει κατ’ αρχάς στοιχεία από τον δυναμικό του χαρακτήρα, την ευρηματικότητά του, την επινοητικότητά του, το πείσμα του, τη διατύπωση χωρίς περιστροφές της άποψής του. Κάποια από αυτά τα στοιχεία λειτούργησαν σε όλη αυτή την πορεία της ζωής του και υπέρ του, αλλά και εναντίον του.
Παρά την ασθένειά του ο Μακαριώτατος συνεχίζει καθημερινά το βαρυφορτωμένο του πρόγραμμα και νιώθει δυνατός.

Η κυριαρχούσα εντύπωση για εσάς είναι πως έχετε έναν χαρακτήρα προκλητικό.
Όχι, δεν έχω. Είμαι ειλικρινής. Δεν θέλω να είμαι ψεύτης. Και έτσι όταν είμαι μόνος μου και προσεύχομαι, λέω «Θεέ μου αν επρόκειτο να ξανάρθω σε αυτό τον κόσμο, έτσι θα ήθελα να ξανάρθω». Δεν θα ήθελα να ήμουν διαφορετικός.

Αυτή η ειλικρίνεια σάς κάνει να λέτε και πράγματα που ενοχλούν κάποιες φορές;
Αυτό μου το λένε και οι δικοί μου άνθρωποι που με αγαπούν. «Μα γιατί, αφού είσαι διαφορετικός, γιατί παρουσιάζεσαι έτσι»; Λέω «δεν θέλω να περιπαίζω». Περνά μου να περιπαίζω. Και να είμαι ο πιο γλυκύς απ’ όλους! Και να σας σαγηνεύω και εσάς τους δημοσιογράφους να με επαινείτε κάθε μέρα. Αλλά δεν θέλω να είμαι ψεύτης.

Παρεξηγημένος
Η ειλικρίνειά του –είναι ανοιχτό βιβλίο, λέει ο Μιχάλης Σπύρου, ο διευθυντής του αρχιεπισκοπικού γραφείου– και η ευθύτητά του πολλές φορές παρεξηγήθηκαν. Δεν έχει έναν διπλωματικό τρόπο να πει τα πράγματα, παρότι είναι εξαιρετικός χρήστης της γλώσσας, και κάνει τις θέσεις του να φαίνονται –που είναι σε πολλές περιπτώσεις– ακραίες, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις. Όπως οι απόψεις που εκφράζει κατά καιρούς για την ομοφυλοφιλία. Το ότι δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του –είναι και πειραχτήρι ενίοτε, του αρέσει να τσιγκλάει τους άλλους– δυσκολεύει τα πράγματα για τη δημόσια εικόνα του. Η έλλειψη λεπτότητας σε κάποιες διατυπώσεις ξενίζει αφού έρχεται σε αντίθεση με την πνευματική καλλιέργεια που κουβαλά ως ιερωμένος και ως προκαθήμενος.

Αυτή η δήλωση που είχατε κάνει τις προάλλες για τον καρκίνο ενόχλησε πολύ. Ξέρουμε κάποιον που να του ταιριάζει ο καρκίνος;
Όχι, όχι, όχι. Αυτό που είπα είναι πως δεν είναι πρόσφορο το έδαφος σε μένα για τον καρκίνο. Ήθελα να δώσω θάρρος σε όλους να καταλάβουν ότι ο καρκίνος δεν είναι θανατηφόρος ιός, είναι ιάσιμος, εξαρτάται και από εμάς. Όταν έχουμε θάρρος ο καρκίνος υποτάσσεται. Αυτό τους λέω και κάθε φορά που συναντώ κόσμο στη χημειοθεραπεία. Κατάντησαν να μην λένε τη λέξη καρκίνος διότι τον φοβούνται. Μην φοβάστε τον καρκίνο! Αντιμετωπίστε τον με θάρρος. Πέστε «θα ζήσω». Έπαθα μετάσταση. Δεν τον φοβήθηκα. Είπα «θα αγωνιστώ». Παρεξήγησαν μερικοί τα λεγόμενά μου και βγήκαν στην τηλεόραση και άρχισαν να με κατηγορούν. Μα πού με ξέρουν;
Σύμφωνα με τους συνεργάτες του στην πραγματικότητα δεν τον ενοχλεί η αρνητική γνώμη των άλλων προς το πρόσωπό του. Αντιλαμβανόμαστε πως κατά βάθος τον ενδιαφέρει η υστεροφημία του. Θέλει να βγάλει προς τα έξω πτυχές του εαυτού του που δεν είναι ευρύτερα γνωστές και που τις έχει επισκιάσει η έντονη προσωπικότητά του. Θέλει να μας δείξει το ανθρώπινό του πρόσωπο, την απλότητά του, ότι είναι ένας άνθρωπος που δεν ζει στη χλιδή, που κάνει χημειοθεραπεία με τους άλλους καρκινοπαθείς και ας του προτάθηκε κατ’ οίκον θεραπεία. Μοιράζεται μαζί μας τη γενναιοδωρία της Εκκλησίας επί των ημερών του, μας φιλοξενεί στο λιτό του διαμέρισμα και μας περιγράφει τις τομές που έκανε στην Εκκλησία.

Τα εισόδια του Ηροδότου
Είτε αρέσει σε κάποιον είτε όχι, είναι μια ηγετική φυσιογνωμία ο Αρχιεπίσκοπος. Και είναι με το μυαλό, τη δουλειά και τα ηγετικά του προσόντα που έφτασε, ένα φτωχό ορφανό παιδί, στην ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχίας της Εκκλησίας. Όμως είναι και πολυμήχανος. Μια δεξιότητα που απέκτησε μέσα στη μονή για να μπορέσει να επιβιώσει και να επιβάλει τις αποκρυσταλλωμένες ιδέες –ο Μακάριος το είχε πει για τον Χρυσόστομο όταν τον γνώρισε διάκο στα 22 του χρόνια– που είχε για το μοναστήρι.
«Γεννήθηκα στην Πάφο (σ.σ. στην Τάλα κατ’ ακρίβεια) τον Απρίλιο του 1941. Ήταν δύσκολη η ζωή. Ήταν μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πατέρας μου, Αντώνιος, είχε πάει στον πόλεμο και επέστρεψε το 1945. Η φτώχεια ήταν που τον ανάγκασε να πάει διότι οι Άγγλοι είχαν κλείσει τις δουλειές –εργαζόταν στο μεταλλείο της Φουκάσας– για να τους υποχρεώσουν να πάνε στον πόλεμο όπου έπαιρναν έναν μισθό για τις υπηρεσίες τους».
Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε ηλικία μόλις 36 ετών. Είχε πέσει πάνω του ο θεμελιός ενώ δούλευε σε μια νέα πτέρυγα στον Άγιο Νεόφυτο. Αυτός ο θάνατος ήταν η καθοριστική στιγμή για να μπει στο μοναστήρι. Ήταν ένας τρόπος να «εξιλεωθεί» η μονή «υιοθετώντας» ένα από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας.
«Όταν τελείωσα το δημοτικό μπήκα στο μοναστήρι. Σε αυτή την ηλικία έμπαιναν όλοι στο μοναστήρι. Διότι τότε για να πας γυμνάσιο έπρεπε να πληρώσεις. Δεν είχε χρήματα η μητέρα μου, μια χήρα με τέσσερα ανήλικα παιδιά. Για αυτό και δεν πήγαν γυμνάσιο ούτε η αδελφή μου ούτε ο μικρότερος αδελφός μου που γεννήθηκε 15 μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα μας. Πήγε ο πιο μικρός που τον είχα αναλάβει εγώ πλέον όταν έγινα μοναχός, είχα ένα εισόδημα και τον σπούδασα κιόλας». Μιλά με μια γλύκα για τα αδέλφια του και δη για τον μικρό του αδελφό. Διακρίνουμε την αγάπη για την ευρύτερη οικογένειά του, με την οποία διατηρεί εξαιρετικά καλές σχέσεις. Αργότερα τον ρωτήσαμε αν ο αδελφός του τον βλέπει λίγο πολύ σαν πατέρα. Απάντησε αρνητικά. Ήταν φάσεις που οι σχέσεις τους είχαν διαταραχθεί γιατί ο Χρυσόστομος διαφώνησε με επιλογές του, σχέσεις οι οποίες αποκαταστάθηκαν αργότερα.
Μαζί με στενούς του συνεργάτες στο γραφείο του.

