Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, 2 Αυγούστου 2020, Μνήμη τῆς Ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου






Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Ὁμότιμη Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, 2 Αυγούστου 2020, Μνήμη τῆς Ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου
(Αριθμ. 30Ν)


Α. Εκδιπλώνοντας το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας η Εκκλησία, όπως έχω ήδη γράψει, παρέχει τη μαρτυρία των Αποστόλων και των Αγίων Μαρτύρων των πρώτων χρόνων της Αποστολικής Εκκλησιαστικής κοινότητας και μαζί τους ξεπροβάλλουν κορυφαίοι Άγιοι Προφήτες και οικογενείς του Χριστού, ως το προφητικό λῆμμα, μια μικρή μερίδα του Ισραήλ, που διέσωζαν την προφητική αναμονή περί του εν σαρκί Λόγου και Θεού Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, σε αντίθεση με τους Γραμματείς και Φαρισαίους της εποχής του Χριστού και τους αντίστοιχους κάθε εποχής, που μιαίνουν το κοινό σώμα.


Β. Φέτος η μνήμη της ανακομιδής του λειψάνου του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου συμπίπτει με την Η´ Κυριακή Ματθαίου. Πρόκειται για την ανακομιδή του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη. Τα λεγόμενα περί ανακομιδής στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μάλλον δεν επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο του Κανόνος του Αγίου ούτε από τους Στίχους του Συναξαρίου της ημέρας: «Ἔχεις Σιὼν πάμπολλα θεῖα καὶ ξένα./ Νεκρὸν Στεφάνους δὸς πόλει Κωνσταντίνου./ Δευτερίῃ νέκυος Στεφάνου γένετ᾽ Ἀνακομιδή». Είναι γνωστόν ότι η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους, το 70 μ.Χ., σήμανε μία μακρά περίοδο αφανισμού της πόλης από την ιστορία. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η πόλη ανοικοδομήθηκε και άρχισε να αναπτύσσεται εκκλησιαστικά. Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη συγκέντρωσαν και μετέφεραν για λόγους ασφαλείας τα καταπιστεύματα στην Κωνσταντινούπολη και τα κατέθεσαν στο Προφητείο, στο Ναό του Αγίου Ιερομάρτυρος Μωκίου στο Έβδομο, κοντά στη Μωκησία δεξαμενή και τα των Αγίων Αποστόλων στο Ναό των Δώδεκα Αποστόλων στο Τέταρτο. Ναό του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη συναντάμε κάτω από την Ακρόπολη του Πρώτου Λόφου, τον Άγιο Στέφανο το Μαγγανά, μεταξύ του τέρματος της οδού της Πύλης του Λέοντος και της Πύλης της Αγίας Βαρβάρας, πλησίον του Χριστού του Φιλανθρώπου. Η ανακομιδή σε μεταγενέστερους χρόνους, ίσως την περίοδο του Ηρακλείου, συνάδει με αυτήν την τοποθεσία, που αναπτύχθηκε με νέους Ναούς καταπιστευμάτων πολύ αργότερα και ασφαλώς μετά τον Ιουστινιανό. Μία τέτοια εξήγηση συντίθεται και με όλα τα καταπιστεύματα που αφορούσαν τη ζωή της Θεοτόκου και τις ανάλογες εορτές.


Γ. Τη λειτουργία της Εκκλησίας, ως έκφανσης του κοινού χαρισματικού σώματος του Χριστού, Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων, με τον Πρώταθλο Στεφανίτη των Μαρτύρων Άγιο Στέφανο, μάς παρέχουν τα δύο σημερινά Αναγνώσματα. Έτσι, στο Αποστολικό Ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος «παρακαλεῖ» ως πατέρας, και όχι ως εξουσιαστής, να λήξουν οι έριδες στην Εκκλησία της Κορίνθου, όπου οι χριστιανοί είχαν γίνει ομαδούλες διεκδικώντας ο καθένας υπεροχικό χάρισμα, ίσως κι ανάλογα με το ποιός τους βάπτισε. Και κάποιοι είχαν κάνει και ομάδα βάζοντας τίτλο τους το Χριστό. Ο Απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι βαπτίζονται στο όνομα του Χριστού, ότι ο Χριστός σταυρώθηκε υπέρ ημών, και κάνει σαφή τη διακονία του, που είναι ο ευαγγελισμός, όχι με λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά ως κήρυγμα του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού, που εκφεύγει των ορίων της ανθρώπινης λογικής. Συγχρόνως μας δίδεται και μία πρώτη μαρτυρία ότι ο ευαγγελισμός, το κήρυγμα, ήταν ιδιαίτερη διακονία, που την άσκησαν στην Εκκλησία οι πρεσβύτεροι, ως διάδοχοι των Αποστόλων, ενώ η τέλεση των μυστηρίων, δηλαδή, το Βάπτισμα και η Θεία Λειτουργία είναι έργο του επισκόπου, εις τύπον Χριστού, περιστοιχουμένου από το τίμιο Αποστολικό πρεσβυτέριο. Και επειδή ο Χριστός είναι θύων και θυόμενος διαδιδόμενος χάριτι Αγίου Πνεύματος και μετεχόμενος χάριτι Αγίου Πνεύματος μία και η αυτή είναι η Εκκλησία ως του ενός και του αυτού σώματος του Χριστού, αν και μερίζεται αμερίστως κατά τόπους, χωρίς να χωρεί καμία ομαδούλα και διαίρεση.


