Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ: ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Η Εκκλησία μας κατά την Κυριακή Β΄ Νηστειών προβάλλει τη μορφή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος υπερασπίσθηκε την ορθόδοξη διδασκαλία και την ασκητική μέθοδο των Ησυχαστών. Υπερασπίσθηκε τα πρόσωπα και τον ασκητικό αγώνα μυριάδων ευλογημένων οσιακών μορφών και αγωνιζομένων για την Βασιλεία του Θεού ανθρώπων. Αγωνίσθηκε υπέρ της αληθείας του είναι και του βίου μας. Διότι, τί δύναται να σημαίνει το «ευ είναι» εάν αυτό δεν είναι «αεί είναι»; Σήμερα πολλοί υποκείμενοι στο «ευ είναι», που τους εξασφαλίζει μία ηγετική θέση, καλλιεργούν την έννοια του οπαδού, προβάλλουν την εξουσία τους απαιτούντες την απόλυτη υποταγή (όχι υπακοή), αγνοούν ηθελημένα την υπακοή στην Εκκλησία, απογυμνώνουν την άσκηση από την θυσιαστική αγάπη και την θεία υπακοή, διαχωρίζουν τους ανθρώπους κατά τον τρόπο που ο Φαρισαίος απέρριπτε τον μετανοημένο Τελώνη, και αντί να δίδουν λόγο σε κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο θορυβούν και φλυαρούν. Τότε ποίος χώρος δίδεται στο Πνεύμα; Πού η δόξα του Θεού; Πού η θεολογία; Πού η ησυχία; Πού η απλότης;
Η σύγκρουση μεταξύ Ησυχαστών και αντιησυχαστών, κατά τον 14ο αιώνα μ.Χ., ήταν σύγκρουση ανατολικής και δυτικής, ορθοδόξου και φραγκολατινικής παραδόσεως, που έλαβε χώρα επί βυζαντινού εδάφους. Την έριδα την προεκάλεσε ο μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (1290-1348), λόγιος μοναχός από τη Μεγάλη Ἑλλάδα, σπουδασμένος στη Ρώμη και ενθουσιώδης υποστηρικτής της αναβιώσεως της πλατωνικής και αριστοτελικής φιλοσοφίας.
Όταν ο ΄Αγιος Γρηγόριος πληροφορήθηκε τις θέσεις του Βαρλαάμ στο ζήτημα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, έδειξε την πατερικότητά του με την άμεση επισήμανση της αντιπατερικότητος των θεολογικών προϋποθέσεων και κριτηρίων του Βαρλαάμ. Στα αντιησυχαστικά κείμενα του Βαρλαάμ ο ΄Αγιος απήντησε με τρείς τριάδες λόγων «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων».
Ο ησυχασμός, ως ζωή εν Αγίῳ Πνεύματι, συνιστά την πεμπτουσία της εκκλησιαστικής παραδόσεως, ταυτιζόμενος ακριβώς με αυτό που περικλείει και εκφράζει ο όρος Ορθοδοξία. Ορθοδοξία έξω από την ησυχαστική παράδοση είναι αδιανόητη και ανύπαρκτη. Σκοπός του ησυχασμού είναι η κάθαρση της καρδίας και του νου, αντίστοιχα, από τα πάθη και από τους λογισμούς. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται στην πατερική γλώσσα θεραπεία, διότι μέσῳ αυτής θεραπεύεται ο νους και ανακτά τη φυσική λειτουργία του. Τότε το ΄Αγιο Πνεύμα προσεύχεται σε αυτόν αδιαλείπτως, ενώ η διάνοια συνεχίζει την δική της φυσική λειτουργία. Με την έλευση του Αγίου Πνεύματος, που ακολουθεί τη θεραπεία, ο νους γίνεται ναός του και ο άνθρωπος μέλος του Σώματος του Χριστού. Το πνευματικό αυτό στάδιο στη φιλοκαλική γλώσσα ονομάζεται φωτισμός και είναι προϋπόθεση της θεώσεως, του δοξασμού μέσα στην άκτιστη φυσική Χάρη (ενέργεια) της Αγίας Τριάδος.
