+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Ὁμιλία τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, 28 Φεβρουαρίου 1988,
στὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν
PdF:
Ἱερώτατοι Πατέρες,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί,
α´. Ἦταν
πραγματικά ἱερή κι ἀληθινά ὀρθόδοξη ἡ πράξη ἐκείνων, πού σκέφθηκαν καί
ὥρισαν τόν κοινό ἑορτασμό ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν Πολιτεία σήμερα
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὄχι μέ μιά λεγόμενη Δοξολογία, σάν ἐκεῖνες ὅπου
ἀλλόδοξοι καί ἀλλόθρησκοι βρίσκονται μαζί μέσα στό ναό τοῦ Θεοῦ σέ μία
ἐθνικοθρησκευτική συγκέντρωση. Ἀλλά μέ θεία Λειτουργία, ὅπου σέ μιά
κοινωνία ἀδελφῶν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» συνυπάρχομε οἱ οἰκεῖοι τῆς
πίστεως. Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία κι αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία· ἡ κοινωνία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ἡ λειτουργική καί εὐχαριστιακή σύναξη, ἡ «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» δοξολογία καί ἀνύμνηση τοῦ Θεοῦ.
β´. Σ᾽ αὐτή τή σύναξη ἔχω τήν ἐντολή καί τήν τιμή νά ὁμιλήσω σήμερα. Ἐπαινῶ «τόν προσθέντα τόν λόγον τόνδε» στή σημερινή ἑορτή, «ὡς καλόν ἀγορεύεσθαι αὐτόν»[2].
Δέν ξέρετε, ἀδελφοί, τόν ἀγώνα μας· δέν ξέρετε πόσο μεγάλο δῶρο ἀπό τό
Θεό εἶναι ἡ σιωπή καί τό νά μή βρίσκεται κανείς στήν ἀνάγκη νά ὁμιλήση.
Τό λέγει αὐτό ἕνας ἄνθρωπος, πού πολύ ἀγάπησε ἀλλά καί σεβάσθηκε τό
λόγο. «Ἱερουργοῦμεν τόν λόγον»[4].
Σήμερα λοιπόν, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, σέ ἐπίσημη ἐκκλησιαστική τελετή
καί ἱερή Λιτανεία ἐπαναλαμβάνομε ὅσα ὥρισε ἡ Σύνοδος, μέ τά ὁποῖα
διακηρύττομε καί ἐπιβεβαιώνομε τήν ὀρθόδοξη πίστη μας· «Οἱ Προφῆται
ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ
Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν... ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν· οὕτω φρονοῦμεν,
οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν. Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ
πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων...»[6],
μέ θεῖο δικαίωμα, μέ οὐράνιο κῦρος, μέ τήν πνευματική της ἐξουσία καί
μέ τή συνείδηση τῆς εὐθύνης της γιά τήν ὀρθή πίστη. Ἡ Ἐκκλησία, πού
κρατεῖ μέσα της καί σηκώνει τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ· τίς ὁράσεις τῶν
Προφητῶν, τήν παράδοση τῶν Ἀποστόλων, τή διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ἡ
Ἐκκλησία, πού αὐτή εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, παίρνει ἐπάνω της τήν
πίστη καί τή συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν κατοχυρώνει σέ δογματικούς
Ὅρους καί ἱερούς Κανόνες καί τήν παραδίδει ἀπό γενεά σέ γενεά. Ὄχι ὡς
ἰδεολογική θεολογία καί ἀντικειμενοποιημένη γνώση, ἀλλά ὡς πνευματική
ἐμπειρία καί ζωή· ὡς «μάθος» μέσ’ ἀπό τό «πάθος». Ἄς ἐπαναλάβωμε κι ἐμεῖς σήμερα τά λόγια τοῦ χοροῦ στήν ἀρχαία τραγωδία. Δόξα στό Θεό, «τὸν φρονεῖν βροτούς ὁδώσαντα τῷ πάθει μάθος θέντα κυρίως ἔχειν»[8] εἶναι τό ἀξίωμα τῶν ὀρθοδόξων Πατέρων.
ε'. Ὅτι δέν
πρόκειται κι ἐδῶ γιά ρητορεία, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι λαοί καί μάλιστα οἱ
Ἕλληνες εἴμαστε σέ θέση νά τό ξέρωμε καλά. Ἡ ἐθνική μας ἱστορία καί ἡ
ἐπιβίωση τῆς φυλῆς εἶναι δεμένη μέ τήν πίστη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
ἔτσι, πού Ἕλλην ἤ Ρωμηός καί Ὀρθόδοξος νά σημαίνουν σχεδόν τό ἴδιο. Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μαζί μέ τήν εὐθύνη τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς
παράδοσης, πῆρε ἐπάνω της καί τό σταυρό τῆς ἐθνικῆς προστασίας τῶν λαῶν
της, κι αὐτό εἶναι ἡ καύχησή της, ἀλλά καί τό δρᾶμα της. Κάτω ἀπό τή
σκέπη τῆς Ἐκκλησίας, κι ἄς τό ἀρνοῦνται ἄλλοι γιά δικούς των λόγους,
προστατεύθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι λαοί γιά πολλούς αἰῶνες· τῆς Ἐκκλησίας, πού
ἄσχετα μέ τίς ἐθνικές καί φυλετικές διαφορές τῶν λαῶν της, ὀνομάζεται
Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
ς'. Αὐτός ὁ
τίτλος δέν εἶναι χαριστικός γιά τούς Ἕλληνες καί ἄδικος γιά τούς ἄλλους
ὀρθόδοξους λαούς. Ἀποτελεῖ τόν ἀκριβῆ χαρακτηρισμό τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς
ὁποίας ἡ γλώσσα, ἡ θεολογία, ἡ λατρεία, ἡ τέχνη, οἱ διοικητικοί θεσμοί,
ὅλα εἶναι Ἑλληνικά. Τό μεγάλο δένδρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ καλλιέλαιος,
ἐπάνω στήν ὁποία ἐγκεντρίσθηκαν τά ἔθνη, ἅπλωσε κλαδιά καί σκεπάζει τούς
λαούς ἤ, πιό σωστά, αὐτά τά ἴδια τά κλαδιά ἀποτελοῦν τήν παραδοσιακή
καί πολύπαθη οἰκογένεια τῶν ὀρθόδοξων λαῶν. Καί εἶναι κρῖμα, πού ἡ
πολιτική τῶν λαῶν αὐτῶν ἀγνόησε καί δέν ἐκμεταλλεύτηκε θετικά καί
εἰλικρινά τήν κοινή ἐκκλησιαστική πίστη καί παράδοση, ὡς τήν πιό γιερή
καί ἀσάλευτη βάση, γιά τήν ἵδρυση, τοὐλάχιστον ἐδῶ στό βαλκανικό χῶρο,
μιᾶς ὀρθόδοξης συμπολιτείας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία,
ἀπέθανε ὄχι μόνο γιά τό ἔθνος του, «ἀλλ᾽ ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα σνναγάγη εἰς ἕν»[10].
Καί τά λέγει αὐτὰ καί ὁμιλεῖ γιά νίκη, ὅταν πορεύεται πρός τό Σταυρό
καί τό θάνατο. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία νικᾶ τόν κόσμο καί τόν κάνει δικό της,
ὅταν ἡττᾶται καί σταυρώνεται. Εἶναι μεγάλος ἀθλητής ἡ Ἐκκλησία καί,
καθώς γράφει ὁ ἀρχαῖος ἀποστολικός Πατέρας, «μεγάλου ἐστίν ἀθλητοῦ τό δέρεσθαι καί νικᾶν»[12]
ὡς γενική δηλαδή καί χωρίς φόβο Θεοῦ ἀνατροπή τῶν πραγμάτων τῆς
Ἐκκλησίας. Οἱ ἀρχηγοί τῆς εἰκονομαχίας ἦσαν ἐκ τῶν ἱκανωτέρων ἀνθρώπων
τοῦ Βυζαντίου, ἄλλ’ ἡ ἀνάμιξή των στά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε μία
ἀτυχής πολιτική πράξη.
θ'. Ἄλλ’ ἐνῶ δέν
εἶμαι πιά στήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας μου, θά ξαναθυμηθῶ τόν ἀρχαῖο Ἀθηναῖο
πολιτικό καί θά ἐπαναλάβω ὅ,τι ἐκεῖνος λέγει στήν ἀρχή τοῦ περίφημου καί
γνωστοῦ λόγου τοῦ· «Χαλεπόν τὸ μετρίως εἰπεῖν, ἐν ᾧ μόλις καί ἡ δόκησις
τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται»·[14].
Σ’ αὐτό τό χωρίο ἀπό τήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή ὁ ἀπόστολος Παῦλος
ὁμιλεῖ γιά τήν ἐντολή πού τοῦ δόθηκε, γιά νά κηρύξη τό μυστήριο τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, πού ἦταν κρυμμένο γιά πολλούς αἰῶνες
καί γενεές καί τώρα φανερώθηκε στούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτούς ὁ Θεός
θέλησε νά κάμη γνωστό πόσο μεγάλος εἶναι ὁ ἔνδοξος πλοῦτος αὐτοῦ τοῦ
μυστηρίου, δηλαδή ὁ Χριστός μαζί μας καί μέσα μας, αὐτός πού εἶναι ἡ
ἔνδοξη ἐλπίδα μας. Ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ το λόγο τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ὅτι ἡ
Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός μαζί μας στούς αἰῶνες.
ια'. Ἄλλο ἕνα
χωρίο τοῦ ἴδιου Ἀποστόλου εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικό γιά τήν Ἐκκλησία, διά
τῆς ὁποίας καί οἱ Ἄγγελοι ἔμαθαν τήν οἰκονομία τῆς πολυποίκιλης σοφίας
τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστός δέν
ἵδρυσε κάποια θρησκεία πού λέγεται χριστιανισμός, ἀλλά φανέρωσε στόν
κόσμο τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Στό δεύτερο θεόπνευστο
χωρίο τώρα ὁ μεγάλος Ἀπόστολος ὁμιλεῖ πάλι γιά τή χάρη πού τοῦ δόθηκε «εὐαγγελίσασθαι
τόν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καί φωτίσαι πάντας τίς ἡ
οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ
τά πάντα κτίσαντι διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωσθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καί ταῖς
ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διά τῆς Ἐκκλησίας τίς ἡ πολυποίκιλος
σοφία τοῦ Θεοῦ κατά πρόθεσιν τῶν αἰώνων, ἥν ἐποίησεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ
Κυρίῳ ἡμῶν»[16].
Συμβαίνει ὅμως νά μήν πιστεύωμε στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, γι᾽ αὐτό
καί δέν ἀναφέρομε τό ὄνομά της, ἄλλ’ ἀντί γιά Ἐκκλησία λέμε διαρκῶς γιά
χριστιανισμό καί γιά χριστιανική θρησκεία. Αὐτό μέ τήν μάταιη σκέψη ὅτι
ἔτσι κάνομε ἐπιστήμη καί ἀντικειμενοποιοῦμε τήν ἀλήθεια, ἐπειδή συγχέομε
κάθε γνώση μέ τήν ἀλήθεια καί πιστεύομε πὼς ἡ ἀλήθεια εἶναι ἔξω ἀπό τόν
ἄνθρωπο.
