Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ: ΠΑΝΑΘΡΩΠΙΝΟ ΚΑΘΗΚΟΝ

Αssociated Press| Εθνικός Κήρυκας
Η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. (AP Photo/Emrah Gurel)
Ο τερατώδης αναχρονισμός της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος από τον Τούρκο Πρόεδρο επέσυρε, δικαίως, παγκόσμια αποστροφή και καταδίκη.

Δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς αυτή την ασέβεια η οποία εξόργισε  κάθε Ελληνα, κάθε χριστιανό, αλλά και κάθε πολιτισμένο, σκεπτόμενο άνθρωπο.
Η Αγιά Σοφιά, το μεγάλο αυτό μνημείο της Χριστιανοσύνης, μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 είχε γίνει τζαμί και είχε παραμείνει τόπος ισλαμικής λατρείας για πολλούς αιώνες.
Ομως, ο δημιουργός της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας Κεμάλ Ατατούρκ, μετά την νίκη του το 1922, σε μια κίνηση ισχυρού συμβολισμού, είχε τότε ανακηρύξει την μεγάλη αυτή εκκλησία της Χριστιανοσύνης σε μουσείο,  καθιστώντας την έτσι μνημείο και αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ο Ερντογάν με την δική του οπισθοδρομική ενέργεια θέλησε ακριβώς να υπογραμμίσει την διαφορά της χώρας του από τον Δυτικό και τον υπόλοιπο Κόσμο, να δώσει έμφαση στον μουσουλμανικό χαρακτήρα της Τουρκίας που με συνέπεια προωθεί επί πολλά χρόνια και ταυτόχρονα να την προβάλει ως  συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η πράξη του αυτή καθ’ εαυτή φαίνεται ότι αρχικά, ως προς την λειτουργία της Αγιάς Σοφιάς ως ισλαμικού τεμένους, δεν έχει μεγάλη ουσία. Ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος έσπευσε να κάνει σαφές ότι ο ναός θα συνεχίσει να είναι επισκέψιμος όπως και πριν, ενώ σημειώθηκε επίσης ότι τα ιστορικά θρησκευτικά του καλλιτεχνήματα θα καλύπτονται προσωρινά μόνον όταν γίνονται ισλαμικές θρησκευτικές τελετές.
Είναι όμως ξεκάθαρο ότι η κίνησή του επιδιώκει έναν ισχυρό συμβολισμό προς τον τουρκικό λαό υπογραμμίζοντας, ως ελέχθη, την προσήλωση του  Προέδρου στο Ισλάμ και το νεο-οθωμανικό του όραμα. Παράλληλα, έναντι της διεθνούς κοινότητας επιθυμεί να υπογραμμίσει, όπως και στις προηγούμενες πολιτικές και στρατιωτικές του ενέργειες, ότι είναι ένας ισχυρός και ανεξάρτητος ηγέτης μιας μείζονος περιφερειακής δύναμης.
Είναι προφανές ότι, πρακτικά, λίγα μπορούν να γίνουν για να αλλάξει η απόφασή του. Είναι αμφίβολο εάν οι μεγάλες δυνάμεις θέλουν ή μπορούν να πάρουν μέτρα ικανά να τον πειθαναγκάσουν σε υπαναχώρηση.
Εν τούτοις είναι υπέρτατο χρέος κάθε χριστιανού, αλλά και καθενός που σέβεται την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, να εκφρασθεί ένα εξίσου έντονο συμβολικό μήνυμα μέσω μιας γενικής καταδίκης της τουρκικής ασέβειας.
Διότι με κατακραυγή της παγκόσμιας κοινής γνώμης, ο Ερντογάν θα   αυτοπαγιδευθεί και η ενέργειά του θα αποδειχθεί αντιπαραγωγική για την διεθνή πολιτική και πολιτιστική εικόνα της Τουρκίας.
Οσο και εάν η Ελλάδα θεωρεί, δικαίως, εαυτήν ως θεματοφύλακα της βυζαντινής παρακαταθήκης, η μετατροπή ενός μείζονος παγκόσμιου  ιστορικού μνημείου σε ισλαμικό τέμενος έχει οικουμενική σημασία και δεν πρέπει να καταστεί μια ακόμη ελληνοτουρκική διαφορά.
Αντίθετα, πρέπει να καταδειχθεί διεθνώς ο πραγματικός της χαρακτήρας που δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια κατάφωρη ασέβεια προς την παγκόσμια  πολιτιστική και πνευματική κληρονομιά που αντιστρατεύεται θεμελιώδεις οικουμενικές αρχές και αποδεικνύει τις πραγματικές προθέσεις και αρχές του Τούρκου ηγέτη.
Στην σημερινή εποχή, της εντεινόμενης παγκοσμιοποίησης και των επιτευγμάτων για την εξάλειψη του θρησκευτικού φανατισμού και των εθνικιστικών διαιρέσεων, ο Τούρκος Πρόεδρος διαπράττει έναντι της Ευρώπης, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας, μια εγκληματική οπισθοδρόμηση ενός περίπου αιώνα. Αναρριπίζει πάθη παλαιότερων εποχών  και δίνει συνέχεια σε πράξεις στις οποίες μόνο φανατικοί ισλαμιστές έχουν μέχρι σήμερα προβεί.
Η μετατροπή ενός μείζονος οικουμενικού μνημείου σε χώρο ισλαμικής λατρείας δημιουργεί ως εκ τούτου χρέος σε όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους να καταδικάσουν και να απομονώσουν αυτόν ο οποίος την διέπραξε.
Αυτή είναι η πραγματική σημασία της επαίσχυντης πράξης του σημερινού Προέδρου της Τουρκίας και αυτό είναι το καθήκον όλων, ανεξάρτητα εθνικής ή θρησκευτικής ταυτότητας και πέραν από γεωγραφικά ή πολιτιστικά σύνορα.