Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΠΡΙΝ ΤΟ 1204

 Ιωάννιυ Σπιτέρη Καθολικού Αρχιεπισκόπου Κερκύρας,
Σε ένα προηγούμενο κείμενο μας «Πώς φτάσαμε στο Σχίσμα» αναλύσαμε τους λόγους, όπως αναγγέλλει και ο τίτλος, για τους οποίους οι δύο μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις κατέληξαν στην αποξένωση, στη αντιπαλότητα και εντέλει στο μέχρι σήμερα αποκαλούμενο σχίσμα.
Εντούτοις, μέσα σε αυτήν την αντιπαράθεση, σε αυτήν την φορτισμένη ατμόσφαιρα, υπήρχαν και αναλαμπές διάλογου και προσπάθειες κατανόησης μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Υπάρχουν και αρκετές μαρτυρίες για πώς το λεγόμενο σχίσμα του 1054 ήταν στην πραγματικότητα ένα απλό επεισόδιο που αφορούσε σε δύο πρόσωπα: στον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο και στον Καρδινάλιο Umberto de Silva Candida. Για πολύ καιρό το αγνοούσαν ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη. Θα αναφέρουμε εδώ μερικά από αυτά τα ντοκουμέντα.
Η κάθε Εκκλησία ας κρατήσει τα έθιμα της
Αρχίζουμε από ένα πρόσωπο υπεράνω κάθε υποψίας: τον Πατριάρχη Φώτιο. Στη Σύνοδο της Αγίας Σοφίας 879/80 – τη λεγόμενη Ενωτική Σύνοδο - παρουσιάστηκε μία αρχή, πιθανώς από τον ίδιο τον Φώτιο, που θα έπρεπε να οικοδομήσει την ειρήνη μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης. Πρόκειται για την αρχή που αν πράγματι είχε τηρηθεί, πιθανόν, να μην είχαμε φτάσει στο σχίσμα.
«Η Σύνοδος λέγει: Κάθε έδρα (δηλαδή κάθε μία από τις δύο Εκκλησίες, Ρώμη και Κωνσταντινούπολη) έχει εξαρχής έναν ορισμένο αριθμό παραδοσιακών συνηθειών. Κανείς δεν θα έπρεπε να συζητά για αυτές ή να διαφωνεί. Ας κρατήσει η Ρωμαϊκή Εκκλησία τις συνήθειές της. Αυτό είναι δίκαιο. Ας κρατήσει η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης τις λίγες συνήθειες, που κληρονόμησε από το παρελθόν. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τις άλλες έδρες επισκόπων της Ανατολής» (Mansi 17,489BC).
Η αδελφοσύνη πρώτα
Μετά από τα γεγονότα του 1054, ο Πατριάρχης της Αντιοχείας Πέτρος γράφει μια επιστολή στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο, προτείνοντας μετριοπάθεια προς τους Χριστιανούς της Δύσης. Εκλιπαρεί τον Μιχάλη Κηρουλάριο πως εμείς οι χριστιανοί πρέπει να κοιτάξουμε με καλή θέληση τα πράγματα που αφορούν στους Δυτικούς, δεδομένου ότι η πίστη στο Θεό δεν κινδυνεύει, θα πρέπει πάντα να προωθήσουμε την ειρήνη και την αδελφοσύνη. Βάλτε την αδελφοσύνη σε πρώτο πλάνο, επειδή αυτοί, οι Χριστιανοί στη Δύση, είναι αδελφοί και αδελφές μας, και πιστεύουν επίσης στην Αγία Τριάδα και ομολογούν το μυστήριο της Ενσάρκωσης του Χριστού ακριβώς όπως εμείς… Μας αρέσει να παραβλέπουμε τα λάθη μας, αλλά κρίνουμε τους άλλους με μεγάλη ακρίβεια και υπερβολή. Τελειώνει την επιστολή του με τα εξής λόγια: «Καί πεῖσαι, μετριώτερόν τε καί συγκαταβατικώτερον συνελθεῖν σε τοῖς πράγμασι, καί μᾶλλον, οῠ μή ἐστι θεός, ὡς ἔφθην εἰπών, τό περιφρονούμενον.»