Το πρόβλημα που τέθηκε με την παρέμβαση του Βαρλαάμ, ήταν, αν η θεραπεία του νου (κάθαρση) γίνεται μέσῳ της ασκήσεως και της νοεράς ευχής (φωτισμού) ή μέσῳ της φιλοσοφίας (διανοητικού στοχασμού). ΄Ετσι όμως ετέθη στην πράξη το πρόβλημα της σχέσεως της «θείας» προς την «έξω» ή «θύραθεν» σοφία. Ο ΄Αγιος Γρηγόριος διέκρινε, πατερικά, δύο σοφίες: τη θεία και την έξω, σαφώς διακρινόμενες μεταξύ τους, διότι χρησιμοποιούν διαφορετικό κάθε μία όργανο ( νούς-διάνοια) και λειτουργούν σε διαφορετικό κάθε μία χώρο (καρδιά-εγκέφαλος). Τη σοφία του αιώνος τούτου ο ΄Αγιος Γρηγόριος αντικαθιστά στη θεολόγηση με τη σοφία του Θεού που προϋποθέτει την ενεργό παρουσία της ακτίστου ενέργειας του Θεού στην καρδιά του πιστου. Η Αποκάλυψη του Θεού δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο της διάνοιας του ανθρώπου, διότι υπερβαίνει κάθε κατάληψη. Γι’ αυτό η παιδεία και η φιλοσοφία δεν συνιστούν προϋπόθεση της θεογνωσίας.
Τον χαρακτήρα της θεολογίας του Παλαμά προκαθορίζει η αφετηρία του· δεν ξεκίνησε από φιλοσοφικές έννοιες, διαμορφωμένες εκ των προτέρων, αλλά από ένα σύστημα προσωπικών εμπειριών, τις οποίες ζήτησε να κατοχυρώσει θεολογικά· γι᾿ αυτό άλλωστε άρχισε να γράφει σε προχωρημένη ηλικία και σε αντιπαράθεση πρός τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Η σκέψη του Βαρλαάμ έτεινε σε μιά μονομερή διατύπωση της γνώσεως και της αγωγής, διότι παρήγε και τη γνώση και την ηθική καθαρότητα από τη φιλοσοφία. Ισχυριζόταν ότι στη σοφία συμβαίνει ό,τι και στην υγεία, η οποία είναι ενιαία και δεν είναι άλλη εκείνη που δίδεται από τον Θεό και άλλη αυτή που εξασφαλίζεται από τον ιατρό· έτσι μιά είναι και η σοφία, είτε θεία είτε ανθρώπινη, κι αυτή κατατείνει προς την εύρεση της μιάς αληθείας.
Ο Παλαμάς αρνείται αυτή τη θέση, ισχυριζόμενος ότι, αν μέσα στο πεδίο της ίδιας της φιλοσοφίας παρατηρούνται διάφορες κατευθύνσεις, πολύ ισχυρότερη είναι η διαφοροποίηση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας. Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο σοφίες· εκείνη που ζητεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του κοινωνικού βίου και τη διανοητική περιέργεια, και αυτή που οδηγεί στην σωτηρία . Η διάκριση αυτή στην ύπαρξη διττών δώρων του Θεού, από τα οποία άλλα είναι φυσικά, παρεχόμενα σε όλους, και άλλα υπερφυσικά και πνευματικά, διδόμενα στους καθαρούς και τους Αγίους · και έχει τη ρίζα της στην παλαιά χριστιανική πεποίθηση, την οποία συναντούμε στους Καππαδόκες Πατέρες.
