Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗΣ ΣΕΡΓΙΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΡΕΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟ

sigapouris koreas
Open letter of Metropolitan Sergius in Singapore Metropolitan Ambrose of Korea
Γραφείο ρεπορτάζ: Romfea.gr
Ανοιχτή επιστολή προς τον Μητροπολίτη Κορέας κ. Αμβρόσιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου απέστειλε ο Μητροπολίτης Σιγκαπούρης και Νοτιοανατολικής Ασίας κ. Σέργιος του Πατριαρχείου Μόσχας.
Ο Ρώσος Ιεράρχης απαντά σε συνέντευξη του Μητροπολίτη Κορέας, καθώς και στις δημόσιες παρεμβάσεις του κατά της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Romfea.gr δημοσιεύει την επιστολή του Μητροπολίτη Σεργίου.

Διαβάστε παρακάτω την σχετική επιστολή:
Ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ του Πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας, Μητροπολίτου Σιγκαπούρης καὶ Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας Σεργίου πρὸς τὸν Μητροπολίτη Κορέας Ἀμβρόσιο (Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως)

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ἀμβρόσιε,
Γιὰ πολὺ καιρὸ δίσταζα νὰ ἀπαντήσω στὴ συνέντευξη Σας, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὶς 12 Ἀπριλίου στὴν ιστοσελίδα The Orthodox World. (πατήστε εδώ)
Καίτοι οἱ ἐντυπώσεις ἀπὸ τὴν, κατόπιν εὐλογίας τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας καὶ Πασὼν των Ρωσσιών Κυρίλλου, πρόσφατη μετάβαση μου στὴν Οὐκρανία γιὰ συμμετοχὴ στοὺς ἑορτασμοὺς μὲ ἀφορμὴ τὰ σεπτὰ ονομαστήρια του Μακαριωτάτου Μητροπολίτη Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας Ονουφρίου μὲ ὁδήγησαν νὰ ἀπαντήσω στὶς δημόσιες παρεμβάσεις Σας.
Ἐπειδὴ τόσο ἡ συνέντευξη Σας, ὅσο καὶ ἡ ἐπακόλουθη παρατήρηση ἀναρτήθηκαν σὲ μιὰ ἱστοσελίδα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπουσιάζουν στοιχεῖα τῶν ὅσων τῆν ὑποστηρίζουν καὶ ἐπιμελοῦνται, δὲν βλέπω καμία ἄλλη ἐπιλογὴ γιὰ νὰ ἀπαντήσω στὰ δημοσιεύματα αὐτὰ ἀπὸ τὸ νὰ ἀπευθυνθῶ στὸ πρόσωπο Σας, ἀλλὰ λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι οἱ παρεμβάσεις Σας ἦταν δημόσιες, ἡ δικὴ μου ἐπιστολὴ θὰ εἶναι ἀνοικτὴ καὶ αὐτή, γιὰ νὰ καταλήγουν ὁ ἀναγνῶστες στὰ δικὰ τους συμπεράσματα.
Μὲ χαρὰ ἀναπολῶ τὴ θέρμη μὲ την ὁποία μὲ καλωσορίσατε ἀσπαζόμενος ἀδελφικὰ ὅταν Σᾶς ἐπισκέφθηκα στὴ Σεοὺλ τὸν Ἰούνιο 2017.
Τόσο μεγαλύτερο πόνο προκαλεῖ νὰ βλέπω μὲ τὶ μαῦρα χρώματα, οὔτε φημῶν, ἀλλὰ οὔτε καὶ πιθανολογημάτων μὴ ἐντρεπόμενος, ἀναφέρεσθε στὴν ποιμαντικὴ καὶ την ἱεραποστολικὴ δράση τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἦταν οἱ περίπλοκες ἀμοιβαῖες σχέσεις των Ἐκκλησιῶν μας, γιὰ τὶς ὁποῖες αἰτιῶνται οἱ ἀποφάσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου σχετικὰ μὲ τη δημιουργία νέας «ἐκκλησιαστικῆς» δομῆς στὴν Οὐκρανία, ποὺ ἐπηρέασαν τόσο αἰφνίδια τὴν στάση Σας ἔναντι μας;
Μά, ὄχι, γράφετε, ἐπικαλούμενος ἕνα ἀνώνυμο «γέροντα» ὅτι μετὰ ἀπὸ χίλια χρόνια πολλοὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες στὴ Ρωσία δὲν πρόλαβαν νὰ μάθουν τὸ τὶ ἀκριβῶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο, καλλιεργώντας «τη σατανικὴ καὶ ἰμπεριαλιστικὴ θεωρία ‘Μόσχα – Τρίτη Ρώμη’».
Καὶ τὰ λέτε ὅλα αὐτὰ μὲ τον τρόπο ὅτι λὲς καὶ τὰ πιστεύατε αὐτὰ πάντοτε.
Δηλαδή, πρέπει νὰ ὁδηγηθῶ στὸ συμπέρασμα ὅτι το καλωσόρισμὰ Σας στὴ Σεοὺλ ἦταν ἐκδήλωση τῆς ὑποκρισίας, ἐνῶ εἰλικρινὴς εἶναι ἡ θέση Σας τώρα;
Οἱ δύο προπάπποι μου ἱερεῖς φυλακίσθηκαν καὶ ἐστάλησαν σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως ἐξαιτίας τῆς πίστεως καὶ τῆς διακονίας αὐτῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἐκτελέσθηκε διὰ τουφεκισμοῦ λόγῳ τῆς πίστεως στὸν Θεό. Οἱ ἀρχὲς προσπάθησαν νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὴν μανὰ μου τὴν ἄσκηση τῆς γονικῆς μέριμνας ἐπειδὴ τὰ παιδιὰ της μᾶς μεγάλωσε μὲ τὴν πίστη.
Ἀρκετὲς φορὲς στὸ σχολεῖο μου ἔβγαζαν τὸ σταυρουδάκι μου ποὺ φοροῦσα καὶ μὲ κορόιδευαν γιὰ την πίστη μου.
Στὰ παιδικὰ μας χρόνια μὲ το χέρι ἀντιγράφαμε τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ διαφόρων προσευχῶν ἔχοντας αὐτὰ ὡς τὸ πλέον πολύτιμο ἀγαθό.
Αὐτὰ τὰ κείμενα δὲν τὰ ἀντιγράφαμε ἁπλῶς, ἀλλὰ μελετούσαμε καὶ ξαναμελετούσαμε μὲ μεγάλη εὐλάβεια, δέος καὶ ἀγάπη. Δὲν εἶναι μοναδικὴ ἡ ἱστορία τῆς οἰκογένειάς μου.