Το «πεντακόρυφο σώμα της Εκκλησίας»
Για αρκετούς αιώνες ο πιο συνηθισμένος τρόπος συνοδικότητας στην ενιαία Εκκλησία ήταν η πενταρχία, δηλαδή η κοινωνία μεταξύ των πέντε μεγάλων πατριαρχών, Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Σε αυτό το θεσμό γίνεται αναφορά στο Βυζάντιο και μετά την προοδευτική αποξένωση των δύο παραδόσεων. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αναφορά δείχνει πως είτε αγνοείται ότι υπάρχει σχίσμα ή εκφράζεται η νοσταλγία της απουσίας της Ρώμης από αυτό το «πεντακόρυφο σώμα της Εκκλησίας» (Θεόδωρος Στουδίτης). Ενδεικτικά παραθέτουμε μερικά κείμενα:
Μία από τις πιο προσφιλείς εικόνες των βυζαντινών για να παρουσιάσουν την πενταρχία ήταν αυτή των πέντε αισθήσεων. Όπως το σώμα έχει πέντε αισθήσεις για να μπορεί να ζει με κανονικό τρόπο, έτσι ισχύει και με την κεφαλή της Εκκλησίας. Οι πέντε πνευματικές αισθήσεις ήταν οι πέντε πατριάρχες. Αν τύχαινε να λείψει από την Εκκλησία μία από τις αισθήσεις της, θα έλειπε κάτι από την ακεραιότητά της. Ένας βυζαντινός λόγιος, που πέθανε το 1117, σε μια διαμάχη με τους Λατίνους που διεξήχθη στην Κωνσταντινούπολη το 1112, προσκαλεί τους Λατίνους να ενωθούν με τον αληθινό Αρχηγό της Εκκλησίας, τον Χριστό, λέγοντας: «Εγκαταλείψτε, σας παρακαλώ, τον υπερβολικό σας ζήλο για την κατανόηση της αλήθειας και ελάτε, όπως αρμόζει, να ενωθείτε με την ολότητα του σώματος της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, από την οποία αδίκως έχετε χωρίσει. Ενεργώντας έτσι, δεν θα στερείτε πια από τον κοινό αρχηγό μας, τον Χριστό, τη μια από τις αισθήσεις του, ακρωτηριάζοντας, με αυτό τον τρόπο, την ενότητα και δυσαρεστώντας τον Κύριο. Πράγματι, απ’ όσο εγώ γνωρίζω, οι πέντε πατριάρχες είναι σαν μια εικόνα των πέντε αισθήσεων».
Τα δίπτυχα
Είναι γεγονός πως η πενταρχία τον καιρό των «κανονικών» σχέσεων μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αποτελούσε μια μορφή συνοδικότητας. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να συναχθεί από δύο γεγονότα: από τα δίπτυχα και από τις «συστατικές ή συνοδικές επιστολές» ή αυτές της «ενθρόνισης».
Τα δίπτυχα, παλαιά, όπως είναι γνωστό, ήταν μικροί πίνακες όπου γράφονταν τα ονόματα των πέντε πατριαρχών για να τους μνημονεύουν κατά τη διάρκεια της τελετής της Θείας Ευχαριστίας. Η μνημόνευση αυτή θεωρούνταν το ευχαριστιακό σημείο της κοινωνίας μεταξύ αυτών των μεγάλων επισκοπικών εδρών. Το να αφαιρέσεις το όνομα ενός πατριάρχη από τα δίπτυχα και να μην τον μνημονεύσεις στην ευχαριστιακή τελετή, σήμαινε ότι ο Πατριάρχης αυτός δεν βρισκόταν πια σε κοινωνία με τους άλλους πατριάρχες ή τουλάχιστο με αυτόν που είχε διαπράξει αυτήν τη βαρύτατη πράξη. Γνωρίζουμε πως το 1009, ο Πατριάρχης Σέργιος ο Β’, είχε αρνηθεί να μνημονεύσει στα δίπτυχα τον Πάπα Σέργιο τον Δ’, άρα αυτό συνέβη πριν το 1054. Το όνομα του προκατόχου αυτού του Πάπα, του Ιωάννη ΙΗ’, υπήρξε το τελευταίο που είχε εισαχθεί στα δίπτυχα στην Κωνσταντινούπολη. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το όνομα του Πάπα αφαιρούνταν από τα δίπτυχα, όχι εξαιτίας κάποιου θεολογικού ατοπήματος, αλλά επειδή είχε στέψει κάποιο γερμανό αυτοκράτορα.
Το ότι και για τη Ρώμη ήταν σημαντική η μνημόνευση στα δίπτυχα των πέντε πατριαρχών, συμπεραίνεται από το γεγονός ότι τον ΙΒ’ αιώνα, στις επαφές με τους βυζαντινούς, συχνά, οι Πάπες απαιτούσαν να επανεισαχθεί το όνομά τους στα δίπτυχα της Αγίας Σοφίας. Έτσι, π.χ. το καλοκαίρι του 1089, ο Πάπας Ουρβανός ο Β’ αποστέλλει στην Κωνσταντινούπολη τον Νικόλαο, αββά στο βυζαντινό μοναστήρι της Κρυπτοφέρρης στη Ρώμη, και τον διάκονο Ρουγγέρο, ως φορείς ενός μηνύματος. Σε αυτό το μήνυμα ζητούσε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό (1081-1118) να επιτρέπει στους Λατίνους που κατοικούσαν στην ανατολική αυτοκρατορία, να μπορούν να ασκούν ελεύθερα τη λατινική λατρεία, χρησιμοποιώντας τον άζυμο άρτο και το όνομά του να επανεισαχθεί στα δίπτυχα της Μεγάλης Εκκλησίας.
Ο αυτοκράτορας, που είχε ξεκινήσει ένα μεγάλο έργο αποκατάστασης της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας, (εσωτερική ακαταστασία, Οθωμανικός και Νορμανδικός κίνδυνος), δέχτηκε με ευμένεια αυτό το διάβημα του Πάπα. Μια συμφιλίωση με τη Ρώμη θα τον διευκόλυνε στο έργο του.
«Το όνομα του Πάπα έχει αποσιωπηθεί αδίκως»
Ο Αλέξιος συγκαλεί την «ενδημούσα Σύνοδο» του Πατριαρχείου για να συζητήσει τα παπικά αιτήματα. Κατέχουμε την έκθεση των πεπραγμένων αυτής της συνοδικής συνέλευσης της οποίας προήδρευσε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Στην εισαγωγική ομιλία του ο αυτοκράτορας εκφράζεται ως εξής: «Η αγιότατη και καθολική Εκκλησία μας, παλαιά συναινούσε σε μια μοναδική κοινωνία με την Εκκλησία της Ρώμης και με τα άλλα Πατριαρχεία, και το όνομα του Πάπα ήταν γραμμένο στα ιερά δίπτυχα. Όμως εδώ και πολύ καιρό, έχει συμβεί ένα σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών και το όνομα του Πάπα δεν αναγγέλλεται μαζί με τους άλλους πατριάρχες, πράγμα που έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα». Στη συνέχεια, ο αυτοκράτορας αναφέρει στη συνέλευση ότι ο Πάπας Ουρβανός, του έχει αποστείλει ένα μήνυμα στο οποίο του ζητεί «ειρήνη και ομόνοια και την επανεισαγωγή» του ονόματός του στα δίπτυχα. Τώρα, συνεχίζει ο Αυτοκράτορας Αλέξιος, «επειδή η Εκκλησία της Ρώμης δεν έχει διασπαστεί από την κοινωνία μας με μια συνοδική απόφαση, αλλά, αντιθέτως, φαίνεται ότι το όνομα του Πάπα έχει αποσιωπηθεί αδίκως», και επειδή ο ίδιος, ως αυτοκράτορας, οφείλει να αγωνίζεται για την ειρήνη, συγκάλεσε τους πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης και της Αντιόχειας και την «ενδημούσα Σύνοδο». Εδώ ο Αλέξιος απαριθμεί τους συμμετέχοντες: μεταξύ των άλλων είναι παρόντες οι μητροπολίτες της Άγκυρας, της Λαοδικείας, της Αθήνας, της Κρήτης, και της Ρωσίας. Σε αυτούς τους μητροπολίτες που εκπροσωπούσαν ολόκληρη την Ανατολή, ο Αυτοκράτορας, αφού τους παρουσίασε την επιστολή του Πάπα, ζήτησε να πληροφορηθεί «αν το γεγονός πως το όνομα του Πάπα δεν αναφέρεται στα δίπτυχα οφείλεται σε μια γραπτή απόφαση που διαφυλάσσεται και στην αγιότατη και μεγάλη Εκκλησία μας (Πρόκειται για τα αρχεία της Αγίας Σοφίας), που θεσπίζει τον χωρισμό της Εκκλησίας της Ρώμης από εμάς. Οι ιεράρχες κατέστησαν γνωστό ότι τέτοιες (γραπτές αποφάσεις) δεν υπάρχουν, και ότι πράγματι δεν υφίστανται τέτοιες αντίθετες διαφορές μεταξύ της Εκκλησίας μας και εκείνης των Λατίνων που να αιτιολογούν έναν κανονικό χωρισμό. Η αφαίρεση του ονόματος του Πάπα από τα δίπτυχα έχει συμβεί ήδη προ πολλού καιρού και έχει μεταδοθεί μέχρι και σε εμάς».