 Σκληρή δουλειά
Ρωτήσαμε τι σήμαινε για την Πάφο το μοναστήρι.
«Ήταν ολόκληρος οργανισμός. Τότε που πήγα είχε αρκετούς μοναχούς, 17 χειροτονημένους και οι μικροί οι δόκιμοι πρέπει να ήμασταν καμιά δεκαριά». Τα πρώτα τέσσερα χρόνια οι δόκιμοι μοναχοί έκαναν υπηρεσία (αγροτικές και άλλες δουλειές) και πήγαιναν γυμνάσιο. «Εγώ φόρεσα το ράσο όταν χειροτονήθηκα, όταν επρόκειτο να γίνω διάκος στα 22 μου χρόνια». Όπως μας λέει δεν φοβόταν τη δουλειά στο μοναστήρι. Άλλωστε είχε μάθει από παιδί να δουλεύει σκληρά στο περιβόλι της οικογένειας, ειδικά μετά τον θάνατο του πατέρα του… Κι έπρεπε να αντεπεξέλθει σε σκληρές συνθήκες γιατί τους είχαν αυστηρά και τους έδερναν. Ο δε ηγούμενος, λέει, ήταν απρόσιτος, ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Και έπρεπε να ήταν και εργατικοί και φρόνιμοι, υπάκουοι και συνετοί.

Αρχιεπιστάτης
Του άρεσε πολύ να ασχολείται με τα χωράφια. Ο ίδιος λέει πως οι μοναχοί είδαν ότι του ήταν καλός στην επιστασία. Συνεπώς υποθέτουμε πως ήταν από έφηβος μια ηγετική φυσιογνωμία. Από 17 ετών τον έστελναν να επιτηρεί 10-15 εργάτες. «Αλλά δούλευα κι εγώ μαζί τους. Έβγαζα περισσότερη δουλειά από τους άλλους εργάτες και αυτοί το έβλεπαν και προσπαθούσαν περισσότερο. Έτσι από βοηθός επιστάτης βρέθηκα αρχιεπιστάτης».

Πόσα χοιρομέρια;
Ο Ηρόδοτος «σπούδασε» οικονομικά στην αποθήκη του μοναστηριού. Είχε εντυπωσιαστεί από τη διαχείριση της αποθήκης των χαλλουμιών, των τυριών και των χοιρομεριών.
«Με πήρε ο αποθηκάριος και κατεβήκαμε στις αποθήκες. Η πρώτη μου επίσκεψη ήταν στην αποθήκη που ήταν τα χαλλούμια (σ.σ. που έφτιαχναν και έτρωγαν στη μονή) και στο μέσο της αποθήκης είχε μια ψαθαρκά η οποία κρεμόταν από τα βολίτζια και πάνω ήταν τα τυριά. Στις άκρες κρέμονταν τέσσερα χοιρομέρια. Και εκεί έμαθα τα πρώτα στοιχεία της λογιστικής. Εντυπωσιάστηκα. Γύρω-γύρω από την αποθήκη είχε κούμνες που ήταν γεμάτες χαλλούμια. Πάνω από κάθε κούμνα είχε έναν πένατζη με δύο γραμμές, μία κάθετη και μία οριζόντια. Κι έγραφε: ‘χαλλούμια, τεμάχια 200, οκάδες 40. Εισαγωγή, εξαγωγή’. Έγραφε την ημερομηνία. Στην εξαγωγή τόσες οκάδες χαλλούμια, μια οκά, μιάμιση, μια τζαι οτζιά. Και έλεγα στον μοναχό που ήταν αποθηκάριος. ‘Πάτερ Επιφάνιε, δηλαδή ξέρεις πόσα χαλλούμια έχει τώρα η κούμνα μέσα;’ ‘Και βεβαίως’ μου λέει. ‘Και πόσες οκάδες;’ ‘Βεβαίως.’ Και η εντύπωση η μεγάλη όταν ανεβήκαμε πάνω ήταν ότι άνοιξε το βιβλίο της αποθήκης , πήρε τον πενοφόρο, τον βούττησε στο μελανοδοχείο και έγραφε και ωραία καλλιγραφικά. Τι είναι αυτό; του λέω. Μου λέει ‘αυτό είναι το βιβλίο της αποθήκης. Ό,τι υπάρχει μέσα σε αυτές τις αποθήκες υπάρχει μέσα σε αυτό το βιβλίο’. Άρχισα τότε να μαθαίνω στοιχεία λογιστικής».