Πάρα πολλοὶ δοκίμασαν τὰ δεινὰ τῶν διωγμῶν καὶ χλευασμοῦ. Γιὰ σκεφθεῖτε λίγο, πῶς νὰ διαβάζουμε στὸ κείμενὸ Σας τὶς «ἀποκαλύψεις» ἑνὸς ἀνωνύμου «γέροντα» ὅτι δὲν προλάβαμε νὰ γνωρίσουμε τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἐπίσης μὲ πόνο διάβασα πὼς «ἀκραδάντως πιστεύετε» ὅτι ἡ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπὶ δεκαετίες κυοφοροῦσε ἕνα ὕπουλο σχέδιο, καραδοκώντας μιὰ ἀφορμὴ μόνο γιὰ νὰ διακόψει τὸ μνημόσυνο τοὺ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου. Δὲν δύναται κανεὶς νὰ φαντασθεῖ τὸ μεγαλύτερο παράλογο.
Στὴ συνέντευξη Σας δηλώνετε δυνατὰ ὅτι ἡ δράση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴ Νοτιοανατολικὴ Ἀσία εἶναι δῆθεν ἀντικανονική.
Ἐπιτρέψτε μου νὰ ὑπενθυμίσω την ἱστορία τῆς ἐμφανίσεως τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν ἐν λόγῳ περιοχὴ: οἱ Ρῶσοι ἱερεῖς ἄρχισαν νὰ δραστηριοποιοῦνται ποιμαντικὰ στὴν Κίνα το 1685, ὁ Ἅγιος Νικόλαος Κασάτκιν ἀφίχθη στὴν Ἰαπωνία τὸ 1861, ἐνῶ ἡ Ρωσικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀποστολὴ στὴν Κορέα ἱδρύθηκε τὸ 1897.
Οἱ Ρωσικὲς ἐνορίες στὴν Ἰνδονησία ἐμφανίζονται το 1934 καὶ τὸ ἴδιο ἔτος ἐγκαινιάσθηκε ἡ ἐνορία στὴ Μανίλα. Ο Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς Σαγκάης τέλεσε τὶς πρῶτες ἱερὲς ἀκολουθίες στὸ Βιετνὰμ το 1949.
Καὶ αὐτὰ εἶναι μόλις ἐλάχιστα ἀπὸ τὶς γραπτὲς μαρτυρίες ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἔναρξη τῆς λειτουργίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὶς χῶρες τῆς Νότιας καὶ τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας, ὅπου ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οὐδεμία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκπροσωπήθηκε.
Στὴ συνέντευξη Σας παρατίθετε ἕνα διάλογο, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀκούσατε ἀπὸ τρίτο πρόσωπο, ὅτι δῆθεν ὑπῆρξε μεταξὺ τοῦ Μητροπολίτη Σμολένσκ καὶ Καλίνιγκραντ Κυρίλλου – τοῦ νῦν Ἁγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας καὶ Πασὼν των Ρωσσιών – καὶ ἑνὸς Ρωσοφώνου ἐνορίτη, ὅπου διεκδικοῦσε ὁ Σμολένσκ τον Ἱερὸ Ναὸ του Ἁγίου Νικολάου Σεούλ.
Ρώτησα ἐπίτηδες τὸν Ἁγιώτατο Πατριάρχη σχετικά. Εἶναι ψέμα. Δὲν ὑπῆρξε τέτοια συζήτηση, ἀλλὰ οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει, διότι ὁ Ἁγιώτατος τυγχάνει πολὺ καλὸς γνώστης τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Κορέα.
Η Ρωσικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀποστολὴ στὴν Κορέα εἶχε κάποτε στὴν κατοχὴ της οἰκόπεδα καὶ κτίρια, καὶ ὄχι μόνο στὴ Σεούλ, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη την Κορεατικὴ Χερσόνησο.
Τὶ ἀπέγιναν μετέπειτα, εἴτε πουλήθηκαν, εἴτε παραχωρήθηκαν, ἐὰν ναι, ἀπὸ ποιον καὶ μὲ ποιοὺς ὄρους, δὲν γνωρίζουμε πρὸς το παρὸν πλήρως. Ἀλλὰ θὰ ἐπιληφθοῦμε τοῦ θέματος.
Το ἱστορικὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι οὐδέποτε σὲ ἑκατοντάδες χρόνια γινόταν ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἀποδέκτης παραπόνων ἢ ἐπιπλήξεων ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀδελφοὺς μας ἐξαιτίας τῶν ἐνεργειῶν μας στὴν Ἀσία μέχρι προσφάτως, ὅταν ὁ Κωνσταντινουπόλεως τροποποίησε την ἐκκλησιολογία του καὶ ἐπιθύμησε, ἀντὶ «πρώτου μεταξὺ ἴσων» Προκαθημένων νὰ γίνει «πρῶτος ἄνευ ἴσων».
Οὐδέποτε οἱ Ὀρθόδοξες κατὰ τόπους Ἐκκλησίες ἀμφισβητοῦσαν τὴν ποιμαντικὴ καὶ τὴν ἱεραποστολικὴ δράση τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Ἀσία, τοὐναντίον, τὴν ἐπικροτοῦσαν, κάτι τὸ ὁποῖο συμπεραίνεται ειδικότερα ἀπὸ τὰ Γράμματα τῶν Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων στὸν Ἰσαπόστολο Νικόλαο Ἰαπωνίας.
Ἔτσι, τὸ 1896 ὁ Μακαριώτατος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Γεράσιμος ἀπέστειλε δῶρο στὴν
Ἐκκλησία τῆς Ἰαπωνίας ἅγιες εἰκόνες, τιμία λείψανα καὶ ἄλλα ἱερὰ ἀντικείμενα.
Ἀργότερα τὴν ὑποστήριξη πρὸς τὴν Ἰαπωνικὴ Ὀρθοδοξία παρεῖχαν καὶ τον βαθὺ προσωπικὸ σεβασμὸ ἔναντι του Ἁγίου Νικολάου ἔτρεφαν τόσο οἱ διάδοχοι τοῦ Πατριάρχη Γερασίμου, ὅσο καὶ οἱ Ἱεράρχες τῶν διαφόρων κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Ὅταν το 1956 ἡ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνακήρυξε αὐτόνομη τὴν συγκροτηθεῖσα βάσει τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀποστολῆς στὴν Κίνα καὶ της Ἐξαρχίας Ἀνατολικῆς Ἀσίας (στὴν ὁποία κανονικώς ὑπάγονταν τότε οἱ κοινότητες στὴν Κορέα) Κινεζικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ἐν λόγῳ ἀπόφαση οὐδόλως ἀμφισβητήθηκε ἀπὸ τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, καὶ ἀκόμη περισσότερα, δὲν ἀρνήθηκαν την κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἐκκλησιαστικῶν δομῶν στὴν Κίνα.
