Aναφορά στο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Yπό Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, AMEN
Τόν τελευταῖο καιρό καταβάλλεται μία συντονισμένη προσπάθεια, ἀπό ὁρισμένες ὁμάδες (κληρικῶν καί λαϊκῶν) μέ σκοπό νά ἀποδυναμώσουν ἤ καί νά ἀκυρώσουν τό ἔργο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, (Κρήτη, Ἰούνιο τοῦ 2016), μέ κύριο καί πρωταρχικό ἐπιχείρημά τους, ὅτι μέ τή χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» στό συνοδικό Κείμενο « Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», προσδίδεται καί ἀναγνωρίζεται ἐκκλησιαστικότητα καί σέ ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές κοινότητες καί ὁμολογίες. Ἔχει πάρα πολλές φορές εἰπωθεῖ, ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» στό παραπάνω συνοδικό Κείμενο χρησιμοποιεῖται ὡς «terminus technicus» καί δέν ἀποδίδεται καμμία «ταυτότητα πράγματος» πρός αὐτήν τή φύση τῆς Ἐκκλησίας καθεαυτήν. Αὐτή ἡ τεχνική χρήση τοῦ ὅρου εἶναι καθαρά περιγραφική καί σημαντική (ἐκ τοῦ σημαίνω), καί χρησιμοποιεῖται στή βιβλική γραμματεία, γιά νά περιγραφεῖ ἡ σύναξη, ἡ κοινότητα ἤ ἡ συνάθροιση (τοπική ἤ περιφερειακή) (Πραξ. 11,22. 15,41. 16,5. Β΄ Κορ. 1,1. 8,1. 16,10. Γαλ. 1,2), στή δέ πατερική γραμματεία, προκειμένου νά περιγραφεῖ ἡ δομή μιᾶς κοινότητας, («καλεῖται Ἐκκλησία» : Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Τραλλιανούς 3,1). Μέ τήν ἴδια περιγραφική λειτουργικότητα χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος καί ἀπό ὅλους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Μεγ. Βασίλειος), στά Ὁμολογιακά Κείμενα τοῦ ιστ΄ιθ΄ αἰῶνος, ὅπως καί στά συγγράμματα τῶν συγχρόνων καθηγητῶν τῆς δογματικῆς (Π. Τρεμπέλα, Ἰ. Καρμίρη, Ν. Ματσοῦκα, Ν. Μητσοπούλου, Χρ. Ἀνδρούτσου, Κ. Δυοβουνιώτη). Οὐδέποτε ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε οὔτε καί σήμερα χρησιμοποιεῖται μέ ἀποκλειστικό καί μοναδικό ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο, προκειμένου νά προσδιορισθεῖ δηλαδή ἡ φύση ἤ ἡ ἐκκλησιαστική ταυτότητα μιᾶς κοινότητας, ὅταν μάλιστα αὐτό πού καθορίζει τήν «ταυτότητα πράγματος» πρός αὐτήν τή φύση καί τό περιεχόμενο τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ ὁποιαδήποτε περιγραφική ὁρολογία ἀλλά αὐτό τοῦτο τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὡς ἐμπειρία καί βίωση (βλ. Νικόλαος ὁ Καβάσιλας : «Τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις ἰδεῖν δυνηθείη... οὐδέν ἕτερον ἤ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα»). Ἡ ἀποφυγή ἐπίσης ἀπό τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, ἑνός συγκεκριμένου ὁρισμοῦ περί τοῦ «τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία» καί ἡ περιγραφή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, μέσα ἀπό εἰκόνες (βλ. Ἰ. Καρμίρη), ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται μόνο περιγραφικά μιᾶς κατάστασης ἤ μιᾶς ἐμπειρίας καί ὄχι ὑπό τήν ἀποκλειστική χρήση γιά τόν καθορισμό τῆς οὐσίας, τῆς φύσης ἤ τόν προσδιορισμό τῆς ταυτότητος μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Μέ τόν ὅρο λοιπόν «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» δέν καθορίζεται ὡς πρός τή φύση της καμμία ἐκκλησιαστική πραγματικότητα (ὁμάδα, κοινότητα ἤ ὁμολογία) ἀλλά ἁπλά περιγράφεται ἡ ἐμπειρική βίωση μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ἑνότητας. Ἐπιπλέον, ἡ σημαντική καί περιγραφική αὐτή χρήση τοῦ ὅρου ἔχει τό θεολογικό της ὑπόβαθρο στή μή ἀποδοχή κάποιας ὑφιστάμενης ὀντολογικῆς σχέσης ταυτότητας μεταξύ τῶν ὀνομάτων καί τῶν πραγμάτων, ὅπως αὐτή χαρακτηριστικά ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς Μεγ. Ἀθανάσιο, Μεγ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί Γρηγόριο Παλαμᾶ καί συνοδικά ἐπικυρώθηκε ἀπό τίς Ἡσυχαστικές Συνόδους. Ἀφορμή ὡς γνωστόν γι’ αὐτήν τήν πραγματική καί οὐσιαστική διάκριση μεταξύ πράγματος (φύσης καί πραγματικότητας) καί ὀνομάτων (ὅρων καί ὁρολογίας) καί τοῦ ἀποφατισμοῦ ὡς πρός τή χρήση τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας ἔδωσε ἡ αἱρετική ἀντίληψη τοῦ Εὐνομίου καί τῶν ὁπαδῶν του Εὐνομιανῶν, οἱ ὁποῖοι ταύτιζαν τήν οὐσία καί τή φύση τοῦ Θεοῦ (πρᾶγμα) μέ τούς ὅρους (ὀνόματα), καί χρησιμοποιοῦσαν τούς ὅρους αὐτούς ὄχι γιά νά περιγράψουν ἀλλά γιά νά ταυτίσουν ὀντολογικά τούς ὅρους αὐτούς πρός αὐτήν τήν οὐσία τῆς Θεότητος. Ἡ ἀντίληψή τους αὐτή ἀνάγκασε τόν Μεγ. Βασίλειο γιά πρώτη φορά, μέ τρόπο συστηματικό καί κατηγορηματικό, νά ἀπαντήσει θεολογικά, λέγοντας, ὅτι οὐδεμία σχέση ταυτότητας ὑπάρχει μεταξύ τῆς θείας οὐσίας καί πραγματικότητας πρός τά διάφορα ὀνόματα καί ὅρους πού χρησιμοποιοῦνται περιγραφικά, γιατί μία τέτοιου εἴδους ἐνδεχόμενη ταυτότητα θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ὑπάρχουν τόσες οὐσίες τοῦ Θεοῦ ὅσα καί τά χρησιμοποιούμενα ὀνόματα καί ὁρολογίες πού ἀποδίδονται σ’ Αὐτόν. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πραγματικό περιεχόμενο τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προσδιορίζεται εἴτε μέ τήν χρήση ὅρων μέ τό στερητικό -α (πρβλ. Ἀρεοπαγιτικά Συγγράμματα), εἴτε μέ τήν ἀντίληψη μιᾶς θεολογικῆς γνωσιολογίας, ὅπως αὐτή ἀναπτύχθηκε ἀπό τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό καί θεμελιώθηκε στόν φιλοσοφικό νομιναλισμό τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα (βλ. Ἰ. Ρωμανίδη).
Continue reading →