 
«Ως παιδί οραματιζόμουν να γίνω ένας εξέχων μοναχός. Να γίνω εσωτερικός έφορος της μονής ή σύμβουλος επί εξωτερικών θεμάτων. Να μην είμαι από τους τελευταίους μοναχούς. Να έχω κάποια θέση. Δεν σκέφτηκα ότι θα πάω να σπουδάσω, να γίνω ηγούμενος, ή και κάτι περαιτέρω. Ήμουν προσγειωμένος».

Σχολείο… επενδυτών

Ήταν σχολείο όλο αυτό για την πορεία σας…
Βεβαίως. Όταν ήρθα εδώ (σ.σ. στην Αρχιεπισκοπή) και πήγαν να μας κάνουν μερικά τσαλιμάκια στην ΚΕΟ –η ΚΕΟ ανήκει στην Αρχιεπισκοπή κατά πλειοψηφία– εγώ θύμωσα. Και τους είπα, «ακούστε, θέλω δουλειά και μην νομίζετε ότι μπορείτε να μου κάνετε τσαλίμια γιατί δεν σηκώνω. Αν είστε φτωχοί η Αρχιεπισκοπή δεν είναι μόνο θρησκευτικός οργανισμός, είναι και φιλανθρωπικός. Ελάτε να σας δώσω βοήθεια. Εδώ όμως θέλω δουλειά. Και όσοι δεν δουλεύουν θα φύγουν». Και όταν είπα στη διεύθυνση ότι θέλω να διώξετε μερικούς, διότι είχε 750 υπαλλήλους και η ΚΕΟ ήθελε τους μισούς και κάτω από τους μισούς, λέω «να βρείτε ποιοι δεν δουλεύουν και να τους πλεονάσετε». Τότε αυτοί κατέβηκαν σε απεργία. Στη συνεδρία που πήγα να προεδρεύσω του δ.σ. γιατί κανείς από τη διεύθυνση δεν αναλάμβανε ευθύνη, είχα αποφασίσει ότι θα κλείσω την εταιρεία. Έξι, οκτώ μήνες, όσο ορίζει ο νόμος. Για να την ξανανοίξουμε και να πάρουμε εκείνους που θέλουμε πίσω. Δεν πρόλαβε να περάσει μισή ώρα και με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν πως η απεργία ελύθη.

Αυστηρός, αλλά δίκαιος

Είστε σκληρός εργοδότης;
Όχι. Είμαι μεν αυστηρός, αλλά δίκαιος. Και όταν τους πλεονάσαμε κάποιους, πήγα και τους είδα και τους είπα «Ακούστε, θέλω δουλειά». Μερικοί έβαζαν νερό μέσα στην μπίρα και μας έκαναν δολιοφθορά. Και τους λέω «προσέξετε γιατί αν συνεχίσετε αυτό το βιολί θα φύγετε όσοι δουλεύετε στην μπίρα και θα πάρω νέους. Δεν θα κάνω τον αστυνομικό να δω ποιος το έκανε. Θα φύγετε όλοι». Οπόταν δεν μπορούσε πλέον ο λεβέντης να κάνει το κομμάτι του γιατί και οι καλοί θα έχαναν τη δουλειά τους.