Κάποτε ὁ Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ’ ἔστειλε ἁγία εἰκόνα γιὰ τὸν ὑπὸ κατασκευὴ Ρωσικὸ Ἱερὸ Ναὸ στὴ Χαρμπίν, στηρίζοντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας παρουσία στὴν Κίνα.
Ὅταν το 1970 ἡ Ἰαπωνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνακηρύχθηκε αὐτόνομη, ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας ἀρνήθηκε νὰ ἐντάξει τὸν Προκαθήμενο τῆς Ἰαπωνικῆς Ἐκκλησίας στὰ Δίπτυχα λόγῳ τοῦ αὐτονόμου καὶ ὄχι τοῦ αὐτοκεφάλου καθεστῶτος αὐτῆς.
Δὲν ἀμφισβητοῦσε τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῶν Ὀρθοδόξων δομῶν τῆς χώρας, ἡ ὁποία ἡ δικαιοδοσία ἐδῶ καὶ ἕνα αἰῶνα καὶ πλέον δὲν ἀμφισβητεῖτο ἀπὸ κανένα. Ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύει περίτρανα στὸ πόνημὰ του «Ἕως ἐσχάτου της γῆς» ὁ σπουδαῖος ἱεραπόστολος τῶν ἡμερῶν μας καὶ Προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας Ἀλβανίας ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας Ἀναστάσιος.
Θὰ ἐπικεντρωθῶ ἰδιαιτέρως στὴν ἱστορία τῆς Ρωσικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς στὴν Κορέα.
Η ἱστορία τῶν σχέσεων Ρωσίας-Κορέας ἀνάγεται στὴν ἐποχὴ τῆς Ρως τοῦ Κιέβου, ὅταν τὸ δόγμα «Μόσχα-Τρίτη Ρώμη», τὸ ὁποῖο ἐπικαλεῖται ἡ Υμετέρα Σεβασμιότητα, οὔτε κὰν ὑπῆρχε ἀκόμη.
Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι μοναδικὸ ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο ἀνακηρύσσει ἄμεσα τὴν ἐν λόγῳ ἰδέα εἶναι ὁ «Ἱδρυτικὸς χάρτης» μὲ τὸν ὁποῖο στὴ Μόσχα ἱδρύεται Πατριαρχεῖο καὶ ποὺ φέρνει τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμία (1589).
Η δὲ ἱεραποστολικὴ δράση τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στοὺς Κορεάτες ξεκίνησε τὸ 1856 μὲ τον Ἅγιο Ἐπίσκοπο Ἰννοκέντιο Βενιαμίνοφ νὰ στείλει κήρυκες τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν περιοχὴ τῆς Νότιας Οὐσουρίας, ὅπου κατευθύνθηκε τὸ μεταναστευτικὸ ρεῦμα ἀπὸ τὴν Κορέα.
Τὸ 1885 μεταξὺ τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Κορέας ὑπεγράφη συμφωνία, ἡ ὁποία χορηγοῦσε δικαίωμα στοὺς Ρώσους ὑπηκόους στὸ ἔδαφος τῆς Κορέας νὰ τελοῦν ἱερὲς ἀκολουθίες ἀνεμποδίστως.
Μὲ ἀπόφαση τῆς Ἁγιωτάτης Διοικούσης Συνόδου τὸ 1897 στὴν Κορέα ἱδρύθηκε ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἀποστολὴ μὲ σκοπὸ τὴ φροντίδα τῶν Ρώσων Ὀρθοδόξων χριστιανῶν, τῶν
προσερχομένων στὴν Κορεατικὴ Χερσόνησο καθὼς καὶ τὴν διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν ντόπιο μὴ χριστιανικὸ πληθυσμό.
Στὶς 17 Φεβρουαρίου 1900 ὁ Ἀρχηγὸς τῆς Ἀποστολῆς Ἀρχιμανδρίτης Χρύσανθος Σετκόφσκι τέλεσε Θεία Λειτουργία στὴ Σεοὺλ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐκεῖνο τὸ γεγονὸς θεωρεῖται παραδοσιακὰ ὡς ἀφετηρία τῆς δράσεως της Ρωσικῆς Ἀποστολῆς.
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς συγκροτήσεὼς της μέχρι τὸ 1908 ἡ ἐν Κορέα Ἀποστολὴ ὑπαγόταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Μητροπολίτη Πετρουπόλεως, ἐνῶ ἀπὸ τὸ 1908 ἕως 1921 στὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἐπισκόπου Βλαντιβοστόκ, ἀπὸ το 1921 ἕως 1945 στὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τόκιο καὶ ἀπὸ τὸ 1945 ἕως 1954 στὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐξαρχίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἀσίας.
Καὶ ὅμως ἡ δράση τῆς Ἀποστολῆς διακόπηκε βιαίως. Μετὰ τὴ λήξη τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οἱ νοτιοκορεατικές ἀρχὲς καὶ ἡ ἀμερικανικὴ κατοχικὴ διοίκηση χρόνια διεξήγαγαν τὸν ἀγῶνα προσπαθῶντας νὰ ἀποσπάσουν τὴν Ἀποστολὴ ἀπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.
Μὴ ἔχοντας δυνατότητα νὰ τὸ πετύχουν μὲ κάποια νόμιμα μέσα τὸ 1949 οἱ ἀρχὲς τῆς Νότιας Κορέας ἀπέλασαν τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ἀποστολῆς Ἀρχιμανδρίτη Πολύκαρπο.
Γιὰ λόγους πολιτικοὺς ἀνεστάλη ἡ λειτουργία τῆς Ἀποστολῆς ἐνῶ ἡ περιουσία της δημεύθηκε.
Μόλις τὸ 1955 οἱ στερούμενες πλέον ἀρχιερατικῆς φροντίδας καὶ κατόπιν ἐπιρροῆς τῆς στρατιωτικῆς παρουσίας τῶν ξένων δυνάμεων στὴ Νότια Κορέα, οἱ ὅσες σώζονταν ἐνορίες τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐντάχθηκαν στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στὴν Ἀμερική.
Εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ δεχθοῦμε ὡς νόμιμη τὴν γενομένη κάτω ἀπὸ πιέσεις τῶν πολιτικῶν δυνάμεων μετάβαση τοῦ εὐαγοῦς κλήρου καὶ κοινοτήτων σὲ μιὰ ἄλλη δικαιοδοσία (χωρὶς νὰ ἐκδοθοῦν ποτὲ τὰ ἀπολυτήρια).
Ἑπομένως, σήμερα δὲν μιλᾶμε γιὰ ἵδρυση μιᾶς «παράλληλης Ἐκκλησίας», ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς πνευματικῆς ἀποστολῆς της Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἱστορικὴ πορεία ἀνασυγκροτήσεως τῆς δοκιμαζομένης ἐπὶ 70 χρόνια ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῶν ἀθεϊστικῶν ἀρχῶν Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ἀνάγκη ποιμαντικῆς φροντίδας τῶν συμπατριωτῶν μας σὲ κάθε γωνιὰ τῆς ὑφηλίου, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ἀσίας, καὶ στὴν ἀδυναμία συμμετοχῆς γιὰ τὸ ποίμνιο μας στὰ τελούμενα στὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως Μυστήρια, διότι ἡ τελευταία προχώρησε σὲ κοινωνία μὲ σχισματικοὺς καὶ εἰσπήδησε στὰ κανονικὰ ὅρια τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴν Οὐκρανία.
Ἐπαναλαμβάνω, ἱστορικὰ ἡ πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν Κορέα ἦταν συνδεδεμένη μὲ τὴ Ρωσία. Καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία καταβάλλει προσπάθειες πρὸς ἀναβίωση τῆς πνευματικῆς ἐγγύτητας τῶν λαῶν μας, πρὸς ἐπαναφορὰ τῶν πνευματικῶν δεσμῶν, διὰ τῶν ὁποίων ἦταν συνδεδεμένοι στὸ παρελθόν.
Η Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει κάθε ἱστορικὸ καὶ κανονικὸ λόγο γιὰ νὰ ἀνανεώσει τὴν ἱεραποστολικὴ δράση, ἡ ὁποία διακόπηκε στὴν Κορεατικὴ Χερσόνησο ἐξαιτίας τῶν ἱστορικῶν συγκυριῶν.
Σεῖς, Σεβασμιώτατε, προτιμᾶτε νὰ παραβλέπετε τὸν πολιτικὸ χαρακτῆρα τῶν ἐνεργειῶν τῆς Ἐκκλησίας Σας στὴν Οὐκρανία, ἐντούτοις ὁμιλεῖτε γιὰ τὸν πολιτικὸ χαρακτῆρα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴν Κορέα, ὅπου ὑπονομεύουμε δῆθεν τὸ κανονικὸ καθεστὼς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀσκοῦμε προσηλυτισμό.
Ἀγανακτεῖτε γιὰ τὴ σύσταση ἐνοριῶν καὶ ἐπαρχιῶν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴ Νοτιοανατολικὴ Ἀσία γενικὰ καὶ στὴν Κορέα εἰδικώτερα.
Ἐπ΄αὐτού πρόσφατα ἀναλυτικότερα μίλησε ὁ ἀδελφὸς μου ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Κορέας κ. Θεοφάνης Κιμ. (πατήστε εδώ)
Νὰ προσθέσω μόνο ὅτι σὲ πολλὲς χῶρες τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, οἱ ὁποῖες δὲν ὑπάγονται στὸν κανονικὸ χῶρο μιᾶς συγκεκριμένης Ἐκκλησίας, συνυπάρχουν ἐπίσκοποι διαφόρων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀποτελεῖ ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο γιὰ τὴ διακονία τους καὶ τὴν κοινὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Χριστό.
Εἶναι ἕνα καλὸ παράδειγμα μιᾶς καταστάσεως ὅταν στὴν κεφαλὴ γωνίας τοποθετεῖται ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία, οἱ ἀθάνατες ἀνθρώπινες ψυχές.
Ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἀποβλέπει στὸ διάλογο καὶ λαμβάνει ἐνεργὸ μέρος σὲ ὅλα τα Ἐπισκοπικὰ συνέδρια, μὴν προβάλλοντας ταυτόχρονα ἀπαράδεκτους ὄρους σ΄ ἐκεῖνες τὶς περιοχές, ὅπου τὸ Ρωσόφωνο ποίμνιο ἀπαρτίζει πλειοψηφία καὶ ἀντιμετωπίζοντας τα ἀναφυόμενα ζητήματα μὲ πνεῦμα ἀγάπης καὶ συνεργασίας.
Γι' αὐτὸ βλέπω ὡς ἀβάσιμες τὶς μομφὲς Σας. Σήμερα, σὲ ἁπλό, ἀλλὰ μὲ το μεράκι ἑτοιμασμένο γιὰ νὰ στεγάσει ἕνα πρόχειρο ναὸ χῶρο στὴ Σεούλ, στὶς Θεῖες Λειτουργίες προσέρχεται ἕνας σπουδαῖος ἀριθμὸς τῶν πιστῶν μας.
Γινόμαστε ἀποδέκτες πολλῶν Γραμμάτων μὲ εὐχαριστίες καὶ αἰτήματα ἀπὸ τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας τόσο ἀπὸ τὴ Σεοὺλ ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τῆς Κορέας, ποὺ μας ζητοῦν γιὰ φροντίδα τῶν ψυχῶν τους.
Θὰ πρέπει νὰ διώξουμε τους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὡς Μητέρα τους βλέπουν τὴν Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τον Ἁγιώτατο Πατριάρχη Μόσχας καὶ Πασὼν των Ρωσσιών Κύριλλο ὡς πνευματικὸ πατέρα τους;
Παρακαλῶ νὰ ἔχετε ὑπόψη Σας ὅτι πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι σήμερα δὲν θὰ ἐκκλησιάζονται σὲ Ναοὺς του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τους ὡς ἄνω λόγος.
Μήπως δὲν ἑόρτασε πρόσφατα ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Κορέας τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τὴν ἐπέτειο 119 ἐτῶν ἀπὸ τὴν πρώτη Θεία Λειτουργία στὴν Κορέα, δηλαδὴ τὴν ἐπέτειο τῆς ἐνάρξεως τῆς δράσεως τῆς ἀποστολῆς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὴν Κορέα;
Μήπως θέλετε νὰ πείτε ὅτι ἑορτάσατε τὴν ἐπέτειο τῶν «ἀντικανονικῶν ἐνεργειῶν»; Καὶ τὶ τότε ἑόρτασε ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος κατὰ τὸ ἀδελφικὸ συλλείτουργο στὴ Σεοὺλ τὸν Φεβρουάριο 2000 μὲ τον Ἀρχιεπίσκοπο Καλούγκας καὶ Μπόροφσκ Κλήμεντα καὶ πλειάδα Ἱεραρχῶν;
Καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος προεξῆρχε τοῦ συλλείτουργου στὴ Σεοὺλ τὸ 2010, ὅπου συμμετεῖχε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βλαντιβοστόκ καὶ Πριμόργιε Βενιαμίν, αὐτοὶ τὶ ἑόρτασαν; Ἀπορία ἐπίσης προκαλεῖ ἡ διήγηση Σας γιὰ τη συνάντηση μὲ τὸν Ἱερέα.
Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι της Σεοὺλ ξέρουν γιὰ ποιον πρόκειται. Εἶναι ἄνθρωπος μὲ καθόλου εὔκολη πορεία, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς χάριτος τῆς ἱερωσύνης.
Δυσκολεύομαι νὰ φαντασθῶ τὴ συμπεριφορὰ του ἔτσι ὅπως τὴν περιγράφετε, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἐὰν εἶναι ἔτσι, μπορῶ μόνο νὰ ὑπενθυμίσω τὰ τοῦ Ἀποστόλου: «Ἐὰν καὶ προληφθῆ ἄνθρωπος ἐν τινὶ παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραότητος» (Γαλ. 6.1).
Γράφετε ὅτι τὸ Νοέμβριο 2018 στὰ πλαίσια τῆς στρογγυλῆς τραπέζης στὴ Σεοὺλ μὲ τίτλο «Η Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ οἱ συμπατριῶτες: πεῖρα συνεργασίας στὴ Νοτιοανατολικὴ Ἀσία, τὴν Αὐστραλία καὶ τὴν Ὠκεανία», τῶν ἐργασιῶν τῆς ὁποίας προήδρευσε ὁ Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ἱλαρίωνας, ὁ Πρόεδρος τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, συγκεντρώθηκαν ὑπογραφὲς κάτω ἀπὸ τὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο τελικὰ ὑπέγραψαν ἐλάχιστοι.
Προφανῶς Σας εἶπαν ἀναλήθεια, διότι στὴν πραγματικότητα κανένα ἐκκλησιαστικὸ κείμενο ὑπεγράφη 'σ’ ἐκείνη τὴ συνάντηση.
Ἡ πολυετὴς ἱστορία τῶν ἀμοιβαίων σχέσεων τῶν Ἐκκλησιῶν μας γνώριζε ἀτυχῶς καὶ θλιβερὲς σελίδες, τὶς ὁποῖες μέχρι προσφάτως προτιμούσαμε νὰ μὴν τὶς ἀναπολοῦμε.
Καίτοι, τὴ δεκαετία τοῦ 1920 ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἀποπειράθηκε νὰ καθαιρέσει τὸν Ἁγιώτατο Πατριάρχη Τύχωνα Μπελάβιν καὶ παντοιοτρόπως ὑποστήριξε τὴν ἱδρυθεῖσα ἀπὸ τὴν παρὰ τὸ Λαϊκὸ Ἐπιτροπάτο Ἐσωτερικῶν Ὑποθέσεων τῆς Ρωσικῆς Σοβιετικῆς Ὁμοσπονδιακῆς Σοσιαλιστικῆς Δημοκρατίας Κρατικὴ Πολιτικὴ Διεύθυνση ἀνακαινιστικὴ «Ζῶσα ἐκκλησία» γιὰ νὰ εἰσπράξει εἰσπράξει ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πατριάρχη καὶ ὁμολογητὴ τὴν ἀκόλουθη ἀπάντηση: «Ἀφοῦ μελετήσαμε τὰ ὡς ἄνω πρακτικά, ἔχουμε ταραχθεί καὶ εἐπλαγεί ὄχι ὀλίγα μὲ τὸ ὅτι ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, χωρὶς κάθε προηγούμενη ἐπικοινωνία μαζὶ Μας, ὡς νόμιμο ἐκπρόσωπο καὶ κεφαλὴ τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀναμιγνύεται στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ καὶ τὶς ὑποθέσεις τῆς Αὐτοκεφάλου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱερὲς Σύνοδοι (βλ. τοὺς κανόνες 2ο καὶ 3ο τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς κλπ.) στὸν Κωνσταντινουπόλεως […] ἀναγνώρισαν καὶ ἀναγνωρίζουν τὸ πρωτεῖο τιμῆς ἔναντι τῶν ἄλλων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καὶ ὄχι εξουσίας…
Κάθε ἀποστολὴ ὁποιασδήποτε Ἐπιτροπῆς χωρὶς τὴν ἐπικοινωνία μαζὶ Μου ὡς τὸ μόνο νόμιμο καὶ Ὀρθόδοξο Πρωθιεράρχη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἄνευ γνώμης μου θὰ εἶναι ἀθέμιτη καὶ δὲν θὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Ρωσικὸ Ὀρθόδοξο λαό, προσφέροντας ὄχι καθησυχασμό ἀλλὰ ἀκόμη μεγαλύτερη διχόνοια καὶ διαίρεση στὴ ζωὴ τῆς πολυπαθοῦς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Η ἀλλαγὴ τῆς θέσεως τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σημειώθηκε πλέον τὴ δεκαετία τοῦ 1940, ὅταν κατὰ τὸ Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τροποποιήθηκε ριζικὰ ἡ πολιτικὴ τῆς σοβιετικῆς ἡγεσίας ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας.
Μετὰ ἀπὸ περίφημη συνάντηση μὲ τοὺς τρεῖς μητροπολῖτες τῆς Πατριαρχικῆς Ἐκκλησίας τὸ Σεπτέμβριο 1943 ὁ Στάλιν, ἀφοῦ ἔκρινε ὅτι οἱ ἀρχὲς δὲν θέλουν πιὰ τὸ σχίσμα τῶν ανακαινιστών, ἐπικύρωσε τὴν κατάργησή του.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ὁ Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶχε πιὰ λόγο νὰ ἔχει σχέσεις μὲ τοὺς ἀουτσάιντερ ανακαινιστές καὶ, σὰν νὰ μὴν εἶχε προηγηθεῖ τίποτε, ἀποκατέστησε κοινωνία μὲ το Πατριαρχεῖο Μόσχας. Μὲ τὴ σειρὰ της ἡ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν κάλεσε τότε κανένα νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὴν πρόσφατη ιεροκανονική ἀκολασία.
Μιὰ ἄλλη εἰσπήδηση στὸ κανονικὸ χῶρο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιήθηκε τὴν δεκαετία τοῦ 1990 στὴν Ἐσθονία.
Τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, μὲ ὑποστήριξη του Προέδρου, του Πρωθυπουργοῦ καὶ του Ὑπουργείου Ἐσωτερικῶν της Ἐσθονίας, προχώρησε στὴν ἀναγνώριση μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς δομῆς, ἡ ὁποία ὑποστηριζόταν ἀπὸ τότε πολιτικοὺς καὶ δὲν ντρεπόταν νὰ καταφεύγει στὴν ἐθνικιστικὴ ρητορική, χωρὶς νὰ λαμβάνει ὑπόψη τὴν παρουσία στὸν τόπο μιᾶς μοναδικῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.
Ἰδιαίτερη ἔκπληξη καὶ λύπη προκαλεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ τάση ἔτυχε προσωπικῆς ὑποστηρίξεως τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Τότε διακόπηκε ἡ κανονικὴ κοινωνία μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας καὶ Κωνσταντινουπόλεως.
