Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΩΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ

 


 Πρωτοπρεσβύτερος Αντώνιος Μπαφαλούκος Δρ. Ιεραποστολικής

Η ιστορία και η εν χρόνω ύπαρξη της Εκκλησίας ξεκινάει από μια ιεραποστολική δράση. Αυτή δεν είναι άλλη από την κίνηση του πρώτου και μεγάλου Ιεραποστόλου Ιησού Χριστού, ο οποίος αποστέλλεται από τον Πατέρα στον κόσμο όπως ο ίδιος μαρτυρεί, ‘‘καθώς πέσταλκέ με πατήρ, κγώ πέμπω μς’’ (Ιω. 20,21).
Στη συνέχεια αποστέλλει με τη σειρά του και Εκείνος του μαθητές του. Πού όμως αποστέλλει τους μαθητές Του;

‘‘Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά θνη’’(Μτ. 28,19). Αυτές λοιπόν οι δύο φράσεις μαζί, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αποτελούν τους συστατικούς λόγους του Χριστού για την ιεραποστολή.
Ο απόστολος είναι ο εκλεγμένος από τον Χριστό για να μαρτυρήσει την Αλήθεια την οποία ως μαθητής Του έχει οικειοποιηθεί1. Χαρακτηριστικά αυτής είναι η αυταπάρνηση και η αγάπη που, για χάρη της σωτηρίας των άλλων, οδήγησαν σε κακουχίες και βάσανα μέχρι και στον θάνατο όλους τους αποστόλους πλην του Ιωάννη, του υιού της βροντής (Μρκ. 3,17), ο οποίος ήταν προβεβηκώς τη ηλικία2, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Τραϊανού3. Ο Κύριος κάλεσε τον Ιωάννη και τον αδελφό του Ιάκωβο και εκείνοι ανταποκρίθηκαν στην κλήση αυτή εγκαταλείποντας το πλοίο και τα δίκτυα του πατέρα τους Ζεβεδαίου4.
Αυτά τα αναφέρουμε γιατί μέσα από τη ζωή των αποστόλων λαμβάνουμε τις απαρχές και τις προϋποθέσεις της ιεραποστολής. Την πράξη αυτή, της εγκαταλείψεως των πάντων, καλείται να κάνει κάθε ιεραπόστολος, να φύγει μακριά από τον τόπο του και τους δικούς του και να διαδώσει τον Λόγο του Θεού. Η εγκατάλειψη αυτή επιπλέον φανερώνει την εμπιστοσύνη του ιεραποστόλου στον Θεό και μέσα από αυτήν
επιβεβαιώνει και επιβεβαιώνεται ότι το έργο της μαρτυρίας του Ευαγγελίου δεν είναι έργο δικό του αλλά του ίδιου του Θεού.
Ο απ. Ιωάννης διακρίθηκε για τη φλογερή του αγάπη και την ολοκληρωτική του αφοσίωση στον Χριστό, κάτι το οποίο είναι ζητούμενο και βασικό προσόν για κάθε ιεραπόστολο. Ταυτόχρονα είναι και ένας από τους βασικούς πυλώνες πάνω στον οποίο θα στηριχτεί το όλο ιεραποστολικό έργο. Στην ιεραποστολή αυτό που μας διδάσκει βασικά ο απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης είναι ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε πρωτίστως στους ανθρώπους αλλά δευτερευόντως. Η ιεραποστολική δραστηριότητα, όπου και αν πραγματώνεται αυτή, από την μία άκρη της γης ως την άλλη, από την Μαύρη Αφρική ως την Ασία και τη Λατινική Αμερική, κοινό χαρακτηριστικό, τις περισσότερες φορές, έχει την μοναξιά. Ο ιεραπόστολος βρίσκεται μόνος μακριά από φίλους και γνωστούς μόνος μόνο με Εκείνον τον οποίο αγάπησε πολύ και για την αγάπη Του εγκατέλειψε τα πάντα. Εκείνος είναι ο μόνος που μπορεί να απευθυνθεί και να στηρίξει τις ελπίδες του αλλά και ο μόνος στον οποίο θα εκφράσει τις σκέψεις, τους προβληματισμούς, τα όνειρα και τις προσδοκίες του. Ο κάθε ιεραπόστολος ως συνεχιστής του έργου των αποστόλων οφείλει να ακολουθήσει τα βήματα του απ. Ιωάννη που μόνος έμεινε στην αυλή του αρχιερέως αλλά και μόνος βρέθηκε κάτω από τον Σταυρό (Ιω. 19,25). Παρέλαβε την Παναγία μητέρα με το «δού μήτηρ σου» (Ιω. 19,27), η οποία Παναγία ήταν η παρηγοριά των αποστόλων, του Ιωάννη δε πολύ περισσότερο ως του νεότερου. Εκείνη είναι η μάνα αλλά και η μόνη παρηγοριά όλων των ιεραποστόλων. Ο απ. Ιωάννης έτρεξε ως νεότερος και πρόλαβε τον Πέτρο στο μνήμα ώστε να δει «τά θόνια κείμενα μόνα» (Ιω. 20, 1-10, Εωθινό Ζ ́). Με την κίνηση του αυτή ο απ. Ιωάννης μας δείχνει άλλο ένα προσόν που πρέπει να έχει ο ιεραπόστολος και αυτό είναι το θάρρος και ο ενθουσιασμός. Στο υπερώο ο απ. Ιωάννης έλαβε μαζί με τους άλλους μαθητές την εντολή να κηρύξει το νέο μήνυμα της σωτηρίας και της Βασιλείας του Θεού σε όλη την κτίση. Αναφέραμε πιο πάνω ότι ο ιεραπόστολος καλείται από την Εκκλησία όπως και οι απόστολοι από τον Χριστό. Συμπεραίνουμε λοιπόν από αυτό ότι ο ιεραπόστολος δεν μπορεί να είναι αυτόκλητος και το έργο του οφείλει να ξεκινάει με την ευλογία της Εκκλησίας που τον αποστέλλει όπως και των αποστόλων μετά τηνεπιφοίτηση και ενδυνάμωση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (Πρξ. 1-2).

Στην αποστολική Εκκλησία ο απ. Ιωάννης κατείχε ξεχωριστή θέση καθώς μαζί με τον Ιάκωβο και τον Πέτρο θεωρούνται οι στύλοι της (Γαλ. 2,9). Συνδέεται με τον απ. Πέτρο και συνεργάζεται μαζί του στο κήρυγμα. Μαζί βρίσκονται και κηρύττουν στο ιερό όπου συλλαμβάνονται και φυλακίζονται από το συνέδριο του ναού. Μαζί αποστέλλονται στη Σαμάρεια ώστε να μεταδώσουν το Άγιο Πνεύμα στους εκεί βαπτισμένους από τον Φίλιππο πιστούς (Πρξ. 8,14-25). Όταν ξεκινάει το ιεραποστολικό έργο στην οικουμένη, του απ. Ιωάννη έλαχε ο κλήρος να κηρύξει το ευαγγέλιο στη Μ. Ασία5. Φυσικά η ειδωλολατρία επικρατεί στην περιοχή που έχει φανατικούς πιστούς. Συνοδευόμενος από τον μαθητή του Πρόχορο φτάνουν στην Έφεσο, εργάζονται αρχικά στο λουτρό του άρχοντα της περιοχής Διοσκορίδου όπου περνούν δύσκολα. Μετά όμως από την ανάσταση του υιού του άρχοντα Δόμνου, ο οποίος πνίγηκε στο λουτρό αλλά και του ίδιου του άρχοντα που πέθανε από θλίψη για την απώλεια του παιδιού του, δίνεται η ευκαιρία να ξεκινήσει η ιεραποστολική τους δράση στην περιοχή και να αλιεύσουν τις ψυχές των πρώτων προσηλύτων που ήταν οι δύο άρχοντες και η Ρωμάνα, μια ειδωλολάτρισσα υπεύθυνη να επιστατεί στο λουτρό6. Ο απ. Ιωάννης έχοντας λάβει ενίσχυση και θάρρος από το γεγονός ξεκινάει τα κηρύγματα του στην περιοχή. Ο φλογερός τρόπος που κηρύττει είναι ο λόγος που σαγηνεύει μεγάλο πλήθος ειδωλολατρών στην πίστη του Χριστού.

Στην Έφεσο τιμούσαν ιδιαίτερα την θεά Αρτέμιδα. Σε μία από τις μεγάλες πανηγύρεις ο απ. Ιωάννης βρίσκει την ευκαιρία εφόσον ήταν συγκεντρωμένη όλη η πόλη να ανέβει στον λόφο όπου δέσποζε το άγαλμα της θεάς και να ελέγξει τους κατοίκους για την ειδωλομανία τους. Εκείνοι εξαγριωμένοι κατά του αποστόλου επεχείρησαν να τον λιθοβολήσουν αλλά οι πέτρες κατευθυνόμενες προς το είδωλο της θεάς το συνέτριψαν. Επακολούθησε σεισμός κατά την διάρκεια του οποίου έχασαν τη ζωή τους διακόσια άτομα τα οποία όμως ο απόστολος ανέστησε με την προσευχή του. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν να πιστέψουν πολλοί ειδωλολάτρες. Ο άγιος δεν μένει σε αυτό αλλά με τη δύναμη και μόνο της προσευχής του καταστρέφει τον ναό της Αρτέμιδας και εκδιώκει τον δαίμονα που κατοικούσε σε αυτό. Η πράξη αυτή του απ. Ιωάννη δεν εδράζεται στο μίσος κατά των ειδωλολατρών αλλά στην αγάπη του για τους ανθρώπους και τη σωτηρία τους ώστε να συντρίψει εντελώς τους ψεύτικους θεούς και να εγκαταστήσει στην περιοχή αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων το φως της αληθείας. Αυτό είναι και σήμερα χαρακτηριστικό των ιεραποστόλων μας όταν απευθύνονται στους διαφόρους λαούς που πιστεύουν στους δικούς τους θεούς και στις δικές τους θρησκείες.
Οι υποστηρικτές των ειδωλολατρικών θεών ενεργούν και πετυχαίνουν με αναφορά τους στον αυτοκράτορα Δομιτιανό την απομάκρυνση του απ. Ιωάννη από τον τόπο τους και την εξορία του στην Πάτμο. Φυσικά ο κάθε ιεραπόστολος δεν έχει τόπο που να συνδέεται άμεσα και συναισθηματικά, γιατί «το Κυρίου γ καί τό πλήρωμα ατς, οκουμένη καί πάντες ο κατοικοντες ν ατ» (Ψλμ. 23,1), οπότε πηγαίνει όπου επιτρέψει η Χάρις του Θεού. Το βέβαιο είναι ότι μέσα από κάθε τέτοια κίνηση, ακόμα και αν φαίνεται αρνητική, ο Θεός κάτι καλό θα βγάλει που θα συνεργήσει στη σωτηρία των ανθρώπων. Επιπλέον το έργο, όπως προαναφέραμε, είναι του Θεού και όχι του ιεραποστόλου. Κάθε τέτοια πρόκληση στην πραγματικότητα είναι μια πρόσκληση σε μια νέα αποστολή.
Αντιλαμβανόμαστε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δέχεται και ο απ. Ιωάννης το θέλημα του Θεού γιατί δεν μένει ανενεργός αλλά με την πρώτη ευκαιρία, ακόμα και μέσα στο πλοίο που τον μεταφέρει στον τόπο της εξορίας, θεραπεύει από δυσεντερία έναν αξιωματικό και επιτυγχάνει να πιστέψει όλο το πλήρωμα.
Στην Πάτμο φιλοξενείται στο σπίτι του άρχοντα Μύρωνα όπου θεραπεύει το παιδί του Απολλωνίδη από δαιμόνιο και με αυτόν τον τρόπο μεταστρέφεται στον Χριστό όλη η οικογένεια μαζί και ο γαμπρός του Μύρωνα που είναι ο Ρωμαίος διοικητής του
νησιού. Στην Πάτμο, όπως και στην Έφεσο, ο απ. Ιωάννης δεν αναλαμβάνει απευθείας δημόσια ιεραποστολική δράση αλλά μένει κλεισμένος στο σπίτι του Μύρωνα όπου εκεί ενεργεί αποστολικά. Μετά τα τρία χρόνια, σαν τον Διδάσκαλο, ξεκινάει το δημόσιο έργο του, κηρύττοντας τον λόγο του Θεού. Αυτόν τον ίδιο τρόπο ακολουθούσαν οι απόστολοι αλλά και εξακολουθεί να ακολουθεί η ορθόδοξη ιεραποστολή. Δημιουργούμε ιεραποστολικά κέντρα και κοινότητες, που σιγά σιγά οι γύρω άνθρωποι βλέποντας τον τρόπο ζωής των ορθοδόξων, θέλουν να αποκτήσουν το ίδιο βίωμα και τελικά εντάσσονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Θα σας μεταφέρω για
λίγο στο Τσαντ, στην υποσαχάρια Μαύρη Αφρική ώστε να γευθείτε έστω και ακροθιγώς τι επιτρέπει να επιτελείται ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Θεός, όπου ο αρχηγός ενός χωριού μας ζήτησε να πάμε να τους κηρύξουμε γιατί οι άλλοι στους οποίους έχουμε μιλήσει και έχουν αποδεκτεί την πίστη μας είναι χαρούμενοι και θέλουν και αυτοί να γίνουν σαν τους άλλους, δηλαδή ορθόδοξοι. Ο τρόπος ζωής των νέων χριστιανών έγινε πόλος έλξης για τους άλλους ιθαγενείς όπως και ο τρόπος ζωής του απ. Ιωάννη και του Πρόχορου έλκυσε του κατοίκους των γύρω περιοχών.
Η κάθε ιεραποστολική δραστηριότητα έχει πάντοτε ως αρχή και βασική μέθοδο το κήρυγμα - αυτό ισχύει από τα χρόνια των αποστόλων μέχρι και τις μέρες μας - ασχέτως αν αλλάζει το περιεχόμενο και εμπλουτίζεται με νέα δεδομένα. Ο απ. Ιωάννης, λοιπόν, δεν μένει μόνο στο κήρυγμα αλλά ενεργεί θαυμαστά γεγονότα τα οποία ενισχύουν την ιεραποστολική του δράση καθώς με την προσευχή του γκρεμίζει τα ιερά του Απόλλωνα και του Διονύσου και καταποντίζει στη θάλασσα τον μάγο Κύνωπα.
 

Αυτά τα εκπληκτικά γεγονότα κάποιοι νομίζουν ότι είτε είναι φαντασιώσεις είτε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, πως συνέβαιναν μονάχα εκείνα τα χρόνια, όμως στην ιεραποστολή και στις λατρευτικές συνάξεις στη σύγχρονη υποσαχάρια Αφρική αυτά τελεσιουργούνται από τον Θεό και στις μέρες μας και βιώνουμε γεγονότα της πρώτης Εκκκλησίας. Έχω πρόχειρα και άμεσα στο μυαλό μου δύο γεγονότα, όμως προς χάριν της οικονομίας και του χώρου ενός κειμένου όπως είναι το παρόν, θα σας αναφέρω το ένα εξ αυτών. Πηγαίνει ένας νεοχειροτονηθείς ιερεύς σε ένα χωριό στην υποσαχάρια Αφρική και συγκεκριμένα στα σύνορα Καμερούν και Τσαντ κοντά στην πόλη Μάρουα, κατόπιν προτροπής του επισκόπου του να λειτουργήσει, όμως ο αρχηγός του χωριού του λέει να το σκεφτεί καλά πριν ή να το αποφύγει γιατί τους άλλους χριστιανούς ιερωμένους που είχαν πάει και είχαν λειτουργήσει στο χωριό τους, ο μάγος του χωριού κάνοντας τα δικά του τους είχε εξολοθρεύσει. Ο ιερέας ως νέος και έχοντας ζήλο και υπακοή στον επίσκοπό του λειτούργησε, φυσικά στη θεία λειτουργία πήγε και ο μάγος του χωριού, ο οποίος σε κάποια στιγμή άρχισε να κάνει τα δικά του και να μουρμουρίζει δικές του επικλήσεις ώστε να ‘‘ξεκάνει’’ τον νεαρό παπά, όμως ο Θεός ενεργώντας πάντοτε μέσω των μυστηρίων Του προφύλαξε τον λειτουργό του καθώς τη στιγμή της επικλήσεως του παναγίου Πνεύματος και του καθαγιασμού των τιμίων δώρων ακούστηκε μια κραυγή και ο μάγος του χωριού βρέθηκε κάτω αναίσθητος, μεταφέρθηκε στο υποτυπώδες νοσοκομείο της περιοχής, όπου σε δύο μέρες εξέπνευσε. Τότε με εντολή του αρχηγού του χωριού όλο το χωριό δέχτηκε να κατηχηθεί και να βαπτιστεί στην ορθόδοξη πίστη. Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο τρόπος μεταστροφής των βαρβάρων, των ιθαγενών και γενικά των μη χριστιανών επιτελείται από τον Θεό με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτήτως τόπου και χρονικής περιόδου.

Επιπλέον αυτά τα θαυμαστά γεγονότα μας επιβεβαιώνουν το πώς και εμείς, εάν το θελήσουμε, μπορούμε να ανοιχτούμε στους πλατείς ορίζοντες της πίστεως και μέσα από το άνοιγμα στα έθνη μπορούμε να ζήσουμε αυτά που θεωρούμε αδύνατα.
Στη συνέχεια ο απ. Ιωάννης ενισχύει και εδραιώνει με το κήρυγμα και τη διδασκαλία του τους νέους πιστούς. Εφόσον πλέον η νεόφυτη Εκκλησία της Πάτμου έχει εδραιωθεί, με απόφαση του αυτοκράτορα Τραϊανού, επιστρέφει στην Έφεσο
όπου συνεχίζει την ιεραποστολική του δράση. Σε μία περιοδεία του περνάει από την πόλη Αγροικία, όπου μεταστρέφει στην πίστη του Χριστού έναν ευγενή νέο.
Δυστυχώς όμως αυτός, μετά από μερικά χρόνια, γίνεται ληστής. Μαθαίνοντάς το ο απ. Ιωάννης δεν σκέφτεται την ταλαιπωρία και τον κόπο σε συνδυασμό με το προχωρημένο της ηλικίας του. Ανεβαίνει στο βουνό και καταφέρνει να επιστρέψει στην Εκκλησία το πλανεμένο της πρόβατο7.
Μέχρι το τέλος της ζωής του δρα ιεραποστολικά αφού βασταζόμενος από τους μαθητές του επισκέπτεται τις χριστιανικές κοινότητες και συμβουλεύει τους πιστούς «τεκνία γαπτε λλήλους» ω.13,34)8.
Η ιεραποστολική δράση του απ. Ιωάννη κινείται από τα Ιεροσόλυμα, όπου φεύγει στα 56 του χρόνια, στην Έφεσο που κηρύττει αρχικά 9 χρόνια, στην συνέχεια πηγαίνει στην Πάτμο, που παραμένει 15 χρόνια και επιστρέφει στην Έφεσο ακόμα 26 χρόνια, όπου εξεμέτρησε το ζειν σε ηλικία 105 ετών9.
Εννοείται ότι ο απ. Ιωάννης έδρασε και επισκέφτηκε πολλά επιπλέον μέρη από αυτά που αναφέραμε, άλλωστε δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι απόστολοι είχαν υπερόρια δικαιοδοσία. Οι αναφορές για την παρουσία και δράση του απ. Ιωάννη πέρα από την Έφεσο στη Ρώμη10, το Βυζάντιο και στις δύο πλευρές του Βοσπόρου11, στη Μακεδονία και την Αχαΐα12, καθώς και στη Θεσσαλονίκη, σε όλη την Ασία, και στην Κόρινθο13, είναι μεμαρτυρημένες.
Τη μεγάλη αποστολική μορφή του φλογερού αποστόλου Ιωάννη προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε μέσα από μια ιεραποστολική ματιά, έχοντας βάση το Ευαγγέλιο, τα συναξάρια, και τα αγιολογικά κείμενα, που έχουν να μας προσφέρουν πάρα πολλά στοιχεία πέραν της λατρευτικής τους χρήσεως14.
Η Ιωάννεια προσέγγιση στην αποστολή της Εκκλησίας στα έθνη έχει βάση το γεγονός της Αναστάσεως η οποία αποτελεί την βασική προϋπόθεση και το κριτήριο εγκυρότητας του ιεραποστολικού κηρύγματος.
Ο απ. Ιωάννης αγωνίζεται να δώσει στην ιεραποστολή τις διαστάσεις των εσχάτων. Γιατί το αποστολικό και ιεραποστολικό έργο είναι ακριβώς αυτή η προσπάθεια να μεταδοθεί ο Χριστός, που είναι « ν καί ν καί ρχόμενος» (Αποκ. 1,4).
Κλείνοντας, θα έθετα το ερώτημα αν θα μπορούσε άραγε ο βίος του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη να γίνει μια νέα πρόκληση και πρόσκληση για την ενσάρκωση της εντολής που απευθύνει ο Κύριός μας προς τους αποστόλους και προς όλους εμάς, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά θνη», η οποία φέρνει τους ήδη βαπτισμένους πιστούς απέναντι στο χρέος για τη διάδοση του μηνύματος της σωτηρίας στους μη χριστιανούς αδελφούς μας.
 Υποσημειώσεις:
 1 Γ. Κωνσταντίνου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, εκδ. Γρηγόρης, Εν Αθήναις, φωτοτυπική ανατύπωση,1968, 18881 σ.123.
2 Γ. Κωνσταντίνου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, εκδ. Γρηγόρης, Εν Αθήναις, φωτοτυπική ανατύπωση,1968, 18881 σ.125.

3 Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλ. Ιστορία, 3,18,1 πρβλ.
3,20,9 πρβλ. 3,23,4.
4
Bibliotheca Sanctorum, Instituto Giovani XXIII della Pontificia Università Lateranense, st.758.
5 Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας τ. Σεπτέμβριος σ.289,εκδ. Ίνδικτος
, Αθήνα 2007 ̇ πρβλ.Pier Carlo Landucci, Giovanni, Evangelista, apostolo, santo Bibliotheca Sanctorum, τ. 6ος, Instituto Giovani XXIII della Pontificia Università Lateranense, st.762.
 6 Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 5,18,14.
 7 Κλήμης Αλεξανδρεύς, Τίς σωζόμενος πλούσιος, 42.
8 πρβλ. Α ́Ιω. 3,18 και 4,11-12. Ιερώνυμος,
Commentarium in Epistolam ad Galatam, 6,10 ̇ PL 26,331-467.
9 Περίληψη των Περιοδειών του Ιωάννη, απόκρυφο κείμενο που κάνει αποδεκτό η εκκλησιαστική αγιολογική παράδοση.

10
Τερτυλλιανός, De praescript. Haeret 36 ̇ De praescriptionibus adversos haereticos, PL 2, 10-74.
11 Βλ. Φειδάς, Η Ιωάννειος Αποστολικότης του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, ανάτυπο εκ του περιοδικού «ΘΕΟΛΟΓΙΑ» τομ. ΞΖ ́, τ. Β ́ Αθήνα (1996) σ. 248.

12 Βλ. Φειδάς, Η Ιωάννειος Αποστολικότης του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 253.

13
W. Cureton, Ancient Syriac Documents, ( Doctrina Apostolorum), London, 1864, p.34.

14 πρβλ. Σ. Αγουρίδης, Ιωάννης, ο Απόστολος, ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, Θ.Η.Ε. τ. 6ος, στ. 1131-1135.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.