Και προνοητικός
Μας αφηγείται και μια άλλη ιστορία για το πώς έγινε η συγχώνευση των δύο τσιμεντοποιείων με την οποία μας δείχνει πόσο μπροστά είναι ως επενδυτής (οι συνεργάτες του δεν δέχονται τον όρο επιχειρηματίας, τον βρίσκουν μειωτικό). Τα τσιμέντα είναι ένας τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται η Αρχιεπισκοπή διατηρώντας σήμερα το 25% του μετοχικού κεφαλαίου. «Είχαμε ξεκινήσει να αναβαθμίζουμε το τσιμεντοποιείο μας (σ.σ. Βασιλικό) και οι Γαλαταριώτες, που είχαν δική τους τσιμεντοποιία (σ.σ. Κυπριακή Εταιρεία Τσιμέντων) είχαν σκοπό να προχωρήσουν με μία στρατηγική συνεργασία με εξαγορά τους από ελληνική εταιρεία (σ.σ. τα γεγονότα διαδραματίστηκαν το 2006-2007). Τους λέω, εάν προχωρήσετε θα κλείσουν και τα δύο τσιμεντοποιεία. Και θυμάμαι τότε ήρθε εδώ ο υπεύθυνος ο φίλος μου ο Ντονεκά, που τον έχασα, δεν τον είδα από τότε, τρέμοντας απ’ το κακό του κι έλεγε ‘άκου, ή εσείς ή εμείς’. Και του λέω, ‘μα εν εκατάλαβες, δεν θα πάμε καλά’. Μου λέει ‘ή ‘γοράζουμε ή πουλούμε. Δώσ’ μου τιμή’ του λέω. ‘Και είμαι έτοιμος και για πώληση και για αγορά’. Όταν του είπα ‘δώσ’ μου τιμή και αν μου συμφέρει αγοράζω, αν με συμφέρει πουλώ’, ήρτεν πόσσω του. Όταν ήρθε η κρίση μετά από λίγους μήνες, ήρθε και μου λέει, ‘σου βγάζω το καπέλο. Ευτυχώς που δεν μας άκουσες και επέμενες. Διότι αν άφηνες τους Γαλαταρκώτες και έσμιγαν με τους καλαμαράδες και έκαναν νέο τσιμεντοποιείο θα κλείναμε αμφότεροι».

Δεν είστε οικονομολόγος. Είστε θεολόγος. Πού μάθατε αυτά τα μυστικά της δουλειάς; Διακρίνουμε ότι έχετε μια τσαχπινιά ως επιχειρηματίας.
Από μικρός, σας είπα, δεν φοβόμουν τη δουλειά. Η μάνα μου, που ήταν υφάντρα, όταν πέθανε ο πατέρας έπρεπε να ξενοδουλεύει. Η αδελφή μου φύλαγε τα κατσίκια και το βρέφος, διότι η μάνα έφευγε για τη δουλειά γέννημα ήλιου κι ερχόταν βούττημαν ήλιου. Είχαμε κι ένα περιβόλι σαν παντοπωλείο όπου βάζαμε λίγα απ’ όλα για την οικογένεια. Στο περιβόλι είχαμε και σπίτι και μάντρα, ήταν σπίτι κανονικό με φούρνο, με όλα τα χρειώδη μιας οικογένειας. Η αδελφή μου έμενε όλη μέρα εκεί και δεν μπορούσε να ξεκινήσει τη μηχανή που βγάζει το νερό και πήγαινα εγώ, ήμουν παιδί 10 χρονών και μπορούσα να ξεκινήσω με τη μανέλλα τη μηχανή. Ήθελε δύναμη αλλά την ξεκινούσα. Και τσάπιζα. Και όταν πήγα στο μοναστήρι έμαθα τρακτέρ και καλλιεργούσα. Όλα αυτά βοήθησαν στη μετέπειτα πορεία μου.

Το εννοούσατε δηλαδή ότι θα πάρετε την μπουλντόζα και θα ισοπεδώσετε το χωράφι στη Γεροσκήπου όπου γίνονται οι αρχαιολογικές έρευνες…
Ναι, είχε και μπουλντόζες το μοναστήρι και οδηγούσα και μπουλντόζα. Σηκωνόμουν πολύ πρωί. Η ώρα πέντε ήμουν πάνω στο τρακτέρ και ξυπνούσα τους καλοήρους όταν το στάρταρα και πήγαινα σερί ώς αργά το βράδυ.

