Ἰωάννου Γ. Λότσιου, Δρ.Θ.
1.Τό Ἄρθρο-Βάση
τοῦ Καταστατικοῦ καί ἡ Σημασία του
Ἀπαραίτητο στοιχεῖο στήν διαμόρφωση
τοῦ ΠΣΕ ἀποτελεῖ τό Ἄρθρο-Βάση τοῦ Καταστατικοῦ, πού διαμορφώνει καί τήν
λειτουργία τοῦ ὀργανισμοῦ. Τό Ἄρθρο-Βάση[1] στήν Συνέλευση τοῦ Ἔβαστον εἶχε
διατυπωθεῖ ὡς ἑξῆς: «Τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι μιά κοινωνία
«fellowship» τῶν ἐκκλησιῶν πού δέχονται τόν Κύριό μας ὡς Θεό καί Σωτήρα»[2].
Τό ὁποῖο τροποποιήθηκε ὡς ἑξῆς: «To Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι μιά
κοινωνία ‘‘fellowship’’τῶν ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες σύμφωνα μέ τήν Γραφή ὁμολογοῦν
τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Θεό καί Σωτήρα»[3].
Χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς τροποποίησης εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς λέξεως
«δέχονται» (accept) μέ τήν λέξη «ὁμολογοῦν» (confess) καί τό «μᾶς» (our) ἀντικαταστάθηκε
ἀπό «τόν»(the). Αὐτή ἡ χριστολογική διατύπωση ὅπως σημειώνεται στά πρακτικά του
Συνεδρίου δέν ἀποτελεῖ ὁμολογία ἀλλά κάτι λιγότερο ἀπό ὁμολογία καί ἀκόμα
περισσότερο δέν ἀποτελεῖ ἕναν ἁπλό τύπο συμφωνίας μεταξύ των ἐκκλησιῶν- μελῶν
τοῦ Συμβουλίου. Δέν ἀποτελεῖ μιά ὁμολογία, ἕνα εἶδος πιστεύω, οὔτε μιά δήλωση
πίστης. Ἡ σημασία τοῦ εἶναι λειτουργική καί σημαίνει ὅτι ‘‘νά πεῖ τί μᾶς κρατᾶ
μαζί στό Παγκόσμιο Συμβούλιο, ποιά εἶναι ἡ ἀφετηρία τῆς συνομιλίας μας καί τῆς συνεργασίας στό ἵδρυμα αὐτό’’[4].
Ἀλλά ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τότε τοῦ Ἄρθρου-Βάση, ἀφοῦ δέν ἐκφράζει οὔτε μιά
ὁμολογία ἀλλά καί συγχρόνως οὔτε μιά ἁπλή συμφωνία; Τό γεγονός τῆς σύστασης τοῦ
εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Περιεχόμενο τοῦ Ἄρθρου εἶναι ἡ χριστολογική διατύπωση. Καί ὄχι μόνο αὐτό:
στό Ἄρθρο-Βάση ὁ Χριστός προσδιορίζεται ὡς «Θεός» καί «Σωτήρας», πού σημαίνει ὅτι
ἀποδοχή τοῦ Ἄρθρου-Βάση εἶναι μιά πίστη μέ χριστολογικῆ ἀναφορά, πίστη στήν ἐν
Χριστῷ συγκέντρωση τῶν ἐκκλησιῶν στόν οἰκουμενικό ὀργανισμό. Αὐτή ἡ πίστη στήν
χριστολογική διατύπωση σημαίνει τήν παραδοχή τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἐσχατολογική
ἀναφορά τῆς σωτηριολογικῆς ἐνέργειάς του.
Ὑπάρχουν τρεῖς ἔννοιες στήν κατανόηση καί σημασία τοῦ Ἄρθρου-Βάση
τοῦ Καταστατικοῦ: α) μιά ἔννοια πού δείχνει τήν φύση τῆς κοινωνίας πού οἱ ἴδιες
οἱ ἐκκλησίες ἐπιδιώκουν νά καθιερώσουν στό Συμβούλιο. Ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι
κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν πού ἔχει ἕναν μοναδικό χαρακτήρα. Μέ τήν ἀποδοχή οἱ ἐκκλησίες
δημιουργοῦν σχέσεις μεταξύ τους ἐξαιτίας τῆς ἀναγνώρισης ὕπαρξης μιᾶς πού
δίδεται στό πρόσωπο καί στήν διακονία τοῦ κοινοῦ Κυρίου, β) ἐξασφαλίζει τό σημεῖο
προσανατολισμοῦ γιά τήν ἐργασία πού ἀναλαμβάνει τό ΠΣΕ γ) μιά τρίτη ἔννοια
δείχνει τήν εὐρύτητα τῆς κοινωνίας πού ἐπιδιώκουν νά καθιερώσουν οἱ ἐκκλησίες
μέσω τοῦ ΠΣΕ[5].
Τό γεγονός τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Ἄρθρου-Βάση εἶναι τό θεμελιῶδες κριτήριο τήρησης
γιά κάθε ἐκκλησία πού ἐπιθυμεῖ νά γίνει μέλος τοῦ ΠΣΕ. Ὅπως σημειώνει
χαρακτηριστικά ὁ V. Hooft[6]: «γιά τήν χρήση τῆς λέξης «ὁμολογεῖ
ὅτι» ἀντί τῆς λέξης «δέχομαι» σημαίνει τήν ἀντικατάσταση μιᾶς λέξης πού δείχνει
τήν ὑποχρέωση γιά μιά λέξη πού θά μποροῦσε νά γίνει κατανοητή μέ ἕνα διανοητικό
τρόπο. Καί ἡ λέξη «ὁμολογία» φυσικά λαμβάνει μιά νέα δήλωση διαμέσου τῆς μαρτυρίας τῶν ὁμολογιακῶν ἐκκλησιῶν
σέ σύγκρουση μέ τίς ὁλοκληρωτικές δυνάμεις». Ἡ Τριαδολογική[7]
διερεύνηση τοῦ Ἄρθρου τοῦ Καταστατικοῦ διατυπώθηκε ὡς ἑξῆς: «Τό Παγκόσμιο
Συμβούλιο τῶν ἐκκλησιῶν εἶναι μιά κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν πού ὁμολογοῦν τόν
Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς Θεό καί Σωτήρα σύμφωνα μέ τίς Γραφές, πού ἐπιδιώκουν νά ἐκπληρώσουν
μαζί τήν κοινή κλίση τους στήν δόξα τοῦ ἑνός Θεοῦ, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος»[8].
Ἡ τροποποίηση αὐτή τοῦ Ἄρθρου σύμφωνα μέ τόν V.Hooft, ἔδωσε τρεῖς κατευθύνσεις.
Ἡ Τριαδολογική διεύρυνση βοήθησε τίς Ἀνατολικές Ἐκκλησίες καί εἰδικά τίς Ὀρθόδοξες,
ἐξαιτίας βέβαια καί τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ πρόταση τῆς διεύρυνση προερχόταν ἀπό
τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, νά δείξουν μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη στό Παγκόσμιο
Συμβούλιο, μέ ἀποτέλεσμα νά μπορέσουν καί οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πού δέν ἦταν
μέλη νά εἰσέλθουν στό οἰκουμενικό αὐτόν ὀργανισμό. Ἕνα ἄλλο σημεῖο ἀναφερόταν
στόν καθησυχασμό τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐκκλησιῶν πού ἐξέφρασαν ἕνα δισταγμό σχετικά
μέ τήν χριστολογική διατύπωση τοῦ Ἄρθρου. Ἀκόμα ἡ τροποποίηση αὐτή βοήθησε στήν
ἀλλαγή στάσης τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας[9]. Ἀλλά τί ὑπάρχει πέρα ἀπό αὐτήν τήν ἀποδοχή; Ὅταν
αὐτό ἀποτελεῖ τήν βάση λειτουργίας τοῦ ὀργανισμοῦ; Ὅταν συνεχῶς ὀφείλει τό ἴδιο
το Συμβούλιο νά ἐξετάζει τήν λειτουργία του στό Ἄρθρο;
Τό Ἄρθρο-Βάση εἶναι μιά μορφή πίστης πού ἔχει βέβαια μιά
γενική παραδοχή, ὄχι συγκεκριμένη χριστολογική διατύπωση γιά τό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί εἶναι τό σημεῖο σύγκλισης τῶν πίστεων, τῶν χριστολογικῶν
διατυπώσεων τῶν ἐκκλησιῶν. Παράλληλα εἶναι καί τό ἀφετηριακό σημεῖο τῆς οἰκουμενικῆς
χριστολογικῆς διατύπωσης. Εἶναι οὐσιαστική ἡ παρατήρηση πού κάνει στό σημεῖο αὐτό
ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης. Πάνω στήν σημασία τοῦ Ἄρθρου-ἡ
ὁποία χαρακτηρίζει τήν συνεργασία καί τήν φύση τῆς κοινωνίας τῶν ἐκκλησιῶν- δέν
ἀποτελεῖ πλέον ἔναs ἁπλός τύπος συμφωνίας τόσο τῆς συνάντησης ὅσο καί τῆς
συνεργασίας μεταξύ των ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν. Ἡ χριστολογική διατύπωση
προσφέρει, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος, κάτι παραπάνω ἀπό μιά
συμφωνία, εἶναι ἕνας «κοινός θησαυρός πίστεως» στό οἰκουμενικό γίγνεσθαι[10].
Σχετικά μέ τίς ἐκκλησιολογικές ἀρχές λειτουργίας τοῦ ΠΣΕ ἡ
φύση του ὡς ὀργανισμοῦ ἔχει καθοριστεῖ ἀπό τήν Δήλωση τοῦ Τορόντο, «Ἡ Ἐκκλησία,
οἱ ἐκκλησίες καί τό ΠΣΕ». Ὁ στόχος τοῦ ὅμως ἐμπεριέχεται σέ διάφορα κείμενα τά ὁποῖα
ἐκτός ἀπό τήν παραπάνω Δήλωση εἶναι: τό σύνταγμα, ἡ Ἔκθεση τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς
Συνέλευσης τοῦ Ἄμστερνταμ, ἡ Ἔκθεση γιά τήν κλήση τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἀποστολή
καί στήν Ἑνότητα τοῦ 1951, ἡ Ἔκθεση τῆς Δομῆς καί λειτουργίας τῆς Συνέλευσης τοῦ
Ἔβαστον καί τό σχέδιο τῆς συγχώνευσης τῶν δύο μεγάλων ὀργανισμῶν τοῦ ΠΣΕ καί τοῦ
Διεθνοῦς Ἱεραποστολικοῦ Συμβουλίου τοῦ 1957. Ὅλες οἱ παραπάνω Ἐκθέσεις ἑστιάζουν
σέ μιά γενικότερη δήλωση πάνω στό ζήτημα τοῦ στόχου τοῦ ΠΣΕ: «ὁ στόχος τοῦ ΠΣΕ
εἶναι νά ἐξυπηρετεῖ τίς ἐκκλησίες στήν ἐκπλήρωση στήν ἀπό κοινοῦ ἐκπλήρωση τοῦ
Θεοῦ- πού δίδεται στό κάλεσμα μέσα σέ ὅλο τόν κόσμο»[11].
Ὁ γενικότερος αὐτός στόχος προδιαγράφει θά μπορούσαμε νά ποῦμε τήν θέση καί τήν
σχέση τοῦ ΠΣΕ μέ τίς ἐκκλησίες. Τό ΠΣΕ ὑπάρχει γιά νά ἐξυπηρετεῖ τίς ἐκκλησίες
προσφέροντας συγχρόνως ἐκεῖνες τίς εὐκαιρίες γιά κοινή δράση, ἀλλά δέν νομοθετεῖ
γιά τίς ἴδιες τίς ἐκκλησίες. Ἀκόμα περισσότερο ὀφείλει νά ἐκτελεῖ τούς στόχους
πού εἶναι στήν κοινή κλήση.
Ἡ ἀφετηρία γιά μιά τέτοια ἐκκλησιολογική μορφή τοῦ ὀργανισμοῦ
εἶναι μιά πραγματικότητα καί ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν ἑνότητα ἡ ὁποία αὐξάνεται ὅταν
οἱ ἐκκλησίες ἐκπληρώνουν τήν ἀποστολή τους ἀπό κοινοῦ ‘‘διορθώνοντας ἡ μιά τήν ἄλλη’’
ἀπό τό Μήνυμα τοῦ Ἄμστερνταμ, ὅταν ‘‘μοιράζονται ἡ μιά μέ τήν ἄλλη τήν ἀνανέωση
τῆς ἐκκλησίας- ζωῆς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα’’, ἀπό τήν Δήλωση τοῦ Τορόντο, ὅταν μιλοῦν
ἀπό κοινοῦ, ὅταν ἀλληλοϋποστηρίζονται’’[12].
Αὐτά τά θέματα ἀνήκουν στό προγραμματισμό τοῦ ἴδιου του Συμβουλίου καί
προδιαγράφουν τόν ἐκκλησιολογικό τοῦ χαρακτήρα.
2. Ἡ
Συμβολή τοῦ V. Hooft στήν Διαμόρφωση τοῦ
Ἄρθρου-Βάση
Ἡ οἰκουμενική ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ Ἄρθρου-Βάση φαίνεται
νά εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε εἴδους ὁμολογιακῆς δέσμευσης καί λειτουργεῖ
μέ μιά ἄνεση στήν ἀναζήτηση ἑνός ἐκκλησιολογικού μοντέλου τό ὁποῖο θά ἔχει
καθολική ἀποδοχή. Ἰδιαίτερα ὅμως πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἡ οἰκουμενική ἑρμηνεία
καί ἡ ἐπεξήγηση τοῦ Ἄρθρου-Βάση φαίνεται νά μήν στηρίζεται σέ συγκεκριμένες ὁμολογιακές
καί ἐκκλησιολογικές κατευθύνσεις. Ἡ ἐπισήμανση αὐτή ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη σημασία ἐάν
ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν τό γεγονός ὅτι ἡ γενική ἑρμηνεία τοῦ Ἄρθρου-Βάση προσβλέπει σέ ἕνα
ἐσχατολογικό προορισμό πού ἀπορρέει ἀπό τήν χριστολογική διατύπωση ὅτι ὁ
Χριστός εἶναι καί «Σωτήρας». Πρός ἐπίτευξη τῆς οἰκουμενικῆς σημασίας τοῦ
περιεχομένου τοῦ Ἄρθρου-Βάση ἡ ἔρευνά μας θά προχωρήσει στήν προσπάθεια τῆς ἑρμηνευτικῆς
προσέγγισης ἐκ τῶν πηγῶν, τίς ὁποῖες ὑποδεικνύει ὁ V.Hooft. Κατ’ ἀρχήν λοιπόν
τό Ἄρθρο-Βάση γιά τόν ἴδιο ἀντιμετωπίζεται ὡς ἄρθρο συστάσεως τοῦ ΠΣΕ, ὡς ὀργανισμοῦ,
πού ἔχει ποικίλη ἐκκλησιολογικῆ σημασία[13].
Τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπό τήν συγκεκριμένη ἀποστολή τοῦ ΠΣΕ γιά τήν ἀποκατάσταση
τῆς ἑνότητας.
Ο Hooft
προσδιορίζοντας τό Χριστολογικό πρόβλημα τοῦ ΠΣΕ διατυπώνει τήν ἄποψη ὅτι: «Τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἤ εἶναι
μιά Χριστοκεντρικῆ κίνηση ἤ δέν εἶναι ἀπολύτως τίποτε»[14]
ἐρμηνεύοντας, ἐν συνεχεία, τήν θέση αὐτή ὡς ἀπαίτηση μιᾶς νέας ἀρχῆς τῆς χριστολογικῆς
σκέψης τοῦ Συμβουλίου πάνω στήν διατύπωση τοῦ Ἄρθρου. Ἔτσι ἡ χριστολογική σκέψη τοῦ V.Hooft ἔχει ὡς ἀφετηρία μιά ἐκ «τῶν ἄνω»
χριστολογία. Ἀπό αὐτή τήν θέση καθορίζει καί τήν προϋπόθεση τῆς οἰκουμενικῆς
χριστολογίας. Ἡ ἐκ «τῶν ἄνω» χριστολογία κινεῖται σέ δυό ἐπίπεδα: Α) Ἡ ἐκ «τῶν ἄνω»
χριστολογία προέρχεται ἀπό μιά ἄλλη χριστολογική κατηγορία σκέψης, τήν
χριστολογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, χριστοκεντρικῆ. Β) Ἡ ἐκ τῶν ἄνω χριστολογία δέν
προέρχεται ἀπό τήν «ἐκ τῶν κάτω», πού ἀναφέρεται στίς δογματικές χριστολογικές
διατυπώσεις. Αὐτή εἶναι πέρα ἀπό κάθε εἴδους ἑρμηνείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ του ἀπό
Ναζαρέτ[15].
Ἔτσι ἡ ἐκ «τῶν ἄνω» χριστολογία τοῦ Ἄρθρου
«ἦταν ἀναγκαία γιά νά δείξει μέ σαφήνεια τήν κοινή κατανόηση τοῦ raison
d’etre τῆς ἐκκλησίας» καί πού ὄφειλε νά πετύχει τό πέρασμα ἀπό μιά ὁμολογιακή
χριστολογία σέ μιά οἰκουμενική χριστολογία[16].
Βέβαια ἡ οἰκουμενική χριστολογία δέν στοχεύει στήν ἀντικατάσταση τῆς ὁμολογιακῆς
χριστολογίας, ἀλλά προσπαθεῖ νά διατυπώσει μιά νέα χριστολογικῆ τοποθέτηση γιά τήν
κοινή κατανόηση τῆς ἑνότητας τῶν ἐκκλησιῶν[17].
Ἡ χριστολογία αὐτή καθορίζει τήν θέση τῶν ἐκκλησιῶν ἔναντι τῆς Μίας Ἁγίας καί
Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς μέλη τοῦ ΠΣΕ[18].
Ἡ χριστολογική
διατύπωση λοιπόν τοῦ Ἄρθρου-Βάση τοῦ Καταστατικοῦ στηρίζεται πάνω στήν ὁμολογία
ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «Κύριος, Θεός καί Σωτήρας».
Αὐτή προέρχεται ἀπό δύο παλαιότερε προτεσταντικές διατυπώσεις. Ἡ πρώτη ἡ
ὁποία εἶναι ἡ ἀναγεννητική παράδοση τῶν ΧΑΝ, τοῦ Παρισιοῦ του 1855 καί ἡ
δεύτερη ἡ παράδοση τῆς «ὑψηλῆς ἐκκλησίας»(high-church). Καί οἱ δύο πηγές «ἡ
διατύπωση προέκυψε ἀπό τήν πρόθεση νά ἐνδυναμωθεῖ καί νά ὑπερασπιστεῖ ἡ ἁπλή
βιβλική μαρτυρία πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐναντίον τῆς δογματικῆς ἀδιαφορίας καί
τῆς ἐλεύθερης δογματικῆς ἐλαχιστοποίησης»[19].
Οἱ τρεῖς ἔννοιες τοῦ Ἄρθρου «Κύριος, Θεός καί Σωτήρας», εἶναι προσεκτικά ἐπιλεγμένες
προκειμένου νά ἀποδώσουν αὐτό τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Hooft θέλει νά ἐκφράσει σέ ὅλη τήν ἔκταση τῆς οἰκουμενικῆς
του χριστολογίας. Ἔτσι ἡ πρώτη πηγή τοῦ Παρισιοῦ[20]
ποῦ ἀφοροῦσε τίς χριστιανικές ἑνώσεις τῶν νέων σχετικά μέ τόν Χριστό ὡς Θεό καί
Σωτήρα φανέρωνε μιά ἀπομάκρυνση ἀπό τήν εὐαγγελική Χριστολογία πού διατύπωνε ὅτι
ὁ Χριστός εἶναι «Κύριος καί Σωτήρας». Αὐτή ἡ διατύπωση δέν εἶχε τήν πρόθεση μιᾶς σύνταξης δογματικοῦ τύπου ἀλλά
μιά ἔκφραση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό ἐπισφραγίζοντας τό
κεντρικό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Στήν δεύτερη πηγή[21]
τό κίνητρο τῆς διατύπωσης ἦταν βέβαια παρόμοιο. Ἡ υἱοθέτηση τῆς διατύπωσης τῆς
προτεσταντικῆς Ἐπισκοπικῆς Ἐκκλησίας τοῦ 1910, πού εἶναι γνωστή ὡς «Initiatory
Report» καί προτείνει ὅτι ὅλες οἱ χριστιανικές κοινωνίες ἐπί γῆς πού ὁμολογοῦν
τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς Θεό καί Σωτήρα, ἀποτελοῦν κάλεσμα γιά τήν ἑνότητα.
Βέβαιά το ψήφισμα ἦταν μιά ἀπάντηση στήν παγκόσμια ἱεραποστολική Διάσκεψη τοῦ Ἐδιμβούργου
τοῦ 1910. Καί οἱ δύο αὐτές πηγές τῆς χριστολογικῆς διατύπωσης τό Ἄρθρου κινοῦνται πέρα ἀπό μιά ἀπολογητική ὁμολογία. Ἡ
βάση τοῦ Παρισιοῦ κατευθύνθηκε ἐνάντια στό πέρασμα τοῦ χρόνου. Ἡ
δεύτερη πηγή δέν ἀκολουθεῖ τό φιλελεύθερο πρότυπο. Καί στίς δύο αὐτές
πηγές ἡ διατύπωση «Θεός καί Λυτρωτής» ἐκφράζει μιά οὐσιαστική ἀλήθεια γιά τό
πρόσωπο τό Χριστοῦ, μιά σαφῆ μαρτυρία ἐνάντια
στόν ἀδιαφορισμό καί τῆς φιλελεύθερης ἑρμηνείας[22].
Καθώς σημειώσαμε ἤδη ἀνωτέρω οἱ δύο αὐτές πηγές προέλευσης ἀποτελοῦν τόν κορμό
τῆς διατύπωσης τοῦ Ἄρθρου τοῦ Καταστατικοῦ. Ἡ ἑρμηνευτική τους θέση δέν ἀπαντᾶ
παρά σέ μιά προτεσταντική διατύπωση στό καθαρός χριστολογικό ἐρώτημα τοῦ ποιός
καί τοῦ τί εἶναι ὁ Χριστός γιά τό ΠΣΕ[23].
3. Ἡ
Κατανόηση τῆς Κοινωνίας («Fellowship») τῶν Ἐκκλησιῶν
Ἡ ὕπαρξη τοῦ ΠΣΕ ἔδωσε τήν
δυνατότητα στίς ἐκκλησίες νά βρεθοῦν σέ ἕνα πλαίσιο συνεργασίας καί κοινῆς
πορείας. Τό ΠΣΕ ἀποτελεῖ μιά μορφή «κοινωνίας τῶν ἐκκλησιῶν» πού συνέβαλε στήν ὑπέρβαση
τῶν δογματικῶν διαφοροποιήσεων, τίς ὁποῖες μετέτρεψε σέ οἰκουμενικά ἐρωτήματα τῆς
οἰκουμενικῆς θεολογίας. Βέβαια πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὀφείλουμε νά παρατηρήσουμε πώς ἡ ἐκκλησιολογική
προοπτική του οἰκουμενικοῦ αὐτοῦ οἰκοδομήματος προέβαλε τήν ἔννοια τῆς
«κοινωνίας» ὡς μιᾶς ἀρχικῆς ἀτελοῦς κοινωνίας καί μιᾶς κοινωνίας πού ἀναζητᾶ
τήν πληρότητα. Ὡς ἀρχική κοινωνία ἔχει τήν προέλευσή της στήν Πατριαρχική καί
Συνοδική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ἡ ὁποία λέγει σχετικά: «Δία ταῦτα, ἠμεῖς τέ ποθοῦντες
καί τάς ἄλλας Ἐκκλησίας συμμεριζόμενας νομίζοντες τήν σκέψιν καί γνώμη ἠμῶν,
κατά τά ἀνωτέρω, περί τῆς ἀνάγκης τῆς συμπήξεως τοιαύτης τινός τουλάχιστον τό
κατ’ ἀρχάς συναφείας καί κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν»[24].
Τήν διφορούμενη ἔννοια τῆς κοινωνίας ὑπογραμμίζει καί ὁ V.Borovoy, ἀφοῦ ἡ
«κοινωνία»καί «fellowships» τῶν ἐκκλησιῶν στήν
Πατριαρχική Ἐγκύκλιο δέν σημαίνει οὔτε
ἕνα «σύλλογο» οὔτε μιά «ἕνωση». Ὁ ὅρος κοινωνία στήν περίπτωση αὐτή
μπορεῖ νά ἑρμηνευτεῖ ὡς «κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν» ὅπως ἡ «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν».
Πάνω σε αὐτήν τήν ἀντιπαραβολή ὑπάρχει
μιά σύγχυση στό κατά πόσο ἡ ἔννοια τῆς κοινωνίας ἀντικατοπτρίζει τίς ἐκκλησίες[25].
Αὐτή ἡ διπλή σκοπιμότητα τῆς προβολῆς τῆς κοινωνίας πολλές φορές διακρίνεται ἀπό
τήν ἑνότητα. Αὐτό ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἀπό τήν μιά μεριά ἡ ἀρχική κοινωνία
πού γίνεται στό ΠΣΕ, φέρνοντας τίς ἐκκλησίες σέ ἕνα γόνιμο διάλογο, εἶναι
διαφορετική ἀπό τήν κοινωνία τῆς πληρότητας, πού ἀναζητεῖται ἀντιδιαστέλλοντας
τήν ἀπό τήν ἑνότητα. Ὅμως ἡ σχέση τῆς
κοινωνίας ὡς μυσταγωγικοῦ ὄρου καί ἡ ἑνότητα δέν μποροῦν νά διακρίνονται. Ἑπομένως
ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι σέ ἄμεση ἀναφορά
μέ τόν καθορισμό σχέσεων τῶν ἐκκλησιῶν τούς μέσα στά πλαίσια τοῦ ΠΣΕ καί
μάλιστα ὡς μιά πρωταρχική μορφή καί συγχρόνως ὡς ζητούμενο στόν οἰκουμενικό
διάλογο. Θεωρεῖται βέβαια ὅτι ἐπειδή ὁ ὅρος «κοινωνία» ἔχει ἑλληνική προέλευση, εἶναι ἅγιο-πατερικός
καί μυσταγωγικός, ἐκφράζοντας τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι σέ ἀντιδιαστολή μέ τόν ἀγγλικό ὄρο «fellowship», πού σημαίνει
μιά ἁπλή σχέση, ὁ ὅρος κοινωνία ἔχει εὐχαριστιακό καί ἐκκλησιολογικό ὑπόβαθρο[26].
Τό ΠΣΕ δέν ἔχει ἕναν ἁπλό συνεδριακό χαρακτήρα. Τά μέλη τοῦ εἶναι ἐκκλησίες, οἱ
ὁποῖες καλοῦνται νά θέσουν τό ἐρώτημα πού σχετίζεται μέ τήν Μιά, Ἁγία, Καθολική
καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἑπομένως ἡ κοινωνία μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν καί μάλιστα ὡς
ζητούμενο ἀπό τό ΠΣΕ, ἔχει μιά ἐξελεγκτική διαδικασία.
Γι’ αὐτό καί στό Γ/ Συνέδριο ἡ κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν
διατυπώνεται ὡς ἑξῆς: «Ἡ λέξη «Fellowship»(κοινωνία) ἔχει ἐπιλεχτεῖ, ἐπειδή
περιγράφει τήν Ἐκκλησία ἀληθινά. Τό «Fellowship» σαφῶς ὑπονοεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία
δέν εἶναι ἕνα ἵδρυμα ἤ μιά ὀργάνωση. Εἶναι μιά κοινωνία ἀπό ἐκείνους πού καλοῦνται
ἔτσι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὁμολογοῦν τό ἕνα βάπτισμα τοῦ Κυρίου ὡς Θεοῦ καί
Σωτήρα. Σ’ αὐτήν ‘‘πλήρως δεσμεύονται’’ ὁ ἕνας μέ ἄλλον. Μιά τέτοια κοινωνία
σημαίνει, γιά ἐκείνους πού συμμετέχουν σ’ αὐτήν τίποτα λιγότερο ἀπό ἕνα ἀνανεωμένο
νοῦ καί πνεῦμα. Σημαίνει μιά πλήρη
συμμετοχή στόν κοινό ἔπαινο καί στήν προσευχή, στίς κοινές πραγματικότητες τῆς
μετάνοιας καί τῆς συγχωρήσεως, τήν ἀμοιβαιότητα στό θλίψη καί στήν χαρά, πού ἀκοῦν
μαζί το Εὐαγγέλιο, πού ἀνταποκρίνονται στήν πίστη, τήν ὑπακοή καί τήν διακονία.
Σημαίνει, ὅσους ἑνώνονται σέ μιά ἀποστολή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ὅσους συγχωροῦν μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πού
πέθανε καί γεφυρώνουν ὅτι χωρίζει κάθε
φυλή ἤ ἔθνος, χρῶμα, ἤ κάστας. Αὐτή ἡ
κοινωνία δέν ὑπονοεῖ μιά ἄκαμπτη ὁμοιομορφία τῆς δομῆς, τῆς ὀργάνωσης ἤ καί τῆς
κυβέρνησης. Εἶναι μιά ἑταιρική ζωή μέ ποικιλία μέσα στό ἕνα Σῶμα τοῦ ἑνός
Πνεύματος»[27].
Πρῶτα πάνω στήν χριστολογική διατύπωση ὅτι οἱ ἐκκλησίες «ὁμολογοῦν τόν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό ὡς Θεό καί Σωτήρα», σημαίνει ὅτι στήν διαμόρφωση τῆς κοινωνίας αὐτῆς ὁ
Χριστός συγκεντρώνει τίς ἐκκλησίες καί οἰκοδομεῖ τήν Ἐκκλησία καί εἶναι τό σημεῖο
τῆς ἑνότητας[28].
Ἡ χριστολογική αὐτή διατύπωση, εἶναι ὁ λόγος τοῦ οἰκουμενικοῦ ἀγγέλματος, κατά
τό ὁποῖο ὁ Χριστός ὁμολογεῖται ὡς «Θεός» καί «Σωτήρας». Τό Ἄρθρο εἶναι τό
κάλεσμα γιά τήν πραγματοποίηση τῆς ἑνότητας σέ ἐσχατολογικό ἐπίπεδο. Εἶναι ἑπομένως
κατανοητό, ὅτι στήν οἰκουμενική ἀποδοχή τοῦ Ἄρθρου δίδεται ἡ ὑπόσχεση τῆς ἑνότητας.
Ὡς σημεῖο σύγκλισης ἀναγγέλλει τήν ἐκπλήρωση τῆς κοινωνίας σέ πληρότητα τῶν ἐκκλησιῶν:
Ὁ Θεός προσφέρει τήν ἑνότητα ἐν Χριστῷ. Τό ΠΣΕ εἶναι ὁ τόπος αὐτῆς τῆς
προσπάθειας[29].
Στήν ἀποδοχή τοῦ πραγματώνεται ἡ συγκέντρωση τῶν ἐκκλησιῶν.
Σχετικά μέ τήν Ἐνανθρώπηση δημιουργεῖται τό ἐρώτημα: γιατί ἐνῶ
ἀναφέρεται στό κείμενο τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ὡς Θεοῦ καί Σωτήρα», καί ἐννοεῖται
ὡς βάση τῆς κοινωνίας τῶν ἐκκλησιῶν, ἀποσιωπᾶται τό ἴδιο το γεγονός. Μήπως κάτω
ἀπό τήν χριστολογική διατύπωση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης ὑποβόσκει ἡ ὑποβάθμιση
τοῦ ἐπίγειου ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ἕνα γεγονός πού ἔγινε βέβαια στήν ἱστορία καί
προσφέρει στήν οἰκουμενική θεολογία μιά ἀφηρημένη ἤ φιλελεύθερη χριστολογία; Εἶναι
ἀξιοπρόσεκτη ἡ παρατήρηση τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ παρατηρητῆ π. Rouguette[30], ποῦ ἀκόμα καί μέ τήν Τριαδολογική
τροποποίηση τοῦ Ἄρθρου, δέν βλέπει κάποια οὐσιαστική ἀλλαγή, ἐξαιτίας τοῦ
γεγονότος ὅτι οἱ ὄροι αὐτοί παραμένουν ἀσαφεῖς, μέ συνέπεια νά μήν ἔχει καί
γνήσια ἀποτελέσματα στήν ζωή τῶν ἐκκλησιῶν.
Συνεχίζοντας τό
κείμενο κάνει λόγο γιά τήν κλήση, «πού ἐπιδιώκουν νά ἐκπληρώσουν μαζί, τήν
κοινή κλήση τους στήν δόξα τοῦ ἑνός Θεοῦ, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος». Βέβαια εἶναι σημαντικό το γεγονός τῆς ὑπόμνησης τῆς Ἁγίας Τριάδος
στό Ἄρθρο-Βάση. Ὅμως δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ μιά ἁπλή ἀναφορά, γιατί ἡ
κοινωνία καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
ἀπαύγασμα γιά πρότυπό της κοινωνίας τῆς Ἁγίας Τριάδος[31].
Ἡ Τριαδολογική
διεύρυνση[32]
ἑρμηνεύει τήν ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας, πού προσφέρει νέες
δυνατότητες γιά τήν κατανόηση τῶν διαφορῶν πού ὑπάρχουν μέσα στήν κοινότητα καί
τήν ἀποδοχή τῆς πολλαπλῆς ἐμπειρίας. Ἡ οἰκουμενική παραδοχή ὅτι ἡ ἑνότητα κατ’ ἀνάγκη
δέν σημαίνει ὑποχρεωτική ὁμοιομορφία στό δόγμα καί τήν ζωή τῶν ἐκκλησιῶν,
διαρθρώνει τήν πλήρη δέσμευση καί τήν ποικιλομορφία τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, ἴσως,
κατά τήν παρατήρηση τό Raiser[33], εἶναι μιά πιθανή ἀπειλή γιά τήν
ζωή τῆς κοινότητας τῶν ἐκκλησιῶν.
Ἡ Ἐκκλησία, γιά τόν ἴδιο,
ὡς κοινότητα, πού ἀπαρτίζεται ἀπό διάφορα μέλη-ἐκκλησίες, μέσα ἀπό τήν
ποικιλομορφία αὐτή, ἀντλεῖ τά δῶρα καί τίς δυνατότητες γιά μιά βιώσιμη
κοινοτική ζωή. Αὐτό εἶναι δυνατό, ἐφόσον
αὐτή πάνω σε αὐτήν τήν ποικιλομορφία ἀναγνωρίζονται τά συστατικά-συγγενῆ στοιχεῖα
τῆς κοινότητας. Οἱ διαφορές στηρίζουν τήν ἑνότητα. Εἰδικότερα ὁ Raiser ὑπογραμμίζει
ὅτι πάνω στήν κατανόηση τῆς «κοινωνίας» τῶν ἐκκλησιῶν, ὡς ὀργανωμένης
κοινότητας, συμμετέχουν σέ ἕνα προσκύνημα. Αὐτό τό προσκύνημα εἶναι μιά
διαδικασία συνεχοῦς μετάνοιας τῶν ἐκκλησιῶν, «πού ἐπιδιώκουν νά ἐκπληρώσουν
μαζί τήν κοινή κλίση τους». Οἱ ἐκκλησίες
ἐπιδιώκουν μιά κοινή κλήση. Μέσα στό ΠΣΕ βρίσκονται ἤδη σέ μιά πορεία
καί στοχεύουν σέ μιά κοινή ἔκφραση τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ κοινή κλήση
εἶναι μιά δυναμική κατάσταση πού ἐπικεντρώνεται στήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας
στόν κόσμο. Ἀκόμα περισσότερο αὐτή ἡ κοινή κλήση ἔχει τήν σκοπιμότητα τῆς ἀλλαγῆς
καί τῆς ἀνανέωσης πού μετατρέπει αὐτή
τήν κλήση σέ μιά αὔξηση ἀπό κοινοῦ.
Τό σημαντικότερο στοιχεῖο τῆς κοινωνίας τῶν ἐκκλησιῶν εἶναι
ὅτι αὐτή ἡ κοινή κλήση γίνεται στή «δόξα τοῦ ἑνός Θεοῦ, Πατρός, Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος». Τό κείμενο λοιπόν μιλᾶ γιά τήν κοινή κλίση τῶν ἐκκλησιῶν μέ τήν
ποικιλομορφία στήν πίστη καί στήν ζωή τῆς κοινωνίας ἤ κοινότητας, κάτι πού ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ταυτίσει. Στό ἴδιο το κείμενο γίνεται λόγος γιά μιά πλήρη δέσμευση πού
πρέπει νά ὑπάρχει μεταξύ των ἐκκλησιῶν μέσω τοῦ Συμβουλίου. Ἡ ἔννοια τῆς
κοινωνίας ἑπομένως περιλαμβάνει τήν
μετάνοια καί τήν συγχώρεση. Ὁ Χριστός ὅμως ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία, ὡς ὁρατή καί ἀόρατη
πραγματικότητα ἑνωμένη ἀδιάσπαστα μαζί του. Δέν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά μετανοεῖ
καί νά ὑπάρχει ὁ Χριστός μερικῶς στίς ἐκκλησίες, ἐάν τονίσουμε τό εὐχαριστιακό ὑπόβαθρο,
πού σημαίνει ἑνότητα στήν πίστη.
Ἡ ἑνότητα γιά τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία εἶναι κατά βάση εὐχαριστιακό γεγονός μέσα στό ὁποῖο θεραπεύεται κάθε ἔκπτωση
καί μέσα στό ὁποῖο μόνον μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ
ἤ νά ἐκφραστεῖ ἡ ἑνότητα ἐπειδή ἀκριβῶς οἰκοδομεῖται στό μοναδικό θεμέλιό της
πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι ἀδιανόητο νά διαχωρισθοῦν μέ ὁποιοδήποτε
τρόπο ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ἑνότητα νά ἀναζητηθεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς
συσχετισμό τῆς Κεφαλῆς καί τοῦ Σώματος. Αὐτή ὅμως ἡ θεραπεία τῶν σχισμάτων
προϋποθέτει τήν ἑνότητα ὡς πρός τήν πίστη, ἡ ὁποία εἶναι πραγματική καί ὁρατή, ἐπειδή
συντελεῖται μέ τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Εἶναι αὐτονόητο ἑπομένως ὅτι ἡ
κοινωνία μέ τήν ἔννοια αὐτή δέν ἀποτελεῖ κάποιο γεγονός ἤ συμφωνία ἀλλά μιά
συνεχής ἔκφραση τοῦ ἀρραγῆ δεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Χριστό. Εἶναι σημαντική ἡ
οἰκουμενική τοποθέτηση τοῦ κειμένου, ὅτι αὐτή ἡ κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν «δέν ὑπονοεῖ
μιά ἄκαμπτη ὁμοιομορφία τῆς δομῆς, τῆς ὀργάνωσης ἤ καί τῆς κυβέρνησης. Εἶναι
μιά ἑταιρική ζωή μέ ποικιλία μέσα στό ἕνα Σῶμα, τοῦ ἑνός Πνεύματος». Ἡ ἄλλη
παρατήρησή μας στήν ἔκφραση: «σύμφωνα μέ τίς Γραφές». Ἡ ἀναφορά στήν Γραφή εἶναι
οὐσιαστικά χαρακτηριστικά του κηρύγματος καί τῆς πίστης, εἶναι μιά ἁγιογραφικῆ
κατοχύρωση τῆς διατύπωσης τοῦ Ἄρθρου-Βάση[34].
Ἡ ἀναφορά αὐτή πού στηρίζει τήν ποικιλομορφία ὡς προϊόν τῆς
διαφορετικότητας τῆς πίστης καί τῆς ζωῆς ἀντιπαρατίθεται πρός τήν ὁμοιομορφία. Ὅμως
ἐάν οἱ διαφορετικές ἐκκλησιολογικές καί χριστολογικές τοποθετήσεις τῶν ἐκκλησιῶν
δηλώνουν τήν ποικιλομορφία, τότε μεταφέρονται στόν οἰκουμενικό ὀργανισμό, μέ ἁπτά
ἀποτελέσματα στήν κοινή κλίση, οἱ διαφορετικές κατανοήσεις στό θέμα τῆς ἔννοιας
καί τοῦ περιεχομένου τῆς κοινῆς κλήσης.
Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ κοινή αὐτή κλήση ἤ ἡ ποικιλομορφία εἶναι ἰδιαίτερης
σημασίας μέ ἔντονο ἐκκλησιολογικό ὑπόβαθρο. Ὁ ὅρος «κοινωνία» δηλώνει τήν ἑνότητα ὡς πρός τήν πίστη. Γι’ αὐτό
καί δέν μπορεῖ νά ἀποδεχθεῖ μιά ποικιλομορφία συμπεριλαμβανομένης καί τῆς
πίστης.
