(Re-reading the 150 Chapters of St. Gregory of Palamas)
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου[i], Α.Π.Θ.
Ι. Τὸ ἔργο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ Κεφαλαίων Ἑκατὸν Πεντήκοντα -Φυσικὰ καὶ Θεολογικά, Ἠθικά τε καὶ Πρακτικὰ καὶ καθαρτικὰ τῆς Βαρλααµίτιδος λύµης, ἀνήκει στό ἰδιαίτερο ὁµότιτλο εἶδος, ποὺ δὲν ἔχει τύχει ἰδιαίτερης µελέτης, οὔτε, κυρίως, ἰδιαίτερης ἀξιολόγησης γιὰ τὶς ἑρµηνευτικὲς προτάσεις καὶ διατυπώσεις τῆς πίστης, µολονότι σηµειώνεται µία µακρὰ διαδροµὴ τοῦ εἴδους, καλλιεργηµένο ἀπὸ πολὺ µεγάλους θεολόγους καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, µὲ πιὸ χαρακτηριστικὰ παραδείγµατα τοὺς ἁγίους ἢ ὁσίους Μάξιµο τὸν Ὁµολογητή, Νικήτα Στιθᾶτο, Γρηγόριο Σιναΐτη, Συµεὼν τὸ Νέο Θεολόγο, Θεόληπτο Φιλαδελφείας πρὸ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ. Μὲ µία νέα ἀνάγνωση τῶν Κεφαλαίων Ἑκατὸν Πεντήκοντα ἀλλὰ καὶ µὲ µία ἐκ παραλλήλου ἀναδροµὴ στοὺς πέντε τόµους τῆς Φιλοκαλίας κατὰ συγγραφέα καὶ θέµα καθίσταται σαφὲς ὅτι οἱ συγκροτήσαντες τὴ συλλογὴ ἅγιοι Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης καὶ Μακάριος Νοταρᾶς (τυπώθηκε τὸ πρῶτον τὸ 1782) ἔχουν συµπεριλάβει ἔργα ἀναλόγου µορφῆς, τιτλοφορούµενα ὡς Κεφάλαια, ἢ Ὁµιλίες κατὰ κεφάλαια, ὡς εὐσύνοπτες δηλ. ἑρµηνευτικὲς προτάσεις τῆς πίστεως, συµβουλευτικοῦ περιεχοµένου πρὸς τοὺς ἐπιλέξαντες τὸ βίο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς νήψεως, ἐνῶ πλεῖστα ὅσα εἶναι καθαρῶς θεολογικοῦ περιεχοµένου, κατανοούµενα ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Συµβόλου τῆς Πίστεως, ἢ τῶν Ὅρων τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων καὶ τῆς ὑµνολογικῆς παραγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἑρµηνείας ἀκριβοῦς τῆς αὐτῆς πίστεως, τουλάχιστον µετὰ τὸν 6ο αἰ. καὶ ἐντεῦθεν.
Οἱ καταλογραφούµενοι µεγάλοι Πατέρες ἢ Ὅσιοι τῆς Ἐκκλησίας, βυζαντινοὶ ἢ µεταβυζαντινοὶ συγγραφεῖς, δὲν εἶναι, βέβαια, οἱ δηµιουργοὶ τοῦ εἴδους, ἀφοῦ στὴν πραγµατικότητα οἱ χριστιανοὶ συγγραφεῖς ἀκολούθησαν τὴ µακραίωνη παραγωγὴ τῶν συγγραφέων τοῦ ἐπιστητοῦ τῆς κλασικῆς καὶ Ἑλληνορωµαϊκῆς ἀρχαιότητος. Νὰ ἀναφέρω µόνο ἕνα εἶδος ὁρισµοῦ ποὺ ὑπάρχει στὰ Προλεγόµενα στὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ Πορφυρίου «ἀπὸ φωνῆς Δαβὶδ τοῦ θεοφιλεστάτου καὶ θεόφρονος φιλοσόφου», τῶν µέσων του 6ου µ.Χ. αἰῶνος, καθὼς χριστιανοὶ καὶ ἐθνικοὶ ἔχουν τοὺς ἴδιους δασκάλους στὰ ἐγκύκλια µαθήµατα, ἀλλὰ καὶ πέραν αὐτῶν. Τὸ ἀπόσπασµα προέρχεται απὸ τὴν πρᾶξιν α´: «Εὐλόγως δὲ καὶ ἡ εἰς τὰ κεφάλαια διαίρεσις ζητεῖται, ἐπειδὴ γινώσκοντες τὰ ἐν τοῖς κεφαλαίοις λεγόµενα ἀκριβῶς τὸ ὅλον γινώσκοµεν· καὶ γὰρ ὥσπερ γινώσκοντες ἐκ ποίων µερῶν συνίσταται ὁ ἄνθρωπος, ἀκριβῶς τὸ ὅλον γινώσκοµεν, οὕτω καὶ τὰ ἐν τοῖς κεφαλαίοις λεγόµενα γινώσκοντες, ἀκριβῶς τὸ ὅλον γινώσκοµεν»[ii].