Ο αυτοκράτορας κλείνει την ομιλία του με αυτά τα λόγια: «Η μεγαλειότητά μου, επειδή δεν βρήκε τίποτε που να χωρίζει τις Εκκλησίες, θεώρησε σωστό να αποδώσει ξανά στον Πάπα το προνόμιο της μνημόνευσης και να συζητηθούν και να λυθούν όλες οι άλλες αμφιβολίες, διότι δεν είναι νόμιμη ούτε σύμφωνη με τους κανόνες η απάλειψη του ονόματος του Πάπα από την μνημόνευση, μαζί με τους άλλους αγιότατους πατριάρχες πριν παρέμβει μια κανονική καταδίκη. Η μεγαλειότητά μου, επομένως, έκρινε αυτές τις αποφάσεις ως μη εναρμονισμένες με τους θείους και ιερούς κανόνες».
Οι ιεράρχες ωστόσο δεν ήταν διατεθειμένοι να επιτρέψουν τη μνημόνευση του Πάπα πριν ρυθμιστούν τα ζητήματα των κανόνων (να σημειωθεί πως δεν γίνεται καμία νύξη σε θεολογικές διαφορές, αλλά απλώς σε «κανόνες»). Ο αυτοκράτορας όμως είχε αντίθετη γνώμη: «έπρεπε πρώτα να δοθεί ξανά η τιμή στον Πάπα όπως γινόταν παλαιότερα» και κατόπιν να συζητήσουν για τα εκκρεμή ζητήματα των κανόνων.

«Συστατική επιστολή»
Στο σημείο αυτό, η Σύνοδος υπενθυμίζει ένα άλλο γεγονός που υποδηλώνει την κοινωνία μεταξύ των πέντε πατριαρχών: «συστατική επιστολή» ή «συνοδική» ή «Επιστολή ενθρόνισης». Πράγματι, - συνεχίζει - το Ντοκουμέντο: «Όλοι οι ιεράρχες, τότε, αποφάσισαν από κοινού με μας ότι, σύμφωνα με την παλαιά και σταθερή εκκλησιαστική συνήθεια, ο Πάπας να στείλει στην Εκκλησία μας τη συστατική του επιστολή στην οποία εκφράζεται η κοινωνία στην πίστη με τους άλλους πατριάρχες». Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την παλαιά παράδοση σύμφωνα με την οποία, αμέσως μετά την εκλογή του Πάπα και των άλλων τεσσάρων πατριαρχών, της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ, αποστελλόταν στους τέσσερις πατριάρχες μια επιστολή με την οποία ο νεοεκλεγείς προέβαινε σε μια ομολογία πίστεως που συντασσόταν από την εποπτεύουσα την εκλογή Σύνοδο, γι’ αυτό και ονομαζόταν «συνοδική». Αν η ομολογημένη πίστη ήταν σύμφωνη με τις Συνόδους, τότε το όνομα του εκλεγέντος εισαγόταν στα δίπτυχα και επέρχονταν η κοινωνία μεταξύ των Πατριαρχών.
Ότι η συνήθεια αυτή δεν είχε λησμονηθεί από τη Ρώμη, μαρτυρείται από τον αντιπάπα Guiberto της Ραβέννα (Κλήμης Γ’), που την εποχή εκείνη τον θεωρούσαν αληθινό Πάπα. Είχε την καλή θέληση να μεταρρυθμίσει την Εκκλησία. Είχε ωστόσο αντιληφθεί πως το μεταρρυθμιστικό του έργο δεν αρκούσε από μόνο του για να ενισχύσει τη θέση του σε όλη τη χριστιανοσύνη. Για το λόγο αυτόν, στους πρώτους μήνες του 1089, είχε στείλει, όχι σε έναν από τους πατριάρχες της Ανατολής, αλλά στον Ιωάννη τον Β’, μητροπολίτη του Κιέβου, μια επιστολή προσκομισθείσα από μια αντιπροσωπεία, με σκοπό να αναγνωριστεί και από τη Ρωσική Εκκλησία και να ισχυροποιήσει τη θέση του.