Κινεί τα νήματα, βγάζει ηγούμενο και εντυπωσιάζει τον Μακάριο

Αγαπούσε το μοναστήρι. Ήθελε να γίνει μοναχός. Αλλά ούτε στα όνειρά του, λέει, δεν ονειρευόταν να γίνει μητροπολίτης και αργότερα Αρχιεπίσκοπος. «Ως παιδί οραματιζόμουν να γίνω ένας εξέχων μοναχός. Να γίνω εσωτερικός έφορος της μονής ή σύμβουλος επί εξωτερικών θεμάτων. Να μην είμαι από τους τελευταίους μοναχούς. Να έχω κάποια θέση. Δεν σκέφτηκα ότι θα πάω να σπουδάσω, να γίνω ηγούμενος, ή και κάτι περαιτέρω. Ήμουν προσγειωμένος».

Παρ’ όλα αυτά στα 28 του χρόνια ο Χρυσόστομος έφυγε για σπουδές στην Αθήνα αφού άφησε πίσω του στο μοναστήρι έναν διάδοχο διάκο. Μόλις επέστρεψε, ήταν το 1972, σε ηλικία 31 ετών, χήρευε η μονή και τον Νοέμβριο έγινε πρεσβύτερος και ενθρονίστηκε την ίδια ημέρα ηγούμενος. Το 1978 μετά τον θάνατο του Μακαρίου διαδέχθηκε στη μητρόπολη τον Χρυσόστομο τον Α’ που εξελέγη Αρχιεπίσκοπος.
Για την άνοδό του στην εκκλησιαστική ιεραρχία δεν έπαιξε ρόλο η σκληρή του δουλειά. Χειρίστηκε άψογα τις συγκυρίες που του παρουσιάστηκαν και τον διαμόρφωσαν ως τον άνθρωπο που κινεί τα νήματα είτε στο παρασκήνιο είτε στο προσκήνιο.

Ο εξοστρακισμός
Ως μοναχός ο Χρυσόστομος είχε θάρρος, είχε θράσος, είχε και κότσια. Αυτό φαίνεται από την ιστορία που μας αφηγείται για την πρώτη του συνάντηση με τον Μακάριο. Με το που φόρεσε το ράσο στα 22 του ως διάκονος, είχε πάρει θέση εφόρου της μονής και είχε στείλει το μήνυμα της μη ανοχής στα κακώς έχοντα. Ήθελε, λέει, τάξη στο μοναστήρι. Η κόντρα του με τον θείο του τότε ηγούμενου του Αγίου Νεοφύτου που ήταν ο μάγειρας της μονής, επειδή όπως λέει ύβριζε τους μοναχούς, τον έφερε σε ρήξη με τον ηγούμενο, ο οποίος αναγκάστηκε να μετακομίσει στο μετόχι. «Και εκεί έκαμνε ό,τι ήθελε. Εγώ αντιλήφθηκα ότι άρχισε και να κλέβει. Και ζήτησα από την αδελφότητα να κάνουμε έλεγχο. Ο μόνος που ήξερε να ελέγξει τα βιβλία ήμουν εγώ. Οι άλλοι γέροι δεν καταλάβαιναν. Όταν αντιλήφθηκα ότι έκανε δυο-τρεις κλοπές, είπα να συνέλθει η αδελφότητα, να τον παύσουμε. Και τον εξαναγκάσαμε να φύγει από το μοναστήρι», με τις ευλογίες και του Μακαρίου που είχε στείλει απεσταλμένο.

«Δεν ήμουν εύκολος»
Και κάθονταν, λέει, «οι καλοήροι και χτένιζαν τα γένια τους να γίνουν όλοι ηγούμενοι. Και δεν είχαν το δικαίωμα, δεν ήταν κανένας θεολόγος, ούτε και εγώ. Και τότε έφυγα χωρίς να το πω σε κανέναν και ήρθα στην Αρχιεπισκοπή». Ζήτησε από τον Καλλίνικο, τον πρωτοσύγκελλο, με το θάρρος του συμπεθέρου, να τον βοηθήσει να δει τον Μακάριο. Αυτός τον έδιωξε: «Να ξηκρεμμίζεσαι γρήγορα», μου είπε. Και νεαρός δεν ήμουν εύκολος. Έφυγα από το γραφείο, τον ευχαρίστησα, του φίλησα το χέρι κ.λπ., αλλά δεν έφυγα από την Αρχιεπισκοπή. Πήγα στον υπηρέτη του Μακαρίου που ήταν από την Πάφο και του ζήτησα να κανονίσει να τον δω το μεσημέρι όταν θα ερχόταν από το Προεδρικό για να φάει και να ξεκουραστεί». Έτσι και έγινε.

