Μέσα στις σύγχρονες πολιτιστικές διαμάχες, η λέξη “παραδοσιακός” έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής, τόσο, που πολιτικοί, κοινωνικοί, και θρησκευτικοί παράγοντες την έχουν σφετεριστεί. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται ως σήμα κατατεθέν, κυρίως από αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους θρήσκους, και (φαινομενικά, τουλάχιστον) πιστούς στην θρησκευτική τους παράδοσή. Χρησιμοποιείται από άτομα που πιστεύουν πως προστατεύουν την παράδοση τους ενάντια σε επιθέσεις, (είτε γενικές επιθέσεις κατά της θρησκείας, είτε από άλλους μέσα στη ίδια θρησκευτική παράδοση που ερμηνεύουν διαφορετικά ορισμένες πτυχές της παράδοσης αυτής). Μέσα στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας, ένα απλό παράδειγμα είναι η χειροτονία διακονισσών. Οι αυτοαποκαλούμενοι «παραδοσιακοί» ή «πατροπαράδοτοι» είναι γενικά κατά της γυναικείας χειροτονίας, ενώ κάποιος «μη-παραδοσιακός», που συνήθως καλείται, υποτιμητικά, «φιλελεύθερος» – μπορεί να μην θεωρεί και τόσο αυτονόητη την απαγόρευση μιας τετοιας χειροτονίας.
Ένα μέρος της παράδοσης αυτής είναι οι αποκαλούμενες “παραδοσιακές αξίες”, κάτι που σήμερα συνήθως σημαίνει συγκεκριμένες αξίες που έχουν να κάνουν με το φύλο και την σεξουαλικότητα. Οι “παραδοσιακές αξίες” έχουν γίνει διεθνές σύνθημα, το οποίο υπερβαίνει το χάσμα μεταξύ Ανατολής-Δύσης. Σήμερα, υπάρχουν Αμερικάνοι Ευαγγελικοί στην Δύση που συνεργάζονται με Ρώσους Ορθόδοξους στην Ανατολή προκειμένου να προωθήσουν τις “παραδοσιακές αξίες”, δημιουργώντας τόσο κρατικές όσο και διεθνείς νομικές δομές.
Οι «παραδοσιακές αξίες» αυτές έχουν αποκτήσει νέα διάσταση με τον νεολογισμό: «Ορθόδοξη ηθική». Τον καλώ νεολογισμό γιατί ποτέ στην ιστορία του Χριστιανισμού, τουλάχιστον του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, δεν έχουμε δει την λέξη «Ορθόδοξο» να χρησιμοποιείται ως επίθετο για την ηθική. Ποτέ. Άρα αυτός ο νεολογισμός δεν είναι παραδοσιακός. Για την ακρίβεια, τολμώ να πω ότι ακούγεται… μοντέρνος. Μπορεί να ελκύει άτομα που γοητεύονται απο Ορθόδοξες εκδοχές του λεγόμενου “Benedict Option”, αλλά η εκκλησία αποκήρυξε προ πολλού μια τέτοια Δονατιστική λογική αγνότητας.
Η άποψή μου είναι πολύ απλή: η χρήση της λέξης «παραδοσιακός» και των παραγώγων της («Ορθόδοξη ηθική», «παραδοσιακές αξίες», κτλ.) είναι φιλοσοφικά αβάσιμη, δηλαδή, είναι λάθος. Γιατί; Επειδή όλοι μας είμαστε παραδοσιακοί. Πως? Επειδή είναι αδύνατο να υπάρχει ανθρώπινο ων χωρίς (μια οποιαδήποτε) παράδοση. Με αλλά λόγια, ύπαρξη άνευ παραδόσεως είναι αδύνατη. Ή, για να το θέσω και πάλι αλλιώς, ένας άνθρωπος δεν υπάρχει απλά εν και δια παραδόσεως, αλλά ως παράδοση.
Εάν η θέση μου αυτή φαίνεται εκπληκτική, μπορεί να σας συγκλονίσει το γεγονός ότι δεν είναι καθόλου πρωτότυπη. Διάφοροι φιλόσοφοι έχουν διατυπώσει την ίδια ιδέα εδώ και χρόνια. Εγώ απλά επαναλαμβάνω μια άποψη επι της οποίας υπάρχει μια γενική φιλοσοφική συναίνεση. Ο φιλόσοφος Άλασντερ Μάκινταϊρ (Alasdair MacIntyre) εξέφρασε άριστα τις γενικές γραμμές της απόψεως αυτής, (πολλοί «παραδοσιακοί» ιδιοποιούνται το έργο του, αν και επιλεκτικά, αφού συνήθως δεν αναφέρουν ότι για τον Μάκινταϊρ τα πάντα είναι παράδοση, ακόμη και ο φιλελευθερισμός, στην μάχη κατά του οποίου βρίσκουν το νόημα τους. Για την ακρίβεια, ο φιλόσοφος του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, Jeffrey Stout, απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι απλά μια παράδοση που υποστηρίζεται από συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές).
Σ’ αυτό το σημείο ένας οπαδός της «παράδοσης» μπορεί να συμφωνήσει μαζί μου ότι τα πάντα είναι παράδοση και όλοι είμαστε παραδοσιακοί, αλλά αμέσως μετα θα ισχυριστεί ότι όταν χρησιμοποιεί κάποιος την λέξη “παραδοσιακό” εννοεί ειδικά κάποιον η κάτι που αντιστέκεται σε άτομα η οργανώσεις που ενώ ταυτίζονται με μια θρησκευτική παράδοση, προσπαθούν να την αλλάξουν, να την τροποποιήσουν ώστε να ταιριάζει με μοντέρνες νοοτροπίες, να την κάνουν πιο «σχετική». Θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτοί που υποστηρίζουν, για παράδειγμα, την γυναικεία χειροτονία (στο αξίωμα της διακόνισσας) μολύνουν την Ορθόδοξη παράδοση με την άθεη, φιλελεύθερή τους παράδοση.
Αυτό το επιχείρημα θα ήταν, τουλάχιστον, πιο φιλοσοφικά και θεολογικά βάσιμο, αλλά εάν θέλουμε να υποστηρίξουμε τον ισχυρισμό αυτό, τότε η λέξη “παράδοση” χρειάζεται επίθετα, π.χ. “αγνή”, που εξηγούν τι είδος παράδοσης εννοεί ο ομιλητής.
Όμως ακόμη και αυτός ο συμβιβασμός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πώς θα περιγράφαμε, ας πούμε, κάποιον που ακολουθεί πιστά την Ορθόδοξη πίστη, που δέχεται την εξουσία των Οικουμενικών Συνόδων και των δογματικών τους διακηρύξεων, που πιστεύει πως ο Ιησούς Χριστός είναι όλως Θεός και όλως άνθρωπος, και ότι ο Θεός ενσαρκώθη για να δώσει στο γένος των ανθρώπων την δυνατότητα της θεώσεως, και με βάση αυτά τα “παραδοσιακά” πιστεύω να υποστηρίζει ότι μπορεί να υπάρξει συζήτηση και αλλαγή μέσα στην Ορθόδοξη παράδοση? Ειδικά σε θέματα (π.χ.) φύλου και σεξουαλικότητας; Εάν δεν υπάρχει σκέψη εκτός παράδοσης, και εάν τα επιχειρήματα μας βασίζονται μέσα και μέσω της Ορθόδοξης παράδοσης, αυτό δεν είναι “Ορθόδοξα παραδοσιακό”;
Μπορεί κάποιος να πει ότι απαιτήσεις σχετικά με το φύλο και την σεξουαλικότητα είναι ασυμβίβαστες με την παράδοση. Αλλά πώς μπορούμε να πιστεύουμε κάτι τέτοιο εάν οι προαναφερόμενες απαιτήσεις βασίζονται σε Ορθόδοξες θεολογικές αρχές; Άλλοι μπορεί να ισχυριστούν ότι ο μόνος λόγος που υπάρχει συζήτηση περί των θεμάτων αυτών είναι ο φιλελευθερισμός που έχει διεισδύσει στην Ορθοδοξία. Σε αυτούς θα απαντούσα ότι κατά την όλη ιστορία της Χριστιανοσύνης υπήρξαν παγανιστές φιλόσοφοι που προκαλούσαν και προβλημάτιζαν τους Χριστιανούς διανοούμενους της εποχής με ερωτήσεις. Εάν αποκλείσουμε οποιοδήποτε ερώτημα βάσει του ερωτώμενου, τότε θα πρέπει να απορρίψουμε όλη την ιστορία της Χριστιανικής σκέψης.
