Δέσπω Αθ. Λιάλιου, Ομότ. Καθηγήτρια Α.Π.Θ., πρ. Αντυπρύτανης Α.Π.Θ.
Αγαπητέ κ. Πρύτανη,
Σεβασμιότατε,
Αξιότιμα μέλη του Πρυτανικού Συμβουλίου,
Κυρίες και κύριοι συγκλητικοί συνάδελφοι και συνάδελφοι κάθε βαθμίδας και τιμής, φίλεργα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,
Κυρίες και κύριοι φοιτητές, και ευρύ κοινό της γης Ηπείρου!
Ευχαριστώ τον Κύριο Πρύτανη, τα μέλη του Πρυτανικού Συμβουλίου και τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για την ιδιαίτερη τιμή να προσκληθώ, για να εισηγηθώ τον Πανηγυρικό Λόγο της εορτής των Τριών Ιεραρχών. Είναι μία μέρα επιστροφής στα μέρη που περπάτησαν κάποτε οι πρόγονοί μου, πράγμα που μου δημουργεί ένα πρωτόγνωρο δέος, που μόνο οι Ηπειρώτες ξέρουν να το ζουν και να το μεταφυτεύουν μέσα στο πέρασμα του χρόνου ως ισχυρά οικογενειακή και συλλογική μνήμη.
Η ανθρωπότητα, και η πατρίδα μας επίσης, ζει δύο έτη πανδημίας με επώδυνες συνέπειες σε ατομικό, συλλογικό και κοινωνικό επίπεδο. Καλούμαστε σήμερα να εορτάσουμε μετ᾽ αναλόγου πένθους για τους προαπελθόντες συνανθρώπους μας, στους οποίους περιλαμβάνονται συνάδελφοι και φοιτητές μας, τους εγγύς και τους μακράν, αλλά και με προτάσεις ελπίδος, ώστε να ανασυγκροτήσουμε τον κοινό μας Έλληνα λόγο μετά λόγου.
Κατά ταύτα η ομιλία μου συγκροτείται υπό τις εξής ενότητες: Α. 1. Η καθιέρωση της κοινής εορτής των Τριών Ιεραρχών, 2. α. Τί σήμαινε ο όρος Θεολογία κατά τους Τρεις Ιεράρχες, β. Τί σήμαινε ο όρος Επιστήμη, γ. Το παράδειγμα της Ιατρικής, και Β. Η σύγχρονη πρόκληση της Επιστήμης για την Εκκλησία με κέντρο το κατεξοχήν της ιερό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και του τρόπου μεταδόσεώς της καί τινα έτερα.
Α. 1. Η καθιέρωση της κοινής εορτής των Τριών Ιεραρχών
Η καθιέρωση της εορτής των Τριών Ιεραρχών είναι έργο του Ιωάννη Μαυρόποδα (1000-1075/80) [1], επισκόπου Ευχαΐτων μεταξύ των ετών 1043-1047. Είναι συντάκτης επίσης μέρους της Ακολουθίας της εορτής με δύο Κανόνες και ενός Λόγου εγκωμιαστικού στους Τρεις Ιεράρχες[2], ο οποίος θα αποτελέσει πρότυπο για τους μεταγενέστερους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος. Ο Ιωάννης Μαυρόπους είναι εξέχων λόγιος του 11ου αι., συντάκτης εγκωμίων σε Αγίους αλλά κυρίως Κανόνων. Ουσιαστικά κλείνει τη μακρά παράδοση των υμνογράφων του 8ου, 9ου και 10ου αι., οι οποίοι είχαν συμβάλει στην ολοκλήρωση της λειτουργικής τάξης της Εκκλησίας στον ενιαύσιο εορτολογικό κύκλο.
Ο ίδιος συνέταξε 72 Κανόνες στη Θεοτόκο και 26 στο Χριστό. Παρενθετικά να αναφέρω ότι οι Κανόνες απετέλεσαν το ερμηνευτικό υμνολογικό αφήγημα των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων με κέντρο την εικονόφιλη Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο, με κυρίαρχο το πρόσωπο του Χριστού και της Παναγίας, χωρίς να παραβλέπεται η ομολογία στον Τριαδικό Θεό και το Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο θα αποτελέσει σημείο αντιλεγόμενο μεταξύ Ανατολής και Δύσης ως προς το θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Συγχρόνως ο 11ος αι. είναι ένας αιώνας κατά τον οποίο αναδύεται ένας είδος λογιοσύνης μέσα από το Πανδιδακτήριο, με την αναδιάρθωσή του σε Διδασκαλείο των Νόμων και σε Γυμνάσιο, ή ακόμη και ανεξάρτητης από την Πατριαρχική τάξη, από την οποία θα αναδυθεί εν συνεχεία η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το αν υπήρχε πραγματική έριδα μεταξύ των χριστιανών, ή απλώς κάποια φιλολογική συζήτηση για το ποιός υπερέχει μεταξύ των Τριών Ιεραρχών, αυτό δεν έχει πραγματική βάση. Περισσότερο θα μπορούσε να πει κανείς ότι α) οι Τρεις Ιεράρχες ήταν πρόσωπα που κείμενά τους ανήκαν στις χρήσεις των εγκρίτων Πατέρων, β) οι δύο υπήρξαν Αρχιεπίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως, Χρυσόστομος και Γρηγόριος, ενώ ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε επίσκοπος Καισάρειας της Καππαδοκίας, της πρώτης στην τάξη Μητροπόλεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, γ) Χρυσόστομος και Βασίλειος είναι οι συγγραφείς της Θείας Λειτουργίας, του κατεξοχήν λειτουργικού βιβλίου της Εκκλησίας, ενώ ο Γρηγόριος είναι ο Θεολόγος- πηγή όλων των υμνογράφων και ιδίως του Κοσμά και του Ιωάννη του Δαμασκηνού, που υμνολόγησαν με τους Κανόνες τους όλες τις εορτές, οι οποίες αναφέρονται στο Χριστό και τη Θεοτόκο με παράλληλη δοξολόγηση της Αγίας Τριάδος, μία υμνολογική συνόψιση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, του Συμβόλου της Πίστεως και ουσιαστικώς Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, όπως διατυπώνεται, εξάλλου, αυτή η ενότητα και στις Καταβασίες των Κανόνων, δείγμα των οποίων οι Καταβασίες της εορτής της Υπαπαντής, που θα ακούσουμε και από το χορό των Ψαλτών του Τμήματος Μουσικών Σπουδών μετά.
Όμως, κατά τη γνώμη μου, η προβολή των Τριών Ιεραρχών από τον Ιωάννη Μαυρόποδα, η οποία είχε συνέχεια στη λόγια παράδοση της Κωνσταντινούπολης, στο κλίμα της οποίας αναδύθηκε και η εορτή στους νεότερους χρόνους, οφείλεται σε μία πρώτη συζήτηση για τη σημασία της ελληνικής κλασικής γραμματείας τον 11ο αι. μεταξύ των λογίων κύκλων της Κωνσταντινούπολης, ιδίως αυτούς του Γυμνασίου, που θα έχει συνέχεια με παρόμοια μορφή κατά την ησυχαστική περίοδο. Όθεν και ο αντίστοιχος εγκωμιαστικός Λόγος του Πατριάρχη Αγ. Φιλοθέου Κόκκινου. Έτσι, ο Ιωάννης Μαυρόπους, που συνδέεται με αυτούς τους κύκλους, φορέας, όμως, μιας μακράς εκκλησιαστικής ερμηνευτικής παράδοσης, επαναφέρει με την προβολή των τριών εγκρίτων Πατέρων τη συζήτηση στις απαρχές του δημόσιου βίου της Εκκλησίας, προκειμένου να άρει όποια στοιχεία αντιπαράθεσης επί του κοινού βίου των ανθρώπων, όπως θα φανεί και από την εν συνεχεία ανάλυση των όρων Θεολογία και Επιστήμη.
2. α. Τί σήμαινε ο όρος Θεολογία κατά τους Τρεις Ιεράρχες
Ο όρος Θεολογία, ένας βασικός όρος στην εν γένει εκκλησιαστική γραμματεία, προέρχεται από την ελληνική φιλοσοφική παράδοση και δεν απαντά στην Αγία Γραφή ούτε μία φορά. Δεν απαντά, δηλαδή, ούτε στην Παλαιά, ούτε στην Καινή Διαθήκη. Να σημειώσω επιπλέον ότι η Θεολογία δεν αποτέλεσε ιδιαίτερη γνωστική περιοχή, ή αντικείμενο σπουδής, ούτε στη μακρά βυζαντινή περίοδο, κατά την οποία οργανώθηκε ο εκκλησιαστικός βίος σε όλες του τις εκφάνσεις. Στην Αγία Γραφή, το θεμελιώδες βιβλίο της Εκκλησίας, κυρίαρχος από τον πρώτο στίχο της Γενέσεως είναι ο Θεός, δρων «Ἐν αρχῇ...» μέχρις τον τελευταίο στίχο της Αποκαλύψεως, όπου με το Θεό και τον άνθρωπο η προπατορική αποστασία αίρεται σε ένα οραματικό διάλογο μιας διαρκούς αναμονής και εγρήγορσης: «Ναὶ ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ». Η αγιογραφική καταγραφή είναι, δηλαδή, καταγραφή προσώπων, ο Θεός, ο αγγελικός κόσμος και ο άνθρωπος και τα γεγονότα από «ἐν ἀρχῇ» και στο διαρκές «ἔρχομαι». Εξάλλου, πρέπει να πω ότι αυτή η αγιογραφική καταγραφή έχει ένα υπομνηματιστικό χαρακτήρα, που δείχνει ότι προηγείται η ζωή μιας κοινότητας, του αρχαίου ή του νέου Ισραήλ, και έπεται η καταγραφή της. Αυτός ο υπομνηματιστικός χαρακτήρας συνέχει, ως ερμηνεία της προφητικής και αποστολικής καταγραφής, την εργογραφία των Τριών Ιεραρχών.