Έβγαλε και ηγούμενο
«’Γιά λέγε’ μου λέει, ‘σε τι μπορώ να φανώ χρήσιμος για το μοναστήρι;’ Και του είπα. ‘Έχεις κάποιον να μου εισηγηθείς για ηγούμενο;’ ρώτησε, Του λέω ‘βεβαίως’. ‘Τον ηγούμενο Χρυσορογιατίσσης Αλέξιο, ο οποίος είχε ξεκινήσει απ’ τη δική μας μονή’. Και μου λέει ο Μακάριος, ‘οι Καλόγηροι τον θέλουν;’. Του λέω ‘όχι’. Και μου ζήτησε να του εξηγήσω πώς θα γίνει. ‘Τους μεν ανάποδους θα τους απειλήσω γιατί ξέρω τα άπλυτά τους, τους δε καλόβολους θα τους εξηγήσω ότι είναι άνθρωπος μορφωμένος, κάνει καλή ηγουμενία, άρα δεν θα κάνουμε δοκιμή και θα πετύχουμε’. ‘Πόσες μέρες θέλεις για να κανονίσεις την εκλογή;’. Ζήτησα δυο-τρεις ημέρες. ‘Αν τα κανονίσεις να πας στον μητροπολίτη Πάφου Γεννάδιο και να πεις του δεσπότη να μου τηλεφωνήσει και θα πάρω το ελικόπτερο να έρθω. Θέλω να είμαι παρών στην εκλογή’. Ήθελε να με δοκιμάσει κατά πόσο έχω την ικανότητα να πετύχω αυτό που του έλεγα. Εγώ όχι μόνο απείλησα τους πρώτους πέντε, τους δύσκολους, τους είπα και τι θα πουν. Μάλιστα έκανα τον πιο δύσκολο και παραμιλούσε. Τη δεύτερη ημέρα κατέβηκα στη μητρόπολη και έκανα ό,τι μου ζήτησε ο Μακάριος, ο οποίος την άλλη μέρα παίρνει το ελικόπτερο και κάθεται στον Άγιο Νεόφυτο»…

Να προσέχεις τον διάκο
Αργότερα ο Χρυσόστομος έμαθε ότι ο Μακάριος μετά την εκλογή του Αλέξιου, ο οποίος δεν είχε ιδέα, μετέβη με το ελικόπτερο στο μοναστήρι της Χρυσορογιάτισσας. «Και του λέει του ηγουμένου: ‘Συγχαρητήρια Άγιε Ηγούμενε της Ιεράς Μονής Αγίου Νεοφύτου’. Τα έχασε ο Αλέξιος ο μακαρίτης. ‘Ήρθα να σε συγχαρώ, αλλά ήρθα να σου πω να προσέξεις τον νεαρό τον διάκο, ο οποίος είναι εκείνος που κανόνισε τα της εκλογής σου. Δεν σε ήθελε κανένας. Αλλά τους έκανε όλους και πήγαν κορδόνι. Εξελέγης παμψηφεί! Πρόσεχε τον μικρό και έχει ικανότητες και μην του σουρουντιστείς καμιά φορά για να μην πάει εναντίον σου. Είδα ότι έχει ικανότητες και έχει ξεκάθαρες θέσεις για το μοναστήρι. Ήρθε προχθές στην Αρχιεπισκοπή και τον θαύμασα. 22 χρόνων και να έχει έτσι αποκρυσταλλωμένες απόψεις για το μοναστήρι; Πρώτη φορά είδα έτσι νεαρό μοναχό να έχει έτσι ξεκάθαρες απόψεις για τη μονή!’ Μου έκανε εντύπωση διότι βγήκε ο Μακάριος έξω από το γραφείο εκείνη τη μέρα και με συνόδευσε μέχρι το κεφαλόσκαλο. Και λέω να δείχνει σε έναν παλιόδιακο που χειροτονήθηκε πριν λίγους μήνες τέτοιο ιπποτισμό;».