Εἶναι δυνατὸν ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία μὲ τόση αὐθάδεια νὰ ἀθετεῖ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, νὰ διχάζει τὶς ἐθνικότητες καὶ νὰ σπείρει ἔχθρα μεταξὺ τῶν λαῶν;
Αὐτὴ ἡ σφοδρότατη σύγκρουση στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀρκετὲς φορὲς ἀπεκαλεῖτο «σχίσμα» ἀπὸ τα ΜΜΕ, θεραπεύθηκε πρὸς τὸ τέλος τοῦ 1996 μὲ συμβιβαστικὴ λύση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ρωσίας καὶ Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖες δέχθηκαν τὴν συνύπαρξη τῶν δύο δικαιοδοσιῶν στὸ ἔδαφος τοῦ Ἐσθονικοῦ κράτους, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν συνάδει οὔτε μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀνταποκρίνεται στὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια.
Ὑπηρέτησαν οἱ ἐνέργειες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας ἤ τὸ καλὸ τοῦ Ἐσθονικοῦ λαοῦ;
Μήπως αὐξήθηκε ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν; Οἱ ἴδιοι γνωρίζετε ὅτι σύμφωνα μὲ τα ἐπίσημα στατιστικὰ τῶν ἀρχῶν τῆς Ἐσθονίας ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀκολούθων τῆς Ἐσθονικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἑξαπλάσιος ἐκείνου τῶν ὀπαδῶν τῆς δομῆς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στὴν Ἐσθονία.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἀπὸ ντροπὴ οἱ ἀρχὲς δὲν δημοσιεύουν τὰ στατιστικά, διότι ἡ ἱστορικὴ ἐπιλογὴ τοῦ λαοῦ ἀνατρέπει τὰ πολιτικὰ σχέδια τῶν πολιτικῶν. Τὸ πολιτικὸ σχέδιο, ἡ προσπάθεια τῆς ἐπαναλήψεως τοῦ ὁποίου καταβλήθηκε σήμερα στὴν Οὐκρανία, σχεδὸν ἀπέτυχε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ μὲ ἐκκλησιαστικὲς σκοπιμότητες, διότι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ φύλακας τῆς ἀληθείας, αἰσθάνεται ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια.
Ἐρχόμενος τώρα στὸ Οὐκρανικό, τὸ ὁποῖο κατέχει σπουδαία θέση στὴν παρέμβαση Σας, νὰ ἐπισημάνω ὅτι στὴ συνέντευξη Σας παραλληλίζετε τὴν ἐπανένωση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ΥΡΟΕ) μὲ τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τῶν Οὐκρανῶν σχισματικῶν τοῦ λεγόμενου «Πατριαρχείου Κιέβου» καὶ τῆς «Οὐκρανικῆς Αὐτοκέφαλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Παρὰ ταῦτα, εἶναι ἀδύνατο παρὰ νὰ μὴν διακρίνουμε θεμελιώδεις διαφορὲς στὶς δύο πράξεις.
Η κοινωνία της ΥΡΟΕ μὲ το Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀνεστάλη προσωρινὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1920 ἐξαιτίας τοῦ πολιτικοῦ καθεστῶτος στὴν ΕΣΣΔ καὶ τῆς πιέσεως τὴν ὁποία δεχόταν ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία.
Η Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ζοῦσε τὴν Ὀθωμανικὴ Τουρκικὴ κυριαρχία γνωρίζει κάλλιστα τὸ βάρος τῆς πιέσεως τῶν ἀρχῶν. Η Ρωσικὴ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπέρριπτε τὰ μυστήρια τῆς ΥΡΟΕ ὡς ἄκυρα.
Στὴν ἴδια τὴν ΥΡΟΕ οὐδεμία φορὰ διακόπηκε ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν. Ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ ἀποκαταστάθηκε ἡ εὐχαριστιακή κοινωνία.
Η Οὐκρανικὴ κατάσταση διαφέρει κατὰ πολύ. Ὁ πρώην μητροπολίτης Φιλάρετος Ντενισένκο καθαιρέθηκε ἐξαιτίας τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων, ἡ ὁποία ἡ καθαίρεση ἔτυχε ὑποστηρίξεως ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων.
Στὶς 26 Αὐγούστου 1992 ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος ἀπέστειλε Γράμμα στὸν Πατριάρχη Μόσχας καὶ Πασὼν τῶν Ρωσσιών Ἀλέξιο Β’ σχετικὰ μὲ τὴν καθαίρεση τοῦ Κιέβου Φιλαρέτου, ὅπου ἔγραφε: «ἡ καθ' ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τὸ ἀκέραιον τὴν ἐπὶ τοῦ θέματος ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα τῆς ὑφ' Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τὰ Συνοδικώς ἀποφασισθέντα περὶ τοῦ ἐν λόγῳ».
Λοιπὸν, εἶναι δυνατὸ κανεὶς νὰ ἐπιβεβαιώνει τὴν καθαίρεση ἀρχικὰ καὶ στὴ συνέχεια νὰ ἀνακαλεῖ τὴν ἀπόφαση του;
Πῶς συμβιβάζονται αὐτὰ μὲ τὰ τοῦ Εὐαγγελίου: «Ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστὶν» (Ματθ. 5.37); Ἐξαιτίας τῆς περαιτέρω ἐμμονῆς του στὸ σχίσμα ὁ Ντενισένκο ὑπέπεσε στὸ ἀνάθεμα, δηλαδὴ ἀφορίσθηκε ἀπὸ την Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος ὁ ἀφορισμὸς ἐπίσης ἐπιβεβαιώθηκε ἀπὸ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες.
Μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀρχῶν τῆς Οὐκρανίας προέβη σὲ διοργάνωση τοῦ «Πατριαρχείου Κιέβου» καὶ «χειροτονίες» ἐπισκόπων.
Αὐτὲς οἱ «χειροτονίες» ἀναγνωρίζονται πλέον ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Μάλιστα, ἡ Κωνσταντινούπολη ἀναγνώρισε μονομερῶς τὶς ἐπισκοπικὲς «χειροτονίες» τῆς οὕτως λεγόμενης «Οὐκρανικῆς Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῆς ὁποίας ἡ κεφαλὴ «μητροπολίτης» Μακάριος Μαλέτιτς ἀποχώρησε αὐθαιρέτως ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἔχοντας τὸν βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου.
Εἶναι προφανὲς τὸ συμπέρασμα, στὸ ὁποῖο κατέληξε καὶ ὑποστηρίζει ἡ πλειοψηφία της Ὀρθόδοξης ἱεραρχίας καὶ του εὐαγοῦς κλήρου καθὼς καὶ θεολόγων ὅτι οἱ ἐπισκοπικὲς χειροτονίες τοῦ «Πατριαρχείου Κιέβου» καὶ τῆς «Οὐκρανικῆς Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» εἶναι ἄκυρες καὶ παραμένουν ὡς τέτοιες καὶ στὴ νεοσύστατη «ἐκκλησία».
Αὐτὰ τα «ἐκκλησιαστικὰ» μορφώματα ὅπως καὶ οἱ χειροτονίες των οὐδέποτε ἀναγνωρίσθηκαν ἀπὸ οὐδεμία Τοπικὴ Ἐκκλησία. Χωρὶς νὰ λάβει ὑπόψη ὅλα τὰ παραπάνω ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ὑποστήριξε τὸ αἴτημα τοῦ Προέδρου τῆς Οὐκρανίας, τῆς Ἀνώτατης Βουλῆς καὶ τῶν ὡς ἄνω ἀρχηγῶν τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων μὲ τὴν ἀποδοχὴ τους στὴν ευχαριστιακή κοινωνία καὶ τὴν ἀναγνώριση ὡς ἔγκυρων τῶν χειροτονιῶν τους.
Ἐπαναλαμβάνονται τὰ πρὸ ἑνὸς αἰῶνος γεγονότα, γιὰ τὰ ὁποία μὲ πόνο καρδιᾶς ἔγραφε τότε ὁ μητροπολίτης Σέργιος Στραγκορόντσκι: «Γνωρίζουμε ὅτι στὴν ἑνότητα μὲ τηὴ Ἐκκλησία εὑρίσκονται μόνο ὅσοι ἔχουν τὴν ἑνότητα μὲ τὸν νόμιμο αὐτῶν ἐπίσκοπο καὶ πατριάρχη˙ ὅτι ὁ ἐπιτιμηθεὶς ἀπὸ τὸν οἰκεῖο αὐτοῦ πατριάρχη δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὸς σὲ κοινωνία ἀπὸ τους ἄλλους (1ος κανόνα τῆς Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 879)˙ […]. Ἀλλὰ ἐπιπλέον καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔλθει σὲ κοινωνία μὲ τὸν ἀκοινώνητο ὑπόκειται σὲ ἀφορισμὸ (10ος καὶ 12ος Ἀποστολικοὶ κανόνες). […] Μπροστὰ στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ὅλοι εἴμαστε ἴσιοι: τόσο οἱ πατριάρχες, ὅσο καὶ λαϊκοί. Ὅταν τὸν 15ο αἰῶνα ὁ Κωνσταντινουπόλεως ὑπέπεσε στὴν ουνία μὲ τὴ Ρώμη, δὲν τὸν ἀκολούθησε ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία […] Ἔτσι καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μὲ τοὺς ἀνακαινιστές μπορεῖ μόνο ἀνακαινιστὴ νὰ καταστήσει τὸν Πατριάρχη, καὶ ὄχι τοὺς ἀνακαινιστές Ὀρθοδόξους».
Ὁ Μητροπολίτης Ζαπορόζιε καὶ Μελιτουπόλεως Λουκᾶς Κοβαλένκο διηγήθηκε ὅτι κατὰ τὴ συνάντησή του μὲ τὸ πρόσωπὸ Σας τὸ 2018 τὸν διαβεβαιώσατε ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν ἐπρόκειτο νὰ νομιμοποιήσει τὸ σχίσμα καὶ ἐὰν τελικὰ γίνει κάτι ἐν καιρῶ εὐθέτω τοῦτο θὰ εἶναι μόνο σὲ περίπτωση τῆς μετάνοιας τῶν σχισματικῶν.
Σήμερα ξέρουμε ὅτι τελικὰ ὅλα ἔγιναν χωρὶς ἴχνη τῆς μετάνοιας ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπερήφανη προβολὴ τῆς θριαμβολογίας. Οὐδεμία θεραπεία του σχίσματος στὴν Οὐκρανία ἐπῆλθε, ἡ ὁποία ἡ θεραπεία εἶχε δηλωθεῖ ὡς σκοπὸ τῆς ἐν λόγῳ πράξεως.
Στὸν εὐαγῆ κλῆρο καὶ τοὺς λαϊκοὺς τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία ἀσκεῖται μιὰ ἄνευ προηγουμένου πίεση μὲ χρήση ὅλων τῶν ἐργαλείων τοῦ κράτους, δηλαδὴ μέσω τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν, τῶν ἐκβιασμῶν, τῶν ἐκφοβισμῶν, τῶν καταλήψεων Ι. Ναῶν μὲ ἀνοχὴ ἢ ὑποστήριξη τῆς ἀστυνομίας καὶ τοπικῶν ἀρχῶν.
Αἱμορραγεῖ ἡ καρδιὰ νὰ βλέπεις τὶς ἀσταμάτητες ἀπόπειρες καταλήψεων μὲ τὴ βία των Ι. Ναῶν τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Στὸ τραγικωμικό τῆς καταστάσεως συνέβαλε ὁ ψεδοπατριάρχης «Φιλάρετος» Ντενισένκο μὲ τὴν ἄρνησὴ του νὰ δεχθεί τὸν ἐκδοθέντα ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως τόμο καὶ μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ «Πατριαρχείου Κιέβου».
Αὐτὸ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ καταδεικνύει ὅτι καμία εἰρήνη καὶ ἑνότητα στοὺς Ὀρθοδόξους αὐτῆς τῆς χώρας ἔφεραν οἱ ἀποφάσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ παραχωρήσει τὸ «αὐτοκέφαλο» στὸ νέο «ἐκκλησιαστικὸ» μόρφωμα στὴν Οὐκρανία, ὁδηγώντας μόνο στὶς νέες διαιρέσεις, τη δημιουργία μιᾶς παράλληλης «ἱεραρχίας» καὶ τὶς ταλαιπωρίες του λαοῦ, ὅπως αὐτὸ συνέβη πλέον ἀρκετὲς φορὲς στὴν ἱστορία.
Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι αὐτοαποκαλούνται «ἀρχιερεῖς» καὶ «ἱερεῖς» τῆς «Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας» ἔχουν πλέον τὴ δυνατότητα νὰ ἱερουργοῦν ἀνεμπόδιστα σὲ Ναοὺς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Μὲ συγχωρεῖτε, ἐγὼ ὅμως ἀδυνατῶ νὰ κοινωνήσω ἀπὸ το Ἴδιο Ποτήρι μὲ τέτοιους ἀνθρώπους, ὅπου καὶ νὰ γινόταν αὐτό, εἴτε στὴν Ιστανμπούλ, εἴτε στὶς ΗΠΑ, εἴτε στὴν Κορέα.
Σημειωτέον, ὅτι ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν παρόλο ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀναγνωρισμένη ἀπὸ ὅλες τὶς κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Οὐκρανικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὸν νόμιμο Προκαθήμενο αὐτῆς τὸν Μακαριώτατο Μητροπολίτη Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας Ὀνούφριο, ὁ ὁποῖος μὲ σύσσωμη τὴν ἱεραρχία ἀπέρριψε κατηγορηματικὰ τέτοιο τρόπο ἐκχωρήσεως τοῦ «αὐτοκεφάλου».
Στοὺς ἑορτασμοὺς στὸ Κίεβο 24-25 Ἰουνίου αἰσθάνθηκα μιὰ ἀσυνήθιστη πνευματικὴ ἀνάταση καὶ ένιωσα πραγματικὰ τὴν Ὀρθόδοξη ἑνότητα.
Ἀπὸ κοινοῦ ἀνέπεμψαν δεήσεις οἱ ἐκπρόσωποι τῶν δέκα Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἐνῶ οἱ τρεῖς κωλύθηκαν νὰ στείλουν τοὺς ἐκπροσώπους τους, ἀλλὰ οἱ Προκαθήμενοι αὐτῶν ἀπέστειλαν συγχαρητήρια γράμματα πρὸς τὸν Μακαριώτατο Μητροπολίτη Ὀνούφριο.
Ἐκφράζοντας τὴν ὑποστήριξη καὶ εὐχόμενοι κουράγιο στὴν ἀντιμετώπιση τῆς τραγικῆς καταστάσεως ἡ ὁποία διαμορφώθηκε, ὅλοι μαζὶ προσευχηθήκαμε, κοινωνοὶ γενόμενοι τῶν ταλαιπωριῶν καὶ τοῦ πόνου, τοὺς ὁποίους προκάλεσαν στοὺς πιστοὺς τῆς Οὐκρανίας οἱ ἀποφάσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν τῆς Ἐκκλησίας Σας.
Οἱ πανηγυρικὲς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις στὴ Λαύρα Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου ἡ ἱεραρχία, ὁ εὐαγὴς κλῆρος καὶ ὁ φιλόχριστος λαὸς προσευχηθήκαμε ἀπὸ κοινοῦ, ὑπενθύμιζε τὸ Ἅγιο Πάσχα καὶ ἀναδείχθηκε σὲ πραγματικὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας!
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀτυχῶς βλέπουμε πολλὲς ἀναλήθειες στὰ λεγόμενα καὶ τὰ πραττόμενα τῶν ὑψηλόβαθμων στελεχῶν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Διαπιστώνοντας τὴν ἀποτυχία τοῦ ἀδόξου ἐγχειρήματος στὴν Οὐκρανία, ἀγωνίζονται αὐτοὶ νὰ ἐμπλέξουν τοὺς ἀδελφοὺς μας χριστιανοὺς σὲ αὐτὴ τὴν χρεωκοπεῖσα τυχοδιωκτικὴ περιπέτεια.
Σὲ αὐτὰ τὰ πλαίσια ἐντάσσονται καὶ τὰ λεγόμενὰ Σας γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, τὰ ὁποία εἰπώθηκαν κατὰ την ἐπίσκεψη στὴν Ιστανμπούλ τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Ἐθνικοῦ Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Κορέας, τὴν ὁποία προετοιμάσατε, οἱ προσπάθειες ἀμαυρώσεως τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὶς ἐπαφὲς μὲ τους ἑτεροδόξους καθὼς καὶ πολλαπλὲς παρεμβάσεις στὸν Τύπο.
Καὶ τοῦτο την ἴδια στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁλόκληρη ἡ Ὀρθοδοξία φωνάζει γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς τάχιστης ἐπιλύσεως τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος μέσω ἑνὸς ἀδελφικοῦ διαλόγου.
Ο Κορεατικὸς καὶ ὁ Ρωσικὸς λαὸς συνδέονται μὲ τὴ φιλία ἑκατοντάδων ἐτῶν καὶ πιστεύω ὅτι παρ’όλες τὶς δοκιμασίες θὰ διαφυλάξουμε καὶ θὰ ἐνισχύσουμε τὶς ἀδελφικὲς μας σχέσεις. Η Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία πάντοτε ἔφερνε εἰρήνη τόσο στὴν Κορεατικὴ γῆ, ὅσο καὶ στὸν κόσμο ὁλόκληρο.
Η κοινὴ μας υπόθεσή, Σεβασμιώτατε, εἶναι νὰ δοξάζουμε καὶ νὰ κηρύττουμε τὸν Χριστό, νὰ Τον ὑπηρετοῦμε, μὴ φειδόμενοι δυνάμεων, νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης, νὰ καλοῦμε στὴ σωτηρία κάθε ἄνθρωπο ἀδιακρίτως φυλῆς καὶ κοινωνικῆς θέσεως.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ μας εἴμαστε πάντοτε πρόθυμοι νὰ συνεργασθοῦμε εἰρηνικὰ ἔχοντας ἀνοιχτὲς τὶς ἀδελφικὲς μας ἀγκαλιές.
Ἀνθρωπίνως ἡ κατάσταση ποὺ διαμορφώθηκε κρίνεται ὡς ἀδιέξοδη.
Καὶ ὅμως ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζει πάμπολλα παραδείγματα τῶν διαιρέσεων μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῶν συμφιλιώσεων. Ἐλᾶτε, Σεβασμιώτατε, νὰ μὴν βαθύνουμε τουλάχιστον τὴ διαίρεση.
Οἱ Ἐκκλησίες μας διέρχονται τώρα μιὰ δύσκολη περίοδο στὶς ἀμοιβαῖες σχέσεις, ἀλλὰ ἐλᾶτε νὰ πράξουμε ὅσο εἶναι δυνατὸ ὥστε νὰ μὴν ταλαιπωρεῖται ἐξαιτίας αὐτῶν τὸ ποίμνιο στὴν Κορέα καὶ σὲ ἄλλες χῶρες τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας.
Νὰ ἔχουν ὅλοι τὴ δυνατότητα νὰ προσεύχονται καὶ νὰ κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων τοὺ Χριστοῦ Μυστηρίων καὶ νὰ μπορέσουμε νὰ κηρύττουμε την Ὀρθοδοξία. Σᾶς καλῶ νὰ μὴν παραποιεῖτε τα γεγονότα ἐξυπηρετώντας πολιτικὲς σκοπιμότητες.
Ἐλᾶτε νὰ ὑπηρετοῦμε ὄχι τὴ διαίρεση, ἀλλὰ τὴ μελλοντικὴ καταλλαγὴ
καὶ τὴν ἑνότητα, γιὰ τὴν ὁποία προσευχόμαστε πρὸς ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Προσβλέποντας στὴν κατανόηση καὶ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ φιλαδελφία, διατελῶ.
† ὁ Σιγκαπούρης και Νοτιοανατολικής Ασίας,
ὁ Πατριαρχικός Έξαρχος της Νοτιοανατολικής Ασίας
Σέργιος