Αυτό που ξεχνούν (η σκοπίμως αγνοούν) οι “παραδοσιακοί”, είναι ότι ο Άλασντερ Μάκινταϊρ δήλωσε ρητά ότι ενώ οι παραδόσεις διαφοροποιούνται από τις ιδιαίτερές τους κοσμοθεωρίες, μια παράδοση πρέπει να μπορεί να απαντήσει κάθε ερώτημα και να είναι ανοιχτή σε κάθε νέα πρόκληση εάν θέλει να επιβιώσει ως παράδοση. Η βιωσιμότητα μιας παράδοσης εξαρτάται από το πόσο καλά μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και τα ζητήματα μιας συγκεκριμένης εποχής, ενσωματώνοντας τα βέλτιστα στοιχεία άλλων παραδόσεων, αλλά με τρόπο που να μην απειλεί την εσωτερική της συνοχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η παράδοση πρέπει να αλλάξει τις αρχές της, αλλά αν οι αρχές και τα αδιαπραγμάτευτά της δεδομένα δεν μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στις προκλήσεις της εποχής, τότε αυτή η παράδοση δεν θα επιβιώσει.
Η απαραίτητη και πραγματική συζήτηση δεν αφορά το εάν κάποιο άτομο είναι παραδοσιακό ή μη-παραδοσιακό, πιστό ή άπιστο. Η διαφωνία, και συνεπώς ο διαχωρισμός, έχει να κάνει με τις συνέπειές των ιδεολογιών και των πεποιθήσεων που κρατούν από κοινού τα μέλη μιας συγκεκριμένης παράδοσης. Για να επιστρέψουμε στο παραπάνω παράδειγμά, όταν λέω πως η εκκλησία πρέπει να επιτρέπει την γυναικεία διακονία, δεν το λέω γιατί πιστεύω πως η Ορθοδοξία πρέπει να είναι πιο καίρια και «σχετική», αλλά επειδή δεν υπάρχει καλός θεολογικός λόγος για την απαγόρευσή της. Δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα ενάντια της γυναίκειας διακονίας που να συμφωνεί με την πίστη στον Ενσαρκωμένο Θεό, την Σταύρωση και την Ανάστασή του. Αυτή η ίδια πίστη με οδηγεί όταν σκέπτομαι επι τα θέματα της σεξουαλικότητας.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: τουλάχιστον οι μη-θρήσκοι με θεωρούν «παραδοσιακό», αν και ο λανθασμένος τρόπος με τον οποίον εννοούν την λέξη είναι απλά η άλλη όψη της λανθασμένης θρησκευτικής χρήσης του όρου. Πρέπει να ξέρουμε πια πως δεν υπάρχουν «παραδοσιακοί» και «μη-παραδοσιακοί», υπάρχουν μόνο είδη παραδόσεων με τις οποίες ταυτιζόμαστε. Εγώ, για παράδειγμα ανήκω στην Παράδοση της Ενσάρκωσης. Κάτι μου λέει ότι τα άτομα με τα οποία διαφωνώ (σχετικά με ποια μέρη της Ορθόδοξης παράδοσης είναι προς συζήτηση και ποια δεν είναι) πιστεύουν επίσης στην παράδοση αυτή. Η αντιπαράθεσή μας αφορά ένα θέμα, και ένα θέμα μόνο: πόση ποικιλότητα και πόσος διαφορισμός μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε άτομα που μοιράζονται μια κοινή δογματική παράδοση;
Πρέπει λοιπόν να αναγνωρίσουμε και να επικυρώσουμε τα κοινά μας δόγματα και τις κοινές ιδεολογικές μας πεποιθήσεις, και να τα χρησιμοποιούμε ως βάση για οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση. Πρέπει να πάψουμε να χρησιμοποιούμε φράσεις όπως «παραδοσιακός», «παραδοσιακές αξίες», και «Ορθόδοξη ηθική». Στην καλύτερη περίπτωση τέτοιες φράσεις υπονομεύουν τα κοινά μας πιστεύω, και στη χειρότερη χρησιμοποιούνται ως ρητορικά εργαλεία για να δαιμονοποιούμε τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους. Αυτές οι φράσεις γίνονται προσκόμματα, και εμποδίζουν την ειλικρινή συζήτηση. Όποιος γνωρίζει την ιστορία του Χριστιανισμού ξέρει ότι αυτό αντίκειται στην ζωντανή Παράδοση της πίστης μας.
Ο Αριστοτέλης Παπανικολάου κατέχει την έδρα Ορθόδοξης Θεολογίας και Πολιτισμού «Αρχιεπίσκοπος Δημήτριος» και είναι συνδιευθυντής του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Φόρντχαμ.
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών, των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδώ.
*Trans.: Katherine Chaffee