Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, 30 Αυγούστου 2020, Ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Μνήμη τῶν Ἁγίων Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως Ἀλεξάνδρου, Ἰωάννου καὶ Παύλου τοῦ Νέου




Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, 30 Αυγούστου 2020, Ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Μνήμη τῶν Ἁγίων Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως Ἀλεξάνδρου, Ἰωάννου καὶ Παύλου τοῦ Νέου, (Αριθμ. 36Ν)




Α. 1. Η ΙΑ´ Κυριακή του Ματθαίου φέτος συμπίπτει με την Απόδοση της εορτής της αποτομής της τιμίας κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου, καθώς η Απόδοση έχει ορισθεί την επομένη της κυριωνύμου εορτής, αφού την τριακοστή πρώτη Αυγούστου η Εκκλησία εορτάζει μία μέγιστη εορτή, ήτοι τη Μνήμη της καταθέσεως της τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Παναγία των Χαλκοπρατείων, δίπλα στην Αγία Σοφία. Την ίδια ημέρα εορτάζεται και η μνήμη τριών Αγίων Πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης, που ο βίος τους υπήρξε ορόσημο για τη συνοδική πράξη και τη λογιοσύνη των Πατριαρχών της Νέας Ρώμης και όλης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.



2. Ο Άγιος Αλέξανδρος υπήρξε ο επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης κατά την εορτή των εγκαινίων στις 11 Μαΐου 330 και ο υπέρμαχος του Συμβόλου της Νικαίας, της Α´ Οικουμενικής Συνόδου. Κατά την ίδια περίοδο των διεργασιών της Νικαίας στην Αλεξάνδρεια είναι επίσκοπος ο Άγιος Αλέξανδρος και εν συνεχεία ο Άγιος Αθανάσιος, ενώ στη Θεσσαλονίκη ήταν επίσης επίσκοπος ένας άλλος Άγιος της Εκκλησίας επίσης Αλέξανδρος. Η Εκκλησιαστική Γραμματεία και Ιστοριογραφία μάς έχει διασώσει την αλληλογραφία αυτών των Αγίων της Εκκλησίας, που είναι και φορείς της Ελληνόφωνης εκκλησιαστικής παράδοσης, που θα αποτελέσει και τον κορμό της εκκλησιαστικής μας ζωής. Ο Άγιος Παύλος ο Νέος είναι ο Πατριάρχης της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το Β´, το 682, στην αίθουσα του Ιερού Παλατίου Τρούλο. Η Σύνοδος αυτή εξέδωκε ως συνέχεια των Ε´ και ΣΤ´ Οικουμενικών Συνόδων 102 κανόνες, που αποτυπώνουν την ευταξία του εκκλησιαστικού βίου σε μία από τις πιο λαμπρές περιόδους θεολογικής ανάπτυξης της εκκλησιαστικής λογιοσύνης και πολιτικής αφομοίωσης της πίστης ως κοινού αγαθού των πολιτών της αυτοκρατορίας, που απετέλεσε και το έναυσμα της νηπτικής πράξης στους αυτοκρατορικούς και συγκλητικούς κύκλους, μία νέα νοηματοδότηση στο κοινό βίο της Κωνσταντινούπολης με τον Ιουστινιανό Β´ να κατατάσσεται επίσης στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας. Ο τρίτος Άγιος ο Πατριάρχης Ιωάννης Ξιφιλίνος, καταγόμενος από την Τραπεζούντα (περίπου 1005-1075) με νομικές σπουδές, ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας και έγινε Πατριάρχης το 1064. Ανήκε στον κύκλο του Αγίου Ιωάννη, επισκόπου Ευχαΐτων, του Μαυρόποδος, του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 5 Οκτωβρίου, και αμφότεροι είναι γνωστοί ως υμνογράφοι κανόνων. Βρισκόμαστε σε μία περίοδο άνθισης των ελληνικών γραμμάτων, κυρίως με το Μιχαήλ τον Ψελλό, που και αυτός ανήκε στην αρχή στον ίδιο κύκλο, αλλά οι δυο τους τη λογιοσύνη την αξιοποίησαν για την αναγέννηση της εκκλησιαστικής ζωής σε μία περίοδο που εξυφαίνετο η θεολογική σύγκρουση με τη Δύση.



Β. 1. Η σημερινή Κυριακή εξ επόψεως Αναγνωσμάτων αυτά βρίσκονται σε μία συνέχεια με τα Αναγνώσματα της ΙΑ´ Κυριακής του Ματθαίου, (η οποία φέτος παραλήφθηκε ως προς τα Αναγνώσματα, γιατί συνέπεσε με την Απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου), μολονότι το σημερινό Αποστολικό ακολουθεί το αντίστοιχο μετά από έξι κεφάλαια, όμως επέχει θέση συμπεράσματος στο στίχο «ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ» (Α´ Κορινθ. 9, 2). Περισσότερο εμφανής είναι η συνέχεια στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, το οποίο και κειμενικά αποτελεί συνέχεια του τέλους του δέκατου όγδοου κεφαλαίου με παράλειψη των δέκα πέντε πρώτων στίχων από το παρόν δέκατο ένατο κεφάλαιο. Ωστόσο, η θεματολογία είναι η αυτή, δηλαδή, η βασιλεία του Θεού, ένα θέμα που είχε ανοίξει μεταξύ των Μαθητών μετά την κάθοδο από το όρος Θαβώρ και τη Μεταμόρφωση του Χριστού.



2. Στην αρχή, λοιπόν, του δέκατου ένατου κεφαλαίου δίδεται η πληροφορία ὀτι ο Χριστός άφησε τη Γαλιλαία και προχώρησε προς τα όρια της Ιουδαίας πέραν του Ιορδάνου. Εκεί τον πλησίασαν οι Φαρισαίοι, που αποτελούσαν σκληρό πυρήνα του ιουδαϊκού υποκριτισμού, και τον ρώτησαν πειράζοντάς τον: εάν είναι επιτρεπτό κάποιος να διώξει τη γυναίκα του με οποιαδήποτε αφορμή. Ο Χριστός τούς απαντά κατά το βιβλίο της Γενέσεως και με το «ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (ιθ´, 6), αλλά πάει ένα βήμα παραπέρα αναιρώντας την αναμονή μιας μεσσιανικής βιολογικής επικράτησης των Ιουδαίων και ουσιαστικώς παραδεικνύει το γεγονός της ελεύσεώς του ως του αληθινού Μεσσία, που προήλθε εκ παρθένου ασπόρως: «καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι... οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω» (ιθ´, 12), μία εκ βάθρων ανατροπή της βιολογικής διαδοχής ως αναμονής για το βασιλέα του Ισραήλ. Και ενώ γινόταν αυτή η συζήτηση κάποιοι έφεραν τα παιδιά τους να τα ευλογήσει ο Χριστός. Οι μαθητές προσπάθησαν να τα εμποδίσουν, για να μη διακοπεί η κουβέντα, αλλά ο Χριστός κρατά πάλι υψηλά το θέμα της βασιλείας λέγοντας: «Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 15 καὶ ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτοῖς ἐπορεύθη ἐκεῖθεν» (ιθ´, 14-15). Πάντως, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι Μαθητές, μολονότι ο Χριστός σε προηγούμενη συζήτηση είχε δηλώσει, υψώνοντας ένα παιδί από το πλήθος, ότι όποιος είναι ταπεινός σαν αυτό το παιδί, αυτός θα είναι μείζων στη βασιλεία του Θεού, εντούτοις αυτοί προσπάθησαν να απωθήσουν τα παιδιά.



3. Σ᾽ αυτό το σημείο αρχίζει το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, το οποίο συνεχίζει με το ίδιο θέμα, περί της βασιλείας των ουρανών. Ένας νέος πλησιάζει το Χριστό και τον ρωτά τί καλό μπορεί να κάνει, για να έχει ζωή αιώνιο. Ο Χριστός του αραδειάζει τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου καλώντας τον να τίς τηρεί, κι όταν ο νέος λέει ότι είναι πιστός τηρητής αυτών, ο Χριστός τον προτρέπει να πουλήσει τα πάντα, να μοιράσει τα χρήματα στους πτωχούς και να τον ακολουθήσει, «καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ». Ο νεανίσκος έφυγε λυπημένος. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος σημειώνει «ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά» και επιπλέον σημειώνει και το λόγο του Χριστού ότι είναι πολύ δύσκολο να μπει στη βασιλεία του Θεού άνθρωπος πλούσιος, τόσο δύσκολο που είναι πιο εύκολο να περάσει ένα καραβόσχοινο από την τρύπα της βελόνας παρά πλούσιος άνθρωπος στη βασιλεία των ουρανών: «πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν». (Κι οι Μαθητές, σαν ψαράδες που ήσαν, ήξεραν από καραβόσχοινα!).



4. Ο νεανίσκος της συνάντησης, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος και τυιπικά εντάξει ως Ιουδαίος, ακούγοντας το Χριστό να ομιλεί για βασιλεία των ουρανών και αιώνια ζωή, με την ερώτησή του απηχεί ουσιαστικώς την κοινή αντίληψη όλων των Ιουδαίων για τον ερχόμενο Μεσσία ως βασιλέα του Ισραήλ, ο οποίος θα ελευθέρωνε τους Ισραηλίτες από τους Ρωμαίους και θα ίδρυε ένα αιώνιο βασίλειο με επιβολή επί όλων των λαών. Ο νεανίσκος ζητάει από το Χριστό να μάθει τί θα κάνει, ώστε να έχει αιώνια ζωή αυτός και τα πλούτη του σ᾽ αυτή την αιώνια βασιλεία! Δεν είναι μία ερώτηση άσχετη με αυτήν την αντίληψη των Ιουδαίων της εποχής του Χριστού. Παράδειγμα ακόμη κι οι Μαθητές, που, ενώ τον είδαν μεταμορφούμενο, ρωτούσαν ποιός θα είναι μείζων στη βασιλεία των ουρανών, ονειρευόμενοι, αιώνιες δόξες και τιμές και όλα τα συνεπαγόμενα. Ο Χριστός πορευόμενος προς την Ιουδαία έρχεται βαθμιαία σε αντίθεση με όλους εκείνους τους φορείς της ιουδαϊκής αποκλειστικότητας. Έτσι δεν ομιλεί για τους Ιουδαίους αλλά για τον κάθε άνθρωπο, που στηρίζει τις βεβαιότητές του σε ό,τι έχει και όχι σε ό,τι είναι ως ύπαρξη. Μάλιστα δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι καλεί τους Μαθητές και τον όχλο να γίνουν σαν τα παιδιά, απεκδυόμενοι, δηλαδή, το συμβατικό βίο των ενηλίκων. Πρόκειται για ένα λόγο ανακλήσεως στην αρχέγονη παραδείσια κατάσταση, που αφορά σε κάθε άνθρωπο και όχι αποκλειστικά στους νομίζοντες ότι τηρούν το Νόμο και τις εντολές Ιουδαίους.



Γ. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα έρχεται να επιβεβαιώσει το συμπέρασμα της ευαγγελικής περικοπής. Στη θέση της τήρησης των εντολών τίθεται το Ευαγγέλιο του Χριστού, που ανακεφαλαιώνει το Νόμο, σπάζοντας την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα, δωρούμενος ο Αναστάς τη χάρη σε κάθε άνθρωπο διά των Παθών και της Αναστάσεως. Γράφοντας, λοιπόν, στους Κορίνθιους ο Απόστολος Παύλος, που ήταν η σφραγίς της δικής του ἀποστολῆς, τούς υπενθυμίζει την ταυτότητα της αποστολικής μαρτυρίας περί του Αναστάντος Χριστού, καλώντας τους να διαφυλάξουν αυτή τη μαρτυρία του Ευαγγελίου της Αναστάσεως του Χριστού ως κοινή παρακαταθήκη των Αποστόλων. Κι επειδή είχαν κάνει ένα σωρό ομαδούλες, τους εξηγεί ότι μάρτυρες του Αναστάντα Χριστού ήσαν όλοι οι Απόστολοι, όπως και ο ίδιος, μολονότι αρχικά διώκτης της Εκκλησίας, τονίζοντας την ισχύ της χάριτος του Θεού αλλά και τη συνέργεια του ανθρώπου.



Δ. Σ᾽ όλη αυτήν την περίοδο από τη μνήμη του Προφήτη Ηλία και μέχρις της Υψώσεως του Σταυρού, περίοδο που διαβάζονται στην Εκκλησία τα Ευαγγελικά Αναγνώσματα (με ημερολογιακή διακύμανση λόγω Πάσχα και Πεντηκοστής) για τη βασιλεία του Θεού, συγχρόνως κυριαρχούν δύο γεγονότα, η Μεταμόρφωση του Χριστού και η Κοίμηση της Θεοτόκου, ενώ στην υμνολογία της Εκκλησίας, ακόμη και ως φρασεολογία, υπομνηματίζεται το μυστήριο της ένσαρκης δι᾽ ημάς Οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός. Στην κλήση του Χριστού για τη βασιλεία των ουρανών με παράδειξη της Θεότητός του, η Εκκλησία απαντά με τον πρώτο και μοναδικό της καρπό, τη Θεοτόκο, η οποία, μολονότι πέθανε (χωρίστηκε η ψυχή της από το σώμα) και ετάφη, όμως, το ακήρατο σώμα της δεν υπέστη φθορά, ως θρόνος του βασιλέως Χριστού, και μετέστη υπό του Χριστού ως μία και η αυτή οντότητα, ενώνοντας ο Χριστός και πάλι το σώμα και την ψυχή της, μεθισταμένη στους ουρανούς μετά του σώματός της, αφήνοντας κενό τον τάφο.





Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Κορινθ. 15 (ιε´), 1-11: «1 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, 2 δι᾽ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῇ ἐπιστεύσατε. 3 παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, 4 καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς, 5 καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· 6 ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· 7 ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· 8 ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. 9 ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· 10 χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δὲ, ἀλλ' ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. 11 εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε».





Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. 19 (ιθ´), 16-24: «16 Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; 17 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν, τήρησον τὰς ἐντολάς. 18 λέγει αὐτῷ· Ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 20 λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; 21 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 22 ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. 23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 24 πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν».