του Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Καθηγητού του Πανεπιστημίου του Graz
Α΄ Μέρος Οἱ ἱ. Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι χρησιμοποίησαν τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς των γιά τήν διατύπωση τῶν δογματικῶν των ἀπόψεων καί ἀποφάσεων - παράδειγμα πρός μίμηση
Εἶναι γνωστό ὅτι σέ κάθε ἐποχή οἱ ἱ. Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι στίς δογματικές τους ἀποφάσεις καί διατυπώσεις χρησιμοποίησαν τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους και ὁρολογία εἴτε μέ τό περιεχόμενο, τό ὁποῖο εἶχε, ἤ δίδοντας νέα χριστιανική σημασία στίς λέξεις ἀκόμα καί ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Αὐτό εἶναι γνωστόν. Χρησιμοποιοῦντες οἱ ἱ. Πατέρες καί τήν γλῶσσαν τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας ἐγένοντο περισσότερον καταληπτοί καί ἁπό τούς συγχρόνους των συζητητές. Ὁ Δημήτριος Τσάμης ἐξετάζων τό θέμα τῶν χρονικῶν κατηγοριῶν κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἀλλά μέ γενικώτερη σημασία, γράφει,: «Οἱ Πατέρες ... Ἐξάλλου ἀντιλήφθηκαν πώς δέν μποροῦσαν νά ἐπικοινωνήσουν μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους, ἐάν δέν μιλοῦσαν τήν γλῶσσα τους καί δέν χρησιμοποιοῦσαν τήν κοινή ὁρολογία. Οἱ Πατέρες τελικά χρησιμοποίησαν τίς χρονικές κατηγορίες τῆς θύραθεν σκέψης, θἱοθέτησαν δηλαδή τήν ὁρολογία της, προσάρμοσαν ὅμως τό περιεχόμενο τῶν σχετικῶν ὅρων στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ υἱοθέτηση τῶν φιλοσοφικῶν αὐτῶν ὅρων ἔγινε πετυχημένο μέσο, γιά νά ἐκφραστοῦν οἱ χριστιανικές ἀλήθειες μέ τά σχήματα τῆς ἐποχῆς τους καί γέφυρα ἐπικοινωίας μέ τό σύγχρονο κόσμο.[1] Τήν προσαρμογή τῶν φιλοσοφικῶν ὁρων στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης χαρακτηρίζει ὁ Γεώργιος Μαρτζέλος «μετάπλαση».[2] Βέβαια ἀργότερα, ὁρισμένοι στήν Δύση δέν κατανόησαν τήν ἱεραποστολική καί ποιμαντική αὐτή μέθοδο τῶν Πατέρων καί τούς συκοφάντησαν γιά «ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς ἔπραξαν ὁ πολύς Gustav Adolf von Harnack, ὁ Hans Lietzmann καί ἄλλοι. Ὁ ὅρος πρόσωπον ἀπό τήν ὀρθόδοξη Τριαδολογία στήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία Ἐχρησιμοποιήθη, λοιπόν, ἀπό τούς ἱ. Πατέρες καί ὁ ὅρος πρόσωπον μέ νέον θεολογικό περιεχόμενον, ἐκκινοῦντες ἀπό τή θεολογική συζήτηση στήν ἐξέλιξη τῆς Τριαδολογικῆς Θεολογίας κυρίως τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος.[3] Στή διήγηση τῆς Γενέσεως γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου χρησιμοποιεῖται ὁ πληθυντικός «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί ὁμοίωσιν.» Δέν ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή ὡς Δημιουργό τόν Τριαδικό Θεό οὔτε καί τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό τό ἔκαμαν ἀργότερα οἱ ἱ. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντες τό χωρίον καί ἐδογμάτισεν ἡ Ἐκκλησία. Τό αὐτό συμβαίνει καί στήν κατ’ ἀναλογίαν χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου πρόσωπον στήν χριστιανική ἀνθρωπολογία Ἀνατολῆς καί Δύσεως, δηλ. ἀνθρώπινον πρόσωπον, γιά νά δοθεῖ στόν ἄνθρωπο μεγαλύτερη σημασία καί ἀξία ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοἰωσιν Θεοῦ δημιούργημα, διότι ὡς εἶναι σέ ὅλους γνωστό, βάλλεται σήμερα ἡ ἀξιοπρέπειά του, ἡ ἀξία του, ἡ μοναδικότητά του, ἡ αὐθεντικότητά του καί ἡ ἁγιότητά του πανταχόθεν. «Η αρχή αυτή (δηλ. ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου) ἐκφράζει περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο τήν κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου.»[4] ... Συνέχεια στο ΑΜΕΝ
Εἶναι γνωστό ὅτι σέ κάθε ἐποχή οἱ ἱ. Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι στίς δογματικές τους ἀποφάσεις καί διατυπώσεις χρησιμοποίησαν τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους και ὁρολογία εἴτε μέ τό περιεχόμενο, τό ὁποῖο εἶχε, ἤ δίδοντας νέα χριστιανική σημασία στίς λέξεις ἀκόμα καί ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Αὐτό εἶναι γνωστόν. Χρησιμοποιοῦντες οἱ ἱ. Πατέρες καί τήν γλῶσσαν τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας ἐγένοντο περισσότερον καταληπτοί καί ἁπό τούς συγχρόνους των συζητητές. Ὁ Δημήτριος Τσάμης ἐξετάζων τό θέμα τῶν χρονικῶν κατηγοριῶν κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἀλλά μέ γενικώτερη σημασία, γράφει,: «Οἱ Πατέρες ... Ἐξάλλου ἀντιλήφθηκαν πώς δέν μποροῦσαν νά ἐπικοινωνήσουν μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους, ἐάν δέν μιλοῦσαν τήν γλῶσσα τους καί δέν χρησιμοποιοῦσαν τήν κοινή ὁρολογία. Οἱ Πατέρες τελικά χρησιμοποίησαν τίς χρονικές κατηγορίες τῆς θύραθεν σκέψης, θἱοθέτησαν δηλαδή τήν ὁρολογία της, προσάρμοσαν ὅμως τό περιεχόμενο τῶν σχετικῶν ὅρων στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ υἱοθέτηση τῶν φιλοσοφικῶν αὐτῶν ὅρων ἔγινε πετυχημένο μέσο, γιά νά ἐκφραστοῦν οἱ χριστιανικές ἀλήθειες μέ τά σχήματα τῆς ἐποχῆς τους καί γέφυρα ἐπικοινωίας μέ τό σύγχρονο κόσμο.[1] Τήν προσαρμογή τῶν φιλοσοφικῶν ὁρων στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης χαρακτηρίζει ὁ Γεώργιος Μαρτζέλος «μετάπλαση».[2] Βέβαια ἀργότερα, ὁρισμένοι στήν Δύση δέν κατανόησαν τήν ἱεραποστολική καί ποιμαντική αὐτή μέθοδο τῶν Πατέρων καί τούς συκοφάντησαν γιά «ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς ἔπραξαν ὁ πολύς Gustav Adolf von Harnack, ὁ Hans Lietzmann καί ἄλλοι. Ὁ ὅρος πρόσωπον ἀπό τήν ὀρθόδοξη Τριαδολογία στήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία Ἐχρησιμοποιήθη, λοιπόν, ἀπό τούς ἱ. Πατέρες καί ὁ ὅρος πρόσωπον μέ νέον θεολογικό περιεχόμενον, ἐκκινοῦντες ἀπό τή θεολογική συζήτηση στήν ἐξέλιξη τῆς Τριαδολογικῆς Θεολογίας κυρίως τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος.[3] Στή διήγηση τῆς Γενέσεως γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου χρησιμοποιεῖται ὁ πληθυντικός «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί ὁμοίωσιν.» Δέν ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή ὡς Δημιουργό τόν Τριαδικό Θεό οὔτε καί τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό τό ἔκαμαν ἀργότερα οἱ ἱ. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντες τό χωρίον καί ἐδογμάτισεν ἡ Ἐκκλησία. Τό αὐτό συμβαίνει καί στήν κατ’ ἀναλογίαν χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου πρόσωπον στήν χριστιανική ἀνθρωπολογία Ἀνατολῆς καί Δύσεως, δηλ. ἀνθρώπινον πρόσωπον, γιά νά δοθεῖ στόν ἄνθρωπο μεγαλύτερη σημασία καί ἀξία ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοἰωσιν Θεοῦ δημιούργημα, διότι ὡς εἶναι σέ ὅλους γνωστό, βάλλεται σήμερα ἡ ἀξιοπρέπειά του, ἡ ἀξία του, ἡ μοναδικότητά του, ἡ αὐθεντικότητά του καί ἡ ἁγιότητά του πανταχόθεν. «Η αρχή αυτή (δηλ. ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου) ἐκφράζει περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο τήν κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου.»[4] ... Συνέχεια στο ΑΜΕΝ