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν αἰτία καὶ τὸ σκοπὸ τῆς συντάξεως τῶν Κεφαλαίων ἀπὸ µέρους τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὡς εἶδος τὰ Κεφάλαια καλλιεργήθηκε µὲ ἐπιτυχία, καθὼς χρησιµοποιήθηκαν ὡς ἐγχειρίδια σύνοψης τῆς πίστεως καὶ τοῦ βίου τῶν χριστιανῶν. Στὴν περίπτωση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ τὸ ὑπὸ ἐξέταση κείµενο προσέλκυσε τὸ ἐνδιαφέρον τῶν µελετητῶν, λόγω ἐξωτερικῶν καὶ ἐσωτερικῶν χαρακτηριστικῶν:
α) Σώζεται, σὲ λίγα χειρόγραφα, συγκριτικὰ µὲ τὸ ὑπόλοιπο ἔργο τοῦ Ἁγίου.
β) Παρουσιάζει διαφορετικὴ διάρθρωση ἐν σχέσει µὲ τὴν προηγηθείσα παράδοση.
γ) Ἀµφισβητήθηκε ἡ γνησιότητα ὅλου τοῦ ἔργου, ἢ συγκεκριµένων Κεφαλαίων, λόγω τῆς παραθέσεως ἀποσπασµάτων, ἢ ἀνιχνεύσεως ἀποσπασµάτων, ἀπό τὸ ἔργο De Trinitate τοῦ ἁγ. Αὐγουστίνου, ἴσως µέσω τῆς µεταφράσεως τοῦ Μαξίµου Πλανούδη (1281).
δ) Χρησιµοποιεῖ, κατὰ συγχρόνους ἐρευνητές, ἐλάχιστα χωρία τοῦ ἁγ. Αὐγουστίνου, διορθώνοντας ἢ ἑρµηνεύοντας αὐτὰ κατὰ τὴν ἀνατολικὴ παράδοση, ἰδίως τὴν ὁρολογία τοῦ ψυχολογικοῦ εἰκονισµοῦ νοῦς- λόγος- πνεῦµα.
ΙΙ. α) Σηµειώνω ὅτι οἱ τριάδες Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ἔν τινι µέτρω καὶ οἱ Ὁµιλίες, ἐπεσκίασαν ὁλόκληρη τὴ θεολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου, καθὼς θὰ πρέπει νὰ ἐκτιµηθοῦν τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα τῆς µεταπαλαµικῆς περιόδου, οἱ θεολογικὲς συγκρούσεις, ἡ θεµατολογία τοῦ µεταπαλαµικοῦ ἡσυχασµοῦ καὶ ἡ προϋπάρξασα νηπτικὴ παράδοση µὲ Κεφάλαια ἐγκρίτων πατέρων.
β) Ὡς πρὸς τὴ διαφορετικὴ διάρθρωση τῶν ἀναλόγων τῆς προηγηθείσας νηπτικῆς παραδόσεως, πρέπει νὰ ἐπισηµανθεῖ ὲν προκειµένω ὅτι ἡ ἐναλλαγὴ στὸν τίτλο τῶν ὅρων Φυσικὰ ἢ Οἰκονοµικὰ καὶ Θεολογικὰ τῆς προηγηθείσας κειµενικῆς παραδόσεως ἀντιστοιχεῖ στὰ τρία πρῶτα τµήµατα τοῦ ἔργου τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, συµπεριλαµβανοµένων δηλ. καὶ τῶν Ἠθικῶν καὶ Πρακτικῶν µέχρις τοῦ 67ου Κεφαλαίου.
Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ ἔκθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης κατὰ τὴν ἁγιογραφικὴ καταγραφὴ καὶ τὴν πατερικὴ ἑρµηνευτικὴ µέχρι τὰ περὶ τῆς πτώσεως. Ὁ Π. Χρήστου στὴν εἰσαγωγὴ τῆς κριτικῆς ἐκδόσεως τοῦ Ε´τόµου τῶν Συγγραµµάτων τοῦ Ἁγίου ἐπισηµαίνει γιὰ τὰ Κεφάλαια 41-67, τὰ ὁποῖα διακρίνει ὡς Ἠθικὰ καὶ Πρακτικά: «Κατὰ τὴν τυπικὴν ὁρολογίαν τὰ κεφάλαια ταῦτα ἔπρεπε νὰ ἐπιγραφοῦν “οἰκονοµικά”, ἐφόσον πραγµατεύονται περὶ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ παραλλήλως καὶ περὶ τοῦ τρόπου θεραπείας του. ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δώσωµεν αὐτὸν τὸν χαρακτηρισµόν, διότι στεροῦνται τῆς οὐσιαστικῆς ἀναφορᾶς εἰς τὸ κύριον στοιχεῖον τῆς “οἰκονοµίας”, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἐνανθρώπησις»[iii]. Ἡ ὑπογράµµιση γιὰ τὴν ἐκτενὴ ἀναφορὰ τῶν γεγονότων τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔχει ἰδιαίτερη σηµασία: ἐκ πρώτης ὄψεως δικαιολογεῖται ἡ ἀπουσία τοῦ ὅρου “οἰκονοµικά”, ποὺ δὲν ἦταν ἁπλῶς τυπικὴ ὁρολογία, ἀλλὰ ἀποτελοῦσε ἕνα µεγάλο τµῆµα τῆς ἑρµηνείας τῆς πίστεως, δηλ. τῆς κατὰ κεφάλαιο ἑρµηνείας τοῦ µυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονοµίας, ποὺ ἀρχίζει µὲ τὴ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴ δηµιουργία τοῦ κόσµου καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου στοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς Ἀποστόλους, συµπίπτει δηλ. κειµενικὰ µὲ τὴν προφητικὴ καὶ ἐν συνεχεία ἀποστολικὴ καταγραφὴ καὶ µαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ µάλιστα σὲ µία ἑνότητα πίστεως Θεοφάνειας καὶ θεοσηµειῶν καὶ ὄχι μόνον αὐτῶν.
Ἡ ἐκκίνηση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἀπὸ τὰ Φυσικά, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὸ λόγο περὶ τῆς δηµιουργίας, ἡ ὁποία, ἀσφαλέστατα, εἶναι κεφάλαιο τῆς Θείας Οἰκονοµίας, δικαιολογεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ Ἑκατὸν Πεντήκοντα Κεφάλαια ἔχουν ὡς στόχο τὴν εὐσύνοπτη ἔκθεση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως κατὰ τὴν ἁγιογραφικὴ καταγραφή, ὡς ἀπόδειξη, ἐνῶ ἕπεται ὁ λόγος περὶ τῆς πτώσεως καὶ τῆς σωτηρίας καὶ ἡ ἀνασκευὴ τῶν ἀπόψεων τῶν Βαρλααµιτῶν, «τῆς Βαρλααµίτιδος λύµης», ποὺ ἀναπτύσσονται στὸ δεύτερο τµῆµα τοῦ βιβλίου, ἤτοι κεφ. 41-67 ἠθικὰ καὶ πρακτικά, καὶ ἕπονται τὰ Κεφάλαια 68-150 περὶ Βαρλααµιτῶν. Σηµειωτέον ὅτι δὲν γίνεται εὐθεία ἀναφορὰ διαλόγου πρὸς τὸ Βαρλαὰµ ἀλλὰ γιὰ τὰ ἔκγονα αὐτοῦ. Ἐντὸς τοῦ κειµένου ἀπαντοῦν οἱ χαρακτηρισµοὶ «Βαρλααµῖται» καὶ «Ἀκινδυανοί»[iv].
Ἡ ἐκκίνηση, λοιπόν, ἐκ τῶν Φυσικῶν καὶ ὄχι ἐκ τῶν Θεολογικῶν, κατὰ τὴν περίπτωση τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Δαµασκηνοῦ, ὅπως ἐπισηµαίνει εὔστοχα ὁ Π. Χρήστου, ἀνάγεται στὴν ἀναγκαιότητα νὰ ἀπαντήσει ὁ ἅγ. Γρηγόριος στοὺς ἀντιησυχαστὲς θεολόγους, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνταν µὲ τὴν ἔρευνα τῆς φυσικῆς γνώσεως, δηλ. τοῦ κόσµου, δηλ. «περὶ φύσεως» καὶ δηµιουργίας τοῦ ἀνθρώπυ αὐτοτελῶς, καὶ ἐφήρµοζαν, ὡς γνωστόν, τὴν ἐξεταστικὴ µέθοδο ἔρευνας τῶν κτιστῶν ὄντων καὶ ἐπὶ τοῦ Θεοῦ, ἤτοι περὶ ἑρµηνείας τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ἀντικαθιστῶντες τὴν κοινὴ ἀποδεικτικὴ µέθοδο τῆς προφητικῆς καὶ ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ θεωτικῆς ἐµπειρίας µὲ τὴν ἐξεταστικὴ µέθοδο τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων καὶ τῆς ἀνθρώπινης γνώσεως.
Ἐπειδή, λοιπόν, τὸ κεντρικὸ θέµα τῶν συζητήσεων ἡσυχαστῶν - ἀντιησυχαστῶν εἶναι περὶ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, καί, ἐὰν αὐτὴ εἶναι κτιστὴ ἢ ἄκτιστη, ἐὰν δηλ. παρέχεται ὡς δωρεὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἢ εἶναι ἐπίτευγµα τῆς διανοητικῆς ἱκανότητος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ κατὰ συµπερασµό, ἐὰν ἡ σωτηρία εἶναι κτιστὴ ἢ ἄκτιστη, γι᾽ αὐτὸ ὁ ἅγ. Γρηγόριος, µολονότι ἀξιοποιεῖ τὴν πατερικὴ ἑρµηνευτικὴ καὶ τεκµηρίωση, ἐπανακάµπτει στὰ στοιχειακὰ ἱστορικὰ δεδοµένα τῆς ἁγιογραφικῆς καταγραφῆς καὶ τῆς φυσικῆς ἱστορίας: «Ἦρχθαι τὸν κόσµον καὶ ἡ φύσις διδάσκει καὶ ἡ ἱστορία πιστοῦται καὶ τῶν τεχνῶν αἱ εὑρέσεις καὶ τῶν νόµων αἱ θέσεις καὶ τῶν πολιτειῶν αἱ χρήσεις ἐναργῶς παριστᾶσι»[v], µὲ ἀνατροπὴ τῆς αἰωνιότητος τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κοσµοειδώλου, καθότι «καὶ τέλος ἕξειν τὸν κόσµον»[vi].