Οι Τρεις Ιεράρχες, με διαφορά είκοσι χρόνων ο νεότερος Χρυσόστομος, ζουν σε μία περίοδο, τα έτη 329- 407, κατά την οποία: α) έχει διαμορφωθεί μία ερμηνευτική παράδοση με τη σφραγίδα του Αγίου Αθανασίου και την απόφαση της Α´ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας (325), που υιοθετηθεί στο περίφημο συνοδικό της Σύμβολο Πίστεως, τον ελληνικό όρο «ομοούσιος», («μη γραφικός») ως κριτήριο, μάλιστα, Ορθοδοξίας, β) η Εκκλησία απολάμβανε πια μετά το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 312, με κάποιες εξαιρέσεις, την εύνοια της αυτοκρατορικής εξουσίας, ή το λιγότερο της αναγνωσμένης θρησκείας με ελεύθερο πεδίο δράσης σε ένα κόσμο Ρωμαϊκής αρχής αλλά ελληνικής παιδείας, αυτήν που και οι ίδιοι ακολούθησαν, προερχόμενοι από την ανώτατη Ρωμαϊκή τάξη γαιοκτημόνων και στρατηγών, ώστε να αποτελέσουν στελέχη της Ρωμαϊκής διοίκησης. Υπήρξαν, δηλαδή, πρωταρχικά άνθρωποι εξοικειωμένοι με το πολιτιστικό περιβάλλον της εποχής τους και με τις καλύτερες Ελληνικές σπουδές. Αυτόν τον επιστημονικό εξοπλισμό έθεσαν στη διακονία της Εκκλησίας για τον υπομνηματισμό της Αγίας Γραφής, που ήταν κατεξοχήν λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας, το οποίο και διαβαζόταν στον ενιαύσιο κύκλο.
Ερμηνεύοντας, λοιπόν, οι Τρεις Ιεράρχες την Αγία Γραφή, στο πλαίσιο κατ᾽αρχήν του κηρύγματος, της ερμηνείας, δηλαδή της πίστεως στα μέλη της Εκκλησίας και σε προέκταση κατά την αναιρετική μιας ερμηνείας που προήρχετο από αποκλίνοντα μέλη της Εκκλησίας (αίρεση), χρησιμοποιούν τον όρο Θεολογία, για να δηλώσουν την ομολογία πίστεως στον Τριαδικό Θεό, ή το Θεό καθεαυτόν, «ὅτι ἔστι»[3], ως αποδεικτική αρχή, ότι ο Κύριος ο Θεός είναι ύπαρξη πραγματική, «πράγμα», αυτοαλήθεια αυτέκφαντη και αυτενέργητη, και κατά τη βαπτισματική ομολογία Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, μία διαφοροποίηση από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και τη Συναγωγή. Ο Άγ. Γρηγόριος στον 28ο Λόγο του με τον εμφατικό τίτλο Περὶ Θεολογίας, πέραν του ότι συμφωνεί με το Μέγα Βασίλειο περί του «εἶναι θεόν», παραπέμπει ουσιαστικά την ερμηνεία του στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως: «Τοῦ μὲν γὰρ εἶναι θεόν, καὶ τὴν πάντων ποιητικήν τε καὶ συνεκτικὴν αἰτίαν, καὶ ὄψις διδάσκαλος, καὶ ὁ φυσικὸς νόμος»[4], προχωρώντας στη διάκριση Θεού και δημιουργίας, υιοθετώντας, όμως, τη γλώσσα της σύγχρονής του Ελληνικής λογιοσύνης.
Επιπλέον ένα στοιχείο, που τον διαφοροποιεί από τους άλλους δύο, είναι η πληθωρική χρήση του όρου «θεολόγος». Μόνο μία φορά σχεδόν ο καθένας από τους άλλους δύο αναφέρει τον όρο θεολόγος, ο μεν Χρυσόστομος ως καρπό μετανοίας[5], ο δε Βασίλειος ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο, ως έργο, δηλαδή, του Αγίου Πνεύματος, ταυτιζόμενος επ᾽ αυτού με τον Άγ. Γρηγόριο, κυρίως σε αντίστοιχη ενότητα του Πέμπτου Θεολογικού του Λόγου[6].
Στην προ αυτών πατερική ερμηνευτική ο όρος χρησιμοποιείται ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο, κυρίως όταν αναφέρονται οι Πατέρες, όπως ο Άγ. Αθανάσιος, στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ενώ ο Άγ. Γρηγόριος ονομάζει κατεξοχήν θεολόγο το Χριστό[7] αλλά και όποιον μετά από άσκηση καθάρσεως καταστεί δεκτικός της θείας ελλάμψεως, και έτσι θα μπορεί να ερμηνεύσει το έργο του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος προς χάριν των χριστιανών κατά την καταγραφή των Προφητών και Αποστόλων, των εχόντων αποδεικτικώς πείραν θεολογίας[8]. Επιπλέον δεν διστάζει να χαρακτηρίσει θεολόγους ακόμη και τους σοφούς του εθνικού κόσμου[9], των Ελλήνων, όταν αυτοί αναφέρονται στα επιτεύγματα των ανθρώπων, στη μελέτη της δημιουργίας, ενώ είναι οξύς εναντίον τους, όταν υποκαθιστούν το Θεό με τα είδωλα, όταν ειδωλοποιούν, δηλαδή, τα στοιχεία της δημιουργίας και δημιουργούν φανταστικά ενδιάμεσα μεταξύ Θεού και κόσμου[10]. Μετά τον Άγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, ο όρος είχε αυτή τη σημασία, του θεοφώτιστου μέλους της Εκκλησίας. Ο όρος εξέπεσε, βέβαια, μετά την ίδρυση των Θεολογικών Σχολών κτλ., οπότε οι πτυχιούχοι τους ονομάζονται τυπικά θεολόγοι και όλα τα συναφή.
Ενώ στον Άγ. Γρηγόριο το Θεολόγο ο όρος Θεολογία είναι λόγος περί της Αγίας Τριάδος καθεαυτής[11], δηλαδή, απροσίτου κατά την ουσία και προσιτής κατά τη μία δημιουργική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια, στον Άγιο Βασίλειο και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο ο όρος απαντά και ως λόγος για τη φανέρωση του Θεού στον κόσμο, είτε πρόκειται για τη δημιουργία, ως έργο του Υιού και Λόγου, κατά το «εἶπε καὶ ἐγένετο», κατ᾽ αρχήν φως, είτε για την ενανθρώπηση, είτε για το έργο του Αγίου Πνεύματος, αυτό που ονομάζεται στον εκκλησιαστικό βίο το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, ό,τι κάνει, δηλαδή, ο Θεός για τον άνθρωπο και το σύμπαντα κόσμο[12]. Πάντως η διάκριση Θεολογίας και Οικονομίας είναι πρωτεύουσα στην Αγία Γραφή, γιατί ανατρέπει την όποια ειδωλική ερμηνεία της ίδιας της δημιουργίας, προτείνοντας ένα διαρκές κτίζεσθαι και μία συμπαντική ενότητα, στην οποία τα πάντα λειτουργούν συνεκτικά κατά το λόγο της δημιουργίας, όπως επίσης και ο άνθρωπος ως μέλος ολόκληρης της κτίσης. Η διάκριση κτιστού- ακτίστου είναι υστερογενής, όταν προέκυψαν οι ερμηνευτικές αποκλίσεις των αντιτριαδικών αιρέσεων.
Κατά ταύτα ο Άγ. Γρηγόριος στο τέλος του 27ου Λόγου του, που είναι ο Πρῶτος Θεολογικός, Πρὸς εὐνομιανοὺς προδιάλεξις, ήτοι περί των προϋποθέσεων της Θεολογίας, ενθεωρεί σε μία ενότητα τη δημιουργία και την ένσαρκη φανέρωση του Λόγου: «φιλοσόφει μοι περὶ κόσμου ἢ κόσμων, περὶ ὕλης, περὶ ψυχῆς, περὶ λογικῶν φύσεων βελτιόνων τε καὶ χειρόνων, περὶ ἀναστάσεως, κρίσεως, ἀνταποδόσεως, Χριστοῦ παθημάτων. ἐν τούτοις γὰρ καὶ τὸ ἐπιτυγχάνειν οὐκ ἄχρηστον, καὶ τὸ διαμαρτάνειν ἀκίνδυνον. θεῷ δὲ ἐντευξόμεθα, νῦν μὲν ὀλίγα, μικρὸν δὲ ὕστερον ἴσως τελεώτερον, ἐν αὐτῷ Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν»[13]. Γι᾽ αυτό στο Λόγου του Εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, ἐπίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας Ἐπιτάφιος, θέτει την παίδευση, ως το πρώτο αγαθό για τους ανθρώπους, με πολύ έντονο και κατηγορηματικό τρόπο: «Οἶμαι δὲ πᾶσιν ἀνωμολογῆσθαι τὸν νοῦν ἐχόντων, παίδευσιν τῶν παρ᾿ ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τὸ πρῶτον· οὐ ταύτην μόνην τὴν εὐγενεστέραν καὶ ἡμετέραν, ἣ πᾶν τὸ ἐν λόγοις κομψὸν καὶ φιλότιμον ἀτιμάζουσα μόνης ἔχεται τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ κάλλους τῶν νοουμένων· ἀλλὰ καὶ τὴν ἔξωθεν, ἣν οἱ πολλοὶ Χριστιανῶν διαπτύουσιν, ὡς ἐπίβουλον καὶ σφαλερὰν καὶ Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν, κακῶς εἰδότες»[14].
Πρέπει εν συνόψει να υπογραμμίσω ότι η θέαση του σύμπαντος κόσμου σε μία ενότητα και η άρση κάθε ειδωλικότητας της δημιουργίας εκκινεί από τη βασική θέση των Τριών Ιεραρχών ότι η δημιουργία, ολόκληρος ο φυσικός και πνευματικός κόσμος κι ο άνθρωπος μαζί, μετέχει στη δημιουργική ενέργεια του Θεού,ή ο Θεός αποκαλύπτεται ως Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου, τον οποίο και διακρατεί στην αγαθότητά του. Και επιπλέον, το μυστήριο της Θείας Οικονομίας αφορά σε όλη την κτίση, και η φανέρωση του Λόγου στους Προφήτες ασάρκως, στους Μαθητές και Αποστόλους ενσάρκως και σε όλη την Εκκλησία, παλαιό και νέο Ισραήλ και έθνη «Πνευματικώς» ορώμενος και διαδιδόμενος συνοψίζεται στη Θεία Ευχαριστία, που σημαίνει ότι αρχή της Εκκλησίας δεν είναι μόνο ο Μυστικός Δείπνος αλλά η ίδια η δημιουργία με την ανεξιχνίαστη βουλή του Θεού. Ο Χριστός, δηλαδή, ο ενανθρωπήσας Λόγος στο Μυστικό Δείπνο ενώνει τον παλαιό και το νέο Ισραήλ, με τα πάθη και την Ανάστασή του, ζώντες και τεθνεώτες, με την Ανάληψη εισάγει το ανθρώπινο εν δεξιά του Πατρός χαρίζοντας μόνιμη θέωση, και με την Πεντηκοστή ενώνει όλα τα έθνη στους άπειρους αιώνες, ως έργο του Αγίου Πνεύματος χάριτι. Γι᾽ αυτό η καθολικότητα της Εκκλησίας ταυτίζεται με το ίδιο το μυστήριο της Θείας Οικονομίας και αφορά σε όλο τον κόσμο εν αναμονή, πράγμα που σημαίνει επίσης ότι η ευθύνη της Εκκλησίας διατρέχει ολόκληρο τον κόσμο και δεν αφορά μόνο στους πιστούς και τη διαχείρισή τους. Ιδίως σήμερα εν πανδημία η ευθύνη των ποιμένων καθίσταται κρίση εις πτώση και ανάσταση.
β. Τί σήμαινε ο όρος Επιστήμη
Την παράγραφο περί παιδεύσεως κατακλείει ο Άγ. Γρηγόριος με ένα οξύ λόγο εναντίον όσων χριστιανών απορρίπτουν την παίδευση: τους ονομάζει σκαιούς και αγράμματους, που θέλουν να μείνουν όλοι αγράμματοι, ώστε στην κοινή αγραμματοσύνη να κρύβονται οι ίδιοι και να μην ελέγχονται για την αγραμματοσύνη τους[15]. Είναι παλιά η μέθοδος της ακυρώσεως, ή της χειραγωγήσεως, και οι Τρεις Ιεράρχες την υπέστησαν μέχρι μαρτυρίου, όπως και πάρα πολύ άνθρωποι σήμερα.
Η παίδευση στον Άγ. Γρηγόριο, όπως προκύπτει από τους Επιτάφιους στον αδελφό του Καισάριο και Μ. Βασίλειο, αλλά και τους δύο Λόγους εναντίον του Ιουλιανού, περιλάμβανε την εγκύκλιο, τη Ρητορική και τη Σοφιστική, όχι τη Φιλοσοφία, που καλλιεργείτο μόνο σε θεουργικούς κύκλους εθνικών. Το βέβαιο είναι ότι ο ίδιος και ο Μ. Βασίλειος σπούδασαν στην Αθήνα με το σοφιστή Προαιρέσιο, ενώ ο Χρυσόστομος με το ρήτορα Λιβάνιο μόνο Ρητορική. Ως προς την Ιατρική η μαθητεία, πέραν των εγκύκλιων και της μελέτης των έργων Ιπποκράτους και Γαληνού[16], μόνο κατά μαρτυρία Γρηγορίου, γινόταν κοντά σε ιδιώτες γιατρούς, ή στους αρχιάτρους της Ρωμαϊκής διοίκησης. Πάντως έτσι μπορεί να ἐξηγηθεί και η καλή γνώση μελέτης του επιστητού από τους Τρεις Ιεράρχες κατά τη διάκριση των επιστημών από τον Αριστοτέλη σε θεωρητικές, πρακτικές και ποιητικές. Θεωρία είναι μόνο η Θεολογία ως λόγος- ομολογία του Τριαδικού Θεού κατά τις προφητικές και ευαγγελικές αποδείξεις και της εκλάμψεως και χάριτος αυτού στους εμπείρους, ή κατά τη δεκτικότητα εκάστου, στις πρακτικές υπάγεται ο λόγος για την εκκλησιαστική πράξη και τη γνώση της δημιουργίας κατά το λόγο της Γενέσεως μέχρι την Αποκάλυψη, ο περί της Οικονομίας λόγος, αλλά κατηγορηματικά και ο λόγος των θύραθεν ομοίως ως προς το φυσικό νόμο και τα αποτελέσματα της λογικής επεξεργασίας, ενώ οι ποιητικές αξιολογούνται από τη χρησιμότητα για τον κοινό βίο[17].
Η κατάφαση στη γνώση της δημιουργίας και των επιτευγμάτων των ανθρώπων, ως επιστήμη, γνώση και σοφία μετά πείρας[18], κυρίως είναι πρόταση α) του Μ. Βασιλείου, ο οποίος στην Ἑξαήμερο είναι σαφής ως προς την υιοθέτηση των επιτευγμάτων της έρευνας της κτίσης από τους θύραθεν: «Οὐ γάρ ἐλαττοῦται ἡ ἐπί τοῖς μεγίστοις ἔκπληξις, ἐπειδάν ὁ τρόπος καθ᾽ ὃν γίνεται τί τῶν παραδόξων ἐξευρεθῆ· εἰ δὲ μὴ ἀλλὰ τό γε ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρότερον ἔστω τῶν λογικῶν ἀποδείξεων»[19], β) του Αγ. Γρηγορίου, που ενσωματώνει τα της Ἑξαημέρου στη δική του ερμηνευτική[20], συνθέτοντάς την με τον ισχυρισμό των Απολογητών ότι οι Έλληνες (θύραθεν), ό,τι είπαν ως δική τους θεολογία, το δανείστηκαν από τα Μωσαϊκά: «ἐκ τῶν Μωσαικῶν οἶμαι βιβλίων καὶ ἡμετέρων, εἰ καὶ περὶ τὴν κλῆσίν τι διηνέχθησαν, ἐν ἄλλοις ὀνόμασι τοῦτο παραδηλώσαντες»[21], ενώ γ) ο Χρυσόστομος, ο οποίος είναι εκ των τριών ο κατεξοχήν ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, παραπέμπει επίμονα στο χωρίο Βαρούχ 3, 36-38: «οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν. ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης καὶ ἔδωκεν αὐτὴν ᾿Ιακὼβ τῷ παιδὶ αὐτοῦ καὶ ᾿Ισραὴλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ᾿ αὐτοῦ· μετὰ τοῦτο ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»[22], και γι᾽ αυτό απαιτεί σεβασμό των πρακτικών επιστημών ως θεόσδοτων. Με μία τέτοια κατάφαση στη δημιουργία, στην κτιστή πραγματικότητα, το αεί κτίζεσθαι της δημιουργίας κατά τους σπερματικούς λόγους του Μ. Βασιλείου, είναι ευεξήγητο, γιατί δεν υπήρξε αντιπαράθεση μεταξύ της εκκλησιαστικής πράξης και της επιστήμης στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ στις μέρες μας η σφοδρή εναντίωση στη θεωρία της εξελίξεως είναι εισαγόμενη και αντικατοπτρίζει την κρίση του Προτεσταντισμού και του Καθολικισμού και των παρεκκλησιαστκών οργανώσεων παρ᾽ ημίν, που έχουν επισωρεύσει οι τελευταίοι δεινά στις μέρες μας ως προς την κατ᾽ επιστήμην αντιμετώπιση και της πανδημίας.
Δημιουργός και δρων στην ιστορία του παλαιού και του νέου Ισραήλ ο ενανθρωπήσας Λόγος ενώνει το σύμπαντα κόσμο και υπ᾽ αυτήν την ερμηνευτική σκοπιά η έρευνα της κτίσης, ο φυσικός νόμος και τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας του Λόγου παρατίθενται σε μία ενότητα από τον Άγ. Γρηγόριο, γιατί τα πάντα τα ενοποιεί ο εις Κύριος, οπότε τίθεται ως δεδομένη και πάσα επιστήμη, ιερά και θύραθεν, σύμφωνα με τον ίδιο σκοπό εκάστης.
γ. Το παράδειγμα της Ιατρικής
Από τους Τρεις Ιεράρχες ο Βασίλειος είναι βέβαιο ότι σπούδασε μεταξύ των άλλων επιστημών και την Ιατρική. Θα έλεγα ότι είναι ο πανεπιστήμων, ο οποίος χρησιμοποιεί αυτήν τη γνώση τόσο στην κηρυγματική ερμηνεία της Αγίας Γραφής όσο και στην εκκλησιαστική πράξη προβάλλοντας το επιχείρημα ότι οι πρώτες αρχές των επιστημών, όπως επίσης και της Ιατρικής, γίνονται δεκτές άνευ ζυγομαχίας, δηλαδή άνευ συζητήσεως, και ασφαλώς τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος[23].
Η άνευ ζυγομαχίας αποδοχή των πρώτων αρχών των επιστημών πρέπει να γίνεται αποδεκτή εκ των θύραθεν και επομένως ισχύει ο λογικός βηματισμός με τον παραλληλισμό προς «τὴν ἐκ τῆς ἀβασανίστου πίστεως ἐπιζητεῖ συγκατάθεσιν. Πιστεῦσαι γὰρ δεῖ, φησίν, ὅτι ἔστι Θεός, οὐχὶ ζητῆσαι, οὐδὲ ζυγομαχῆσαι τὸ τί ἐστι»[24]. Περισσότερο από όλες τις επιστήμες η Ιατρική, και ως καθεαυτήν πρακτική επιστήμη και ως παραδειγματική των μεθόδων θεραπείας των ασθενών, έχει συνεχή εφαρμογή παραδειγματικά στην επιστήμη της ποιμαντικής[25].
Εν ολίγοις συνοψίζω το σχήμα: Η Εκκλησία θεραπεύει χάριτι τον άνθρωπο συνεχώς ως προς την έλλογη ψυχή του, η Ιατρική ως προς το σώμα του, αλλά τελικώς ο παρέχων, ο δίδων οδόν, για κάθε επιστήμη και ιατρεία για όλα τα δημιουργήματα και εξαιρέτως για τον άνθρωπο, είναι ο Θεός, πάντα παρών Πνευματικώς, δημιουργός και ανακαινιστής. Ειδικά ο Άγ. Βασίλειος με μακρά ποιμαντική διακονία και έμπρακτη φιλανθρωπία και οργάνωση και του μοναχικού κοινοβιακού βίου με Ὅρους (κανόνες), παρουσιάζει ένα εξαιρετικό σεβασμό, άνευ ουδεμίας αμφισβήτησης, στις εφαρμογές της Ιατρικής[26], ενώ ο παραδειγματικός τρόπος είναι πιο έντονος στο Γρηγόριο και το Χρυσόστομο.
Β. Η σύγχρονη πρόκληση της Επιστήμης για την Εκκλησία με κέντρο το κατεξοχήν της ιερό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και του τρόπου μεταδόσεώς της καί τινα έτερα.
Θα μπορούσα να αντιστρέψω τον τίτλο αυτό και να πω η σύγχρονη πρόκληση αποκλινόντων κληρικών και θεολόγων κατά του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας και της κτίσης, του φυσικού νόμου και της λογικής, γιατί οι κατάγοντες σε κτίσμα το Θεό, υβρίζουν και την κτίση, κατά τον εμόν Γρηγόριον: «Ὥσπερ τοῦ Πατρὸς ὑποστέλλεται ὁ Υἱὸς τοῖς ταπεινοῖς καὶ κάτω κειμένοις, οὕτως ὑποστελλομένης πάλιν καὶ ἀπὸ τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀξίας τοῦ Πνεύματος· ὡς ἂν καὶ Θεός, καὶ κτίσις ὑβρίζηται τῇ καινῇ ταύτῃ θεολογίᾳ»[27].
Η παρούσα πανδημία ανέδειξε μία σειρά ερωτημάτων, τα οποία αφενός μεν αποκάλυψαν την έν τινι μέτρω αδυναμία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εννοώ των Ελληνόφωνων που έχουν πρόσβαση στις πηγές του καθόλου βίου της Εκκλησίας, (συμπεριλαμβάνω και τις θεολογικές σπουδές μαζί με τα κατευθυνόμενα εκκλησιαστικά ΜΜΕ) να παρακολουθήσει την αμφισβήτηση των πάγια αντιτιθεμένων στην Εκκλησία, αλλά και των αμαθώς καπηλευομένων την πίστη, αγνοούσα τη βασική αρχή έναντι της Ιατρικής, όπως την έθεσαν οι Τρεις Ιεράρχες: Η Ιατρική, όπως και κάθε επιστήμη, είναι επιστήμη, η οποία ασκείται από τον ιατρό, και δεν εξετάζεται τίποτα πέραν αυτού ως προς αυτόν, ούτε καν, αν είναι ο ίδιος άρρωστος σωματικά. Η διάκριση των ιατρών σε πιστούς, ευσεβείς, και ασεβείς, είναι κρίση ανίδεων ανθρώπων περί επιστήμης και άρνηση της κοινής λογικής. Αντίθετα, στην κρίση, ιδίως της πανδημίας, οφείλουμε να επιζητήσουμε την ανάλυση γενναίων ανθρώπουν, που δεν άγονται από προσωπικές προϋποθέσεις λόγου ή και προσωπικές σκοπιμότητες.
Καταρχάς το θέμα της αντικειμενοποίησης του χώρου των ιερών ναών με βάση την αρχή ιερού και ανιέρου είναι μία ειδωλική ερμηνεία, μανιχαϊκή. Ο ναός είναι ιερός ως το σημείο αναμονής του εκκλησιασμού του σύμπαντος κόσμου, γιατί τα πάντα της δημιουργίας μετέχουν κατά το λόγο υπάρξεώς τους στην αγαθότητα του Θεού, ως αποτελέσματα της δημιουργικής ενεργείας του, είναι φωτερά ενεργήματα, αναδύθηκαν μέσα στο φως της δημιουργίας. Επιπλέον ολόκληρο το σύμπαν είναι εν πορεία, τίποτα δεν είναι αποκομμένο, ερριμένο, και η οδύνη είναι κοινή. Αν οι ναοί και τα αντικείμενά τους ήταν έξω από την οδύνη του κόσμου, θα ήταν και χώροι αυτόματης θεραπείας, αυτό εννοώ με την ειδωλική αντικειμενοποίηση. Είναι κοινή η οδύνη, ακόμη και σωτηρία δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά κοινή, μετά πάντων των Αγίων, εξαιρέτως δε της Θεοτόκου. Το πλέον αξιοπρόσεκτο παράδειγμα είναι οι άγιες εικόνες, που η τιμή και ο ασπασμός διαβαίνει «Πνευματικῶς» στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Είναι σημεία, υπομνήματα προσώπων, πνευματικά μάς κάνουν παρόντα τα άγια πρόσωπα και ασφαλώς κατά το υλικό στοιχείο φέρουν εξαιτίας μας την οδύνη μας, την όποια αρρώστια μας, όταν εμείς τα κτιστά όντα, δημιουργούμε την αλυσίδα της ασθενείας, αν και η ύπαρξή μας όλη, σωματικά και ψυχικά, καλείται να γίνει ορατή «Πνευματικῶς», κατά τη δεκτικότητά μας. Όπως επίσης είναι ειδωλικό, να διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η χρήση της μάσκας εντός του ναού, αμαυρώνει την εικόνα μας, αλλά η αμαρτία μας αμαυρώνει όλη την ύπαρξή μας και οι παράλογοι λογισμοί μας, που είναι αυτοκτονικοί. Αυτό είναι εγκατάληψη του Αγίου Πνεύματος, που συγκροτεί όλο το θεσμό, δηλαδή, όλο το βίο της Εκκλησίας, όλα τα θέσμια[28].
Και έρχομαι στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας καθεαυτό, που θα έπρεπε να το θέσω εξαρχής πιο έντονα, γιατί αυτό είναι το καίριο θέμα σήμερα για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το έλυσε περί το 12ο αι., λόγω των μεσαιωνικών πανδημιών, εξαιτίας απουσίας όρων καθαριότητος στις πόλεις της Δύσης, με ένα τρόπο βίαιο, μπορώ να πω, πριν τη γενική υιοθέτηση της λαβίδος περί το 14ο αι. από τους Ορθοδόξους της Ανατολής.
Και θέτω το θέμα της Θείας Ευχαριστίας και του τρόπου μεταδόσεως ως την κορυφαία συζήτηση μεταξύ των λαϊκών μελών και ολόκληρης της κοινωνίας, εν μέσω πανδημίας, γιατί η ρηματική εντολή: αυτό είναι κόκκινη γραμμή και δεν αλλάζουμε τίποτα, είτε αυτό προέρχεται από την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, είτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, άνευ ουδεμίας εξηγήσεως, είναι αποκαρδιωτική, μοιάζει σα να αποκόπτεται η Σύνοδος από το πλήθος, σαν να απέλειπε η λατρεία από το να είναι λογική και κοινή όλου του εκκλησιαστικού σώματος, σαν η συνοδικότητα της Εκκλησίας να μην αναδύεται ως πράξη και ανάγκη του εκκλησιαστικού βίου, αλλά να συνιστά επιβαλλόμενη λειτουργία και απόφαση[29]. Επιπλέον δεν κείμαι εκτός θέματος με δεδομένο ότι δύο από τους Τρεις Ιεράρχες, Βασίλειος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, είναι οι συντάκτες της Θείας Λειτουργίας[30].
Η μεγάλη ανατροπή που επέφερε ο Χριστός ως προς τους ασθενείς εν σχέσει προς το Ισραήλ, που τους απέβαλε έξω των τειχών, όπως και οι εθνικοί, ήταν ότι τους έκανε αδελφούς, η Εκκλησία έκανε νοσοκομεία, τους περιέθαλψε, τους διαχειρίσθηκε, παρέχοντας ίαση πνευματική και σωματική. Επιπλέον στην Ανατολή είναι γνωστή η χρήση του ύδατος ως καθαρτηρίου, το ίδιο το βάπτισμα είναι λουτρό παλιγγενεσίας, ολόσωμη κατάδυση. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα μοναστήρια, που απετέλεσαν τα πρώτα θεραπευτήρια, τα βυζαντινά, δηλαδή, και τα νεότερα νοσοκομεία, ήταν πλουτισμένα με αγιάσματα και φιάλες ρέοντος ύδατος.
Ο Χριστός θεραπεύει τον παραλυτικό, που δεν είχε κάποιον, ο οποίος θα τον έριχνε στη κολυμβήθρα της Βηθεσδά και συζητά με τη Σαμαρίτιδα πλάϊ σε ένα φρέαρ, το λεγόμενο του Ιακώβ, ότι αυτός είναι το ύδωρ το ζων πνευματικά. Η Ανατολή είναι γεμάτη από δεξαμηνές, κρήνες και αγιάσματα και υδραγωγεία και αποχετευτικά συστήματα, ώστε να εξασφαλίζεται η υγεία των πολιτών. Ακόμη και εντός του Ιερού βήματος υπάρχει το χωνευτήρι, ο ιερός ιπνός, που εκβάλλει κατευθείαν στη γη, όπως επίσης ο Αρχιερεύς πλένει τα χέρια, για να παραλάβει τα τίμια δώρα προ του καθαγιασμού. Τα είδη, ο άρτος είναι ψημμένος καλά, και ο οίνος και δη και ο οίνος είναι αντισηπτικός, γνωστή η χρήση του στην Ιατρική και από τα έθνη, το ζέον πρέπει να είναι βραστό, και γνωρίζουμε οι ειδότες με ποιά προσοχή συντηρείται ο δεύτερος αμνός της Μ. Πέμπτης και ο προηγιασμένος άρτος των Προηγιασμένων της Μ. Σαρακοστής. Αν δεν συντηρηθούν σωστά, θα μουχλιάσουν, όπως μούχλιασε ο προηγιασμένος άρτος κατά την περιγραφή του Χρονικού του Γεωργίου Παχυμέρη το 13ο αι. στην Κωνσταντινούπολη και ερρίφθη μετά φόβου στον ιερό ιπνό, δηλαδή στο χωνευτήρι[31].
Είναι γνωστόν στους θύραθεν, ακόμη και στο Ισραήλ[32] ότι το ασήμι και το χρυσάφι είναι τα πλέον αντισηπτικά μέταλλα, μαζί με το χαλκό για μόνο το νερό, από τα οποία κατασκευάζονται τα ιερά σκεύη, όπως και στον παλαιό Ισραήλ. Η Εκκλησία διαφύλαξε εξαρχής και στους βυζαντινούς χρόνους όλη τη σκευή καθαρή περί τη Θεία Ευχαριστία και τις ιερές ακολουθίες. Εξάλλου, η ίδια η φύση δεν είναι φορέας της πτώσης και της αποστασίας κατά το λόγο της δημιουργίας. Ο άνθρωπος, ή καλύτερα, τα λογικά όντα αμαρτάνουν και συμπαρασύρουν στη φθορά και την υπόλοιπη δημιουργία, την λίαν αγαθή, φέρων μόνος αυτός την οδύνη της όποιας νόσου στον παρόντα αιώνα[33].
Θα παρακάμψω, για το περιορισμένο του χρόνου, μία περαιτέρω λεπτομερή θεολογική ερμηνεία, πεπλουτισμένη και με τα ιστορικά και συνοδικά στοιχεία, και θα πω κατηγορηματικά εν μέσω της παρούσης πανδημίας, που λόγω κλιματικής αλλαγής και των εξ αυτής μολύνσεων και της εγγύτητος της άγριας ζωής, εξ αιτίας υπερβάσεως των ορίων υπό του ανθρώπου, (γι᾽ αυτό θα υπάρξει και συνέχεια, και δεν θα ξεμπερδέψει εύκολα η ανθρωπότητα), ότι όσο κι αν είναι ελάχιστο κατ᾽ αυτάς το ιικό φορτίο της Θείας Μεταλήψεως, η μόλυνση είναι πραγματική, γιατί τον κύκλο της μόλυνσης τον παράγει ο άνθρωπος που μεταλαμβάνει, δημιουργώντας την αλυσίδα της μόλυνσης, ενώ η ασθένειά του δεν μπορεί κατ᾽ ουδένα τρόπο να παραβλάψει τη θεία χάρη, τη συνέχουσα τα πάντα και μη αναιρούσα την κτιστότητά μας, καθώς είναι, «ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα», και μεταβάλλουσα τα τίμια δώρα σε σῶμα και αίμα Χριστού, «δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» καὶ όχι ως ένα αντικειμενοποιημένο ειδωλικό γεγονός. Και γι᾽ αυτό αναγόμαστε «Πνευματικῶς» κατά τη Θεία Ευχαριστία στον αοράτως συνόντα[34] και εν δεξιά του Πατρός καθεζόμενο, «ἐν θρόνῳ ἐπῃρμένῳ...», καθότι Αυτός είναι «Πνευματικῶς»[35] ορώμενος, προσφέρων και προσφερόμενος και δεχόμενος προς αγιασμό τα τίμια δώρα δι᾽ ἡμᾶς μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, μεταδιδόμενος και μετεχόμενος και αεί ερχόμενος ο Κύριος μετά δόξης[36]!
Κατακλείω εν ολίγοις: Εξ επόψεως τηρήσεως των όρων της καθαριότητος, η χρήση των πολλαπλών λαβίδων με την απαραίτητη, βεβαίως, φροντίδα, συνιστά πράξη φιλανθρωπίας, σύμφωνα και με την κατά Βασίλειο θέση περί Ιατρικής ως χορηγού υγείας, και εν τη θεολογική πράξη εφαρμογή του ακροτελεύτιου της ευχής της Θ. Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου: «Ἤνυσται καὶ τετέλεσται, ὅσον εἰς τὴν ἡμετέραν δύναμιν, Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, τὸ τῆς σῆς οἰκονομίας μυστήριον·ἔσχομεν γὰρ τοῦ θανάτου σου τὴν μνήμην, εἴδομεν τῆς Ἀναστάσεώς σου τὸν τύπον, ἐνεπλήσθημεν τῆς ἀτελευτήτου σου ζωῆς, ἀπηλαύσαμεν τῆς ἀκενώτου σου τρυφῆς, ἧς καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι πάντας ἡμᾶς καταξιωθῆναι εὐδόκησον, χάριτι τοῦ ἀνάρχου σου Πατρός, καὶ τοῦ ἁγίου καὶ ἀγαθοῦ, καὶ ζωοποιοῦ σου Πνεύματος, νῦν, καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
[1]. Ελισάβετ Σωτηρούδη, Η απολογητική παραγωγή κατά τον 11ο αιώνα. Η περίπτωση του Ιωάννη Μαυρόποδα, διδ. διατριβή, Τμήμα Φιλολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2012, σσ. 147-178.
[2]. Johannis Euchaitorum metropolitae que in codice vaticano graeco 676 supersunt, εκδ. P. de Lagarde-J. Bollig, Abhandl. der histor. - philolog. Klasse der koenigl. Gesellschaft der Wiss. zu Göttlingen 28(1882), αριθμ. 178, σσ. 106-119.
[3]. Ἁγ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς Ψαλμὸν 115, PG 30, 105A: «Οὕτω δὴ οὖν καὶ τὸ τῆς θεολογίας μυστήριον, τὴν ἐκ τῆς ἀβασανίστου πίστεως ἐπιζητεῖ συγκατάθεσιν. Πιστεῦσαι γὰρ δεῖ, φησίν, ὅτι ἔστι Θεός, οὐχὶ ζητῆσαι, οὐδὲ ζυγομαχῆσαι τὸ τί ἐστί».
[4]. Ἁγ. Γρηγορίου, Λόγος 28, 6, PG 36, 32C.
[5]. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ μετανοίας, PG 49, 325.
[6]. Ἁγ. Βασιλείου, Περὶ πίστεως, PG 31, 3, 469Β-472Β. Πρβλ. Ἁγ. Γρηγορίου, Λόγος 31, 29 PG 36, 165A–168B.
[7]. Ἁγ. Γρηγορίου, Λόγος 31, 8 PG 36, 141Β.
[8]. Ἁγ. Γρηγορίου, Λόγος 28, 1 PG 36, 25C– 28A.
[9]. Ἁγ. Γρηγορίου, Λόγος 31, 16 PG 36, 149C.
[10]. Ἁγ. Γρηγορίου, Λόγος 27, 10 PG 36, 24B– 25A.
[11]. Λόγος 2, 36 PG35, 444BC.
[12]. Στον Άγ. Βασίλειο Θεολογία ουσιαστικώς είναι η βαπτισματική ομολογία και Οικονομία κυρίως το έργο του Λόγου στη δημιουργία, με την ενανθρώπηση αλλά και η Θ. Ευχαριστία. Ενδεικτικά Ἁγ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 8 PG 32, 252B–D: «Ὑπονοῶ τοίνυν ὅτι οὐκ ἐξαρκεῖν ᾠήθη νῦν ὁ Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, κηρύσσειν μόνον Θεὸν τὸν Υἱὸν καὶ Θεὸν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅπερ διὰ τῆς Εἷς Θεὸς ἐδήλωσε ῥήσεως, ἐὰν μὴ καὶ διὰ τῆς προσθήκης τοῦ Πατρὸς τὸν ἐξ οὗ τὰ πάντα δηλώσῃ καὶ διὰ τῆς μνήμης τοῦ Κυρίου τὸν Λόγον τὸν δι᾽ οὗ τὰ πάντα σημάνῃ καὶ πάλιν διὰ τῆς Ἰησοῦ Χριστοῦ συμπαραλήψεως τὴν ἐνανθρώπησιν ἀπαγγείλῃ καὶ τὸ πάθος παραστήσῃ καὶ τὴν ἀνάστασιν φανερώσῃ. Τὸ γὰρ Ἰησοῦς Χριστὸς τὰς τοιαύτας ἐννοίας ἡμῖν ἐμφαίνει. Διὸ καὶ πρὸ τοῦ πάθους παραιτεῖται ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καταγγέλλεσθαι καὶ διαστέλλεται τοῖς μαθηταῖς ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν ὅτι αὐτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ Χριστός. Πρόκειται γὰρ αὐτῷ τελειώσαντι τὴν οἰκονομίαν, μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς ἀνάληψιν, ἐπιτρέψαι αὐτοῖς κηρύσσειν αὐτὸν Ἰησοῦν τὸν Χριστόν. Τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ "Ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν", καὶ τὸ "Πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε", πανταχοῦ τὴν ἔννοιαν ἡμῶν ἀσφαλιζομένου τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, ἵνα μὴ θατέρῳ προσβαίνοντες θατέρου ἐκπίπτωμεν καὶ τῇ θεολογίᾳ προσέχοντες τῆς οἰκονομίας καταφρονῶμεν καὶ γένηται ἡμῖν κατὰ τὸ ἐλλεῖπον ἡ ἀσέβεια». Ἐτσι ακόμη και η Θ. Ευχαριστία είναι προετοιμασία προς θεωρία. Πρβλ. αυτόθι «Σάρκα γὰρ καὶ αἷμα πᾶσαν αὐτοῦ τὴν μυστικὴν ἐπιδημίαν ὠνόμασε καὶ τὴν ἐκ πρακτικῆς καὶ φυσικῆς καὶ θεολογικῆς συνεστῶσαν διδασκαλίαν ἐδήλωσε, δι᾽ ἧς τρέφεταί τε ψυχὴ καὶ πρὸς τὴν τῶν ὄντων τέως θεωρίαν παρασκευάζεται. Καὶ "Ὁ τρώγων με, φησί, ζήσεται δι᾽ ἐμέ". Τρώγομεν γὰρ αὐτοῦ τὴν σάρκα καὶ πίνομεν αὐτοῦ τὸ αἷμα, κοινωνοὶ γινόμενοι διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ τῆς αἰσθητῆς ζωῆς τοῦ Λόγου καὶ τῆς Σοφίας. Σάρκα γὰρ καὶ αἷμα πᾶσαν αὐτοῦ τὴν μυστικὴν ἐπιδημίαν ὠνόμασε καὶ τὴν ἐκ πρακτικῆς καὶ φυσικῆς καὶ θεολογικῆς συνεστῶσαν διδασκαλίαν ἐδήλωσε, δι᾽ ἧς τρέφεταί τε ψυχὴ καὶ πρὸς τὴν τῶν ὄντων τέως θεωρίαν παρασκευάζεται».
[13]. Λόγος 27, 10 PG 36, 25A.
[14]. Λόγος 43, 11, PG 36, 508B.
[15]. Λόγος 43, 11, PG 36, 509A: «Οὔκουν ἀτιμαστέον τὴν παίδευσιν, ὅτι τοῦτο δοκεῖ τισιν· ἀλλὰ σκαιοὺς καὶ ἀπαιδεύτους ὑποληπτέον τοὺς οὕτως ἔχοντας, οἳ βούλοιντ᾿ ἂν ἅπαντας εἶναι καθ᾿ ἑαυτούς, ἵν᾿ ἐν τῷ κοινῷ τὸ κατ᾿ αὐτοὺς κρύπτηται, καὶ τοὺς τῆς ἀπαιδευσίας ἐλέγχους διαδιδράσκωσιν».
[16]. Λόγος 7, 20 PG 35, 780C.
[17]. Περί επιστημών και τεχνών βλ. Ἁγ. Ἰωάννου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους δευτέραν Ἐπιστολήν, Ὁμιλία 15, 3 PG 61, 506.
[18]. Ἁγ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 204, 5 PG 32, 752Α. Πρβλ. και Ὁμιλία 12, 3, Εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν Παροιμιῶν, PG 31, 389C και αυτόθι Ὁμιλία 12, 4, PG 31, 392Β: «Ἔστι δέ τις καὶ ἀνθρωπίνη σοφία· ἡ ἐμπειρία τῶν κατὰ τὸν βίον πραγμάτων, καθ᾽ ἣν σοφοὺς λέγομεν τοὺς καθ᾽ ἑκάστην τῶν ὠφελίμων τεχνῶν ἐπιστήμονας».
[19]. Εἰς τήν Ἑξαήμερον PG 29, 25Α. Πρβλ. επίσης, Εἰς τήν Ἑξαήμερον ΡG 29, 149C: «Ἑκάστου γένους τάς ἀπαρχάς νῦν, οἱονεὶ σπέρματά τινα τῆς φύσεως προβληθῆναι κελεύει· τό δέ πλῆθος αὐτῷ ἐν τῇ μετά ταῦτα διαδοχῇ ταμιεύεται, ὅταν αὐξάνεσθαι καί πληθύνεσθαι δέῃ».
[20]. Λόγος 43, 67 PG 36, 585Α: «Ἐγὼ τοῦτο μόνον αὐτοῦ διηγήσομαι. Ὅταν τὴν ἑξαήμερον αὐτοῦ μεταχειρίζωμαι καὶ διὰ γλώσσης φέρω, μετὰ τοῦ κτίστου γίνομαι, καὶ γινώσκω κτίσεως λόγους, καὶ θαυμάζω τὸν κτίστην πλέον ἢ πρότερον, ὄψει μόνῃ διδασκάλῳ χρώμενος».
[21]. Λόγος 43, 23 PG 36, 528BC.
[22]. Ἁγ. Ιωάννου, Περὶ ἀκαταλήπτου, Ὁμιλία 5, PG 48, 738-739: «Οὐδαμῶς· ἄκουσον γὰρ πῶς καὶ οὗτος περὶ τῆς οἰκονομίας ἐμνήσθη· εἰπὼν γάρ· "Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν", ἐπήγαγεν· "Ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης καὶ ἔδωκεν αὐτὴν Ἰακὼβ τῷ παιδὶ αὐτοῦ καὶ Ἰσραὴλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ᾽ αὐτοῦ"». Πρβλ. του αυτού, Εἰς τὸν ἅγιον ἱερομάρτυρα Φωκᾶν καὶ κατὰ αἱρετικῶν, παραγρ. 4, PG 50, 705: «Ἄκουσον τοῦ προφήτου λέγοντος· "Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν· ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης"· μετὰ ταῦτα ἐπὶ γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη».
[23]. Ἁγ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τον Ψαλμὸν 115, PG 30, 104–105: «Ἀνάγκη γὰρ ἑκάστης μαθήσεως ἀνεξετάστους εἶναι τὰς ἀρχὰς τοῖς μανθάνουσιν· ἐπεὶ ἀμήχανον τοὺς περὶ τὰ πρῶτα ζυγομαχοῦντας δυνηθῆναι ὁδῷ καὶ τάξει προελθεῖν εἰς τὸ τέλος. Καὶ τοῦτο ἂν μάθοις παρ᾽ αὐτῶν τῶν ἔξωθεν. Εἰ γὰρ μὴ συγχωρήσειας τὰς πρώτας ἀρχὰς τῷ γεωμέτρῃ, ἀμήχανον αὐτὸν τὰ ἐφεξῆς συμπεράνασθαι. Καὶ τῆς ἀριθμητικῆς ὁ τοῖς πρώτοις καὶ στοιχειώδεσιν ἐνιστάμενος, τὴν εἰς τὸ πρόσω ὁδὸν διακόπτει. Ὁμοίως δὲ καὶ ἰατρικαὶ ἀρχαὶ ἰατροῖς ἀναπόδεικτοι. Καὶ ὅλως, ἐν ὁποιῳδήποτε ἐπιτηδεύματι τῶν ὁδῷ καὶ τάξει προϊόντων ἐπὶ τὸ τέλος, ἀδύνατον τῶν πρώτων ὑποθέσεων ἀποδείξεις ἐπιζητεῖν· ἀλλ᾽ ἀνάγκη τὰς τῶν λογικῶν τεχνῶν ἀρχὰς ἀνεξετάστως παραδεξάμενον, τὸ ἐκ τῶν ὑποτεθέντων ἀκόλουθον ἐν τοῖς ἐφεξῆς ἐπιβλέπειν. Οὕτω δὴ οὖν καὶ τὸ τῆς θεολογίας μυστήριον, τὴν ἐκ τῆς ἀβασανίστου πίστεως ἐπιζητεῖ συγκατάθεσιν. Πιστεῦσαι γὰρ δεῖ, φησίν, ὅτι ἔστι Θεός, οὐχὶ ζητῆσαι, οὐδὲ ζυγομαχῆσαι τὸ τί ἐστί».
[24]. Ένθ. αν.
[25]. Ἁγ. Γρηγορίου, Λόγος 18, 16 PG 35, και Λόγος 30, 21 PG36, Πρβλ. Λόγος 3, 16 PG 35, 425AΒ: «Γνοίη δ᾿ ἄν τις τῇ τῶν σωμάτων θεραπείᾳ, τὴν τῶν ψυχῶν ἰατρείαν ἀντεξετάσας· καὶ ὅσῳ μὲν ἐργώδης ἐκείνη καταμαθών, ὅσῳ δὲ ἡ καθ᾿ ἡμᾶς ἐργωδεστέρα προσεξετάσας, καὶ τῇ φύσει τῆς ὕλης, καὶ τῇ δυνάμει τῆς ἐπιστήμης, καὶ τῷ τέλει τῆς ἐνεργείας τιμιωτέρα. Ἡ μὲν γὰρ περὶ σώματα πονεῖται, καὶ τὴν ἐπίκηρον ὕλην καὶ κάτω ῥέουσαν, πάντως λυθησομένην καὶ πεισομένην τὸ ἑαυτῆς, κἂν νῦν τῇ συμμαχίᾳ τῆς τέχνης κατακρατήσῃ τῆς ἐν αὐτῇ στάσεως· ἢ γὰρ νόσος ἢ χρόνος ἔλυσεν, εἴξασαν τῇ φύσει, καὶ τοὺς ἰδίους ὅρους οὐχ ὑπερβαίνουσαν». Ομοίως πρβλ. Ἁγ. Βασιλείου, Ἀρχὴ των ἠθικῶν, Ὅρος 79, κεφ. ιστ´, PG 31, 865ΒC: «Ὡς ἰατρούς, ἐν πολλῇ εὐσπλαγχνίᾳ κατ᾽ ἐπιστήμην τῆς τοῦ Κυρίου διδασκαλίας θεραπεύοντας τὰ πάθη τῶν ψυχῶν, εἰς περιποίησιν τῆς ἐν Χριστῷ ὑγείας καὶ διαμονῆς».
[26]. Ἁγ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 189, Εὐσταθίῳ ἀρχιάτρῳ, PG 32, 684C: «Ἔστι μὲν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς τὴν ἰατρικὴν μετιοῦσι φιλανθρωπία τὸ ἐπιτήδευμα. Καί μοι δοκεῖ τῶν κατὰ τὸν βίον σπουδαζομένων ἁπάντων ὁ τὴν ὑμετέραν προτιθεὶς ἐπιστήμην ἐπιτυχεῖν ἂν τῆς πρεπούσης κρίσεως καὶ μὴ διαμαρτεῖν τοῦ πρέποντος, εἴπερ τὸ πάντων προτιμότατον, ἡ ζωή, φευκτόν ἐστι καὶ ἐπώδυνον, ἐὰν μὴ μεθ᾽ ὑγείας ἐξῇ ταύτην ἔχειν· ὑγείας δὲ χορηγὸς ἡ ὑμετέρα τέχνη». Πρβλ. και του ιδίου, Ἀπόκρισις (ἐρώτησις 28) PG 31, 1101Β: «Ὥσπερ οὖν ἐπὶ τοῦ σώματος οἱ ἐπιστήμονες σημεῖα ἔχουσί τινα τῶν κεκρυμμένων παθῶν, καὶ φευγόντων τὴν αἴσθησιν τοῦ πάσχοντος· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κἂν μὴ αἰσθάνηται τοῦ ἰδίου πάθους ὁ ἁμαρτάνων, πιστεύειν δεῖ τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ διαβεβαιωσαμένῳ, ὅτι ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὰ πονηρά».
[27]. Λόγος 39, 42, Εἰς τὸ ἅγιον βάπτισμα PG 36, 420Α.
[28]. Βλ. Ιδιόμελο της Πεντηκοστής: «Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν. Ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁμοούσιε καὶ ὁμόθρονε, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ, Παράκλητε, δόξα σοι».
[29]. Ἁγ. Βασιλείου, Ἀπόκρισις (Ἐρώτησις 184) PG 31, 1205ΑΒ. Οπότε και ο Άγ. Γρηγόριος, που ουκ ολίγο δοκιμάσθηκε κατά τη διάρκεια της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, κατέληξε με οξύτητα πρωτοφανή: «Ἔχω μὲν οὕτως, εἰ δεῖ τἀληθὲς γράφειν, ὥστε πάντα σύλλογον φεύγειν ἐπισκόπων, ὅτι μηδεμιᾶς συνόδου τέλος εἶδον χρηστὸν μηδὲ λύσιν κακῶν μᾶλλον ἐσχηκὸς ἢ προσθήκην. Ἀεὶ γὰρ φιλονεικίαι καὶ φιλαρχίαι (ἀλλ᾽ ὅπως μή με φορτικὸν ὑπολάβῃς οὕτω γράφοντα), καὶ λόγου κρείττονες· καὶ θᾶττον ἄν τις ἐγκληθείη κακίαν ἑτέροις δικάζων ἢ τὴν ἐκείνων λύσειε», Ἐπιστολὴ 130 PG 36, 225AB.
[30].. Η φερόμενη ως Θεία Λειτουργία του Αγ. Ιακώβου, ή η άλλη του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, είναι πλαστά κείμενα, η μεν μία απηχεί τις διατυπώσεις της ΣΤ´ Οικουμενικής, η δε δεύτερη προέρχεται από μονοφυσιτικούς κύκλους με ακραιφνείς μονοφυσιτικές διατυπώσεις, είναι, ως εκ τούτου, τουλάχιστον υστερογενής της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου του 451.
[31]. Georgii Pachymeris de Michaele et Andronico Palaeologis libri tredecim, (Corpus scriptorum historiae Byzantinae), εκδ. I. Bekker, Weber: Bonn 1835; Συγγραφικαὶ ἱστορίαι, τόμ 2, κεφ. 7, σσ. 79-80: «Ἡμέρα μὲν οὖν τῆς τυρινῆς κυριώνυμος τότ᾽ ἐφίστατο, ἐκάλει δὲ τὸν ἐπ᾽ ἐκκλησίας ἱερουργοῦντα τὸ σύνηθες· τὸ δ᾽ ἦν τὸ προηγιασμέναις ἀναφοραῖς τὸ ἱερὸν πυξίον ἐς ὅ τι μάλιστα ἐμπιπλᾶν κατὰ χρείαν τῶν τεταγμένων λειτουργιῶν. ἐπεὶ γοῦν τετέλεστο μὲν ἡ τῆς ἱερᾶς θυσίας ἀναφορά, ἀνεπτύσσετο δὲ τὸ πυξίον ἐφ᾽ ᾧ τοὺς ἱεροὺς ἄρτους τεθῆναι, εὕρηταί τις εὐθὺς ἐν τὸς τῶν προηγιασμένων ἀναφορά, ἣν δὴ καὶ εἴκασέ τις ὁρῶν μίαν τῶν τριῶν ἐκείνων εἶναι, ἣν καὶ τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τετράδος μέλλουσαν ἀναφέρεσθαι, συμβὰν τότε, καθὼς λέλεκται, μὴ τὰ τῆς ἱερᾶς τελεσθῆναι θυσίας διὰ τὴν ἐπ᾽ ἐκκλησίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν παρ᾽ οἱωνδηποτοῦν ὀψὲ τῆς ὥρας γεγονυῖαν συγχώρησιν, ἐκεῖσέ που ἀφεθεῖσαν τῆς πράξεως κεῖσθαι συνέβαινεν. ἡ δ᾽ ἠχρείωτο πάμπαν καὶ σέσηπτο, ὡς μηδ᾽ εἰκόνα φέρειν ἄρτου, μὴ ὅτι γ᾽ ἄρτον καὶ ἀμηγέπη φαίνεσθαι, ἀλλά τινα τύπον θρυμμάτων μελάνων θηριακῆς ἤ τινος ἄλλου τοιούτου σκευάσματος. τρόμος οὖν ἰδόντα παραυτίκα λαμβάνει τὸν ἱερέα, καὶ ὅ τι πράξοι (οὐδὲ γὰρ ἦν ἐκεῖνον ἑνοῦν εἰς κατάληψιν τοῖς προσφάτοις) διενοεῖτο. καὶ τὸ πρᾶγμα φοβερὸν ἔδοξεν, οὐ παθὸν τόσον ὅσον φανέν, ἐπείπερ τὰ τῆς εὐθετήσεως ἠμηχάνηται. τοίνυν καὶ εἰς κοινὴν θέαν προυτέθη, καὶ τὸ ποιητέον μεθ᾽ ὅτι πλείστης ἐζητεῖτο τῆς εὐλαβείας. ἀλλ᾽ ὃ ἦν καὶ ἐδόκει καὶ πρέπον ἦν, τὸ περιὸν τῆς παραλλαγῆς οὐκ ἐδίδου γίνεσθαι, καὶ δὴ πρὸς τὴν μετάληψιν ὀκνῶν ὁ ἱερεὺς οὐ προσίετο. θεῷ δ᾽ ἀναφέρειν ἄλλως οὐκ ἦν μὴ μεταλαβόντα τὰ δῶρα. καὶ ἔνθεν μὲν φόβος ἐκεῖθεν δ᾽ ἀπορία τοὺς θεωμένους διεμεριζέτην, οὐκ ἔχοντας ὅ τι καὶ πράξοιεν. ὁ γοῦν φόβος τὰς σφῶν γνώμας συνέστελλε πρὸς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἄγων βουλήν, τὸ τὸν ἱερέα, κἂν ὅ τι καὶ πάθοι, προσήσεσθαι τὸ φαινόμενον. τοῦ δὲ μηδ᾽ ὅλως προσιτὸν ἐκεῖνο νομίζοντος μηδ᾽ ἄκροις ὡς εἰπεῖν χείλεσι τὸ παράπαν, ἡ ἀπορία παρατολμήσασα ἐσχεδίαζε μηχανὴν πολὺ μὲν τῶν ἀξίων ἀποδέουσαν, ἀναγκαίαν δ᾽ ἄλλως ὑπὲρ πᾶν ἕτερον ὃ δὴ καὶ ἐννοήσειέ τις πώποτε. θεῷ μὲν οὖν ἄρα τῶν τιμίων καὶ ἱερῶν ἐκείνων μέλειν εἰκός, καὶ ἔμελε πάντως, ἐκεῖνον δὲ τότε ὁ τοῖς τοιούτοις ἀφιερώμενος τόπος ἐκ παλαιοῦ, ὃς δὴ καὶ ἱπνὸς ἅγιος λέγεται, ὁσίως ἐπιρριφέντα ὁσίως δέχεται. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐς τοσοῦτον».
[32]. Ἐξόδ. 3, 22: 35, 32 και κεφ. 39.
[33]. Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννου του Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων: «Ἡ παντελὴς κακία οὐχ ὁρᾶται ἐν τοῖς οὖσιν· οὔτε γὰρ ὁ θεὸς ὁ ὄντως ὢν καὶ τοῦ εἶναι αἴτιος κακία οὔτε τι τῶν γεγονότων, καθὸ γέγονε, κακόν, ἀλλὰ τό τε τῶν πάντων αἴτιον ἀγαθὸν καὶ πάντα τὰ γενόμενα ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀγαθά. Πάντα δὲ τὰ ὄντα ὑπ᾽ αὐτοῦ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρήχθη καὶ πάντα καλὰ καὶ λίαν καλά. Τὸ δὲ κακὸν οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν εἰ μὴ ἀποβολὴ καὶ στέρησις ἑκούσιος τῶν ὑπὸ θεοῦ τῇ λογικῇ φύσει δεδωρημένων, ὥσπερ πενία πλούτου ἀποβολή· πλοῦτος μὲν γάρ ἐστιν ὄντων κτῆσις χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθων διαυγῶν καὶ ἐσθῆτος διαφόρου, παίδων καὶ παιδισκῶν, ἀλόγων καὶ ἀρουρῶν καὶ τῶν τοιούτων, ὧν ἕκαστον οὐσία ἐστί. Διὸ καὶ πλούσιος λέγεται ὁ ταῦτα κτησάμενος· οἷόν τις πολυούσιος πολλὴν ἔχων περὶ ἑαυτὸν οὐσίαν. Ἡ δὲ πενία μερικὴ μὲν μερικὴ τούτων ἀποβολή, παντελὴς δὲ παντελὴς τούτων στέρησις, καὶ ὥσπερ ἡ ὁλοκληρία τοῦ σώματος καλόν, ἡ δὲ ἑνὸς μέλους ἀποβολὴ μερικὸν κακὸν οὐχ ὑπάρχον, ἀλλ᾽ ὑπάρχοντος στέρησις. Ὁρᾶται δὲ ἤτοι νοεῖται ἐν τῷ ὄντι οὐχ ὡς ὄν, ἀλλ᾽ ὡς ἀπογενόμενον, οἷον ὁ ὀφθαλμὸς καὶ ἡ ὅρασις ὑπάρχει καὶ ἔστιν, ἡ δὲ τύφλωσις οὐκ ἔστιν οὐσία, ἀλλὰ τοῦ ὑπάρξαντος ὀφθαλμοῦ ἀπώλεια. Θεωρεῖται δὲ ἐν τῷ συνισταμένῳ καὶ ὄντι σώματι οὐχ ὡς ὄν, ἀλλ᾽ ὡς ὑπάρξαντος ὀφθαλμοῦ στέρησις. Καὶ οὕτως κατὰ μέρος ἡ προσθήκη τῆς τῶν μελῶν στερήσεως προσθήκη κακοῦ λέγεται· οὐ γὰρ ἔστι τὸ κακόν, ἀλλὰ λέγεται καὶ θεωρεῖται ἐν τῷ ὑπολελειμμένῳ σώματι ἡ τῶν ἀποβληθέντων ἀνυπαρξία οὐχ ὡς ὄν, ἀλλ᾽ ὡς μὴ ὄν, οὐχ ὡς ἕξις, ἀλλ᾽ ὡς στέρησις. Οὕτω καὶ ἡ κακία ἤτοι ἁμαρτία ἑκούσιός ἐστι τῶν ἐκ θεοῦ δεδωρημένων τῇ λογικῇ φύσει ἀγαθῶν· ἐπὶ γὰρ τῶν ἀλόγων καὶ ἀψύχων οὐκ ἔστιν εἰπεῖν ἑκούσιον, ἀλλ᾽ ἐπὶ τῶν λογικῶν», Die Schriften des Johannes von Damaskos, 4, έκδ. Β. Kotter, (Patristische Texte und Studien 22), De Gruyter: Berlin1981, κεφ. 14, σ. 358, 2-20.
[34]. «Πρόσχες, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου, καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης τῆς Βασιλείας σου, καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ ἁγιάσαι ἡμᾶς, ὁ ἄνω τῷ Πατρὶ συγκαθήμενος καὶ ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών. Καὶ καταξίωσον τῇ κραταιᾷ σου χειρὶ μεταδοῦναι ἡμῖν τοῦ ἀχράντου Σώματός σου καί τοῦ τιμίου Αἵματος καὶ δι᾽ ἡμῶν παντὶ τῷ λαῷ».
[35]. Λόγος 30, 21 PG 36, 133Α: «Ἰησοῦς Χριστός, χθὲς καὶ σήμερον σωματικῶς, ὁ αὐτὸς πνευματικῶς, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
[36]. Καταθέτω την παραπομπή από τον Άγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό για όποιον αδύνατο μεταξύ των πιστών, καθότι και λέγονται πλείστα όσα που παραβλάπτουν το μυστήριο της Οικονομίας του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου: Joannes Damascenus, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Die Schriften des Johannes von Damaskos, τόμ. 2, (Patristische Texte und Studien 12), έκδ. Β. Kotter, De Gruyter: Berlin: 1973; κεφ. 86(13), σσ. 194, 94- 195, 107: «Σῶμά ἐστιν ἀληθῶς ἡνωμένον θεότητι, τὸ ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου σῶμα, οὐχ ὅτι αὐτὸ τὸ σῶμα τὸ ἀναληφθὲν ἐξ οὐρανῶν κατέρχεται, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταποιεῖται εἰς σῶμα καὶ αἷμα Θεοῦ. Εἰ δὲ τὸν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διὰ Πνεύματος Ἁγίου, ὥσπερ καὶ ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διὰ Πνεύματος Ἁγίου ἑαυτῷ καὶ ἐν ἑαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεστήσατο∙ καὶ πλέον οὐδὲν γινώσκομεν, ἀλλ᾿ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς καὶ ἐνεργής ἐστι καὶ παντοδύναμος, ὁ δὲ τρόπος ἀνεξερεύνητος».
CLIK
Περισσότερα βλ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.