ιγ'. Σ᾽ αὐτὸ ἐδῶ
τὸ σημεῖο γίνεται ἡ μεγάλη καταστροφή· ἀντί νά πιστεύωμε στήν Ἐκκλησία,
πού εἶναι τό μεγάλο μυστήριο τῆς πολυποίκιλης σοφίας τοῦ Θεοῦ, ὁμιλοῦμε
γιά χριστιανισμό, γιά ἕνα δηλαδή θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα κάποιων
ἰδεολογικῶν ἀρχῶν πίστεως καί κανόνων βίου. Ἔτσι μποροῦμε νά συγκρίνωμε
τό λεγόμενο χριστιανισμό μέ ὅλους τοὺς θρησκευτικούς καί
πολιτικοκοινωνικούς ἰσμούς καί νά μετατρέπωμε τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας
γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου σὲ θρησκειολογία, σέ κοινωνιολογία, σέ
λαογραφία καί σέ πολιτιστική κουλτούρα. Ὄχι λοιπόν χριστιανισμός οὔτε
χριστιανική θρησκεία, ἀλλά Ἐκκλησία.
ιδ'. Θά προχωρήσω
ἕνα βῆμα ἀκόμα καί θά πῶ. Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γιατί ἀπό ἐδῶ ἀρχίζει μιά
δεύτερη καταστροφή, πού ὡδήγησε στό σκάνδαλο τῶν αἰώνων, στό χωρισμό
δηλαδή τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσης. Τά πιό πέρα, ὅσα συνέβησαν στήν
Εὐρώπη, μετά τόν λεγόμενο Μεσαίωνα, τήν Ἀναγέννηση καί τό δεύτερο
σχίσμα στή δυτική Ἐκκλησία, δέν ἔχουν θέση νά λέγωνται τώρα. Παρανοήσεις
καί πλάνες ὡδήγησαν μέχρι πού νά ποῦν κάποιοι ὅτι «ὁ Θεός ἀπέθανε» καί κάποιοι ἄλλοι ὅτι «ἡ θρησκεία εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ».
Ἀλλά εἶχαν δίκιο οἱ ἄνθρωποι· δέν εἶπαν γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού δέν τήν ἤξεραν καί δέν τήν εἶδαν, ἀλλά γιά κάποιο
χριστιανισμό καί γιά κάποια θρησκεία καί γιά κάποια θεολογία, πού δέν
εἶναι πίστη καί ζωή, ἀλλά μάταιη προσπάθεια νά ἀποδειχθῆ λογικά ἡ
ἀλήθεια, σάν καί ἡ ἀλήθεια νά εἶναι ἀντικειμενική γνώση. Ἀλλά ἔξω ἀπό τό
Θεό καί τόν ἄνθρωπο στόν ὁποῖο ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται, δέν ὑπάρχει
ἀλήθεια, γιατί ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι πράγμα καί ἀντικείμενο, ἀλλά πρόσωπο·
«Ἐγώ εἰμι... ἡ ἀλήθεια»[18],
πῶς νά φερώμαστε στήν Ἐκκλησία καί πῶς νά τήν ὑπηρετοῦμε. Ὅ,τι μᾶς
λείπει εἶναι ἡ πίστη στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, κι ὅ,τι μᾶς πειράζει
εἶναι τά σφάλματα ἐκείνων, πού ὑπηρετοῦν τήν Ἐκκλησία. Ἄς μάθωμε λοιπόν
νά πιστεύομε στήν Ἐκκλησία, γιά νά ξέρωμε καί πῶς νά τήν ὑπηρετοῦμε.
ις'. Οἱ ἀρχαῖοι
Πατέρες, πού ἤξεραν καλά τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδή πίστευαν καί ζοῦσαν
μέσα τους τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τό εἶχαν ἀξίωμα ὅτι ἔξω ἀπό τήν
Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία. Αὐτή εἶναι κι ἡ δική μας πίστη, γι᾽ αὐτὸ
καί μένομε στήν Ἐκκλησία, «σωτῆρα ἀπεκδεχόμενοι Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν»[20].
Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, μέσα στήν ὁποία σωζόμαστε, εἶναι ἡ σύναξη στό ὄνομα
καί μέ τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ σύναξη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
λειτουργική. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὁ Θεός, οἱ Ἄγγελοι καί ἄνθρωποι, οἱ ζῶντες
καί οἱ κεκοιμημένοι, παρόντες στή θεία Λειτουργία. Σ᾽ ἕναν ὕμνο τῶν
ἀποστολικῶν χρόνων, ἐνσωματωμένο στήν Α´ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή τοῦ
ἀποστόλου Παύλου, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μέγα μυστήριο τῆς εὐσέβειας· «Μέγα ἐστὶ τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον...»[22]·
ὅσο περισσότερό τὸ αἰσθανόμαστε νά ζῆ μέσα μας, τόσο λιγώτερο μποροῦμε
λογικά νά τό ἐξηγήσουμε. Ὁ μεγάλος Ἀπόστολος, γιά κάτι πού κάποτε σ᾽
αὐτόν συνέβη κι ἐξακολουθοῦσε νά τόν συγκλονίζη, ἔγραφε πρός
Κορινθίους· «εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, οὐκ οἶδα»[24].
Μέσα σ᾽ αὐτούς πρώτη εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στήν ὁποία κάθε ἱερέας
στό πιό ἀπόμακρο χωριό κάθε ἡμέρα δέν βάζει πετραχήλι καί νά μή δεηθῆ. «Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου...»[26].
κ'. Ἡ ἔνταξή μας
στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα μᾶς θυμίζει μιά ἐποχή πρίν ἀπό πεντακόσια
πενήντα χρόνια. Τό ἴδιο κάπως γινότανε τότε, ὅπου οἱ ἀνατολικοί πήγαιναν
κι ἔρχονταν στήν Ἰταλία κι ἔκαναν ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τήν
ἐλπίδα πὼς ἡ Δύση θά βοηθοῦσε γιά νά ἀποτραπῆ ὁ κίνδυνος πού ἀπειλοῦσε
τήν Ἀνατολή. Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ὕστερ᾽ ἀπό χίλια ἑκατό χρόνια,
ἦταν φυσικό νά διαλυθῆ, μά ἡ Ὀρθοδοξία ἔπρεπε καί εἶχε τή δύναμη νά
ζήση, γιά νά στηρίξη τούς λαούς της στήν πικρή αἰχμαλωσία τους. Γι᾽
αὐτό οἱ ὁμολογητές τότε, μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἐπίσκοπο τῆς Μητροπόλεως
Ἐφέσου Μάρκο τόν Εὐγενικό, γυρίζοντας στήν Πόλη, ὅσοι γύρισαν,
ταλαιπωρημένοι ἀπό τή Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, ἔδιναν τήν ὑπόσχεση καί,
σάν καί νά ὡρκίζονταν, ἔλεγαν· «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας»[28].
Ἐμεῖς, βγαίνοντας γιά τήν Εὐρώπη, δέν θά πάρωμε κρυφά καί δέν θά
κλέψουμε ξένα ἐφόδια. Θά πάρωμε τήν κληρονομιά τῶν πατέρων μας καί τή
δική μας περιουσία. Θά πάρωμε μαζί μας τήν Ὀρθοδοξία μας. Ἀμήν.
[2]Γρηγορίου Θεολόγου, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας, ΙΔ´.
[4]Συνοδικόν Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τριώδιον, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
[6]Ἰω. ιη´ 36
[8]Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ Α´, 113.
[10]Ἰω. ιστ´, 33.
[12]Θεοδ. Στιυδίτου, Ἐπιστ. ΙΙ, 15.
[14]Κολασ. α´, 24-27.
[16]Α´ Τιμ. γ´15.
[18]Α´ Τιμ. γ´15.
[20]Ματθ. ιη´20.
[22]Ματθ. κη´20.
[24]Ματθ. ε´9.
[26]Πρβλ. Ἐφες. β´14.
[28]Ἔξοδ. ΙΑ´
Κείμενο απο τον Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου Κοζάνης