Ἤδη, λοιπόν, ἀπὸ τὰ δύο πρῶτα Κεφάλαια καθίσταται σαφὴς ἡ στόχευση, ποὺ εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς ἑνότητος τῆς δηµιουργίας καὶ τῆς ἱστορίας κατὰ τὴν καταγραφὴ τῆς Γενέσεως ἀπὸ Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος «διὰ τοσούτων ἔργων καὶ λόγων ἐξαισίων ἀναντιρρήτους παρέσχετο πίστεις τῆς καθ᾽ ἑαυτὸν ἀληθείας»[vii], ἀλλὰ καὶ ἡ πορεία τοῦ σύµπαντος κόσµου, ποὺ ἑδράζεται στὴν ἔκφανση τῆς ζωοποιοῦ δυνάµεως τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος.
Μὲ ἄκρως εὐσύνοπτο τρόπο στὸ Κεφάλαιο 24 γίνεται ἡ ἔκθεση γιὰ τὴ δηµιουργία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὑπογραµµίζεται ὁ προορισµός του γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, «εὐθὺς ἀπὸ καταβολῆς κόσµου δι᾽ ἑαυτὸν ἑτοιµασθῆναι πρὸ αὐτοῦ καὶ βουλὴν περὶ αὐτοῦ προηγήσασθαι καὶ χειρὶ Θεοῦ καὶ κατ᾽ εἰκόνα πλασθῆναι Θεοῦ»[viii], ἀλλὰ συγχρόνως ἐνθεωρεῖται στὸ ἴδιο Κεφάλαιο καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρωπήσεως: «καὶ µὴ ὅτι Θεοῦ δεκτικὸν δι᾽ ἀγῶνος καὶ χάριτος, ἀλλὰ καὶ δυνατὸν ἑνωθῆναι τούτῳ κατὰ µίαν ὑπόστασιν»[ix].
Κατὰ ταῦτα, ἡ ἀντιπαραβολὴ πρὸς τὴ φυσικὴ γνώση καὶ τὴν ἀνθρώπινη σοφία εἶναι ἐλεγκτικὴ µόνο κατὰ τὴν εἰδωλοποίησή της, ὡς συνέπεια τῆς προπατορικῆς ἀποστασίας, ἢ κατὰ τὸ µέτρο ποὺ ὑποκαθιστᾶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ἀποτελέσµατά της[x].
Ἡ ἐπιστροφὴ στὴ βιβλικὴ καταγραφὴ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τὴ µείζονα πρόταση γιὰ τὴν ἀναίρεση τῆς ἀπολυτότητος τῆς ἀνθρώπινης γνώσεως, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἡ καταγραφὴ ἀναφέρεται στὴν ἐπισήµανση τῶν ἀποτελεσµάτων τῆς «µεγαλειότητος» ἢ «βουλῆς» τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφαίνεται στὴ δηµιουργία, καὶ ἡ ὁποία δηµιουργία, ὡς ἀποτέλεσµά της, ἕπεται, καὶ ἑποµένως ὑπόκειται.
Συγκρίνοντας τὴ διάρθρωση τῶν Κεφαλαίων τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ µὲ ἐκείνη τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Δαµασκηνοῦ στὴν Ἔκδοση ἀκριβὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως µποροῦµε νὰ ποῦµε ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἀκολουθεῖ τὴν ἁγιογραφικὴ ἔκθεση µὲ παράλληλο θησαυρισµὸ χωρίων ἀπὸ κείµενα τῶν ἐγκρίτων Πατέρων, ἢ καὶ ἀναφορὲς στὴ λατρευτικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας µὲ εὐρεία ἀφοµοίωση τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν κειµένων, πρὸς ἀνατροπὴ τῆς νεοφανοῦς αἱρέσεως τῶν Βααρλαµιτῶν, ποὺ εἶναι ποσοτικὰ τὸ ἥµισυ τοῦ ἔργου, Κεφάλαια 68-150. Ἐκ παραλλήλου στὴν Ἔκδοση ἀκριβὴ ἡ διάρθρωση ἀκολουθεῖ οὐσιαστικὰ τὸ νοηµατικὸ ἄξονα τοῦ Συµβόλου τῆς πίστεως µὲ τὴν τετραµελὴ διάρθρωση: Περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς δηµιουργίας τοῦ σύµπαντος κόσµου, τῆς Ἐνανθρωπήσεως, καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας µέχρι τῶν ἐσχάτων, καθὼς τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονοµίας ἐκβάλλει στὰ ἔσχατα ὡς ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος[xi].
Διαβάζοντας καὶ ξαναδιαβάζοντας τὰ Κεφάλαια τῆς πεντάτοµης Φιλοκαλίας ἀλλὰ καὶ τὶς Ἐκθέσεις Πίστεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κατέληξαν στὶς Ὁµολογίες Πίστεως κατὰ τὴ χειροτονία τῶν ἐπισκόπων πρὸ τῶν ἐντύπων ἐκδόσεων, καθὼς καὶ τὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ ἀνάγεται στὸ Συνοδικὸ τοῦ 382, καὶ προσπαθώντας νὰ ἀνιχνεύσω τὸ νοηµατικὸ ἄξονα τῆς ἀφηγήσεως, ἀκόµη καὶ µιᾶς λογικῆς περὶ τῶν ἐπιλογῶν καὶ συγκροτήσεως τῆς Φιλοκαλίας, µπορῶ νὰ πῶ σχεδὸν µετὰ βεβαιότητος ὅτι οἱ συγγραφεῖς των Κεφαλαίων τῆς Φιλοκαλίας ἔχουν ὡς νοηµατικὸ ἄξονα, ἢ τὴν ἀφήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ Γενέσεως, ἢ τὴ διάρθρωση τοῦ Συµβόλου τῆς Πίστεως. Θέµατα καὶ προβληµατισµοὶ τῆς κάθε ἐποχῆς συνταιριάζονται στὴν ἴδια συνέχεια, χωρὶς νὰ αἴρεται ὁ ἱστορικὸς χαρακτήρας τῶν ἐσχάτων. Γι᾽ αὐτὸ ὑπερασπίζεται, ἐξάλλου, µετὰ πάθους ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς τὴ µονολόγιστη εὐχὴ τῶν ἡσυχαστῶν. Κέντρο πάντα εἶναι ἡ ὁµολογία ὅτι ὁ ἀΐδιος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρός ἀποκαλύπτεται ἄσαρκος στοὺς Προφῆτες, ἔνσαρκος στοὺς Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους, ὁ αὐτὸς ἑνώνων τὸν ἀρχαῖο καὶ τὸ νέο Ἰσραὴλ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, καὶ ὁρᾶται ὑπὸ τῶν βαπτιζοµένων ἐν Ἁγίω Πνεύµατι Μαθητῶν κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ Πνευµατικῶς[xii], ὡς Πνευµατικῶς δὲ ὁρώµενος καὶ µετεχόµενος στὴ Θεία Λειτουργία ἐν τῇ ἐπικλήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος καὶ «ἀοράτως συνών». Τοῦτο εἶναι ἀρκούντως σαφὲς στὰ Κεφάλαια Ἑκατὸν Πεντήκοντα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ. Ἐξάλλου, ἡ ἀναφορὰ στὰ Κεφάλαια Θεολογικά, ἤτοι τὴν Ἔκδοση ἀκριβὴ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Δαµασκηνοῦ, θὰ πρέπει νὰ ἔχει παράξει µία νέα ἑρµηνευτικὴ ὅραση γιὰ τὰ κριτήρια ἑρµηνείας τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονοµίας ἀπὸ τὸν ἡσυχαστὴ ἅγ. Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος πλάϊ στὴν Ἁγία Γραφή, τὸ Σύµβολο τῆς Πίστεως κατὰ τὶς συνοδικὲς ἑρµηνευτικὲς προτάσεις, τὶς «φωνὲς» τῶν ἐγκρίτων Πατέρων, προσθέτει, ὡς ἰσόκυρο, τὸ λειτουργικὸ κριτήριο[xiii].
γ) Ἡ ἀµφισβήτηση τῆς γνησιότητος τῶν Κεφαλαίων ἑκατὸν πεντήκοντα, ὡς µὴ προερχοµένων ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τέθηκε κυρίως ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο στὸ λόγο του κατὰ τὴν ἀναγόρευση σὲ ἐπίτιµο διδάκτορα του Τµήµατος Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ ΕΚΠΑ[xiv]. Ἡ ἐπιχειρηµατολογία τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου βασίζεται κατὰ κύριο λόγο στὴν ἰδέα ὅτι τὰ ἀνιχνευθέντα ὡς προερχόµενα ἀπὸ τὸ De Trinitate ἔργο τοῦ ἁγ. Αὐγουστίνου ἀποσπάσµατα ἀπὸ τὸ Δηµητρακόπουλο δὲν συνάδουν µὲ τὸ ὑπόλοιπο ἔργο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου καί, µάλιστα, στὸ καίριο σηµεῖο τῆς διπλῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, ποὺ κατὰ τὴ γνώµη του ἐξάγεται ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ ψυχολογικοῦ εἰκονισµοῦ νοῦς- λόγος- πνεῦµα.
δ) Ὁ καθηγητὴς Γ. Ματζέλος στὸ ἄρθρο του: Tὸ Ἅγιο Πνεῦµα ὡς «ἔρως ἀπόρρητος» µεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαµᾶ, ἀφενὸς συντάσσεται µὲ ὅλους τοὺς ἐρευνητὲς ποὺ ἀποδέχονται τὴ χρήση τοῦ De Trinitate ἀπὸ τὸν ἅγ. Γρηγόριο, ἀφετέρου, ἀκολουθώντας τὸ Μητροπολίτη Μαυροβουνίου ὑποστηρίζει ἐπιλέξει: «ὁ Παλαµᾶς χρησιµοποιεῖ τήν αὐγουστίνεια αὐτή ἀντίληψη, ἑρµηνεύοντάς την µέ τέτοιο τρόπο πού νά δηλώνει ἁπλῶς τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν ἀΐδια ἐπανάπαυση τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος στόν Υἱό στά πλαίσια τῆς ἐνδοτριαδικῆς περιχώρησης καί σχέσης τῶν θείων προσώπων καί τίποτε περισσότερο»[xv], καὶ καταλήγει µὲ τὴν ἐξέταση τῆς ἀναγκαιότητος τῆς ἐν λόγω χρήσης, ἐκτιµώντας ὅτι ἦταν ἀναγκαία ἡ ὀρθὴ χρήση τῆς ψυχολογικῆς τριάδας µὲ τὴν ἑρµηνευτικὴ διόρθωση, ὥστε νὰ ἀφοπλιστοῦν οἱ λατινόφρονες ἀπὸ µία δική τους ἐπίκληση τοῦ ἁγ. Αὐγουστίνου.
Προτασιακά
α) Ἡ ὅλη συζήτηση εἴτε γιὰ τὴ γνησιότητα τοῦ ἔργου εἴτε γιὰ τὴ χρήση τῆς λεγόµενης «ψυχολογικῆς τριάδος» πρέπει νὰ συµπληρωθεῖ κυρίως µὲ τὴν τελικὴ ἀπόρριψη τῶν εἰκονισµῶν καὶ τῶν παραστάσεων, ὅπως εἰσηγεῖται ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸ τέλος τοῦ Πέµπτου Θεολογικοῦ του Λόγου καὶ τὸν περιορισµὸ τῶν διατυπώσεων κατὰ τὴν ἑρµηνεία τῆς πίστεως στὴ χρήση τῶν ἁγιογραφικῶν ὀνοµάτων Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦµα: «τέλος οὖν ἔδοξέ µοι κράτιστον εἶναι τὰς µὲν εἰκόνας χαίρειν ἐᾶσαι καὶ τὰς σκιάς, ὡς ἀπατηλὰς καὶ τῆς ἀληθείας πλεῖστον ἀποδεούσας, αὐτὸν δὲ τῆς εὐσεβεστέρας ἐννοίας ἐχόµενον, ἐπ᾿ ὀλίγων ῥηµάτων ἱστάµενον, ὁδηγῷ τῷ πνεύµατι χρώµενον, ἣν ἐντεῦθεν ἔλλαµψιν ἐδεξάµην, ταύτην εἰς τέλος διαφυλάσσοντα, ὡς γνησίαν κοινωνὸν καὶ συνόµιλον, τὸν αἰῶνα τοῦτον διαπορεύεσθαι διατέµνοντα, καὶ τοὺς ἄλλους πείθειν εἰς δύναµιν προσκυνεῖν πατέρα, καὶ υἱόν, καὶ πνεῦµα ἅγιον, τὴν µίαν θεότητά τε καὶ δύναµιν· ὅτι αὐτῷ πᾶσα δόξα, τιµή, κράτος, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· Ἀµήν»[xvi], µία ἐκδοχὴ ποὺ γνώριζε καλῶς ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς.
β) Ἡ χρήση τῆς ἀνθρωπολογικῆς παράστασης, (ἢ τοῦ εἰκονισµοῦ) ὡς τοῦ νοῦ, τοῦ λόγου καὶ τοῦ πνεύµατος, ποὺ φέρεται στὴ σύγχρονη βιβλιογραφία ὡς ψυχολογικὴ τριάδα γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα, εἶναι µία ἀπὸ αὐτὲς ποὺ εἶχαν χρησιµοποιηθεῖ στὴν ἀρχέγονη Ἐκκλησία µέχρι καὶ τοὺς Καππαδόκες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐντέλει θεµελίωσαν τὶς ἑρµηνευτικές τους προτάσεις στὴ βαπτισµατικὴ ὁµολογία καὶ λειτουργικὴ πράξη, ἀπορρίπτοντες τὴν τεχνολογία τῶν Εὐνοµιανῶν καὶ ἰδίως τὴ χαλαρότητα τῶν Ἀπολιναριστῶν ἔναντι τοῦ κειµένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς[xvii]. Ἡ χρήση τοῦ εἰκονισµοῦ δὲν ἀπαντᾶ στὴ συνοδικὴ πράξη, ἀλλὰ ἐπανέρχεται, γιὰ νὰ ἀναφέρω µόνο ἐνδεικτικά, στὰ Κεφάλαια τοῦ ἁγ. Μαξίµου τοῦ Ὁµολογητῆ καὶ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτη, ἀλλὰ εὐρέως στοὺς Κανόνες τῆς Παρακλητικῆς, ἰδίως τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεσονυκτίου.
γ) Ἡ µέχρι τώρα ἐπισήµανση περὶ ἐξαρτήσεως ἀπὸ τὸν ἅγ. Θεόληπτο Φιλαδελφίας, δέον νὰ συµπληρωθεῖ µὲ τὴ µελέτη τῶν Κεφαλαίων πάνυ Ὠφελίµων (137) τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Σιναΐτη, ἰδίως τὰ Κεφάλαια 30-31, γιὰ τὴν ψυχολογικὴ τριάδα καὶ τὰ Κεφάλαια 35-36 γιὰ τὴν ἕξη, τὴν ἐνέργεια, τὸ ποσὸν ἢ τὸ ποιόν, ἂν καὶ τὰ δεύτερα εἰσάγονται στὸ πλαίσιο τοῦ λόγου περὶ κολάσεως καὶ βασιλείας[xviii]. Ὡστόσο, ἡ χρήση τῆς ψυχολογικῆς τριάδος ὡς παραδειγµατικῆς ἑρµηνευτικῆς µὲ ἀναφορὰ σὲ θεοφόρους πατέρες δὲν µπορεῖ νὰ συσχετισθεῖ µὲ χρήση τοῦ De Trinitate τοῦ ἁγ. Αὐγουστίνου, ἐνῶ ἡ ἐξάρτηση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ ἀπὸ τὰ Κεφάλαια τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ποὺ προηγεῖται χρονικά, εἶναι πολὺ πιθανή, µὲ ἐξακριβωµένη τὴν ἐπαφή του, τουλάχιστον, µὲ τὸν κύκλο τῶν µαθητῶν τοῦ τελευταίου, χωρὶς νὰ ἀποκλείεται ἀκόµη καὶ κάποια προσωπικὴ γνωριµία. Πολύ περισσότερο µία ἀντιστοίχηση µὲ τὴ χρήση τοῦ εἰκονισµοῦ στὰ Κεφάλαια 5- 13 [xix] τῆς τρίτης ἑκατοντάδος τῶν Γνωστικῶν τοῦ ἁγ. Νικήτα Στηθάτου ἀποµακρύνει τὸν εἰκονισµὸ τελείως ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ ἁγ. Αὐγουστίνου, ἐνῶ τὰ Κεφάλαια 49-97[xx] τοῦ ἁγ. Μαξίµου ἐκ τῆς ἑβδόµης ἑκατοντάδος Περὶ Θεολογίας, ἴσως, ἀποτελεῖ τὴ γέφυρα γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ χρήση τοῦ ὑπὸ ἐξέταση εἰκονισµοῦ, συνυπολογιζοµένης καὶ τῆς ἐν χρήσει ὑµνολογικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ἰδίως τῶν Κανόνων τοῦ Μητροφάνους Σμύρνης[xxi].
[i] Εἰσήγηση στην Η´ ἡµερίδα: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ-Ζ´, (Δίκτυο Κειµενικῆς καὶ Ἑρµηνευτικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως (ΚΕΕΠ), ἐν Τµήµατι Ποιµαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ., (Διεύθυνση Δικτύου – Ἐρευνητικοῦ Προγράμματος: Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου 2007 κ.ἑξ.), Θεσσαλονίκη 19-3-15.
[ii]. COMMENTARIA IN ARISTOTELEM GRAECA, EDITA CONSILIO ET AUCTORITATE ACADEMIAE LITTERARUM REGIAE BORUSSICA, VOLUMINIS XVIII, PARS II, DAVIDIS PROLEGOMENA ET IN PORPHYRII ISAGOGEN, BEROLINI TYPIS ET IMPENSIS GEORGIIREIMERI 1904, σ. 82, 25-29. Θὰ ἄξιζε νὰ ἐρευνηθεῖ τὸ εἶδος στὴν Ἑλληνικὴ Γραµµατολογία καὶ ἡ πρόσληψή του ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς συγγραφεῖς.
[iii]. Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ Συγγράµµατα, ἐκδ. Π. Κ. Χρήστου, τόµ. Ε´, Κυροµάνος: Θεσσαλονίκη 1992, σ. 17.
[iv]. Ἔνθ. ἀν., σ. 81, 24: σ. 86, 6: σ. 105, 7: σ. 118, 21 καὶ 119, 5.
[v]. Ἔνθ. ἀν., σ. 37, 1-3.
[vi] Ἔνθ. ἀν., σ. 37, 17.
[vii]. Ἔνθ. ἀν., σ. 37, 9-11.
[viii]. Ἔνθ. ἀν., σ. 48, 12-14.
[ix]. Ἔνθ. ἀν., σ. 48, 21-22.
[x]. Ἔνθ. ἀν., Κεφάλαια 41-67.
[xi]. Τὴ διάρθωση τῆς ἐκθέσεως τῆς πίστεως τοῦ ἁγ. Ἱωάννη τοῦ Δαµασκηνοῦ, κατὰ τὸ Σύµβολο τῆς Πίστεως µέσω τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Δαµασκηνοῦ, ἀκολουθεῖ οὐσιαστικῶς στοὺς τρεῖς τόµους τῆς Δογµατικῆς του ὁ Νίκος Ματσούκας, ὁ ὁποῖος µετέφρασε καὶ ἐξέδωσε τὴν Τριλογία τῶν Κεφαλαίων Πηγὴ Γνώσεως: Διαλεκτικά, Περὶ αἱρέσεων, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὡς βασικὸ κειµενικὸ ὑπόβαθρο τῆς ἑρµηνευτικῆς του, ἀνατρέποντας τὸ σχολαστικισµὸ µιᾶς ἀκαδηµαϊκῆς Θεολογίας ἑκατὸ χρόνων.
[xii]. Κατὰ τὴν πληθωρικὴ διατύπωση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
[xiii]. Ο ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς ἑρµηνεύει σὲ µία ἑνότητα τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονοµίας ἔχων ὑπόψιν του τόσο τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, ἰδίως τὸν Πέµπτο Θεολογικό, ὅσο καὶ τὴν Ἔκδοση ἀκριβὴ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ ἁγ. Ἰωἀννη τοῦ Δαµασκηνοῦ, ἔργο τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὡς Θεολογικὰ Κεφάλαια! Βλ. Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ Συγγράµµατα, ἐκδ. Π. Κ. Χρήστου, τόµ. Ε´, µν. ἔργ., σ. 80, 16-20: «Ἡ τῶν θείων θεηγόρων ἔνθεος καὶ κοινὴ γλῶσσα, Δαµασκηνὸς ὁ θεοφόρος, φησὶν ἐν δευτέρῳ τῶν θεολογικῶν αὐτοῦ κεφαλαίων· "χρὴ τὸν περὶ Θεοῦ τι λέγειν ἢ ἀκούειν βουλόµενον, σαφῶς εἰδέναι, ὡς οὐδὲ πάντα ἄρρητα, οὐδὲ πάντα ῥητά, τά τε τῆς θεολογίας τά τε τῆς οἰκονοµίας· οὔτε µὴν πάντα γνωστὰ οὔτε πάντα ἄγνωστα"». Βλ. Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Γρηγοριανὰ Α´, (Φιλοσοφικὴ καὶ Θεολογικὴ Βιβλιοθήκη 35), ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ: Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 141-151.
[xiv]. Ἱ. Βλάχου, Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἁγίου Βλασίου, Τὰ ἑκατὸν πεντήκοντα κεφάλαια τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ἐν Θεολογία 1:2009, σσ. 5- 25.
[xv]. Γ. Δ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Tὸ Ἅγιο Πνεῦµα ὡς «ἔρως ἀπόρρητος» µεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαµᾶ, ἐν https://hephaestus.nup.ac.cy/handle/11728/7643 (2001, σσ. 14-15) καὶ ἐν Θεολογία 3:2015, σ. 20.
[xvi]. Λόγος 31, 33 PG 36, 172ΑΒ.
[xvii]. Τῆς νοοτροπίας τῶν «τεχνολόγων», τηρουµένων τῶν ἀναλογιῶν, εἶναι καὶ κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι ποὺ δὲν ἀντιλαµβάνονται τὴ βαπτισµατικὴ ὁµολογία κατὰ τὶς µεταγενέστερες συνοδικὲς ἀποφάσεις, εἴτε εἶναι τὸ Σύµβολο Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως, εἴτε εἶναι οἱ Ὅροι τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, ὁπωσδήποτε, ὅµως, ὡς ἑρµηνευτικὲς διατυπώσεις, ὁµιλοῦντες γιὰ ἔννοιες καὶ διαµόρφωση τοῦ δόγµατος, κακοαντιγράφοντες ἐνταυτῶ ἀπὸ ἐδῶ κι ἀπὸ ἐκεῖ ἐκφράσεις, προτάσεις καὶ ἑρµηνευτικὸ ὑλικὸ πρωτογενῶν ἐρευνῶν!
[xviii]. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐκδ. Ἀστήρ: Ἀθῆναι 41976, τ. Δ´, σσ. 35- 36.
[xix]. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐκδ. Ἀστήρ: Ἀθῆναι 41976, τ. Γ´, σ. 327- 329.
[xx]. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐκδ. Ἀστήρ: Ἀθῆναι 41975, τ. Β´, κεφ. 87, σ. 183: «Τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἔρωτος, αὐτὸν δηλαδὴ τὸν Θεόν, προβολέα, φασί, καὶ γεννήτορα...».
[xxi]. Ὁ εἰκονισµὸς ἀφθονεῖ, ἰδίως, στοὺς Τριαδικοὺς Κανόνες του Μεσονυκτικοῦ. Παραθέτω µόνον ἐνδεικτικὰ ἀπὸ τὴν Παρακλητικὴ τὴν ᾨδὴ α´, ἦχο α´, τὸ δεύτερο τροπόριο καὶ τὸ Θεοτοκίο, ποίηµα Μητροφάνους Σµύρνης, ποὺ ἔζησε τὸν 9ο αἰ.: 1. «Ἵνα τοῖς ἀνθρώποις ἑνικήν, τὴν τριλαµπῆ σου δηλώσῃς Θεότητα, πλάσας πρὶν τὸν ἄνθρωπον, κατὰ τὴν σὴν εἰκόνα διεµόρφωσας, νοῦν αὐτῷ καὶ λόγον, καὶ πνεῦµα δούς, ὡς φιλάνθρωπος». 2. «Νοῦς µὲν ὁ ἀγέννητος Πατήρ, εἰκονικῶς τοῖς σοφοῖς προηγόρευται· Λόγος δὲ συνάναρχος, ὁ συµφυὴς Υἱός, καὶ Πνεῦµα ἅγιον, τὸ ἐν τῇ Παρθένῳ, τοῦ Λόγου κτίσαν τὴν σάρκωσιν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.