Η φιλοσοφία εισάγει στη γνώση των όντων του κόσμου τούτου και προσφέρει τους κανόνες της κοινωνικής συμβιώσεως, αλλά, όταν ξεφεύγει από τα όρια αυτά, καθίσταται ματαιοπονία. « Σκοπός της κοσμικής φιλοσοφίας κατά το πρακτικό μέρος της, διά του οποίου κοσμούνται τα ήθη, διαμορφώνονται οι τέχνες και ρυθμίζονται τα θέματα των οίκων και των πόλεων, είναι η ωφέλεια του παρόντος βίου. Και κάθε πράξη που δεν κατατείνει προς αυτό θα μπορούσε δικαίως να θεωρηθεί ματαιοπονία ακόμη και από αυτούς που είναι προσκολλημένοι σε τούτον τον κόσμο. Της δε λογικής φιλοσοφίας, διά της οποίας ερευνούμε τους λόγους της φύσεως και κινήσεως, καθώς και τις αναλογίες και τους σχηματισμούς και τις ποσότητες των αχωρίστως χωριζομένων από την ύλη, έργο είναι η διαπραγμάτευση της αληθείας μέσα στά όντα. ΄Οταν κανείς ομιλεί έξω από την εφικτή αλήθεια, αν το κάνει εκουσίως, είναι πονηρός και δόλιος· αν το κάνει ακουσίως, είναι αφιλόσοφος και ανόητος, και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο περισσότερο νομίζει ότι είναι εκπαιδευμένος στη φιλοσοφία, αγνοώντας την άγνοιά του» . Πρέπει να παρατηρηθεί μάλιστα ότι σ᾿ αυτή τη γνώση των όντων μερικώς μόνο εισάγει η φιλοσοφία, και αυτό διότι το παθητικό μέρος της ψυχής με την επαναστασή του διέστρεψε τις εικόνες που υπάρχουν μέσα μας και απεμάκρυνε το διορατικό της, και έτσι η φιλοσοφία στηρίζεται πλέον στην πιθανολογία, η οποία επιτρέπει αντιφάσεις και διαφωνίες. Γι᾿ αυτό η ενασχόληση με την φιλοσοφία είναι μεν χρήσιμη, διότι γυμνάζει και οξύνει τους οφθαλμούς της ψυχής, και είναι φυσικό χάρισμα. Αλλά δεν πρέπει να την τυραννεί έως τα γηρατειά. Αν όμως ο Παλαμάς διαχωρίζει τη γνώση, δεν διαχωρίζει και την αλήθεια, διότι δίνει διάφορο αντικείμενο σε κάθε μιά από τις γνώσεις· έργο της φιλοσοφίας είναι η μελέτη των όντων, έργο της θεολογίας είναι η μελέτη του Θεού. Αν οι δύο σοφίες καταλήξουν ως διάφορα συμπεράσματα, αυτά δεν επιβάλλουν αναγνώριση διπλής αληθείας, εφ᾿ όσον τα αντικείμενα παραμένουν διαφορετικά.
Το έργο της θεολογίας είναι ασυγκρίτως υπέρτερο από αυτό της φιλοσοφίας και της επιστήμης· « Δεν είναι μόνο το να γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό ούτε το να γνωρίζει τον εαυτό του και την τάξη του γνώση υψηλότερη από τη φυσιολογία και την αστρολογία και κάθε φιλοσοφία γύρω σ᾿ αυτά τα αντικείμενα, αλλά και το να γνωρίζει ο νους μας την ασθένειά του και να ζητεί να τη θεραπεύσει είναι ασυγκρίτως ανώτερο από τη γνώση και διερεύνηση των μεγεθών των άστρων και των λόγων των φύσεων».
Είναι όμως δυνατή η γνώση του Θεού; Από τους αντιπάλους του Παλαμά προσήγετο το χωρίο του Ευαγγελίου του Ιωάννη, κατά το ο ποίο “ Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε” ( Ιω . 1, 18). Αλλά το συμπέρασμα από το χωρίο αυτό αμφισβητείται, εφ᾿ όσον ο Χριστός είπε ότι “οι καθαροί τον Θεόν όψονται” ( Ματθ . 5, 😎. Πράγματι ο Θεός είναι αόρατος ως ασώματος· αλλά ακόμη και ο Βαρλαάμ δεν αρνείται κάποιο είδος θέας του Θεού, εφ᾿ όσον παραδέχεται ότι οράται διά της καθαράς ενεργείας του νου ότι ευρίσκεται σε έκσταση από τα υλικά. Δηλαδή ο Βαρλαάμ, συμφωνώντας σ᾿ αυτό το θέμα με τους Νεοπλατωνικούς, δέχεται την ακαταληψία του Θεού, όχι για άλλον λόγο παρά εξ αιτίας της φυσικής αδυναμίας του ανθρώπου, όταν είναι κλεισμένος στα υλικά δεσμά, και ως μόνο μέσο άρσεως της αγνωσίας ευρίσκει τη λύση σώματος και ψυχής· αλλά και πάλι εννοούσε τη γνώση συμβολική. Και ο Παλαμάς βέβαια δεν διανοήθηκε ποτέ ότι ο Θεός είναι εντελώς καταληπτός. Συμφωνώντας κατ᾿ αρχήν με τον Βαρλαάμ, ακολουθούσε έπειτα χωριστό δρόμο, διότι αποδίδει το ακατάληπτο σε ιδιότητα του Θεού, η οποία αίρεται οποτεδήποτε το θελήσει ο ίδιος ο Θεός ή εκπληρώσει ο άνθρωπος ωρισμένες προϋποθέσεις, που έχουν τεθεί από τον Θεό.
Πράγματι, ο ΄Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς στο θέμα της προσεγγίσεως του Θεού ευρίσκει κάποια αντινομία, εφ᾿ όσον αυτός είναι ταυτοχρόνως και καταληπτός και ακατάληπτος· του Θεού η μία όψις είναι άγνωστη και η άλλη γνωστή, η μία είναι άρρητη, η άλλη ρητή. Η γνώση αυτη επιτυγχάνεται διά της “θεολογίας”, η οποία είναι διττή, καταφατική και αποφατική. Δύο είναι τα μέσα της καταφατικής θεολογίας. Πρώτο είναι η λογική, η οποία διά της θέας των όντων οδηγείται σε κάποια γνώση, καθ᾿ όσον “τῶν ἐν τῷ δημιουργικῷ νῷ λόγων αἱ εἰκόνες ἐν ἡμῖν εἰσιν”, αν και αυτές οι εικόνες αμαυρώθηκαν από την πτώση του ανθρώπου. Δεύτερο μέσο είναι η Γραφή και οι Πατέρες. Τα δύο αυτά μέσα παρέχουν αφορμές για την γνώση, αλλά δεν είναι αποδείξεις περί του Θεού.
Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης είχε προτιμήσει την αποφατική θεολογία, ζητώντας από τον άνθρωπο ν᾿ απαλλαγεί των αισθήσεων και των νοητικών λειτουργιών για να νοήσει τον Θεό και με την έκσταση να φθάσει στον γνόφο, όπου θ᾿ απολαύσει την χαρά της θέας, μολονότι και πάλι η θέα θα παραμείνει σκοτεινή· δηλαδή κατά βάθος η πορεία αυτή αποτελεί βυθισμό στο σκότος. Οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του Παλαμά δεν του επιτρέπουν τέτοια τοποθέτηση. Εκείνο που ευρίσκεται κατ᾿ αυτόν πέρα από την καταφατική θεολογία είναι η πίστη, η οποία συνιστά και την απόδειξη των θείων ή μάλλον συνιστά μιά υπεραπόδειξη· διό “η πίστις είναι ανώτερη από κάθε απόδειξη και ένα είδος αναπόδεικτης αρχής της ιεράς αποδείξεως”. Η πίστη είναι μιά υπερφυσική πνευματική δύναμη που υπερβάλλει όλες τις νοητικές δυνάμεις της ψυχής.
Δεν αρνείται ο Παλαμάς την αποφατική θεολογία, αλλά της δίδει άλλο χρώμα και την διορθώνει· “άλλο πράγμα είναι τούτο το φώς και ο θείος τούτος γνόφος, ασυγκρίτως υπέρτερο της αποφατικής θεολογίας”. Η καταφατική θεολογία είναι λόγος περί του Θεού, η αποφατική θεολογία είναι σιωπηλός διάλογος με τον Θεό· ο Γρηγόριος Παλαμάς συνιστά την υπέρβαση και των δύο αυτών μορφών θεολογίας διά της θεοπτίας, η οποία είναι η εμπειρία του Θεού. Μπορεί κανείς, λέγει, να σκέπτεται διαρκώς για την κατάσταση μιάς πόλεως, αλλ᾿ αν δεν την επισκεφθεί, δεν πρόκειται ν᾿ αποκτήσει ακριβή εικόνα της κατασκευής της. Μπορεί κανείς να σκέπτεται δι άπαντος τον χρυσό, αλλ᾿ αν δεν τον πάρει στα χέρια του, δεν θα γίνει κάτοχος χρυσού. ΄Ετσι επίσης, και αν μύριες φορές σκεφθεί τους θείους θησαυρούς, δεν τους αποκτά παρά μόνο “εάν πάθη τα θεία”. Θα θεολογεί ευδοκίμως, παρά οποιαδήποτε σιωπή και άγνοια, όταν επιτύχει να ζει με τη θεία παρουσία. Σ᾿ αυτήν την περίπτωση επίσης μετέχει του Θεού, διότι ενώνεται με την ακτίδα στη λαμπρότητα και δόξα του. ΄Ετσι ο λόγος του Θεού καταλήγει στην ζωή του Θεού. Σ᾿ αυτό το είδος θεολογήσεως ως διηγήθηκε ο Παλαμάς διά της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού.
Ακόμη ο ΄Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι της πνευματικής ζωής μπορούν να απολαύσουν όλοι οι πιστοί σε οποιαδήποτε κατάσταση βίου κι αν ευρίσκωνται, αλλ᾿ ιδιαιτέρως προκόπτουν σ᾿ αυτήν οι αποσυρόμενοι από τούτον τον κόσμον και ζώντες σε απόλυτη ησυχία, εξωτερική και εσωτερική. Η ησυχία επιτυγχάνεται με την συγκέντρωση (συνέλιξη) του νου μέσα στον άνθρωπο, την οποία οι μεν αρχάριοι ησυχαστές επεδίωκαν με μιά ειδική τεχνική μέθοδο, που δεν ενθαρρύνει ο Παλαμάς, οι δε τελειότεροι επιδιώκουν με την ισχυρή θέληση. Ο δεύτερος ισχυρός παράγων που οδηγεί προς την τελείωση είναι η αδιάλειπτη νοερά προσευχή, στην οποία μετέχει το σύνολο του ανθρώπου, ψυχή και σώμα. Τότε ο άνθρωπος αισθάνεται μιά εσωτερική θέρμη, που ομοιάζει με το πυρ και την αύρα. ΄Οσοι έχουν αυτήν την εμπειρία κινούνται από την άκτιστη και θεοποιό χάρη.
Η συμμετοχή στις ενέργειες του Θεού, όταν είναι πλήρης, οδηγεί στην θέωση. Προς αποφυγήν παρερμηνείας της εννοίας της θεώσεως φρόντισε να σημειώσει ότι εμείς οι άνθρωποι “όλως διόλου γινόμεθα θεοί, χωρίς της κατ᾿ ουσίαν ταυτότητος”, γινόμαστε δηλαδή θεοί κατά χάριν και όχι κατ᾿ ουσίαν. Παρά ταύτα, λόγω της συμμετοχής στις άκτιστες ενέργειες, κατά κάποιον τρόπο γίνονται και οι άνθρωποι άκτιστοι, γίνονται άναρχοι και ατελεύτητοι. “Ο Θεός εκείνους που γνωρίζουν τον Θεόν και τον υμνούν από τις ενέργειές του, τους καθιστά θεοσεβείς· εκείνους όμως που επί πλέον μετέχουν των ενεργειών και ενεργούν κατά την μετουσία τους, τους καθιστά θεούς κατά χάριν άναρχους και ατελευτήτους”.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.