Ο μητροπολίτης Ιωάννης του Κιέβου, στη συνοδική επιστολή του αντιπάπα Κλήμη του Γ’ , που τότε θεωρούνταν κανονικός Πάπας, απαντά ως εξής: «Λάβαμε με χαρά την αγάπη σου εν Κυρίω, ω αυθεντικέ άνθρωπε του Θεού και άξιε της καθέδρας και της αποστολικής κλήσης. Παρότι βρίσκομαι μακριά σου, καθήμενος, με τη φτώχεια και την ταπεινοσύνη μας, πάνω στα φτερά της αγάπης, φθάνω μέχρις εσένα και σου απευθύνομαι με ειλικρίνεια και αγάπη και προσεύχομαι πνευματικά για σένα. Έλαβα τα διδάγματα της ορθόδοξης και άμεμπτης πίστης μας και τα θεωρώ ως θεία». «(Εγώ πιστεύω σε όλα αυτά) βασιζόμενος και στη μαρτυρία του αγίου σεβαστού και ενάρετου επισκόπου, απεσταλμένου της αγιότητάς σας, επειδή φαίνεται σε μας ότι είστε ένας αληθινός ποντίφικας, εκλεγείς από τον Θεό…, εγώ ο τελευταίος όλων, Σας χαιρετώ και Σας ασπάζομαι θερμά και εύχομαι να απολαμβάνετε πλήρη ευτυχία και να έχετε πάντοτε τη συμπαράσταση της θείας προστασίας».
Μπορούμε συνεπώς να διαπιστώσουμε πως το σχίσμα δεν είναι ακόμη ριζωμένο μεταξύ των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσης και ότι ακόμη λειτουργεί εκείνη η μορφή συνοδικότητας που βιώνεται μέσα στην κοινωνία των τότε πατριαρχών.
Οι Εκκλησίες σαν μια μελωδία
Μια από τις πιο ωραίες εικόνες της κοινωνίας μεταξύ των πέντε πατριαρχών, άρα και εκείνου της Ρώμης, τη βρίσκουμε σε μια επιστολή την οποίαν ο Πατριάρχης Ιωάννης Καματερός απέστειλε στον Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ’, λίγα χρόνια πριν ζήσει τη κατάληψη και τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (13 Απριλίου 1204).
Ο ίδιος ο Πατριάρχης Ιωάννης, για να δείξει την αρμονία που θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πατριαρχών, γράφει: «Έτσι συμβαίνει και σε μια μουσική μελωδία, όπου για να εκτελεστεί, χρησιμοποιούνται διάφορες χορδές, οι οποίες, όλες μαζί σχηματίζουν αρμονικούς και μελωδικούς ήχους. Οι διάφορες νότες αποτελούνται από τόνους υψηλούς, λιγότερο υψηλούς, μεσαίους ή άλλους. Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί πως μια χορδή εμπεριέχει μέσα της τις άλλες, αλλά η καθεμιά εκπέμπει έναν ήχο μαζί με τις άλλες και όλες μαζί συνθέτουν την αρμονία. Έτσι, από το σύνολο των ήχων παράγεται μια μελωδία που ηχεί στο αυτί με τον ωραίο ρυθμό της. Αυτό συμβαίνει και σε μας τους προϊστάμενους των μεγάλων πατριαρχικών θρόνων: μας διατρέχει το πλήκτρο του Αγίου Πνεύματος, και μεταδίδουμε στους υφισταμένους μας τη μελωδία της σωτηρίας».
Είθε το πλήκτρο του Αγίου Πνεύματος να αγγίξει και τις καρδιές των τωρινών ποιμένων, αλλά κυρίως του λαού του Θεού για να ακουστεί και πάλι η μελωδία της συμφιλίωσης και της αγάπης μεταξύ των χριστιανών έστω και με τις υπάρχουσες διαφορές τους.
† Ιωάννης Σπιτέρης