Ἐπίλογος
Τό Ἄρθρο-Βάση τοῦ Καταστατικοῦ τοῦ ΠΣΕ. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς
σύστασης τοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ ΠΣΕ γιά τή σχέση τῶν ἐκκλησιῶν ὑπῆρξε ἡ ἀνάγκη μιᾶς
βάσης λειτουργίας τοῦ ὀργανισμοῦ. Αὐτή ἡ βάση δέν ἀποτέλεσε βέβαια μιά
δογματική συμφωνία, οὔτε ὅμως πολύ περισσότερο μιά ἁπλή συμφωνία μεταξύ των ἐκκλησιῶν.
Ἡ Βάση βέβαια γιά τούς Ὀρθοδόξους ἔχει θεολογική καί χριστολογική σημασία, πού
σαφῶς δηλώνει καί τήν ἐκκλησιολογική προοπτική τοῦ ΠΣΕ. Στό Ἄρθρο αὐτό τό ΠΣΕ εἶναι
μιά κοινωνία ‘‘Fellowship’’ τῶν ἐκκλησιῶν. Πρωταρχικά βέβαια ἦταν μιά ἁπλή
κοινωνία, ὅμοια μέ τόν ὀργανισμό τοῦ ΟΗΕ. Στήν πορεία ὅμως ἀπέβαλε τό ΠΣΕ τό
συνεδριακό του χαρακτήρα, προσπαθώντας νά φανερωθεῖ ὡς τόπος ἔκφρασης τῆς Μίας Ἐκκλησίας.
Χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς προσπάθειας εἶναι ἡ διομολογιακή προσευχή ἡ ὁποία
γίνεται μέσα στό χῶρο τοῦ ΠΣΕ. Πάνω στήν διατύπωση τοῦ Ἄρθρου-Βάση τοῦ
Καταστατικοῦ διαμορφώνεται μιά ἀντιθετική σχέση μεταξύ Ἐκκλησιολογίας καί
Χριστολογίας, ἄν καί γιά τό ἴδιο θεωροῦνται
ἀδιάσπαστα ἑνωμένες, ἐντούτοις μεταξύ τους ὑποβόσκει ἡ ἀντίθεση
καί τοῦτο διαφαίνεται ἀπό τήν ταυτόχρονη ἐκκλησιολογική καί χριστολογική ἀναζήτηση.
Summary
The Article-Basis of Statute did not
constitute the beginning of constitution of WCC for the relation of churches
and existed the need of base of operation of organism. This base did not
constitute of course, a dogmatic agreement, neither more a simple agreement
between the churches. The Base has certain for Orthodox a theological and
Christological importance which of course declares the ecclesiological prospect
of WCC. In the Article WCC is a society ‘‘fellowship’’ of churches. Primarily
it was a simple society similar to the organism of OUN. In the course ofnme it
removed the WCC congress character trying to reveal as its place of expression
of Church. Characteristic of this effort is the inter-denationalized prayer,
which becomes in the space of WCC. Above in this formulation Article-Basis of
Statute is shaped an adversative relation between Ecclesiology and Christology
even if for themselves they are considered as connected and linked
nevertheless between them keeps the opposition on and this emerges from the
simultaneous ecclesiology and Christological search. Above in the Article,
appears the western Christological teaching that concerns the division of
Christ of history from the Christ of faith
[1]
V. HOOFT, ‘‘The Basis: its History and
Significance’’, στο Τhe
Ecumenical Review,
37(1985), σσ.170-171.
[2] «The
World Council of Churches is a fellowship of churches which acept our Lord
Jesus Christ as God and Saviour», στο
‘‘Report on the Basis’’, στο Eyaston
to New Delhi, 1954-1961.Report of the Central Committee to the
Third Assembly of the World Council of Churches, WCC, Geneva 1961,
σ.
214.
[3] «The World Conusil of Churches is a fellowship of churches which
according to the Holy Scriptures, confess Jesus Christ as God and Saviour»,
στο
‘‘Report on the Basis’’, στο Eyaston
to New Delhi, 1954-1961.Report of the Central Committee to the
Third Assembly of the World Council of Churches, WCC, Geneva 1961,
σ.
214.
[4] Στο ‘‘Report
on the Basis’’, στο Eyaston to New Delhi, 1954-1961.Report
of the Central Committee to the Third Assembly of the World Council of
Churches, WCC, Geneva 1961, σ.
214.
[5] Στο ‘‘Statement
on the Purpose and Function of the Basis’’, στο Eyaston
to New Delhi, 1954-1961.Report of the Central Committee to the
Third Assembly of the World Council of Churches, WCC, Geneva 1961,
σ.
216.
[6] «The use
of the word ‘‘confess’’ instead of the word ‘‘accept’’ meant the substitution
of a word indicating commitment for a word that could be understood in a purely
intellectual way. And the word ‘‘confess’’ had, of course, received a new
connotation through the witness of the confessing churches in the conflict with
totalitarian powers», στο V.HOOFT,
‘‘The Basis: its
History and Significance’’, στο Τhe Ecumenical Review, 37
(1985), σ. 173.
[7]
Γ.ΤΣΕΤΣΗ, ‘‘Το Νέον Ἄρθρο «Βάσις» τοῦ Καταστατικοῦ του Παγκόσμιου Συμβουλίου
τῶν Ἐκκλησιῶν’’, στό Ὀρθοδοξία, 36 (1962), σέλ. 28-32. Γιά τά προβλήματα
τῆς διεύρυνσης ὁ Βασίλειος Ἰωαννίδης
συνοψίζει: «Ὑπέρ τῆς μή μεταβολῆς τῆς Βάσεως προτάθηκαν οἱ ἑξῆς λόγοι: 1) Εἶναι
ἁπλή καί βραχεία καί περιλαμβάνει πᾶν, ὅ,τι χρειάζεται διά τήν Κοινωνίαν τῶν
Ἐκκλησιῶν. 2) Διότι ὅταν ἀρχισωμεν συζύτησιν ἐπί τῆς δογματικῆς βάσεως, θά
διατυπώσωμεν ἀναγκαίως ἐν ἄρθρον Συμβόλου πίστεως, ὅποτε θά ἦτο δύσκολον νά
γνωρίσωμεν πού θά σταματήση ἡ συζήτησις. 3) Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνη
διεύρυνσης τῆς βάσεως, ὥστε νά προσλάβη αὐτήν μορφήν ὁμολογίας πίστεως, διότι
τοιαῦτα ἄρθρα μόνον ἡ Ἐκκλησία καί αἵ Σύνοδοι διατυπώνουν, ἀλλά τό Παγκόσμιο
Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι οὔτε τό ἕν, οὔτε τό ἄλλο. 4) Δέν εἶναι ὀρθόν
νά γίνη εἰς τήν ἐν Δελχί τῶν Ἰνδιῶν Γέν. Συνέλευσιν τοῦ Π.Σ.Ε. συζήτησις περί
μεταβολῆς τῆς βάσεως, διότι εἰς τούς ἐν Ἀσία μή Χριστιανούς θά κάμη κακήν
ἐντύπωσιν, ὅταν θά ἴδωσιν, ὅτι ὑπάρχουν ἀσυμφωνίαι περί τήν Βάσιν τοῦ Π.Σ.Ε.
καί συζητήσεις περί μεταβολῆς…5) Ὁ καθηγητής Florovski, διαφωνῶν πρός τήν
γνώμην τῶν ἄλλων ἐν τῇ Κ. Ἐπιτροπή Ὀρθοδόξων μελῶν, ἦτο ἐπίσης ὑπέρ τῆς μή
μεταβολῆς τῆς βάσεως διά τόν ἑξῆς λόγον: «μολονότι ἡ παροῦσα βάσις, εἶπεν, δέν
εἶναι ἡ καλλίστη, εἶναι ὅμως ἐπαρκῆς, διότι δύναται νά ἑρμηνευθῆ κατά
ἰκανοποιτικόν τρόπον. Αἵ λέξεις «Ἰησοῦς Χριστός» παρέχουσι τήν ἱστορικήν
πλευράν. Ὁ ὅρος «Σωτήρ» τῆς βάσεως ἀναφέρεται εἰς τήν Ἐνσάρκωσιν, τήν Σταύρωσιν
καί τήν Ἀνάστασιν. Ἡ λέξις «Θεός» ἀναφέρεται εἰς τήν Τριάδα». Ὑπέρ τῆς μεταβολῆς τῆς Βάσεως προυβλήθησαν οἱ
ἀκόλουθοι λόγοι:1) Πρέπει τό ἄρθρον τῆς Βάσεως τό Π.Σ.Ε. νά ἐκφράζη σαφῶς τήν
πίστιν εἰς Τριαδικόν Θεόν, διότι αἰτοῦνται τοῦτο πολλαί Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε.2) Ὡς ἔχει νῦν τό
ἄρθρον εἶναι πολύ πτωχόν εἰς περιεχόμενον.3) Εἶναι ἄτοπον νά λέγεται, ὅτι δέν
δυνάμεθα νά εἰσέλθωμεν εἰς τήν θεολογικήν συζήτησιν περί τῆς Βάσεως, διότι δέν
θά ἠξεύρωμεν τότε πού θά σταματήσωμεν. Ἡ οἰκουμενική κίνησις δέν πρέπει νά
ἀποφεύγη τήν συζήτησιν καί τήν διασάφησιν τῶν ἀρχῶν της. 4) Ἐφ’ ὅσον Ἐκκλησίαι
τινές ἐζήτησαν τήν μεταβολήν καί διεύρυνσιν τῆς βάσεως χάριν σαφεστέρας
διατυπώσεως αὐτῆς, εἶναι παράλογον νά ἀρνηθῶμεν τήν συζήτησιν, διά νά εὔρωμεν
ἄλλην ἰκανοποιητικωτέραν διατύπωσιν τοῦ πρώτου ἄρθρου τοῦ Καταστατικοῦ περί τῆς
Βάσεως καί 5) ὁ ἀείμνηστος Ἄρχ. π. Μιχαήλ εἶπε τά ἀκόλουθα ὑπέρ τῆς ἀπόψεως τῆς
μεταβολῆς τῆς βάσεως διά μιᾶς σαφοῦς διατυπώσεως τῆς πίστεως εἰς Τριαδικόν
Θεόν: «διαφωνῶ πρός τήν ἀναπτυχθεῖσαν ἄποψη τοῦ Florovfki..», στό ‘‘Τό ἐν Ρόδω Συνέδριον τῆς Κεντρικῆς
Ἐπιτροπῆς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν 19-29 Αὐγούστου 1959’’,
Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Ἐκκλησία, ἐν ΑΘΗΝΑΙΣ 1960, σελ.57-58.
[8] «The World
Council of Churches is a fellowship of churches which confess the Lord Jesus
Christ as God and Saviour according to the Scriptures and therefore seek to
fulfil together their common calling to the glory of the one God, Father, Son
and Holy Spirit», στο ‘‘Report on the
Basis’’, EYASTON TO NEW DELHI 1954-1961.Report of the Central Committee to the Third Assembly of the
World Council of Churches, WCC, Geneva 1961, σ. 215.
[9] V. HOOFT, ‘‘The Third Assembly at New Delhi’’, στο Memoirs, WCC Publications GENEVA 1973, σ. 312.
[10] Χ. ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ‘‘Τό
Ἄρθρον-Βάσις τοῦ Παγκόσμιου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ποῦ εὑρίσκεται τό ζήτημα τῆς
μελετώμενης διευρύνσεώς του;’’, στό Ὀρθόδοξοι Κατόψεις, τόμος Δ΄ ποιμαντικοί
προβληματισμοί καί μηνύματα Ἀρχαιολογία-Ἑορτολογία Ἐκκλησιαστικαί μορφαί, ἐκδ. ‘‘Τέρτιος’’, ΚΑΤΕΡΙΝΗ, σσ. 165-179.
[11] Στό ‘‘Statement on the Purpose and Function of the
Basis’’, στο Eyaston to New
Delhi, 1954-1961, Report of the Central Committee
to the Third Assembly of the World Council of Churches, WCC, Geneva 1961, σ. 218.
[12] ‘‘Statement on the Purpose and Function of the
Basis’’, στο Eyaston to New
Delhi, 1954-1961, Report of the Central
Committee to the Third Assembly of the World Council of Churches, WCC, Geneva
1961, σ. 218. Σύμφωνα με την παρατήρηση του Raiser η Τριαδολογική διεύρυνση είχε ως σκοπό να βεβαιώσει
την πληρότητα της αποστολικής παράδοσης, στο ‘‘H
Σπουδαιότητα της Ορθόδοξης συμβολής στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών’’,
Εκκλησία Κοινωνία Οικουμένη 10, εκδ. Παρατηρητής, 1995, επιμέλεια: Πέτρος
Βασιλειάδης, μετάφραση Αναστασία Μπιτσάνη- Πέτρου, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995, σ. 39.
[13] V. HOOFT, ‘‘The Basis: its History and Significance’’, στο Τhe Ecumenical Review, 37(1985),
σ.
171.
[14] K. RAISER, Τό Μέλλον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἀλλαγή Παραδείγματος στήν Οἰκουμενική
Κίνηση; Ἐκκλησία Κοινωνία Οἰκουμένη 10, ἔκδ. Παρατηρητής, 1995, ἐπιμέλεια:
Πέτρος Βασιλειάδης, μετάφραση Ἀναστασία Μπιτσάνη- Πέτρου, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995,
σ. 88-89.
[15] K. RAISER, Τό Μέλλον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἀλλαγή Παραδείγματος στήν Οἰκουμενική
Κίνηση; Ἐκκλησία Κοινωνία Οἰκουμένη 10, ἔκδ. Παρατηρητής, 1995, ἐπιμέλεια:
Πέτρος Βασιλειάδης, μετάφραση Ἀναστασία Μπιτσάνη- Πέτρου, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995, σ.
92-93. Ὅπου σημειώνει: «στήν ἀνάλυση τοῦ Visser’t Hooft τό ἐπιχείρημα γιά τό
χριστοκεντρισμό ἤδη ἀποκαλύπτει αὐτό τό ἐκκλησιολογικό ἐνδιαφέρον. Ὅπως ἀκριβῶς
στή χριστολογία τίθεται ὁ τονισμός στήν ἀληθινή ἕνωση τοῦ Θεοῦ καί τῆς
ἀνθρωπότητας, τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ- σέ ἀντίθεση πρός συνεχῆ
διάκριση μεταξύ τους-ἔτσι, ἐπίσης, στήν ἐκκλησιολογία ὁ τονισμός τίθεται στόν
ἀληθῆ δεσμό καί τήν ἕνωση μεταξύ του Χριστοῦ καί τῆς ἐκκλησίας τοῦ θεμελίου γιά
τήν ὁρατή ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας. ἡ σύνδεση χριστολογίας καί ἐκκλησιολογίας
εἶναι ἀποφασιστικῆς σημασίας γιά τό παράδειγμα.»
[16] V. HOOFT, ‘‘The Basis:
its History and Significance’’, στο Τhe Ecumenical Review, 37(1985),
σ.
172 «So it was clear that we needed a basis clearly
indicating our common understanding of the raison
d’etre of the church».
[17] Ἡ διάκριση ‘‘ἐκ τῶν ἄνω’’ καί ‘‘ἐκ τῶν κάτω’’ χριστολογικῆ σημασία προέρχεται ἀπό τήν διάκριση τῆς Δυτικῆς Θεολογίας ἀνάμεσά του Χριστοῦ τῆς πίστης καί τοῦ Χριστοῦ τῆς ἱστορίας. Παραπέμπουμε ἐδῶ στόν Ἰωάννη Κουρεμπελέ ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει:
«πρέπει κατ’ ἀρχάς νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἔκφραση «ἄνωθεν Χριστολογία»(Christology
from above) ἔγινε στά νεότερα χρόνια σύμβολο γιά τόν χαρακτηρισμό τῆς νεοχαλκηδόνιας Χριστολογίας,
στήν ὁποία ἀντιπαρατάχθηκε ἡ «κατωθεν Χριστολογία»(Christology
from below) τῆς Δύσης. Καί γιά νά γίνουμε πιό κατανοητοί,
ὅταν οἱ δογματολόγοι τῆς Δύσης μιλοῦν γιά τούς δύο αὐτούς τύπους Χριστολογίας,
ἐννοοῦν τόν πρῶτο ὡς περί τοῦ Λόγου Χριστολογία καί τόν δεύτερο ὡς περί Ἰησοῦ Χριστολογία,
κάτι πού θά μπορούσαμε νά τό συνδυάσομε μέ ἐκείνη τήν ἑνότητα τῶν δογματικῶν ἐγχειριδίων πού ἐξετάζει τόν Ἰησοῦ τῆς πίστης καί τόν Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας (τοῦ κηρύγματος)
ἤ μέ τή διάκριση τῶν κεφαλαίων Λόγος-Χριστός καί ἄνθρωπος-Χριστός. Αὐτές οἱ διακρίσεις, οὐσιαστικά
διαιρέσεις, κλίνουν πρός τό νεστοριανικό μοντέλο σκέψης καί ἔκφρασης, ἐφόσον
ἐπιχειροῦν μιά τομή στήν παρουσίαση τῆς ταυτότητας τοῦ Χριστοῦ», στό Ὁ
Νεοχαλκηδονισμός: Δογματικό σημεῖο διαίρεσης; ἔκδ. Πουρναρᾶς, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2003,
σ. 31. Στήν οἰκουμενική χριστολογία
ἑπομένως στήν διατύπωση τοῦ V.Hooft,
οὐσιαστικά διασπᾶ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ χρησιμοποιεῖ τήν ‘‘ἐκ τῶν ἄνω’’
χριστολογία, ἀφοῦ αὐτή ἀναφέρεται μόνο στό σχῆμα Λόγος-Χριστός. Στήν πραγματικότητα
ἔχουμε μιά διάσπαση ὅπως ἐπισημαίνει ὁ
Ι. Κουρεμπελές, ὄ. π., σ. 32: «κάτωθεν- ἄνωθεν 9from above-from below..) εἶναι
ἡ Χριστολογία πού ἀναπτύσσεται στό ἐπίπεδό της
ἀντιπαράθεσης(ἤσυνθεσης=σύγχυσης) τῶν φύσεων καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν
Τριαδολογία». Πράγμα πού ἔχει ἀντίκρισμα καί στό ἐκκλησιολογικό μοντέλο πού
διαμορφώνεται. Ἡ Ἐκκλησία δηλαδή ἔχει
μόνο μιά θεία φύση ἤ μόνο ἀνθρώπινη ἔκφραση ἤ ἀκόμα συγχέονται αὐτές οἱ δύο
πλευρές. Ἔτσι στόν οἰκουμενικό διάλογο ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἴτε ἀόρατη σέ ἑνότητα
εἴτε ὁρατή ὅμως σέ διαίρεση.
[18]
L. NEWDIGIN, ‘‘A
Fellowship of
Churches’’, στο Τhe Ecumenical Review,
37 (1985), σ.176.
[19] K. RAISER, Το Μέλλον του Οικουμενισμού, Αλλαγή Παραδείγματος στην Οικουμενική
Κίνηση; Εκκλησία Κοινωνία Οικουμένη 10, εκδ. Παρατηρητής, 1995, επιμέλεια:
Πέτρος Βασιλειάδης, μετάφραση Αναστασία Μπιτσάνη- Πέτρου, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995, σ.
90.
[20]
K. RAISER, ‘‘Confessing the Lord Jesus Christ as God and Saviour’’, στο Τhe Ecumenical Review, 37 (1985), σ.183.
[21] K. RAISER,
ο.π., σ. 183.
[22]. K.
RAISER, ο.π., σ. 184.
[23] THOMAS
F. STRANKLY, ‘‘A Basis beyond the Basis’’ στο Τhe Ecumenical Review, 37(1985), σσ.213-222.
Ὅπου καί προτείνει
μιά ἀλλαγή τῆς Βάσης.
[24]Β
λ. και
Γεωργίου Τσέτση ‘‘Ἡ Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920’’, στό Οἰκουμενικός Θρόνος καί
Οἰκουμένη, ἐπίσημα Πατριαρχικά κείμενα, ἔκδ. Τέρτιος, ΚΑΤΕΡΙΝΗ 1989, σ. 63. Τήν
ὑποβόσκουσα ἐκκλησιολογική ἀναγνώριση ἐπισημαίνει ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς
σημειώνοντας τά ἑξῆς: «..Τό Συνοδικό Διάγγελμα τοῦ 1920 μοιάζει νά ὑποκαθιστᾶ ἤ
νά ἀποσιωπᾶ τήν ἀλήθεια τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί
τοῦ ὑπαρκτικοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, γιά χάρη τῆς κοινωνιστικῆς καί
πιετιστικής ἀντίληψης ἑνός ἰδεολογικοῦ «χριστιανισμοῦ».. ἡ ὑποτίμηση καί
σχετικοποίηση τῶν δογματικῶν διαφορῶν.. καί τό κίνητρο τῆς ἠθικῆς ὠφελιμότητας
καί χρησιμότητας πού προβάλλεται γιά νά κατοχυρώση τήν ἀνάγκη τῆς προσέγγισης
τῶν ἐκκλησιῶν», στό Ἀλήθεια καί Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Γρηγόρη, ΑΘΗΝΑ 1977, σσ. 196-197.
[25] Στό ‘‘The
Ecclesiastical Significance of the WCC: the Legacy and Promise of Toronto’’, στό Τhe Ecumenical Review, 40(1988), σ.
504.
[26]
L. NEWDIGIN, ‘‘A Fellowship of Churches’’, στο Τhe Ecumenical Review,
37 (1985), σ.
175.
[27] «The
word ‘‘fellowship’’ (koinonia) has been chosen because it describes what the
church is not merely an institution or organization. It is a fellowship of
those who are called together by the Holy Spirit and in baptism confess Christ
as Lord and Saviour. They are thus ‘‘fully committed’’ to him and to one
another. Such a fellowship means for those who participate in it nothing less
than a renewed mind and spirit, a full participation in common praise and
prayer, the shared realities of penitence and forgiveness, mutuality in
suffering and joy, listening together to the same gospel, responding in faith,
obedience and service, joining in the one mission of Christ in the word, a
self-forgetting love for all for whom Christ died, and the reconciling grace
which breaks down every wall of race, colour, caste, tribe, sex, class and
nation. Neither does this ‘‘fellowship’’ imply a rigid uniformity of structure,
organization or government. A lively variety marks corporate life in the one
Body of one Spirit», στο New Delhi report,
the Third Assembly
of the World Council of
Churches, SCM
Press, London 1961.
V.Hooft, σελ. 119.
[28]
M. V. ELDEREN, Introducing
the World Council of Churches, WCC Publications, GENEVA,
σ.
12. Metropolitan Nikodim,
‘‘The Russian Orthodox Church and the Ecumenical Movement’’, στο Orthodox Visions of Ecumenism,
statements, messages and report on the Ecumenical Movement,
Gennadiow Limouris, ο.π.,
1902-1992, σ.
43.
[29] ‘‘The
World Council of Churches’’, ο.π., σ.
188.
[30]
P. MAURY, ‘‘Survey of press comments on the Third Assembly’’,
στο Τhe Ecumenical Review, 4 (1962), σ.
4-81.
[31] Πρβλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη,
‘‘Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Οἰκουμενικός Διάλογος’’, στό Ὀρθόδοξη Θεολογία καί
Οἰκουμενικός Διάλογος, ἐπιμέλ. Πέτρος Βασιλειάδης, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας,
ΑΘΗΝΑ 2005, σ. 92.: «Ἡ ἐφαρμογή τοῦ Τριαδικοῦ σχήματος στό χῶρο τοῦ διαλόγου
τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Οἰκουμένης φαίνεται νά εἶναι δυνατή μόνο μέσα
ἀπό ἕνα συγκεκριμένο πλαίσιο, τό μυστηριακό πλαίσιο. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς χῶρος
φανέρωσης τῶν ἐνεργειῶν τῆς Τριάδος, ἐνεργεῖ μέ τή σειρά της, τήν κατά πίστιν
ἁπλή, ἀμερή καί ἀδιαίρετη σχέση τῶν προσώπων. Ποιεῖ τό γεγονός τῆς
καθολικότητας καί τῆς ἑνότητας, δηλαδή πραγματοποιεῖ τή συνύπαρξη-συμβίωση τῶν
μελῶν «κατά τήν μίαν ἁπλήν τέ καί ἀδιαίρετόν της πίστεως χάριν καί δύναμιν».
[32] T.
K. THOMAS, ‘‘WCC, Basis of’’, στο Dictionary of the
Ecumenical Movement,
WCC Publications, Geneva,
William B. Publishing
Company, Grand Rapids, 1991, τόμος
1, σσ.1097-1098.
[33] To Be the
Church, Challenges and Hopes for a
New Millennium, ο.π., σ. 42-45.
[34]
HIENZ-JOACHIM HELD, ‘‘According to the Scriprtures’’, στο Τhe Ecumenical Review, 37
(1985), σ.190.