Γ. 1. Το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα έχει μία εξέχουσα θέση στις θεοσημίες του Χριστού, γιατί συνδέει τις Θεοφάνειες του άσαρκου Λόγου της Παλαιάς Διαθήκης με την ομολογία του αυτού και ένσαρκου. Συγχρόνως είναι ένα κείμενο που οι πάσης φύσεως κοινωνιστές το χρησιμοποίησαν υπέρ ή κατά της Εκκλησίας, αν ήταν, όμως, να χορταίνει με άρτο ο Χριστός τον κόσμο, τότε αυτό θα ήταν έργο δυνάστη και κατεξουσιαστή και όχι του Θεού που καλεί τον άνθρωπο να ελευθερωθεί από τα δεινά της κατεξουσίασης και της απάτης, της ιδιοτέλειας και της κατάχρησης των συνανθρώπων και αυτής ταύτης της δημιουργίας του Θεού. Οι θεοσημίες, που ενεργεί ο Χριστός, είναι σημεία της φανέρωσης της θεότητάς του, ότι είναι αυτός ο ίδιος ο Θεός Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, αυτός ο ίδιος Δημιουργός και ανακαινιστής του πεπτωκότος ανθρώπου, αυτός ο ίδιος που έστειλε μάνα εξ ουρανού, που έθρεψε τον Ηλία και την αλλόφυλη χήρα και το γιο της, που πολλαπλασίασε τους άρτους του Ελισαίου, και γι᾽ αυτό και η σημερινή θεοσημία είναι ένας προχειρισμός του ίδιου του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.

2. Σύμφωνα, λοιπόν, με την Ευαγγελική διήγηση ο Χριστός, έχοντας ήδη εκλέξει τους Δώδεκα Μαθητές, περιήρχετο τις πόλεις διδάσκων με παραβολές, με παραδείγματα, δηλαδή, γιατί Μαθητές και λαός ήταν ακόμη νήπιοι, για τη βασιλεία των ουρανών και καθώς τέλειωσε το λόγο των παραβολών βρέθηκε στην πατρίδα του και δίδασκε στη συναγωγή, όπου πολλοί συμπατριώτες του «ἐσκανδαλίζοντο», γιατί δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι ο κατ᾽ αυτούς δικός τους άνθρωπος, που ήξεραν τη μάνα και τον πατέρα του και τα αδέλφια του θα ομιλούσε με θεϊκή εξουσία. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος σημειώνει ότι: «καὶ οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ δυνάμεις πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Ματθ. ιγ´, 58). Μεσολαβεί η αρχή του ιδ´ κεφαλαίου, όπου καταγράφεται ο αποκεφαλισμός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, και ακολουθεί το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, κατά το οποίο ο Χριστός που ακολουθείτο από ένα ανομοιογενές πλήθος, «ὄχλο» το ονομάζει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, θεραπεύει τους αρρώστους, που είχαν φέρει μαζί τους, και τους χορταίνει με τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, που είχαν μαζί τους οι Μαθητές.

3. Πρώτα πρώτα να σημειώσουμε ότι οι θεοσημίες της θεραπείας των αρρώστων και του χορτασμού γίνονται σε ανοιχτό χώρο, χωρίς να ελεγχθεί ο όχλος, αν ήσαν Ιουδαίοι ή αλλόφυλοι, ή προσήλυτοι, γιατί το κήρυγμα του Χριστού, αυτό που απέρριψαν οι συμπατριώτες του στη Συναγωγή, όπως και η θεραπεία των αρρώστων, ως συνόψιση της θεραπείας της πεπτωκυίας μας φύσεως, αφορούν σε όλη την ανθρωπότητα, όπως το γνωρίζουμε στο ίδιο το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ως δυνάμει εκκλησιασμού όλης της δημιουργίας, που στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αντιστοιχεί στην κλάση του άρτου από το Χριστό, ως μία πρώτη γεύση του εκδιπλούμενου μυστηρίου της Θείας Οικονομίας!

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Κορινθ. α´, 10-17: «10 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. 11 ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. 12 λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. 13 μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; 14 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, 15 ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. 16 ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾽ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ».

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. ιδ´, 14-22: «14 Καὶ ἐξελθὼν εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. 15 ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. 16 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. 17 οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. 18 ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτούς ὧδε. 19 καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. 20 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. 21 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. 22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους».